Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Σωτήρη Ραπτόπουλου : Τ Ο Ν Ε Κ Ρ Ο Τ Α Φ Ε Ι Ο



                       

                                                        Στον Αθ. Γκράβαλη


Ο πλανήτης Βυλλίων –ένας αρχαίος πλανήτης, δίχως ήλιο και δορυφόρους – στις εσχατιές ενός σπειροειδούς Γαλαξία και λουσμένος στο άρρωστο φως ενός πάλσαρ – είχε επιλεγεί μετά από έρευνες που διήρκεσαν γενεές ολόκληρες.
   Δεν ήταν ένας αέριος γίγαντας –ήταν, όμως, σχεδόν ένας γίγαντας, ο μεγαλύτερος γνωστός πλανήτης σε στερεά κατάσταση. Η προέλευση και η ιστορία της δημιουργίας του δεν ήταν γνωστά στους αστρογεωλόγους… Υπόλειμμα ενός κατεστραμμένου συστήματος ,΄ Απομεινάρι πρώϊμων σχηματισμών χωρίς όνομα ή μνήμη ,΄Η βαρύτητά του ήταν μεγάλη, η ατμόσφαιρά του πυκνή –και, το κυριότερο, το έδαφός του γεμάτο μικροοργανισμούς.
   Αυτή ήταν η μόνη ,σχεδόν, μορφή ζωής που φιλοξενούσε .΄ Ποικίλλα είδη μικροοργανισμών που τρέφονταν το ένα από το άλλο, αναπτύσσονταν – και έφθιναν ,πάλι, μέσα σε μια τροφική αλυσίδα που ανανεωνόταν πλήρως μέσα σε διάστημα λίγων ημερών , σε ολόκληρη την βιόσφαιρα !

        Αυτό ήταν και το χαρακτηριστικό για το οποίο τον επέλεξαν…

Τον επέλεξαν για νάναι αυτός το ύστατο συμπαντικό Νεκροταφείο…

Ήδη από περιόδους παλαιότερες- οι «προηγμένες», νοήμονες μορφές ζωής του σύμπαντος, έχοντας κερδίσει με τις προόδους της ιατρικής την μεγάλη άνοδο του μέσου όρου ζωής – και έχοντας κερδίσει μακρόχρονες ανακωχές στις μεταξύ τους μάχες – έμοιαζαν να είχαν κηρύξει τον πόλεμο στον θάνατο τον ίδιο ! Υπήρχαν τότε φυλές με μέσο όρο ζωής τα δυόμισι χιλιάδες έτη…
ΦΩΤΟ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΥΛΗ
  Σχεδόν οικτίρω, μπρός στην θύμηση τέτοιων χρόνων που διαφύλαξε η Ιστορία, την ανθρώπινη φυλή που δεν μπόρεσε να υπερβεί ποτέ το όριο των 750 ετών…
     Πράγμα περίεργο – ο θάνατος, όταν ερχόταν, δεν γινόταν ποτέ καλοδεχούμενος [ή δεν παρέμενε, έστω, αδιάφορος…] Όντα τόσο μακρόβια, που κάλλιστα θα έλεγε κανείς ότι τον είχαν νικήσει _αντιμετωπίζοντάς τον με χλεύη για τόσο μεγάλο διάστημα_   λύγιζαν και τσάκιζαν μπροστά στην ιδέα του, και δείλιαζαν όταν αυτός τους χτυπούσε την πόρτα…
      Ξέρετε, νομίζω ότι αυτό είναι μια συμπαντική σταθερά .΄ Και την ηλικία των αστερισμών να αποκτήσει κανείς, δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου .΄ Αυτός ,από την μια _  και τα νοήμονα όντα ,από την άλλη _ ανήκουν σε δυο διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητας .΄ Έρχονται σε επαφή μόνο σε ένα μαθηματικό σημείο- και σε ακινητούντα χρόνο… Πώς θα μπορούσαμε εμείς να γνωρίζουμε τον θάνατο –ή ο θάνατος εμάς ,΄…
    Δεν γνωρίζω, όμως, γιατί ο συμπαντικός πολιτισμός –που θάπρεπε, θεέ μου, να έχει κάποια σοφία αποκομίσει από τα τόσα συστήματα σκέψης που συνένωνε- απώθησε τόσο πολύ την ιδέα του θανάτου, ώστε να διώξει τα νεκροταφεία ,πρώτα μέσα από τους οικισμούς ’ ‘΄μετά, μέσα από το καθημερινό περιβάλλον διαβίωσης ‘  τέλος, έξω και από τα πλανητικά συστήματα και τους διαστημικούς δρόμους _ξορκίζοντας τους νεκρούς και διαγράφοντάς τους, μαζί με ό,τι αντιπροσώπευαν… Ενώ στους αρχαίους πολιτισμούς υπήρχε μια σχέση συμβίωσης με τις πολιτείες των νεκρών ,που βρίσκονταν δίπλα σ’αυτές των ζωντανών, η νέα σχέση με τον θάνατο οδήγησε σε μια υστερία…
                Για τους βασικούς πολιτισμούς του Α’ – Ορινόκου, ο πλανήτης / Νεκροταφείο ήταν ο Βυλλίων.
     Το έδαφός του, γεμάτο από μικροοργανισμούς με ιδιότητες σαπρομυκήτων, χώνευε ταχύτατα να σώματα που εναπέθεταν εκεί… Οι νεκροί στέλνονταν μακρυά, τα σώματά τους έφθιναν γρήγορα –και οι ιστορίες τους δεν αποτυπώνονταν στην γή εκείνη (που δεν ήταν και γή κανενός..)
   Στον Βυλλίωνα εγκαταστάθηκε, ήδη από την εποχή των πρόχειρων οικίσκων δημιουργίας υποδομών, ο Στουρισίλς.
  Ο Στουρισίλς ήταν ο νεκροθάφτης, ο σαβανωτής, ο καθαριστής –και ,γενικά, ο άνθρωπος όλων των καθηκόντων του αχανούς Νεκροταφείου που ήταν ο Βυλλίων. Κανείς δεν είχε μια σαφή εικόνα γι’αυτόν ή για την ζωή του πριν προσληφθεί στους οικίσκους.  Έτσι, ήταν για όλους σαν ζυμωμένος με το Νεκροταφείο – που, χωρίς αυτόν, σαν να μην μπορούσε να υπάρξει...
          Δεν γνωρίζω γιατί, όπου τον βλέπανε (με την εξαίρεση της ώρας εκτέλεσης των «καθηκόντων» του) –τον φωνάζανε «Μπαού – Καπ’ – Τάλ», ένα προσωνύμιο του οποίου την έννοια δεν μπόρεσα να βρώ σε κανένα λεξικό [και κανείς δεν ήξερε –ή δεν ήθελε- να μου την εξηγήσει]. Η προσφώνηση αυτή του προξενούσε εκνευρισμό  -               - συνήθως περιέπεφτε σε αμηχανία και απομακρυνόταν γοργά στο άκουσμά της…
           Στους επικηδείους (που ήταν διαφορετικοί –και συνταγμένοι σε διαφορετικές γλώσσες- για νεκρούς που έφθαναν από τα πέρατα του σύμπαντος) ,δεν μπορούσε, βέβαια, να παρευρίσκεται σε όλους _αλλά ,χωρίς να τον υποχρεώνει κανείς, παρευρισκόταν σε όσους περισσότερους μπορούσε . Είχε προσληφθεί, υποτίθεται, λόγωι της ευρείας του γλωσσομάθειας – όμως, όπως καταλάβαινε κανείς σιγά-σιγά, η γλωσσομάθεια αυτή δεν είχε αποκτηθεί σε σχολεία, αλλά σε καταγώγια του διαστήματος .’ Συχνά ,λοιπόν, του ανέθεταν την εκφώνηση των επικηδείων –και, εκεί που άκουγες, λόγου χάριν, τον ηρωϊκό, στρατιωτικό επικήδειο των Μπάαλ – Χεδέκ, στην ομιλία του ανακατευόταν (Κύριος οίδε από ποιόν συνειρμό) εκφράσεις από την αργκό των Χιούρχ…
  Καμμιά φορά, υπήρχαν και παράπονα (ή και απειλές) ,που στέφονταν εναντίον του μετά από έναν τέτοιον επικήδειο _ αλλά η τερατώδης συμπεριφορά στους νεκρούς , που είχαν εκπατρισθεί σε τεράστιες αστρικές αποστάσεις ,για να μην «μολύνουν» τους ζωντανούς και τους κόσμους που τούς κληρονόμησαν, ήταν ήδη η μεγαλύτερη δυνατή προσβολή –και αυτό το γνώριζαν όσοι τους συνόδευαν…  Στο τέλος, τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε ,και εντελώς ακατανόητοι να γίνουν οι επικήδειοί του –και κανείς να μην δείχνει, πλέον, κανενός είδους ενδιαφέρον γι’ αυτούς..
         Μιά–δυό φορές, η διοίκηση του Νεκροταφείου αναγκάσθηκε να επέμβει και να κάνει αυστηρές συστάσεις στον Στουρισίλς . Αυτό συνέβη όταν ορισμένοι συνάδελφοί του, που τους περίσσευε η διάθεση για σκώμματα, κατάλαβαν ότι ο νεκροθάφτης δεν μπορούσε να συνεχίσει τον λόγο του από το σημείο στο οποίο τον διέκοπτες –αλλά έπρεπε να τον αρχίσει πάλι από την αρχή.. Αφού το παράκαναν με τις διακοπές τους, με άτοπα σχόλια και με πειράγματα – και σκόρπισαν την ιλαρότητα κάνοντας τον Στουρισίλς να ακούγεται, ξανά και ξανά, στην ίδια επωδό – έλαβαν μία «καμπάνα» αρκετών νεοσόλδιων από την διοίκηση (μαζί με τον άμοιρο «φίλο» τους) και η όρεξη γι’ αστεία τούς κόπηκε..
   Εκεί που ο νεκροθάφτης ήταν αξεπέραστος, ήταν στην υποδοχή των αποστολών.
    Όταν οι ράθυμοι –και ποικιλλόμορφοι- ταξιδιώτες ,από τα βάθη του διαστήματος, εμφανίζονταν με τις θλιμμένες ιπτάμενες νεκροφόρες τους, κουρασμένοι και αναδυόμενοι από την αχλύ περίεργων οσμών –ο πρώτος της υποδοχής στο κοσμοδρόμιο ,ντυμένος με την ιερατική του κάπα, ήταν ο Στουρισίλς.. Ήξερε και έλεγε με επισημότητα .΄«Ντόλ γκαν, ντόμ ενάν καν κιρίγι για ενάν μάρ εθαλά» -και στην απάντηση του επικεφαλής της νεκρικής ακολουθίας .΄ «Εριενάν μάρ» _ αυτόματα απαντούσε .΄ «Ιέ ενάν!». Ο διάλογος [μέρος της εθιμοτυπίας του Νεκροταφείου, του οποίου η μετάφραση από την νεοεσπεράντο ήταν .΄»Καλώς ήλθατε ζωντανοί, που φέρνετε εκείνον που πλέει στο επέκεινα» / -«μα δεν θα είναι μόνος» /-«αλλά προπορεύεται»] του έδινε την αίσθηση ότι έλεγε κάτι πολύ σπουδαίο – και τον έκανε να αισθάνεται σημαντικός..
  Δεν νομίζω να είχε μάθει ποτέ νεοεσπεράντο στα διαστημικά καταγώγια –κι’έτσι δεν πιστεύω να ήξερε το νόημα του διαλόγου..
           Τώρα, εσείς θα φαντάζεσθε ότι ο Στουρισίλς ήταν κάποιο ευάλωτο πρόσωπο, κάποιο εύκολα αντικαταστάσιμο εξάρτημα του μηχανισμού του Νεκροταφείου.. Κάνετε λάθος – γιατί δεν νομίζω ότι εύκολα θα εύρισκαν κάποιον που να ασχολείται με την προετοιμασία όλων αυτών των –τερατόμορφων, στα μάτια των ανθρωπίδων- νεκρών, που παρουσίαζαν ένα πλήθος ιδιαιτεροτήτων .΄ Ορισμένες φυλές παρουσίαζαν μία αποκρουστική ανάπτυξη χαρακτηριστικών, όπως λέπια ή αγκάθια, που συνέχιζαν να μεγαλώνουν για ένα διάστημα μετά τον θάνατό τους –και κάποιος έπρεπε να ευπρεπίσει τα σώματα πριν την τελετή. Κάποιος δίχως περιττές φοβίες και αδύνατο στομάχι..
   Ο Στουρισίλς ,μάλιστα, συνήθιζε κάποτε να μιλά στους νεκρούς –και να ανοίγει μαζί τους φανταστικούς διαλόγους.
  Τους ρωτούσε για τους πλανήτες προέλευσής τους, για τις συνήθειές τους στην ζωή -και για την γενιά τους, όχι δίχως ειρωνικά σχόλια για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν εκείνη την στιγμή.. Αυτή η συνήθεια σταμάτησε –ήταν τότε, που έφτασε κοντά στην απόλυση- όταν μίλησε σ’εκείνον τον νεκρό από τον Βοώπι, που είχε πάθει νεκροφάνεια. Για μέρες ο Βοωπιανός συνέχισε να μιλά στο ψυχομάχημά του –εκθέτοντας ολόκληρη την γενιά του με την αποκάλυψη τρομερών οικογενειακών μυστικών και φέρνοντας σε τραγική θέση τα μέλη της συνοδευτικής αποστολής μέχρι, τελικά, να πεθάνει. Οι κακιές γλώσσες, μάλιστα, είπαν ότι τον «ξαπόστειλαν» οι ίδιοι οι συνοδοί του, για να μην αποκαλύψει περισσότερα..

 Είχε περάσει πολύς χρόνος που το Νεκροταφείο είχε ανοίξει – και δεχόταν τις  ταφές τόσων διαφορετικών κόσμων – και ο ίδιος, ακριβώς, χρόνος παρουσίας του Στουρισίλς επάνω στον Βυλλίωνα.             Ήταν εκατό γυθλοπικές μονάδες Α’ πριν από τον πόλεμο των Κενταυριανών, όταν άρχισε να συμβαίνει…
       Το γνωρίζω ότι την αφήγηση αυτή –όλες αυτές τις λεπτομέρειες για όντα και καταστάσεις που δεν σας είναι οικείες- την ανεχθήκατε μόνο γι’αυτόν τον λόγο .’
  Για την περιγραφή των αφίξεων των «παραπανίσιων».

Η διοίκηση του Νεκροταφείου ήταν εφοδιασμένη με λεπτομερείς καταλόγους και στοιχεία των νεκρών –καθώς, μάλιστα, μια οικογένεια άρχιζε, σιγά-σιγά, να «μετακομίζει» από τον μητρικό της κόσμο στον Βυλλίωνα, το πλανητικό Νεκροταφείο διαιρέθηκε σε ζώνες κατά αστρικό σύστημα –οι οποίες διαιρούνταν ,με την σειρά τους, σε ζώνες πολιτισμών, πλανήτες, έθνη/κοινότητες –και, τέλος, οικογένειες, που αποκτούσαν το οικογενειακό τους νεκροταφείο_να τους περιμένει σε μια τεράστια απόσταση από τον χώρο διαβίωσής τους..
Ο πρώτος που παρατήρησε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε ήταν ο Στουρισίλς .΄
  Η οικογένεια των Σιλέκιων, του γένους των Μυριλίων, του πλανήτη Εφύσιου στον κόσμο του Κέρχνου –είχε τέσσερα μέλη. Το να τα περιγράψω εδώ είναι μάλλον άσκοπο –άσε που είναι και δύσκολο, κι’άσε που, εάν τελικά τα καταφέρω, εκείνοι από εσάς που έχουν αδύνατο στομάχι θα έρθουν σε δύσκολη θέση… Kαι τα τέσσερα μέλη, πάντως, είχαν πεθάνει – και τα τέσσερα τα είχε παραδώσει με τα χέρια του ο Στουρισίλς στους αδηφάγους μικροοργανισμούς του υπεδάφους του Βυλλίωνα, που θα τους εξαφάνιζαν γρήγορα ,αφήνοντας χώρο για τους –αναμενόμενους- απογόνους τους.. Και τώρα, στεκόταν εκεί, με τον κατάλογο στο χέρι- που περιέγραφε την καινούρια άφιξη .΄Κλόνας, δεύτερος γιός του Πόνας… Γύρισε και συμβουλεύθηκε τον υπολογιστή στον καρπό του… Ναι, καλά θυμόταν… Ο δεύτερος γιός του Πόνας ήταν ο Γιορού.. Μα, τότε, τι           συνέβαινε ,’΄Ούτε οι συνοδοί του νεκρού, ούτε και οι «συγγενείς» του στον μητρικό του κόσμο είχαν να προσφέρουν κάποια εξήγηση γι’ αυτόν τον άγνωστο /οικείο νεκρό. Η επιβίβασή του στο κοσμοδρόμιο του Εφύσιου είχε καταγραφεί  από υπολογιστή _ ο οποίος, όμως, δεν είχε σημειώσει καμμία ανωμαλία κατά την παράδοση του σώματος, δεν είχε τροποποιήσει τα στοιχεία του-ούτε και τον είχε χαρακτηρίσει «αγνώστων στοιχείων». Δεν έγινε δυνατόν να βρεθεί το πρόσωπο που τον παρέδωσε –αν και λίγες φορές  είχε ζητηθεί να διασταυρώσουν λεπτομερή στοιχεία των αρχείων των αποστολών ‘ αυτή ήταν μια δουλειά που τους υπενθύμιζε αυτό που ήθελαν να ξεχάσουν – την κοινή μοίρα όλων των γενεαλογιών.. Ανάμεσα στους συνοδούς του δεν υπήρχε κανείς συγγενής –αυτό, όμως, ήταν πια κάτι αρκετά συνηθισμένο για κοινωνίες τόσο αποξενωμένες από τον θάνατο και τα έθιμά του…
     Μέσα σε λίγον καιρό, καθώς παρόμοια φαινόμενα γινόταν όλο και συχνότερα –με νεκρούς από διαφορετικούς κόσμους που έφθαναν εκεί- άρχισαν να αναπτύσσονται και οι πρώτες θεωρίες .΄Νεκροί μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, έλεγαν ορισμένοι… Ανακριβή αντίγραφα, που είχαν παραχθεί από αποτυχημένα «άλματα» στο Υπερδιάστημα, έλεγαν άλλοι… Κάποιες μαρτυρίες μελών των οικογενειών ,στις οποίες υποτίθεται ότι ανήκαν οι «παραπανίσιοι», είχαν ενδιαφέρον –όχι τόσο για την ουσία της πληροφορίας που μετέφεραν, όσο για την συγκίνηση και το δέος με το οποίο διατυπώνονταν .΄ Μιλούσαν για παιδιά που είχε σχεδιασθεί να έρθουν στον κόσμο, μέσα από σχέσεις και οικογενειακό προγραμματισμό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ –και για τα ονόματα που σχεδίαζαν να τους δώσουν .΄Αυτά ήταν τα ονόματα που εμφανίζονταν στα ηλεκτρονικά μέσα και σε όλους τους πληκτρολογημένους ή χειρόγραφους καταλόγους που συνόδευαν τους «παραπανίσιους».. Ονόματα όντων που αγαπήθηκαν πριν δημιουργηθούν –αλλά δεν ευτύχησαν ποτέ να λάβουν υπόσταση…
          Τελικά, το φαινόμενο αυτό «χωνεύθηκε» μέσα στην νόρμα της καθημερινότητας του Νεκροταφείου ‘ μετά από τρείς γυθλοπικές μονάδες Α’, είχε απλώς καταχωρηθεί στα « α ν ε ξ ή γ η τ α » [μία στατιστική κατηγορία που περιελάμβανε, π.χ., την διακύμανση του ρυθμού πολλαπλασιασμού των μικροοργανισμών] ,απελπιστικά μικρή για να ασχοληθεί μαζί της σοβαρά η διοίκηση…
   …Και ας επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου…
  Λίγο πριν ξεψυχήσει, ο «Μικρός Πρίγκηπας» του Εξυπερύ λέει στον συγγραφέα .΄ «Κύττα όλα αυτά τα άψυχα αστέρια. Σ’ ένα απ’ αυτά θα είμαι εγώ και θα σού χαμογελάω. Και έτσι θα σού φαίνεται ότι όλα τα αστέρια χαμογελούν..» Έτσι έπρεπε να σκεφθεί έστω ένας στην διοίκηση του Νεκροταφείου.. Ένας, που μετά θα έκανε κάποιον στην κυβέρνηση του Δ ’- Ορινόκου να σκεφθεί με παραπλήσιο τρόπο.. Και που, με την σειρά του, θα διέδιδε το νέο στους λαούς του γνωστού σύμπαντος.. Και όμως! Άς έφθασε το νέο στα πολυμέσα, άς μεταδόθηκε σε όλα τα γνωστά μήκη.. Κανένας δεν το αξιολόγησε ως αυτό που ήταν – η αποκάλυψη ενός μυστικού της ίδιας της ψυχής του σύμπαντος!. Πέρασε στα «ψιλά», λίγο παραπάνω από τον αποικισμό της Νέας Χαλδαίας και λίγο παρακάτω από την αύξηση της τιμής του μεταπλαγκτόν..
           Πρώτος ο Στουρισίλς ,μέσα στην κολοσσιαία του αφέλεια, το κατάλαβε – αυτός, ο τελευταίος τροχός της αμάξης ενός συστήματος που πρέπει να δώσει σε κάποιον την τελική εντολή, να ανοίξει τον τελευταίο απόπατο… Τον άκουσαν να το λέει στον εαυτό του, κάποια μέρα μετά την δουλειά, καθώς έβγαινε από τον θάλαμο απολύμανσης: << Αυτοί οι «παραπανίσιοι» σημαίνουν ότι, ακόμη και αυτοί που δεν έχουν ζήσει, έχουν χώρο στον θάνατο. Κι’ αυτό σημαίνει ότι η ζωή είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’αυτό που καταλαβαίνουμε>>.

                                                                Σ.Ρ., Ιαν. 2006
                                                                   ΔΕΛΦΟΙ


Το διήγημα αυτό  στηρίζεται σε χωρία των διηγημάτων «Στιφανής», «Θουδουρής» και «Αλλάχτρα» -του Αθανάσιου Γκράβαλη.  
      
                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου