Waiting for Godot
ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐκτελοῦσαν. Ὄχι
ὅτι μὲ ἔνοιαζε ἰδιαίτερα, ἀλλὰ ὅπως καὶ νὰ τὸ κάνεις ἕνας θάνατος
εἶναι θάνατος καὶ εἰδικὰ ὅταν εἶναι βίαιος. Ἦρθε στὸ κελί μου ὁ φρουρὸς καὶ
μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἡ ὥρα νὰ πᾶμε. Τὸ κατάλαβε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι δὲν
ὑπῆρχε λόγος νὰ μὲ ἁλυσοδέσει. Δὲν εἶχα καμία ὄρεξη νὰ φύγω. Ἄνοιξε τὴ μεταλλικὴ πόρτα καὶ
βγήκαμε στὸ μακροσκελὴ διάδρομο. Περπάτησα ἀρκετὰ μέτρα δίπλα
του, σιωπηρὸς καὶ βαριεστημένος. Μπήκαμε στὸ δωμάτιο. Πέντε ἄντρες
ἦταν μαζεμένοι σὲ μιὰ γωνιὰ συζητώντας ψιθυριστά. Εἶχαν τόσο κοινὰ πρόσωπα ποὺ
τοὺς ξέχναγες τὸ ἑπόμενο λεπτὸ ποὺ τοὺς ἔβλεπες. Ὅταν μᾶς ἀντιλήφθηκαν, σταμάτησαν
καὶ ἕνας τους ἦρθε πρὸς τὸ μέρος μας. Ἦταν ἐξίσου βαριεστημένος μὲ
ἐμένα. Τὸ ἔβλεπα στὸ πρόσωπό του καὶ στὰ ὑποτονικὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα
μοῦ μίλησε. «Ἄντε ἔλα, νὰ τελειώνουμε. Ἐκεῖ
εἶναι ἡ ἠλεκτρικὴ καρέκλα. Καλὸ εἶναι νὰ σὲ δέσουμε, γιατὶ ὁ προηγούμενος,
ποὺ ἐπέμενε τὸ ἀντίθετο, πετάχτηκε μισοπεθαμένος ἀπὸ τὴ θέση
του κι ἀναγκαστήκαμε νὰ διακόψουμε καὶ νὰ τὸν ξανακαθίσουμε, ἐνῶ
ἐκεῖνος οὔρλιαζε ἀπὸ τὸν πόνο. Ἦταν πολὺ ἐπώδυνο γιὰ ὅλους. Χώρια
ὅτι καταλέρωσε τὸν τόπο μὲ καμένες σάρκες καὶ αἵματα.» Δὲν εἶχα ὄρεξη νὰ τοῦ ἀπαντήσω, οὔτε ποὺ μὲ συγκίνησε ἡ φρικιαστικὴ περιγραφή του. Μὰ δὲν ξέρω πῶς μοῦ ἦρθε. «Θὰ ἤθελα μιὰ χάρη κύριε ἐκτελεστή.» «Ὢχ αὐτοὶ οἱ κατάδικοι μὲ τὶς
χάρες τους. Ὅλο μπελάδες μᾶς δημιουργοῦν», σκέφτηκε. Εἶδα τὶς σκέψεις του στὸ πρόσωπό
του, ποὺ σφίχτηκε ἀσυναίσθητα, μὰ δὲν εἶπα κουβέντα. Ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχε
λόγος. «Θὰ ἤθελα νὰ ἀναβάλουμε τὴν ἐκτέλεση
γιὰ μιὰ ἄλλη φορά. Ἴσως σὲ λίγες μέρες. Βαριέμαι ἀφόρητα σήμερα.» Ἔκανε ἕναν μορφασμὸ ἀπογοήτευσης. «Δὲν ἔχει νόημα. Καλύτερα νὰ
τελειώνουμε. Τὸ ξέρεις ὅτι εἶναι προτιμότερο καὶ γιὰ σένα. Ἂν θελήσεις
κάτι, ἂς ἦταν αὐτὸ ποὺ ἐπίμονα ἀρνεῖσαι τόσο καιρό. Νὰ ζητήσεις
χάρη καὶ διαγραφὴ τῆς ποινῆς σου ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρους. Μπορεῖ καὶ νὰ
στὴ δώσουν. Ἔχει συμβεῖ σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις.» «Δὲ θέλω χάρη καὶ τὸ ξέρετε. Μόνο
λίγο χρόνο θὰ χρειαστῶ.» «Τί νὰ τὸν κάνεις τὸν χρόνο; Ξέρεις
ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ καὶ θὰ μείνεις κλεισμένος ὅλη τὴν ὥρα στὸ κελί
σου μόνος.» «Δὲν εἶμαι χαζός, τὸ καταλαβαίνω.
Μπορεῖ νὰ μὲ κατηγορήσετε γιὰ ὁτιδήποτε καὶ νὰ ἔχετε καὶ δίκιο, ἀλλὰ
χαζὸς δὲν εἶμαι.» «Δὲν καταλαβαίνω γιατί δὲν ζητᾶς
χάρη. Τόσα χρόνια καὶ πρώτη φορὰ συμβαίνει αὐτό. Μάλιστα τὸ ἀφεντικὸ
μοῦ εἶπε ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ στὴ δώσει. Ἀρκεῖ νὰ τὴ ζητήσεις. Εἶναι παράβαση
καθήκοντος ποὺ στὸ λέω, ἀλλὰ δὲν ἀντέχω νὰ βλέπω αὐτὸν τὸν παραλογισμό,
παρόλο ποὺ δὲ μοῦ πέφτει λόγος.» «Δὲ θέλω χάρη, στὸ λέω γιὰ πολλοστὴ
φορά. Θέλω νὰ πεθάνω ὅπως ὅλοι. Μόνο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἐκτέλεση ἐπιθυμῶ.
Τουλάχιστον νὰ μὴ γίνει σήμερα.» Δίστασε. «Περιμένεις καὶ σὺ
νά ’ρθει. Τὸ βλέπω στὰ μάτια σου. Περιμένεις. Εἶναι ἀνοησία. Ποτὲ
δὲν ἔχει συμβεῖ μέχρι τώρα καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι δὲ θὰ γίνει ποτέ.
Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ κάποτε, λένε, ὅτι τὸ βίωσαν, ἦταν μισότρελοι ἢ
τόσο στερημένοι ποὺ δὲν ἔβλεπαν τὴν τύφλα τους. Ἄσε ποὺ δὲν ὑπάρχει
πιὰ κανένας τους νὰ μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώσει. »Κάποιοι ἄλλοι μάλιστα εἶπαν,
ὅτι μόλις τὸ ἔνοιωσαν, ἔπαψε νὰ τοὺς συγκινεῖ καὶ ἦταν ἁπλῶς μιὰ
τετριμμένη ἀλήθεια ἢ μιὰ ἀνούσια συνήθεια. »Σταμάτα λοιπὸν τὶς χαζομάρες,
ἐπίστρεψε στὴ ζωή, καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες χάρη. Θὰ στὴ δώσουν
σίγουρα καὶ θὰ γλιτώσουμε καὶ ἐμεῖς τὸν κόπο.» Τὸν κοίταξα ἀδιάφορα. Ἂν μποροῦσα
νὰ ἐκτελεστῶ μόνος μου καὶ τὸν γλύτωνα ἀπὸ τὴ διαδικασία εἶμαι
σίγουρος ὅτι δὲν θὰ τὸν ἔνοιαζε καθόλου. «Σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι δὲν εἶμαι
χαζός. Δὲν περιμένω τίποτα. Ἁπλῶς ὅλα πρέπει νὰ γίνουν ὅπως πρέπει.
Ἡ ἐκτέλεση πρέπει νὰ ἀναβληθεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρνηθεῖς θὰ τὸ ζητήσω ἀπὸ
τοὺς ἀνωτέρους σου καὶ σίγουρα θὰ δεχθοῦν.» «Ἔμπλεξα μὲ μουρλό», σκέφτηκε. Μοῦ γύρισε τὴν πλάτη καὶ κατευθύνθηκε
στοὺς ἄλλους στὴν ἄκρη τοῦ δωματίου. Ξανάρχισαν πάλι νὰ ψιθυρίζουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπέστρεψε φανερὰ
μπουχτισμένος. «Ἄντε, πήγαινε στὸ κελί σου. Δὲν
ἔχει ἐκτέλεση σήμερα. Αὔριο πάλι.» Ὁ φρουρὸς μὲ χτύπησε φιλικὰ στὴν
πλάτη καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ κελί. Τώρα εἶμαι μόνος καὶ πάλι. Τὸ
ξέρω ὅτι θέλετε νὰ ζητήσω αὐτὴν τὴν ἀναθεματισμένη χάρη, ἀλλὰ
δὲ θὰ σᾶς κάνω τὸ χατίρι. Μάλιστα αὔριο θὰ πάρω καὶ ἕναν ἀπὸ σᾶς μαζί
μου στὴν ἐκτέλεση γιὰ νὰ παρακολουθήσει. Πρέπει νὰ ξέρει, γιατὶ καὶ
σεῖς ἐκεῖ κάποτε θὰ καταλήξετε. Μπορεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐκτελέσουν, ἀλλὰ
σίγουρα θὰ πεθάνετε. Ὅσο γιὰ ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι περιμένετε, σᾶς πληροφορῶ
ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ἴσως ἦταν μιὰ φάρσα, καὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ
μὲ βεβαιότητα. Ἄλλωστε ἔχει διαφορετικὸ περιεχόμενο γιὰ τὸν
καθένα σας. Ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ πίστεψα, ἀλλὰ ἂν νοιώθετε καλύτερα ἂς
τὸ περιμένετε νά ’ρθει. Ἡ αὐταπάτη… Σήμερα εἶμαι πολὺ χαρούμενος.
Ἐπιτέλους θὰ πάρω μαζί μου ἕναν ἀπὸ σᾶς γιὰ νὰ παρακολουθήσει.
Καὶ τὸ παράξενο εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ἐθελοντές. Εἶναι καὶ αὐτὸ
ἕνα εἶδος δικαίωσης. Μή, ὄχι, μὴ μοῦ κρυφογελᾶτε. Μὴ μοῦ λέτε ὅτι
αὐτὸ ἔχει σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ ἐγὼ περιμένω νά ’ρθει. Δὲν ἀντέχω αὐτὴ
τὴν εἰρωνεία. Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γίνει στὸ μέλλον
κι ἀμέσως θὰ σταματήσετε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ θὰ ἀρχίσουν οἱ ὁμαδικὲς
ἐκτελέσεις ποὺ πάντα φοβόσαστε. Μὴν ἀνατριχιάζετε, οὔτε νὰ λυπᾶστε.
Ἂν συνειδητοποιήσετε ὅτι ἐκεῖνο —ξέρετε ποιό, μὴ κάνετε τοὺς
ἀνήξερους— ποτὲ δὲ θὰ φανεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιάζει ὅπως καὶ ἐμένα. Μπορεῖ
τότε νὰ βαριέστε, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τὸ τίμημα τῆς ἀλήθειας. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ Πηγή: Μυθολογήματα
καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.
Γρηγόρης Τεχλεμετζῆς (Ἀθήνα,1968).
Σπούδασε θετικὲς ἐπιστῆμες. Διηγήματα, δοκίμια καὶ σχόλιά του
σὲ ἔργα συναδέλφων του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ πολλὰ λογοτεχνικὰ
περιοδικά. Τὸ μυθιστόρημά του μὲ τίτλο Ἀφιερωμένο στὴν Ἔλενα, κυκλοφόρησε
ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἠριδανὸς (2007). Ἀπὸ τὸ 2011 διευθύνει τὸ λογοτεχνικὸ
περιοδικὸ «Ὁ Σίσυφος». Ἔχει βραβευτεῖ σὲ λογοτεχνικοὺς διαγωνισμούς.
Διατηρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου