Πάντα ψωνίζω ψάρια από τη Λαϊκή. Με τις αναπόφευκτες σε τέτοια πράγματα προτιμήσεις.
Πριν από κάποιο καιρό σύχναζα σε δυο πάγκους: αυτόν του Θανάση που χώλαινε από το ένα του πόδι και ηλικιακά πλησίαζε στη σύντaξη ή αυτόν του Νικόλα, ενός σαρανtaxρονο φωνακλά. Μόνο που βρισκόντουσαν δίπλα δίπλα και όλη την ώρα τσακώνονταν άγρια.
Κάποια στιγμή ο νεώτερος μετακόμισε πιο κάτω. Την πρώτη φορά που τον επισκέφτκηα στη νέα του θέση του έκανα με τρόπο και μια παρατήρηση: πως δεν είναι σωστό να χρησιμοποιεί τέτοιο λεξιλόγιο για έναν ηλικιωμένο συνάδελφό του. Τότε ὁ Νικόλας πλησίασε και με ύφος αμετανόητου μου είπε: « Ὁ κούτσαύλας είναι καριόλης. Μένουμε στην ίδια γειτονιά και τον ξέρω.» Ενώ με στιλ φιλοσοφίας του καφενείου, συμπλή
ρωσε: «Ξέρει ὁ Θεός ποιους σημαδεύει με κουσούρια!»
Πέρασε ένα διάστημα, ὁ Θανάσης βγήκε στη σύνταξη και μου έμεινε μόνο ὁ Νικόλας. Κάποια Τετάρτη όμως δεν φάνηκε και τον πάγκο κρατούσε ὁ βοηθός του. «Το αφεντικό είναι στο μαιευτήριο. Γεννάει η γυναίκα του», μου είπε.
Όταν ξαναεμφανίστηκε φαινόταν κατηφής και δεν δαλαλούσε στεντόρεια όπως πριν το εμπόρευμά του.
— Είχατε γεννητούρια Νικόλα έμαθα, αγοράκι ή κοριτσάκι;
— Αγοράκι αλλά τί τα θες; Ἔχει τὸ σύνδρομο Down!
— Ψιθύρισα σοκαρισμένος «να σας ζήσει» χωρίς να πάρω απάντηση.
Ήρθε ακόμη 2-3 φορές. Πάντα κατηφής. Και μετά χάθηκε!
(Πρώτη δημοσίευση: Λογοτεχνικό Ιστολόγιο Πλανόδιον—Ιστορίες Μπονζάϊ, 26-06-2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου