
Εἰρήνη Σκούρα
Ἀμυγδαλιά
ΤΑΝ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ, μοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς μου. Ἀμυγδαλιά. Γιὰ
χρόνια νόμιζα πὼς ἤμουν δέντρο. Μικρή, μὲ φώναζαν Ἀμυγδαλίτσα.
Ὅταν ἦρθα στὴν Ἀθήνα, ἔχασα τὰ κλαδιά μου. Ἀπὸ Ἀμυγδαλίτσα
ἔγινα Λίτσα.
Ἔκανα παιδιὰ κι ἐγγόνια. Μεγάλωσαν γρήγορα. Μεγάλωσα κι ἐγώ. Μὲ τὸ παραμικρὸ μὲ τρέχουν στοὺς γιατρούς.
Μὴν στέκεστε ὄρθια πολλὴ ὥρα, νὰ ξεκουράζεστε. Μοῦ βρίσκουν διάφορα.
Τὰ πόδια μου εἶναι ρημαγμένα ἀπ’ τοὺς κιρσούς. Ἔζησα ὄρθια
τὸν περισσότερο καιρό. Ὄρθια περιμένοντας σὲ δημόσιες
ὑπηρεσίες, σὲ οὐρὲς στὰ Ἐπείγοντα, σὲ γεμᾶτα λεωφορεῖα, ἔξω
ἀπὸ σχολεῖα, φροντιστήρια καὶ σχολὲς μπαλέτου.
Τὰ χέρια μου πονοῦν.
Τὰ βράδια περισσότερο. Τότε ποὺ δὲν τὰ χρειάζομαι, στέκομαι ν’ ἀκούσω τὴ φωνή τους.
Δὲν μᾶς πρόσεξες, δὲν μᾶς ξεκούρασες στιγμή!
Ὁ ἀριστερὸς ἀντίχειρας δὲν μιλάει, μόνο λυγίζει μὲ τὸν καιρὸ
σὰν παλιὸ κλαδί. Δυσκολεύομαι νὰ κρατήσω ἕνα ποτήρι γιὰ
πολλὴ ὥρα.
Κάποτε σήκωνα δύο παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά μου. Εἶχα χέρια -
ψαλίδια, μαχαίρια, σχοινιά, βελόνες, τανάλιες, σφυριά.
Μαγείρεψαν, χάϊδεψαν, ἔπλεξαν, ἔραψαν κουμπιά, ἅπλωσαν ροῦχα,
τίναξαν χαλιά, ἔλουσαν παιδιά, ἔδεσαν φιόγκους, ἔστρωσαν
κρεβάτια.
Ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ξαναγίνομαι δέντρο. Ἀπὸ Λίτσα
γίνομαι σιγά-σιγά πάλι Ἀμυγδαλιά. Στὰ κλαδιά μου ἄρχισαν νὰ
φωλιάζουν πουλιά. Τιτιβίζουν συνέχεια, μοῦ παίρνουν τ’ αὐτιά.
Θυρεοειδίτιδα! Τενοντίτιδα! Φλεβίτιδα! Ἀρθρίτιδα!!...
τίτιδα! τίτιδα! τιτί! τιτί! τιτί!

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εἰρήνη Σκούρα (Ἀθήνα).
Σπούδασε ἑλληνικὴ φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας.
Ἔκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν παιδαγωγικὴ καὶ
διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα τὴ διδασκαλία τῆς
λογοτεχνίας σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγωγὴ εἰρήνης καὶ τὰ
ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἐργάστηκε ὡς καθηγήτρια καὶ ὡς
σχολικὴ σύμβουλος στὴ δημόσια ἐκπαίδευση. Ἔχει δημοσιεύσει
ἄρθρα, μελέτες καὶ μικρὲς ἱστορίες σὲ παιδαγωγικὰ καὶ
λογοτεχνικὰ περιοδικά. Γράφει μικρὲς καὶ πολὺ μικρὲς
ἱστορίες καθὼς καὶ σενάρια γιὰ μικροῦ μήκους ταινίες.
Εἰκόνα: Thomas Matthews Rooke, Phyllis Deserted (Τύπωμα, 1900).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου