Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Χρίστος Δάλκος : Τό καντυλαίικο καρκαλέτσι καί καρκασέλι

 

Ὁ Δημήτρης Λαρδίκος, στό πολύτιμο Γλωσσάρι τοῦ  Ἰδιώματος Καντύλας Μαντινείας –πού ἐνδεχομένως θά ὁλοκληρωθῇ μέσα στό 2021- καταγράφει τήν λέξη καρκαλέτσιτό (= ὁ γυμνός ἤ ἡμίγυμνος): Ποῦ πᾷς ἔτσι, ρέ μικρούλι, μπίτι καρκαλέτσι; Ἡ λέξη δέν φαίνεται νά ἔχῃ ἐτυμολογική σχέση μέ τά μαρτυρούμενα σέ πολλές περιοχές καρκαλέτσι, καρκαλέτσης(= ἀκρίδα), καρκαλέτσης (= ἐνοχλητικός βήχας, ἡ ἀσθένεια κοκκύτης) κ.τ.τ.

Ἀντίθετα, εἶναι προφανής ἡ σχέση τῆς λέξης μέ τό ταυτόσημο καντυλαίικο καρκασέλι (= ὁ ὁλόγυμνος: Τά παιδιά, ἄλλα γυρίζανε ξεβράκωτα, ἄλλα μπίτι καρκασέλια | ... Τή λέπανε πού ἔβγαινε χαράματα σούς μύλους τσι ἐγύριζε γδυτή, μπίτι καρκασέλι), ἀρκεῖ νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι στό πλαίσιο τῆς ἴδιας γλώσσας (ἐνδεχομένως καί τοῦ ἴδιου ἰδιώματος) ἐπισυνέβη ὄχι μόνο ἀντιμετάθεση φθόγγων (: *καρκατσέλι > καρκαλέτσι)[1] ἀλλά καί τροπή –τσ- > -σ- (*καρκατσέλι > καρκασέλι).

Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι προηγήθηκε τό *καρκατσέλι / καρκασέλι καί ἀκολούθησε τό καρκαλέτσι εἶναι ὅτι βάση τῆς λεξιπλασίας εἶναι κατά τήν γνώμη μας ἡ λέξη καλικάντζαρος / καλικαντζάρι, πρβλ. καρκατζέλι (= τό γνωστό δαιμόνιο τοῦ δωδεκαημέρου || «γυμνός», συνήθως γιά παιδιά|| Μεταφ. μικρό παιδί, πρβλ. χαϊδευτική προσφώνηση σέ μικρά παιδιά: Ποῦθε πᾶτε ρέ καρκατζέλια;) Πελοπν. (Τρόπαια).

Ἡ σύνδεση τῆς σημασίας «καλικάντζαρος» μέ αὐτήν τῆς γυμνότηταςἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἔκφραση ἐγδύθη καρκάτζελας πού καταγράφει ὁ Νεκτάριος Κιντής στήν ἀνέκδοτη συλλογή γλωσσικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ἴδιο χωριό, τά Τρόπαια (πρώην Βερβίτσα) Ἀρκαδίας.

Ὁ κύκλος τῶν γλωσσικῶν συγγενειῶν συμπληρώνεται ἀπό τό ἠπειρώτικο καρκατσούλης (= γυμνός: βγῆκε ἔξω καρκατσούλης) πού παραθέτει ὁ Κώστας Ἴσος στό Γλωσσάρι των ιδιωματικών λέξεων Πολυτσάνης Πωγωνίου, («2019») 2020[[2]]. Ἡ ἠπειρώτικη λέξη μπορεῖ νά συσχετισθῇ ὄχι μόνο μέ λέξεις γιά τούς καλικατζάρους ὅπως καρκατζούλια Ἤπ. καλικατζούρια Πελοπν. (Κυνουρ.) σκαλικατζούρια Σκίαθ. καλκατζούρια Εὔβ. καλκατζοῦρις Θεσσ. τοπων. Καλικατζοῦροι Σαμοθρ. ἀλλά καί μέ τό χιακό καρκαλούσης (= καρνάβαλος, μεταμφιεσμένος, μασκαράς, κουδουνάτος), ἄν ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἐπισυνέβη καί ἐδῶ ἀντιμετάθεση φθόγγων (: καρκατσούλης > *καρκαλούτσης) καί τροπή –τσ- > -σ- (*καρκαλούτσης > καρκαλούσης).Ἡ χιώτικη λέξη παραπέμπει μέσα ἀπό ἄλλους δρόμους στήν ἀτμόσφαιρα τῶν πανάρχαιων ἐθίμων εὐετηρικοῦ χαρακτήρα τῆς Πρωτοχρονιᾶς καί τῆς Ἀποκριᾶς, πού μιά εὐδιάκριτη –καί ἴσως πρωτογενής- πλευρά τους εἶναι ἡ ἀποτροπή τοῦ κακοῦ, ἔτσι ὅπως ἐκφράζεται καί μέσα ἀπό τήν βίαια, τελετουργική ἐκδίωξη τῶν Καλικατζάρων κατά τά Φῶτα.

Σέ τέτοια ἀπύθμενα βάθη χρόνου φαίνεται νά παραπέμπῃ καί ἡ σύνδεση τῆς ἔννοιας «καρκατζέλι», «καρκάτζελας», «καρκασέλι», «καρκαλέτσι» μέ τήν ἔννοια τῆς γυμνότητας, τελετουργικοῦ, κατά τά φαινόμενα, χαρακτήρα. Δέν εἶναι ἑπομένως τυχαῖο ὅτι σέ μιά παράδοση ἀπό τήν Γιάννιτσα Καλαμῶν (Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, ἀρ. 620) μιά γυναίκα, γιά νά ξεγελάσῃ τούς Λυκοκαντζαραίους πού χόρευαν σ᾿ ἕνα ἁλώνι, «ρήχνει τὰ ροῦχα της χάμου καὶ γδυμνὴ θεόγδυμνη πετιέται ᾿ς τὴ μέση καὶ πιάνεται ᾿ς τὸ χορὸ σὰ Λυκοκάτζαρος».

Ἄν λοιπόν, ὅπως φαίνεται, τά καντυλαίικα καρκαλέτσι, καρκασέλι ἔχουν σχέση μέ τά καρκατζέλι, καρκάτζελας, καί ἑπομένως μέ τά δαιμονικά ὄντα τοῦ δωδεκαημέρου, τούς καλικαντζάρους, τότε μποροῦμε βάσιμα νά ὑποστηρίξουμε ὅτι τό ἰδίωμα τῆς Καντύλας διαθέτει, πλήν τῶν καρκαλέτσι / καρκασέλι, καί τρίτο ἐναλλακτικό τύπο τῆς ρίζας πού ὑπόκειται τῆς λέξης «καλικάντζαρος», τήν λέξη γκατζιόνια: Ἐλέγαν καί γκατζιόνια, ἐλέγαν καί καλικατζάρους, ἐβάναμε σφαραγγιές στά βαρέλια, ἐκόβαμε σφαραγγιά καί τά βάναμε στά βαρέλια, νά μήν πᾶνε καί κατουρᾶνε μέσα, μᾶς ἐλέγανε [...] ἀπό τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς Ἁγιάσεως, δέν ἐμπορήγαμε νά σταθοῦμε ὁλότελα, οὕλο μᾶς ἐλέγανε τά γκατζιόνια καί τά γκατζιόνια [...] μέχρι τίς δώδεκα ἡμέρες, ἐφυλάγαμε τά γκατζιόνια ... (μαρτυρία τῆς μακαρίτισσας Γιαννούλας Ζερβογιάννη ἤ Βαγγέλαινας).

Ἡ λέξη, πού ἀλλοῦ ἀπαντᾷ ὡς  κατσόϊνα, κατσόνια, γατσόνια, πρέπει νά προέκυψε ἀπό τύπο τῆς λέξης γιά τά καλικαντζάρια /  καλικαντζούρια / καρκατζέλια μέ ἁπλοποίηση τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας καί (ἀνομοιωτική;) τροπή –ρ- / -λ- > -ν-  ὅπως ὑποδεικνύει ὁ τύπος καλκατζόνια ἀπό τήν Κυνουρία ἤ καλικατζόνια ἀπό τό Μανιάκι Μεσσηνίας: ἔρχουνται τά καλικατζόνια καί πᾶμε ᾿μεῖς πρίν καί κόβουμε σπαραγγιές καί πουρνάρια (τά ὁποῖα ἔβαζαν στίς στάμνες γιά νά παρεμποδισθῇ ἡ πρόσβαση τῶν δαιμονικῶν ὄντων στίς τροφές) | Φεύγατε καλικατζόνια, / τ᾿ ἔφτασε ὁ τουρλόπαπας / μέ τήν ἁγιαστήρα του... (ἐπωδή συνοδευτική τῆς ἐκδίωξης τῶν καλικατζάρων τά Φῶτα). Γιά τήν ἁπλοποίηση τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας πρβλ. καί τά μικρασιατικά καρακόντσιλο καί κόντζολος, πληθ. κοντζολόζ᾿ (= δαιμονικά ὄντα τοῦ δωδεκαημέρου) Πόντ.

Ποιά συμπεράσματα συνάγονται ἀπό τό γεγονός τῆς συνύπαρξης δύο (ἐνδεχομένως καί τριῶν) ἐναλλακτικῶν μορφῶν μιᾶς καί τῆς αὐτῆς ρίζας στό πλαίσιο τῆς ἴδιας γλώσσας ἤ ἀκόμα καί τοῦ ἴδιου ἰδιώματος;

Πολλά, βέβαια, ὅμως τό πρώτιστο, θεμελιῶδες συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἐτυμολογική διερεύνηση δέν πρέπει νά ἀρκῆται σέ μιά περιήγηση στήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων ἀλλά νά στραφῇ καί στό ἐσωτερικό τῶν γλωσσῶν (ἤ ἀκόμα καί τῶν ἰδιωμάτων), ἐγκαινιάζοντας μιά πρακτική πού θά μποροῦσε νά ὀνομασθῇ «ἐνδοσυγκριτική».Καί μόνο ἡ ἐπισήμανση τοῦ φαινομένου τῆς ἀντιμετάθεσης φθόγγων –πού δέν ὑπακούει, βέβαια, σέ κανενός εἴδους αὐστηρή νομοτέλεια, ἔτσι ὅπως τήν φαντάζεται ἡ κρατοῦσα νεογραμματική γλωσσολογική θεωρία- εἶναι σέ θέση ὄχι ἁπλῶς νά ἀκυρώσῃ ἀλλά νά κονιορτοποιήσῃ τά θέσφατα περί δῆθεν αὐστηρῶν, ἀπαράβατων φωνητικῶν νόμων πού διέπουν τίς γλωσσικές ἐξελίξεις.

Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἔχει ἔλθει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου νά δειχθῇ μέ βάση τά πράγματα καί ὄχι τίς μηχανιστικές ἐπιστημονικοφανεῖς θεωρίες ὅτι ἡ ἐξέλιξη στήν γλῶσσα, ὄχι μόνο τήν ἑλληνική ἀλλά καί τήν πανανθρώπινη, προέκυψε μέσα ἀπό μιά ἀπίστευτη πολυδιασπορά καί πολυδιάσπαση, πού τούς σκολιούς της δρόμους μποροῦμε νά ἰχνηλατήσουμε ὄχι μόνο μέσα ἀπό τήν «ἐξωτερική» σύγκριση μέ ἄλλες γλῶσσες, ἀλλά καί μέσα ἀπό τήν σύγκριση στό ἐσωτερικό τῆς γλώσσας, τῶν διαλέκτων ἤ ἀκόμα καί τῶν ἰδιωμάτων της.

 

Χρίστος Δάλκος

φιλόλογος

 

 



[1]Τό φαινόμενο τῆς συνύπαρξης ἐναλλακτικῶν τύπων πού προκύπτουν ἀπό ἀντιμετάθεση φθόγγων ἤ συνθετικῶν μερῶν κάνει –σποραδικά, ἔστω-  τήν ἐμφάνισή του στήν περίπτωση λέξεων ὅπως φαλάκρα / καράφλα, μουλώνω / λουμώνω, πονοκέφαλος / κεφαλόπονος κ.λπ. Παράδοξο εἶναι ὅτι παρόμοια ἀντιμετάθεση φθόγγων παρατηρεῖται καί στάκαρκαλέτσι, καρκαλέτσης (= ἀκρίδα) / καρκατσέλι, καρκάτσιλας (= ἀκρίδα).

[[2]] [Σχόλιο ἐκτός κειμένου τῶν Κανδυλιώτικων]: Στήν ἔκδοση τοῦ πολυτσανίτικου γλωσσαρίου, πού ἔγινε τό 2020, ὁ καλός Βορειοηπειρώτης θεώρησε σκόπιμο νά ἀπαλείψῃ ἤ νά περικόψῃ δραστικά ἐτυμολογικά σχόλια τοῦ ὑποφαινομένου πάνω σέ περισσότερες ἀπό 120 λέξεις. Ἐλπίζω καί εὔχομαι μιά νεώτερη, πιό ἐπιμελημένη, ἔκδοση νά τά συμπεριλάβῃ.

"Πρώτη δημοσίευση: " Τά Κανδυλιώτικα", τριμηνιαία περιοδική ἔκδοση τοῦ Συλλόγου τῶν ἐν Ἀθήναις καί ἁπανταχοῦ Κανδυλιωτῶν Ἀρκαδίας "Η ΠΡΟΟΔΟΣ", φ. 109, Ὀκτ. - Δεκ. 2020, σ. 3" 

1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια για την παρουσίαση του γλωσσικού αυτού πλούτου, από την Καντύλα Αρκαδίας. Ειδικότερα για τη λέξη καρκαλέτζι, ας προσθέσω και εγώ μία επί πλέον σημασία της, την οποία έμαθα στην Αιτωλοακαρνανία, από γυναίκα που κατάγονταν από το την περιοχή της Αμφιλοχίας κοντά στην Καντύλα Ξηρομέρου! Όταν κάποιος αρρώσταινε από ίκτερο (χρυσή), συνήθιζαν για θεραπεία να του κόβουν το καρκαλέτζι (σημ. την σταφυλή του εσωτερικού του άνω χείλους του στόματος).

    Υ.Γ. Η σύζυγός μου Φανή Προκοπίου φιλόλογος, ήταν συμφοιτήτρια με την Αλεξάνδρα Δάλκου αδελφή σας. Ο κόσμος είναι μικρός....

    ΑπάντησηΔιαγραφή