
Βαγγέλης Δημητριάδης
Τὰ μποτάκια
ΑΠΟΤΕ
πήραμε ἕνα δέμα ἀπὸ τὴ θεία Σοφία την Ἀμερικάνα, ὁ τελώνης τὸ
κοστολόγησε ἀκριβά, δὲν μπορούσαμε νὰ πληρώσουμε τοὺς
δασμούς. Ἡ μάνα ἔταξε τσάμπα ραφτικὰ στὴν κυρία τελώνη, ὁ
τελώνης ἐνέδωσε. Τὰ παπούτσια ποὺ εἶχε γιὰ μένα σ’ ἐκεῖνο τὸ
δέμα ἦταν κάτι περίεργα μπὲζ μποτάκια μὲ ἀνοιχτόχρωμη κρὲπ
σόλα, παρόμοιά τους δὲν εἶχα ξαναδεῖ στὴ ζωή μου, δὲ φοροῦσε
κανένας ἀπὸ τοὺς φίλους μου. Δὲν ξέρω γιὰ ποιό λόγο ἔκρινα πὼς τὰ
μποτάκια δὲ μοῦ ἀρέσουν, «δὲν τὰ θέλω», εἶπα στὴ μάνα. Ὁ πατέρας
θύμωσε, «θὰ πᾶς ξυπόλυτος στὸ σχολεῖο;» μὲ ρώτησε ἤπια, ἀλλὰ
ἔνιωσα τὰ λόγια του νὰ μὲ τρυποῦν. Προσποιήθηκα τὸν ἄρρωστο,
δὲν πῆγα σχολεῖο ἐκείνη τὴ μέρα, δὲν ἤθελα νὰ πάω καὶ τὴν
ἑπόμενη. Ἡ μάνα μοῦ ἔβαλε τὰ παπούτσια μὲ τὸ ζόρι, ὁ πατέρας μὲ
πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μετὰ τὸ πρῶτο διάλειμμα μὲ ὁδήγησε στὸ
δάσκαλο.
Ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Τετάρτης δημοτικοῦ, μίλησε
μαζί του λίγη ὥρα, ὕστερα ἔφυγε. Ὁ κύριος Λεωνίδας, ὅπως κάθε
καλὸς παιδαγωγός, ἔκρινε σκόπιμο νὰ παινέψει τὰ παπούτσια ποὺ
φόραγα στοὺς συμμαθητές μου μέσα στὴν τάξη καὶ μὲ παρότρυνε
νὰ μακαρίζω τὴ θεὰ τύχη ποὺ μοῦ τὰ ἔστειλε. Περιττὸ νὰ πῶ ὅτι τὴν
ἄλλη μέρα ξεκίνησα ξυπόλυτος γιὰ τὸ σχολειό, δὲν ἤθελα νὰ δῶ
στὰ μάτια μου τα μποτάκια. Τί νὰ κάνει ἡ μάνα, μὲ γύρισε πίσω
ἆρον-ἆρον καὶ μὲ παπούτσωσε μὲ τὰ καλά μου σκαρπίνια
—ἐνισχυμένα μὲ πέταλα πίσω μπρός— γιὰ νὰ μὴ γίνει ρεζίλι ἡ
οἰκογένεια.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Βαγγέλης Δημητριάδης (Πυθαγόρειο
Σάμου, 1948). Ὑπηρέτησε στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση σὲ
σχολεῖα τῆς γενικῆς καὶ εἰδικῆς ἀγωγῆς καὶ ὡς σχολικὸς
σύμβουλος στὴν Περιφέρεια Σάμου. Ἱδρυτικὸ καὶ μόνιμο μέλος
τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ περιοδικοῦ Ἀπόπλους (1991κἑξ) καὶ ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ Τὸ Τηγάνι (2010κἑξ).
Ἔχει ἐκδώσει πέντε ποιητικὲς συλλογές, βιβλία γιὰ τὴν
ἐκπαίδευση καὶ τὴν τοπικὴ ἱστορία. Ποιήματα καὶ κριτικά του
κείμενα δημοσιεύονται σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ
περιοδικά. Τελευταῖο του ποιητικὸ βιβλίο: Δίπλα στὸ ποτάμι (Σμίλη, 2024).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου