Από τη συλλογή διηγημάτων «Ελληνιστί :Ο γρίφος»
Στο κατάστρωμα βρισκόμασταν οι πέντε άντρες κι εγώ. Απ’ το πρωί είχε ένα ελαφρύ αεράκι. Πλησίαζε απόγευμα, οι άλλοι είχαν αρχίσει να κουράζονται, εγώ όχι. Σε μια στροφή περνώντας την Αίγινα ο αέρας πήρε να δυναμώνει. Μια ριπή κατάφασης μου ράντισε το νου, σαν να παραμέρισε μια κουρτίνα κρόσσια λάθη, αμφιβολίες, αμφισβητήσεις, παλινδρομήσεις, ξέφτια ξένων αισθημάτων. Και ξαφνικά μου φάνηκε πως επιτρεπόταν να είμαι ο εαυτός μου. Χρόνια έβραζε κάτω από τη κρούστα των ονείρων μου αυτή η στιγμή. Θηλυκό εγώ, να τιμονιάρω με τόσους ολόγυρα. Παράξενη, όσο ’ναι, φαντασίωση. Να φταίει που με μεγάλωσαν τρεις γενιές γυναίκες, προγιαγιά, γιαγιά και μάνα;
Όπως και να ’χει αισθανόμουν πως πλησίαζε επιτέλους η σειρά μου. Ένιωθα κύματα απωθημένων να παφλάζουν κάτω απ’ το διάφραγμα να σπρώχνουν και ν’ ανεβαίνουν, τύλιγαν τα πνευμόνια μου σε μιαν ομίχλη αλλόκοτη και λασπερή. Κι ύστερα ξεχύνονταν από τα μάτια κι απ’ το στόμα μου και βουτούσαν στ’ άλλα κύματα, της θάλασσας, να ξεπλυθούν. Εδώ είμαστε, επιτέλους, σκέφτηκα και χαμογέλασα στ’ αγιάζι. Πάει ο καιρός που δεν μου ’διναν το τιμόνι. Της ζωής μου το τιμόνι. Για αιώνες. Γι’ αυτό εδώ και τρία χρόνια ξεκίνησα μαθήματα ιστιοπλοίας, για να μάθω να το βαστώ, σταθερά, ίσια.
Είναι βέβαια απαιτητική η θάλασσα, αλλά πιο γενναιόδωρη και ντόμπρα. Κοντά της ελευθερώνομαι, μες’ στο απέραντο συνειδητοποιώ το ελάχιστο της ύπαρξης, το σημαντικό τίποτα, την υπέροχη σχεδόν περιττή πινελιά. Λυτρωτικό! Επί πλέον ήταν ένας τρόπος να παρακινήσω τους γυιούς μου ν’ ασχοληθούν κι αυτοί. Τους λείπει η κλίμακα, η σύγκριση του μεγάλου. Ο μεγάλος της οικογένειας λιποτάκτησε μόλις γεννήθηκε ο μικρός, κι έγινε ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου, κι αυτό σε τέτοιες ηλικίες δεν αρκεί. Στο σπίτι μας πάντα κάτι λείπει. Ο αέρας μας παραείναι γλυκερός. Λείπει η αψάδα του αρσενικού, η τεστοστερόνη του. Σιγά σιγά άρχισα να την παράγω, χωρίς να το καταλαβαίνω, εγώ. Ίσως είχα και την προδιάθεση, ποτέ δεν είσαι σίγουρος μ’ αυτά τα θέματα. Η κότα ή τ’ αυγό; Η ουσία είναι πως τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έρχονται στιγμές που λέω μέσα μου, πάει, άντρεψα, αλλά και πώς αλλιώς να τα βγάλω πέρα μαζί τους. Στην αρχή της εφηβείας τους λοιπόν άρχισα να σκαρφίζομαι διάφορα. Εξ ου και η ιστιοπλοϊα, που συμπτωματικά πάντα αγαπούσα. Η θάλασσα, όσο να ’ναι, δίνει ένα μέγεθος για σύγκριση. Ασύγκριτο.
Ο μικρός λαγοκοιμάται στην πρύμνη κουλουριασμένος στα σκοινιά σα γατί. Ο καπετάνιος και επί τριετία δάσκαλός μας έχει καταλάβει πως θέλω σαν τρελή να πάρω επισήμως το βάπτισμα του πυρός, οι υπόλοιποι συμφωνούν κουνούν τα κεφάλια τους ρυθμικά κυματιστά σαν πελώρια χνουδωτή βεντάλια και μ’ ενθαρρύνουν. Σηκώνομαι σοβαρή, μπορεί και βλοσυρή, αποδέχομαι τη θέση. Μου πήρε χρόνια, είμαι έτοιμη. Όλα πάνε πρίμα, κοιτάζω μόνο ίσια μπροστά, τα χέρια μου έχουν γραπωθεί με αγωνία στο τιμόνι, μόλις το καταλαβαίνω χαλαρώνω την λαβή, τώρα το κρατάω ακριβώς με όση δύναμη χρειάζεται, το σκαρί υπακούει, τα χαμόγελα πληθαίνουν, τα σιγοψιθυρίσματα επίσης, και κάποιες παραινέσεις. Συγκατάνευση. Η πορεία μου είναι αταλάντευτη. Ψάχνω με τα μάτια τον μεγάλο μου γυιό, η δική του αποδοχή βαραίνει όσο όλων των άλλων μαζί. Η συγκατάθεση, η άδεια που μέσα απ’ αυτόν θα έρθει από κάποιο άγνωστο ακόμη παρελθόν μού είναι απαραίτητη. Δεν τον βρίσκω εκεί που καθόταν προηγουμένως, κάνω να τον γυρέψω αλλού, όταν απρόοπτα τον αντιλαμβάνομαι δίπλα μου να μου σκουντά με μια καλά υπολογισμένη μουλωχτή γονατιά το χέρι, κοιτώντας αδιάφορα κάπου μακριά. Η στραβοτιμονιά είναι απότομη, δύο απ’ τους όρθιους ξαπλώνονται έκπληκτοι φαρδιά πλατιά στο κατάστρωμα. Ρίχνω θυμωμένη ερωτηματική ματιά στον δεκαπεντάχρονο σαμποτέρ χωρίς όμως να τον μαρτυρήσω. Ζητώ συγνώμη, προσπαθώ να επαναφέρω το σκάφος στην πορεία, ισιώνω το τιμόνι. Όλα είναι πάλι υπό έλεγχο.
Τραβήξαμε για λίγο ακόμα έτσι κι έπειτα πήραμε στροφή για το κοντινότερο λιμάνι. Έβρισκα το κέντρο του εαυτού μου για πρώτη φορά στο σωστό σημείο. Μέσα μου. Είχα στρέψει όλα τα εσωτερικά μου φώτα πάνω μου. Ο αέρας μπουγάζι ορμητικό σάρωνε το στήθος μου μεθυστικά. Κι εκεί, πάνω στη βαθιά εισπνοή ήρθε μια δεύτερη σπρωξιά να με τραντάξει, συνοδευόμενη από λοξό θολωμένο βλέμμα. Το τιμόνι ξέφυγε από τα χέρια, αυτονομήθηκε. Το σκαφάκι διέγραψε ένα κοφτό ερωτηματικό πάνω στην επιφάνεια του νερού. Σωριάστηκαν και οι υπόλοιποι επιβάτες. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω ακολούθησε μια αγκωνιά για επιβεβαίωση. Ο μεγάλος γυιός μου, «έλα κάτσε κάτω θα συνεχίσω εγώ», μου ανακοίνωσε ψιθυριστά κοιτώντας ολόισια μπροστά τον ορίζοντα.
«Συγγνώμη», ψέλλισα κοιτώντας τα σανίδια της κουβέρτας, μέσα απ’ τα δόντια μου,
«Δεν πειράζει», χαμογέλασαν συγκαταβατικά οι συνεπιβάτες,
«Πολύ αργά το θυμήθηκες» σύριξε ο γυιός μου,
μάλλον παρερμήνευσες, δεν θα ’χεις άλλη ευκαιρία, αναλογίστηκε ο εαυτός μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου