
Χάινριχ Μπέλλ (Heinrich Böll)
Ὁ γελωτοποιός
(Der Lacher)
ΑΘΕ
ΠΟΥ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ γιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, μὲ πιάνει ἀμηχανία:
κοκκινίζω, τραυλίζω, ἐγὼ ποὺ κατὰ τ᾽ ἄλλα εἶμαι γνωστὸς ὡς
ἄνθρωπος θετικός. Ζηλεύω ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ λένε: Εἶμαι
χτίστης. Στοὺς κομμωτές, τοὺς λογιστὲς καὶ τοὺς συγγραφεῖς
ζηλεύω τὴν ἁπλότητα, μὲ τὴν ὁποία δηλώνουν τὴ δουλειά τους,
ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπαγγέλματα δηλώνονται μόνα τους καὶ δὲν
χρειάζονται περισσότερες ἐξηγήσεις. Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι
ὑποχρεωμένος, σὲ σχετικὲς ἐρωτήσεις, νὰ ἀπαντῶ: «Εἶμαι
γελωτοποιος.» Μιὰ τέτοια δήλωση ἀπαιτεῖ περαιτέρω δηλώσεις,
ἐπειδὴ στὴ δεύτερη ἐρώτηση «Καὶ ζεῖτε ἀπ᾽ αὐτό;» πρέπει νὰ
ἀπαντῶ εἰλικρινὰ μὲ ἕνα «Ναί». Ζῶ πράγματι ἀπὸ τὸ γέλιο μου, καὶ
ζῶ καλά, ἐπειδὴ τὸ γέλιο μου ἔχει ζήτηση, ὅπως λέγεται στὴ
γλώσσα τοῦ ἐμπορίου. Εἶμαι ἕνας καλός, πεπαιδευμένος
γελωτοποιος· κανεὶς ἄλλος δὲν γελᾶ ὅπως ἐγώ, δὲν ἐλέγχει τόσο
τὶς λεπτὲς ἀποχρώσεις τῆς τέχνης μου. Γιὰ ἀρκετὸ καιρό,
προκειμένου νὰ ἀποφεύγω φορτικὲς διευκρινίσεις, δήλωνα
ἠθοποιός, ἀλλὰ οἱ ὑποκριτικὲς καὶ φωνητικὲς δεξιότητές μου
εἶναι τόσο περιορισμένες ποὺ αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν μοῦ
φαινόταν εἰλικρινής, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι Εἶμαι
γελωτοποιός. Δὲν εἶμαι οὔτε κλόουν οὔτε κωμικὸς ἠθοποιός, δὲν
διασκεδάζω τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκθέτω καταστάσεις φαιδρές:
γελάω σὰν Ρωμαῖος αὐτοκράτορας ἢ σὰν εὐαίσθητος
τελειόφοιτος Λυκείου.
Εἶμαι τόσο ἀσκημένος στὸ γέλιο τοῦ 17ου
αἰώνα ὅσο καὶ στὸ γέλιο τοῦ 19ου, καὶ ὅταν χρειαστεῖ, διατρέχω μὲ
τὸ γέλιο ὅλους τοὺς αἰῶνες, ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ
ἡλικίες: ἁπλῶς τὸ ἔχω μάθει, ὅπως μαθαίνει κανεὶς νὰ σολιάζει
παπούτσια. Τὸ γέλιο τῆς Ἀμερικῆς βρίσκεται στὸ στῆθος μου, τὸ
γέλιο τῆς Ἀφρικῆς, λευκό, κόκκινο, κίτρινο γέλιο – καὶ τὸ κάνω
νὰ ἠχεῖ μὲ τὴν ἀνάλογη ἀμοιβή, ὅπως τὸ καθορίζει ἡ σκηνοθεσία.
Ἔχω γίνει ἀπαραίτητος, γελάω σὲ δίσκους βινυλίου, σὲ
μαγνητοταινίες, καὶ οἱ σκηνοθέτες ραδιοφωνικῶν θεατρικῶν
σκηνῶν μοῦ συμπεριφέρονται μὲ ἁβρότητα. Γελάω βαρύθυμα,
μετρημένα, ὑστερικά – γελάω σὰν ἐλεγκτὴς τραίνων, σὰν
μαθητευόμενος στὸν κλάδο τῶν τροφίμων· τὸ πρωινὸ γέλιο, τὸ
βραδινὸ γέλιο, τὸ νυχτερινὸ καὶ τὸ γέλιο τὴν ὥρα ποὺ χαράζει·
μὲ δυὸ λόγια: ὁπουδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε πρέπει νὰ προκληθεῖ
γέλιο, τὸ γεννῶ πάραυτα.
Καταλαβαίνετε ὅτι ἕνα τέτοιο ἐπάγγελμα εἶναι
κοπιαστικό, πολλῷ δὲ μᾶλλον ποὺ ἐγὼ —αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδικότητά
μου— διαπρέπω στὸ μεταδοτικὸ γέλιο∙ ἔτσι, ἔχω γίνει
ἀπαραίτητος ἀκόμη καὶ σὲ κωμικοὺς τρίτης καὶ τέταρτης σειρᾶς,
οἱ ὁποῖοι δικαίως τρέμουν γιὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τοῦ ἀστείου
τους, καὶ σχεδὸν κάθε βράδυ κάθομαι μὲ τὶς ὧρες στὰ βαριετὲ ὡς
λεπτῆς ὑφῆς κλακέρ, γιὰ νὰ προκαλέσω μεταδοτικὸ γέλιο στὶς
ἀδύναμες στιγμὲς τοῦ προγράμματος. Πρέπει νὰ γίνεται δουλειὰ
ἀκριβείας: τὸ πηγαῖο, ἄγριο γέλιο μου δὲν πρέπει νὰ ξεσπᾶ πρὶν τῆς
ὥρας του οὔτε καθυστερημένα, ἀλλὰ στὴν κατάλληλη στιγμή –
τότε βάζω τὰ γέλια, βάσει προγράμματος, τὸ ἀκροατήριο ξεσπᾶ
κι αὐτὸ σύσσωμο σὲ κραυγὲς ἐνθουσιασμοῦ καὶ τὸ ἀστεῖο ἔχει
σωθεῖ.
Ἐγὼ τότε γλιστρῶ κατάκοπος στὴν γκαρνταρόμπα, φοράω τὸ
παλτό μου, εὐτυχὴς ποὺ ἐπιτέλους ἔχω σχολάσει. Στὸ σπίτι μὲ
περιμένουν τὶς περισσότερες φορὲς τηλεγραφήματα
«Χρειαζόμεθα ἐπειγόντως γέλωτά Σας. Ἠχογράφηση ἡμέρα Τρίτη»,
κι ἐγὼ λίγες ὧρες ἀργότερα κάθομαι σὲ ἕνα ὑπερθερμασμένο
βαγόνι τῆς Deutsche Bahn καὶ οἰκτίρω τὴ μοίρα μου.
Καθένας ἀντιλαμβάνεται ὅτι μετὰ τὸ σχόλασμα ἢ στὶς
διακοπὲς ἔχω ἐλάχιστη διάθεση γιὰ γέλιο. Ὁ ἀρμεχτὴς εἶναι
χαρούμενος, ὅταν μπορεῖ ν᾽ ἀφήνει στὴν ἄκρη τὴν ἀγελάδα· ὁ
χτίστης εἶναι εὐτυχής, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα ν᾽ ἀφήσει τὸ χαρμάνι,
καὶ οἱ ξυλουργοὶ ἔχουν συχνὰ στὸ σπίτι τους πόρτες χαλασμένες, ἢ
συρτάρια ποὺ ἀνοίγουν μὲ πολὺ κόπο. Ζαχαροπλάστες προτιμοῦν
ξυδάτα ἀγγουράκια, χασάπηδες τὰ ἀμυγδαλωτά, καὶ ὁ φούρναρης
προτιμᾶ τὰ ἁλλαντικὰ ἀπὸ τὸ ψωμί· ταυρομάχοι προτιμοῦν τὴ
συναναστροφὴ μὲ περιστέρια, μποξὲρ γίνονται κάτωχροι, ὅταν
ματώσει ἡ μύτη τοῦ παιδιοῦ τους. Τὰ κατανοῶ αὐτὰ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν
γελῶ ποτὲ μετὰ τὸ σχόλασμα. Εἶμαι ἕνας σοβαρότατος ἄνθρωπος
καὶ ὁ κόσμος μὲ θεωρεῖ —δικαίως— πεσσιμιστή.
Τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ γάμου μας μοῦ ἔλεγε συχνὰ ἡ γυναίκα
μου: «Γέλασε καμιὰ φορά», ἀλλὰ στὸ μεταξὺ κατάλαβε πὼς δὲν
μπορῶ νὰ τῆς ἱκανοποιήσω αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία. Εἶμαι εὐτυχής,
ὅταν μπορῶ μέσω τῆς ἀπόλυτης σοβαρότητας νὰ χαλαρώνω τοὺς
τεντωμένους μῦς τοῦ προσώπου μου, τὴν ταλαιπωρημένη μου
διάθεση. Ναί, μὲ ἐκνευρίζει ἀκόμη καὶ τὸ γέλιο τῶν ἄλλων, ἐπειδὴ
μοῦ θυμίζει καὶ μοῦ παραθυμίζει τὴ δουλειά μου. Ἔτσι, ἔχουμε
μιὰ ἥσυχη, εἰρηνικὴ συζυγικὴ ζωή, ἐπειδὴ καὶ ἡ γυναίκα μου
ἔχει ξεμάθει τὸ γέλιο. Κάθε τόσο τὴν πιάνω νὰ χαμογελᾶ καὶ
τότε χαμογελῶ κι ἐγώ. Μιλᾶμε σιγανὰ μεταξύ μας, ἐπειδὴ μισῶ
τὸν θόρυβο τῶν βαριετέ, μισῶ τὸν θόρυβο ποὺ μπορεῖ νὰ
κυριαρχεῖ στοὺς χώρους ἠχογράφησης. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν μὲ
γνωρίζουν, μὲ θεωροῦν κλειστὸ τύπο. Ἴσως εἶμαι πράγματι,
ἐπειδὴ πολὺ συχνὰ πρέπει ν᾽ ἀνοίγω τὸ στόμα μου γιὰ νὰ γελάσω.
Περνάω τὴν προσωπική μου ζωὴ μὲ παγωμένο πρόσωπο,
ἐπιτρέπω κάθε τόσο στὸν ἑαυτό μου ἕνα ἤπιο χαμόγελο καὶ συχνὰ
ἀναρωτιέμαι ἂν ἔχω γελάσει ποτέ. Νομίζω πὼς ὄχι. Τὰ ἀδέλφια μου
ἔχουν νὰ λένε ὅτι ὑπῆρξα πάντοτε ἕνα σοβαρὸ παιδί.
Ἔτσι, γελάω μὲ πολλαπλοὺς τρόπους, ἀλλὰ τὸ δικό μου γέλιο δὲν τὸ γνωρίζω.

Πηγή: Böll, Heinrich Werke [ἐπιμ. J.H. Reid]. Kölner Ausgabe, τόμος 9ος, 1954-1956 [1955]. Κολωνία, Kiepenheuer &Witsch 2006, 79-81.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Συμεὼν Σταμπουλοῦ.
Γεννήθηκε τὸ 1954 στὴν Ἀθήνα, ὅπου σπούδασε κλασικὴ
ἀρχαιολογία. Ἀργότερα προχώρησε σὲ σπουδὲς συγκριτολογίας
στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Τύμπινγκεν. Ἐκπόνησε μελέτες γιὰ τὶς
πηγὲς τῆς πεζογραφίας καὶ τὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Γιάννη
Σκαρίμπα, τὴν «ἀντιπαράθεση» τοῦ Φρήντριχ Χαίλντερλιν μὲ τὸ
ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ. Μετέφρασε καὶ ἐξέδωσε ἢ δημοσίευσε σὲ
λογοτεχνικὰ ἔντυπα ἔργα τῶν Ρ.Μ. Ρίλκε, Νοβάλις,
Χαίλντερλιν, Πάουλ Τσέλαν, Νέλλυ Ζάκς, Γκότφρηντ Μπένν, Γκέρχαρντ
Φάλκνερ, Ντοὺρς Γκρυνμπάιν, Σάρα Κίρς, Πέτερ Ἄλτενμπεργκ,
Γκύντερ Κοῦνερτ, Μπάρμπαρα Καῖλερ κ.ἄ. Βιβλία του κυκλοφοροῦν
ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Στιγμή, Gutenberg, Ἄγκυρα, Κουκκίδα καὶ ΣΩΒ.
Χάινριχ Μπέλλ (Heinrich Böll, 1917-1985).
Ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους μεταπολεμικοὺς Εὐρωπαίους
συγγραφεῖς, τιμημένος μὲ τὸ βραβεῖο Νομπὲλ λογοτεχνίας τὸ
1972. Μὲ τὸ ἔργο του (μυθιστορήματα, διηγήματα, θεωρητικὰ
κείμενα) στηλίτευσε τὴ γερμανικὴ κοινωνία τῆς συνεργασίας,
ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνοχῆς, στὶς θηριωδίες τῶν ναζιστῶν, τὸν
ἐξολοθρεμὸ τῶν Ἑβραίων σὲ ὁλόκληρη τὴν κατεχόμενη, μέσα στὸν
πόλεμο, Εὐρώπη. Μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ ἀποκάλυψε, μέσα ἀπὸ
τοὺς χαρακτῆρες τῶν προσώπων, τὸν λειτουργικὸ ρόλο τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐκκόλαψη τοῦ Ναζισμοῦ καὶ τοῦ
πολέμου, στὴ μόλυνση τοῦ γερμανικοῦ πνεύματος μὲ τὴν
πολιτικὴ τῶν ὑπόγειων συνεργασιῶν καὶ τῆς ἰδιοτέλειας. Οἱ
ἥρωές του, τραγικὰ εἰρωνικοὶ ἀπέναντι στὴν κοινωνία τῶν
συμβιβασμῶν, ὁδηγοῦνται σταδιακὰ στὴν ἀποτυχία καὶ τὸ
περιθώριο (Καὶ δὲν εἶπε λέξη, 1953, Οἱ ἀπόψεις ἑνὸς κλόουν,
1963). Ὁ Μπὲλλ ἔδειξε συμπάθεια στὴν ὁμάδα «Μπάαντερ-Μάινχοφ»,
μὲ τὶς πρακτικὲς ἑνὸς ἀντάρτικου πόλεων, ποὺ ἔδρασε στὴ Δυτικὴ
Γερμανία τὴ δεκαετία κυρίως τοῦ ᾽70 (Ἡ χαμένη τιμὴ τῆς Καταρίνα Μπλούμ,
1974). Ἡ τρομοκρατία ὡς ἀπότοκος τῆς μεταπολεμικῆς
γερμανικῆς κοινωνίας μὲ ἀφομοιωμένους ὀργανικὰ σὲ αὐτὴν
τοὺς ναζιστὲς ἐγκληματίες. Βασικὸς συντελεστὴς τῆς
λεγόμενης «Λογοτεχνίας τῶν ἐρειπίων» («Trümmerliteratur»),
ἔγραψε παράλληλα σύντομα διηγήματα καὶ μικροϊστορίες,
ἀλληγορίες τοῦ κατακερματισμένου κόσμου καὶ τῆς ψυχικῆς
ἐρειπίωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνδεικτικὴ ἡ ἱστορία τοῦ
«Γελωτοποιοῦ» ποὺ πρέπει νὰ διαβαστεῖ ὡς συνεκδοχὴ τοῦ
μυθιστορήματος Οἱ ἀπόψεις ἑνὸς κλόουν. Στὴν Αὐτοβιογραφία του ὁ Μαρσὲλ Ράιχ Ρανίτσκυ τὸν χαρακτήρισε «Γερμανὸ ἱεροκήρυκα μὲ κλοουνίστικα χαρακτηριστικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου