Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου : Ἄ­σπρα, με­γά­λα δά­κρυ­α

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΦΕΡΑ νὰ γί­νω, ἦ­ταν μη­τέ­ρα. Μιὰ μη­τέ­ρα χον­τρὴ μὲ κον­τὰ πο­διὰ σφη­νω­μέ­να σὲ ἄ­βο­λες ρὸζ κάλ­τσες. Πάν­τα εἶ­χα με­γά­λη λε­κά­νη. Αὐ­τὴ θὰ κά­νει πολ­λὰ παι­διὰ ἔ­λε­γε ἡ μά­να μου, θὰ μᾶς γεν­νο­βο­λᾶ ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Θὰ ἀ­νοί­γει τὰ πό­δια της θὰ βά­ζει τὰ χέ­ρια της καὶ θὰ τρα­βᾶ τὰ μω­ρὰ νὰ βγοῦ­νε στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια. Ἄ­νοι­γα τὰ πό­δια μου, ἔ­βα­ζα τὰ χέ­ρια μου ἔ­βγα­ζα τὰ μώ­ρα στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια, τὰ ἔ­βα­ζα στὸ στῆ­θος μου καὶ θή­λα­ζα γά­λα. Ἔ­τρε­χε τὸ γά­λα πο­τα­μὸς ἀ­πὸ τὰ στή­θια μου καὶ ἐ­γὼ ἔ­κλαι­γα ἄ­σπρα με­γά­λα δά­κρυ­α. Κολ­λοῦ­σε τὸ γά­λα μου, κυ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά μου στὰ πό­δια μου κόμ­πους, κομ­μά­τια. Κά­πο­τε ἔ­βα­ζα τὰ μω­ρὰ στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­τρε­χα. Αὐ­τὰ χτυ­πού­σα­νε πά­νω στὰ πό­δια μου, στὴν μέ­ση μου, βα­στιόν­ταν γε­ρὰ μό­νο ἀ­πὸ τὸ στῆ­θος μου, εἶ­χα τὰ χέ­ρια γε­μά­τα τσάν­τες καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὰ κρα­τή­σω. Ἔ­τρε­χα ὅ­μως γρή­γο­ρα καὶ ἂς εἶ­χα δυ­ὸ μω­ρὰ στὸ στῆ­θος μου. Αὐ­τὸ ποὺ λέ­νε γιὰ τοὺς χον­τροὺς πὼς δὲν τρέ­χουν γρή­γο­ρα, γιὰ μέ­να κα­θό­λου δὲν ἰ­σχύ­ει. Πο­λὺ ἔ­τρε­χα καὶ εἶ­χα καὶ τὰ μω­ρὰ σφη­νω­μέ­να νὰ ρου­φᾶ­νε στὸ στῆ­θος μου. Ἔ­τρε­χα. Κά­πο­τε στεί­ρευ­ε τὸ στῆ­θος μου, ἔ­νι­ω­θα τὸ γά­λα ποὺ στέ­ρευ­ε, φτά­νει, ἀλ­λὰ τὰ μω­ρὰ ρου­φοῦ­σαν ἀ­κό­μα, ἄ­κου­γα τὸ στό­μα τους ποὺ ἔ­κα­νε ρούφφφφ καὶ ἔ­πει­τα ἔ­πι­α­ναν αἵ­μα­τα ἢ καὶ λί­γο κρα­σὶ καὶ ἔ­πι­ναν. Ἕ­να κρα­σὶ ὡ­ραῖ­ο κόκ­κι­νο, λί­γο γλυ­κό, ποὺ ἔ­πι­να τὶς νύ­χτες, κρυ­φὰ στὴν ζού­λα. Μὴν πί­νεις κρα­σί μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, μὴν πί­νεις κρα­σὶ στὸ σπί­τι, ἔ­χου­με μω­ρὰ παι­διά, κοι­τᾶ­νε. Ξύ­πνα, πά­λι μι­λᾶς στὸν ὕ­πνο σου. Ξυ­πνοῦ­σα ἔ­τρε­χα νὰ δῶ τὰ μω­ρά, κοι­μόν­του­σαν χορ­τα­σμέ­να μὲ πρη­σμέ­νες κοι­λι­ές, στὸ πη­γού­νι τους σκού­πι­ζα μιὰ ἰ­δέ­α σά­λια μὲ ρὸζ χρῶ­μα. Γε­νι­κὰ σὰν οἰ­κο­γέ­νεια μᾶς ἄ­ρε­σε τὸ ρόζ, ἀ­γο­ρά­ζα­με ρὸζ κάλ­τσες καὶ ρὸζ παλ­του­δά­κια καὶ κά­τι κόκ­κι­να ἀ­χνὰ γλυ­κά­κια ποὺ τὰ τρώ­γα­με μὲ σαν­τι­γὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα. Ἡ λε­κά­νη μου βά­ρυ­νε. Χόν­τραι­νε. Μὴν τρῶς τό­σα γλυ­κά, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, μὴν τρῶς τό­σο πο­λύ. Τὰ παι­διὰ κοι­τᾶ­νε. Τὶς νύ­χτες ἔ­πι­α­να μιὰ κόκ­κι­νη ἀ­χνὴ κλω­στή, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν πεῖς καὶ ρόζ, περ­νοῦ­σα ἄ­ρον ἄ­ρον τὸ βε­λό­νι, ἔρα­βα σφι­κτὰ τὰ χεί­λια μου. Ἔ­κα­να στὸ στό­μα μου σταυ­ρο­βε­λο­νιά, γαλ­λι­κὴ στε­νὴ ρα­φή, εἶ­μαι κα­λὴ στὸ βε­λό­νι, χρυ­σο­χέ­ρα, ἔ­φτια­χνα τὸ στό­μα μου κέν­τη­μα, τοὺς κόμ­πους μό­νο δὲν κα­τά­φερ­να, δὲν τέ­λει­ω­να, ἡ ρα­φή μου ξή­λω­νε, ξέ­φτι­ζε πά­λι τὸ πρω­ί. Νὰ τὸ ρά­ψεις καὶ νὰ μὴν τρῶς καὶ νὰ μὴν μι­λᾶς, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος. Κι ἐ­γὼ τὶς νύ­χτες ἔ­ρα­βα ἀλ­λὰ τὸ πρω­ὶ ὅ­λα τα ξή­λω­να, μπο­ρεῖ νὰ ἔ­φται­γε ἡ κλω­στή, ποὺ ἦ­ταν ἀ­νοι­κτὴ κόκ­κι­νη ἀ­χνή, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν πεῖς καὶ ρόζ. Μιὰ νύ­χτα ποὺ ἔ­ρα­βα μοῦ ἔ­σπα­σε ἡ κλω­στὴ καὶ πῆ­γα νὰ βρῶ τὴν μά­να μου. Δὲν μοῦ ἔ­μα­θες τῆς εἶ­πα κα­θό­λου νὰ κά­νω κόμ­πους, ἐ­σὺ φταῖς, τὸ μό­νο ποὺ κα­τά­φε­ρα νὰ κά­νω εἶ­ναι μω­ρὰ λό­γῳ ποὺ εἶ­χα με­γά­λη ἀ­νοι­κτὴ λε­κά­νη ποὺ ρού­φη­ξαν ἀ­πὸ τὸ στῆ­θος μου ὅ­λο το αἷ­μα μου, ἀλ­λὰ δὲν μὲ ἔ­μα­θες νὰ κά­νω κόμ­πους νὰ ρά­βω τὸ στό­μα μου, νὰ ρά­βω τὰ χεί­λη μου. Τῆς τά ΄πα μιὰ χα­ρὰ καὶ ξε­θύ­μα­να, τὸ ἄλ­λο πρω­ὶ με­τά­νι­ω­σα καὶ πῆ­γα νὰ τῆς πά­ρω λί­γα λου­λού­δια στὸ μνῆ­μα της. Πῆ­γα καὶ ἀ­γό­ρα­σα κά­τι με­γά­λα ρὸζ γα­ρύ­φαλ­λα, μὲ ἄ­σπρα νε­ρά, ὁ­λάν­θι­στα, εἶ­χαν ἀ­κό­μα τὴν δρο­σιὰ πά­νω τους, ὡ­ραι­ό­τα­τα, ἑ­φτὰ εὐ­ρὼ τὰ πλή­ρω­σα. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­φευ­γα τὶς ἄ­κου­σα πά­λι ποὺ σχο­λί­α­ζαν τή μά­να μου, κοί­τα την κα­λὲ ποὺ τώ­ρα τὴν θυ­μή­θη­κε, κοί­τα ποὺ τῆς παίρ­νει λου­λού­δια τώ­ρα ποὺ πέ­θα­νε. Εἶ­ναι καὶ λι­γά­κι ὑ­πο­κρι­σί­α αὐ­τό, ἔ­λε­γε ὁ Νί­κος, τό­σο ποὺ τσα­κω­νό­σα­σταν τώ­ρα πη­γαί­νεις καὶ πλέ­νεις τὸν τά­φο της, γε­μί­ζεις κου­βά­δες νε­ρὸ καὶ πλέ­νεις τὰ μάρ­μα­ρα. Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ δὲν τοῦ ἀ­πάν­τη­σα, αὔ­ριο ποὺ πῆ­γα στὸ μνῆ­μα ἔ­μα­θα νὰ κά­νω κόμ­πους πού μοῦ ἔ­δει­ξε ἡ μά­να μου, ρά­βω τὰ χεί­λη μου, ἡ λε­κά­νη μου χόν­τρυ­νε, γε­μί­ζω κου­βά­δες νὰ πι­εῖ νε­ρὸ ἡ μά­να μου, τὸ μό­νο ποὺ κα­τά­φε­ρε ἡ κα­η­μέ­νη εἶ­ναι νὰ γί­νει μη­τέ­ρα. Ἔ­χει με­γά­λη λε­κά­νη. Ἀ­νοί­γει τὰ πό­δια της βά­ζει τὰ χέ­ρια της τρα­βᾶ τὰ μω­ρὰ νὰ βγοῦ­νε στὸν κό­σμο μι­λι­ού­νια. Μα­μά. Πάν­τα ὅ­ταν φεύ­γω ἀ­πὸ τὸ μνῆ­μα κλαί­ω με­γά­λα ἄ­σπρα δά­κρυ­α.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τί­α Σω­τη­ρί­ου (Λευ­κω­σί­α, 1975). Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Τμή­μα­τος Τουρ­κι­κῶν καὶ Με­σα­να­το­λι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου καὶ κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ στὴν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μάν­τσε­στερ. Δημοσίευσε τὸ μυθιστόρημα Ἡ Ἀϊσὲ πάει διακοπές (ἐκδ. Πατάκης, 2015).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου