Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Χρίστος Δάλκος: Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι τρόποι νὰ ὑπερασπιστοῦμε τὸν κυπριακὸ καὶ ἑλλαδικὸ ἑλληνισμό

 

 

Στὸ 3ο τεῦχος τοῦ βιβλιοπεριοδικοῦ ἐνδοσυγκριτικά, καὶ συγκεκριμένα στὸ κεφάλαιο μὲ τίτλο «Ἡ παλαιότητα τῆς πρωτοελληνικῆς / γραικικῆς λέξης σκύλλος / σκύλλα», γράφαμε:

“Ἀναφερόμενοι παλαιότερα στὸ [...] πελασγικὸ τοπωνύμιο «Σκυλάκη»[1] ἐπισημαίναμε ὅτι φαίνεται νὰ παρουσιάζῃ ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ θεωρούμενα ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας ἀντιπροσωπευτικὰ τοῦ «προελληνικοῦ» λεγομένου ὑποστρώματος: ἐπίθημα –ακ-, καὶ ρίζα παραπέμπουσα στὰ σκύλαξ, Σκύλλα / Σκύλλη, σκύλ(λ)ος κ.λπ., πού, λόγῳ τῆς ἀπουσίας ἀδιαμφισβήτητων ἰνδοευρωπαϊκῶν παραλλήλων καὶ συνακόλουθης πειστικῆς ἐτυμολογίας, τείνουν νὰ ἀποδίδωνται στὸ «πελασγικό», «προελληνικὸ» ὑπόστρωμα.

Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ R. Beekes, EtymologicalDictionaryofGreek, ἀφοῦ ἐπισημάνῃ ὅτι τὸ σῦλον (= δικαίωμα «κατασχέσεως» κυρίως ἐμπορευμάτων || κατασχεθὲν φορτίο πλοίου) εἶναι ταυτόσημο πρὸς τὸ σκῦλον (= λάφυρο, λεία), διερωτᾶται μήπως ἡ ταυτοσημία τῶν σκῦλον / σῦλον παραπέμπει σὲ μιὰ «προελληνικὴ» ἐναλλαγὴ σ- / σκ-. Ἡ ὑπόθεση γιὰ ἐναλλαγὴ σ- / σκ- μοιάζει νὰ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν σύμπτωση τῆς σημασίας ρημάτων ὅπως σκυλεύω (= ἀπογυμνῶ ἐχθρὸν φονευθέντα λαμβάνων τὰ ὅπλα αὐτοῦ ὡς λάφυρα), συλεύω (= ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα κάποιου, λαφυραγωγῶ), συλάω / συλέω (= ἀφαιρῶ, ἀπογυμνώνω, μάλιστα ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα νεκροῦ ἐχθροῦ) κ.λπ. Δεδομένου ὅτι τὰ ἄταφα σώματα τῶν νεκρῶν κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς σκύλλους / κύνας [πρβλ. *σ΄κυλλοφάετος, τσυλλοφάετος (= ἐκεῖνος ποὺ εἴθε νὰ τὸν φάγουν οἱ σκύλλοι μένοντα ἄταφον) Πόντ. (Ἰνέπ.)] εἶναι πολὺ πιθανὸ ὅτι ἡ πρώτη σημασία τοῦ σκυλεύω –καὶ ἑπομένως καὶ τῶν συλεύω, συλέω, συλάω- ἦταν «συμπεριφέρομαι ὡς σκύλ(λ)ος».

Πάντως, σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἐτυμολογία τῶν λέξεων σκύλαξ, Σκύλλα / Σκύλλη κ.τ.τ., ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ ἀπουσία οἱασδήποτε ἀναφορᾶς τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας στὶς πάγκοινες νεοελληνικὲς λέξεις σκύλ(λ)ος, σκύλ(λ)α, σκυλ(λ)ὶ κ.λπ., τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν παραγκωνίσει σχεδὸν πλήρως τὴν ἀρχαιοελληνικὴ λέξη γιὰ τὸν «σκύλλο» (κύων, γεν. κυνός), διασωζόμενη μόνο σὲ σύνθετες λέξεις (π.χ. κυνηγός, κυνήγι κ.τ.ὅ.), ἢ σὲ διαλεκτικοὺς τύπους ὅπως κούε γεν. κουνέ, κούνου, κουνοὺΤσακων. κοῦνος (= ψωραλέος κύων) Κύπρ. κουνόσ΄σ΄υλλος Κύπρ. τσούνα (= σκύλλα), τσουνάκα, τσουνίκα, τσουνίτζα (= σκυλλίτσα) Πόντ. κ.λπ.

Φαινομενικῶς παράδοξο εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ «προελληνικὴ» θεωρούμενη ρίζα «σκυλ(λ)-» φαίνεται νὰ ἀποτελῇ ὀργανικὸ στοιχεῖο τῆς λεγόμενης «νεοελληνικῆς», ἀφοῦ μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο κάνει τὴν ἐμφάνισή της σὲ πάμπολλες παράγωγες ἢ σύνθετες «νεο»ελληνικὲς λέξεις, ποὺ ξεπερνοῦν τὶς ἑξακόσιες· κι αὐτό, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἀντίστοιχες ἀρχαιοελληνικές –οἱ περισσότερες παράγωγα τοῦ «σκύλαξ»- δὲν ὑπερβαίνουν τὶς τριάντα.

Ὁ ἑτεροβαρὴς αὐτὸς «προσανατολισμὸς» τῆς «νεο»ελληνικῆς δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ καρπὸς μεταγενέστερων, πολὺ περισσότερο πρόσφατων, ἐξελίξεων, ἀφοῦ ἡ σχέση μὲ τὴν ὁμηρικὴ  Σκύλλη (πρβλ. μ 85-87: ἔνθα δ᾿ ἐνὶ Σκύλλη ναίει δεινὸν λελακυῖα. / τῆς ἦ τοι φωνὴ μὲν ὅση σκύλακος νεογιλλῆς / γίνεται αὐτὴ δ᾿ αὖτε πέλωρ κακόν·)[2] παραπέμπει σὲ ἕνα προομηρικὸ γλωσσικὸ καὶ μυθολογικὸ ὑπόστρωμα, ἰδιαζόντως οἰκεῖο, παραδόξως, πρὸς τὴν «σύγχρονη» γλωσσικὴ παράδοση.

Μάλιστα, ἡ προσγραφὴ τῶν σχετικῶν λέξεων καὶ τῆς ὑποκείμενης ρίζας σὲ ἕνα «προελληνικὸ» ὑπόστρωμα μοιάζει νὰ δικαιώνεται ἀπὸ τὴν πρόσθετη διαπίστωση ὅτι ἡ νέα ἑλληνικὴ ἐμφανίζει σὲ πάμπολλες περιπτώσεις τὸ «προελληνικὸ» φωνολογικὸ φαινόμενο τῆς «ἐναλλαγῆς» σ- / σκ- ποὺ ἐπισημάνθηκε στὴν περίπτωση τῶν σκῦλον / σῦλον:

σ΄-σ΄ύ-α (= σκύλλα) Ἀπουλ. Καλαβρ., σ-συλάι (= σκυλάκι) Χίος (Ὄλυμπ.) σσυλάιν Χίος (Πυργ.), σύλλαρος(= σκύλλαρος) Ἤπ. (Βούρμπιαν. Κόνιτσ.), συλλεύω (= σκυλλεύω, συνευρίσκομαι, ἐπὶ σκύλλων καὶ λύκων) Μακεδ. (Γιδ.), σ΄-σ΄υ-έ-α (= *σκυλέλλα, μικρὴ σκύλλα) Ἀπουλ. (Κοριλ.) σ΄- σ΄υ-έω (= γαβγίζω) Ἀπουλ. (Μαρτιν.), σ΄-σ΄υ-ί (= σκυλλί) Καλαβρ. σ᾿λὶἬπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Βόιον) Σαμοθρ. συλλὶν Κύπρ. σουλὶ Ἀθῆν., σ΄σ΄υλλιά (= ἡ σκυλλιά, ἡ ἰδιάζουσα κακοσμία τῶν σκύλλων) Κύπρ., σ΄σ΄υλλιάζω (= σκυλλιάζω, ὀργίζομαι ὡς ὁ σκύλλος, μαίνομαι ὑπὸ ὀργῆς) Κύπρ., σύλλινος (= σκύλλινος, σκυλλήσιος) Ἤπ. (Κόνιτσ.) σ΄-σ΄ύ-ινο (= σκύλλινος, μὲ τρίχωμα ὅμοιο πρὸς τὸ τοῦ σκύλλου || ἀτροφικός) Ἀπουλ., (σ)συλόβηχας (= σκυλλόβηχας, κοκκύτης) Κάλυμν., σ΄σ΄υλόβρωτος (= ὁ φεύγων δρομαίως καὶ ἐν μεγίστῃ βίᾳ, χωρὶς νὰ στρέψῃ ὀπίσω, καθὼς φεύγει ὁ βιβρωσκόμενος, δακνόμενος καὶ διωκόμενος ὑπὸ τῶν κυνῶν) Κύπρ., σ΄σ΄υλ-λόγαμος (= σκυλλόγαμος, «ἑορτὴ» γάμου ἀποσκοποῦσα στὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐκδήλωσης τῆς λύσσας) Κύπρ., σ᾿λουγαβγίζου (= σκυλλογαβγίζω) Λέσβ., σ᾿λλοδόντ᾿ς (= σκυλλοδόντης, αὐτὸς τοῦ ὁποίου τὰ δόντια προεξέχουν σὰν τοῦ σκύλλου) Στερελλ. (Δεσφ.), σ-συλ-λόγονdο (= σκυλλόδοντο, κυνόδους) Κάλυμν. σσυλ-λόδοντο Κύπρ., σ᾿λουκατουρίτ᾿ς(= σκυλλοκατουρίτης,φουσκάλα ποὺ ἐμφανίζεται στὴν πατούσα, καὶ ποὺ ἀποδίδεται σὲ μόλυνση ἀπὸ κάτουρα σκύλλου) Λέσβ.,σσυλοκουνdουράτη (= *σκυλλοκουντουράτη, εἶδος σαύρας) Χίος (Πυργ.), σ᾿λουκούταβου (= σκυλλοκούταβο) Λέσβ., σσυλλολόιν (= σκυλλολόι) Κύπρ., σσυλόλυκος (= σκυλλόλυκος) Κύπρ. σ΄-σ΄υ-όλυκο (= λυκόσκυλλο) Ἀπουλ. (Καλημ.), σσυλομάλλης (= σκυλλομάλλης) Κύπρ., σσυλλομάννα (= σκυλλομάννα, ἡ σκληρὴ καὶ κακιὰ μάννα) Κύπρ., σσυλ-λομάdρα (= σκυλλομάντρα) Κύπρ., σσυλλομούρης (= σκυλλομούρης)Χίος (Ὄλυμπ.), σσυλλοbάσταρτος (= σκυλλομπάσταρδος) Κύπρ.,σσυλλόμουγια (= σκυλλόμυγα) Κύπρ., σ᾿λλουν᾿χίδα (= *σκυλλονυχίδα, παρανυχίδα ποὺ κατὰ τὴν λαϊκὴ πρόληψη βγάζει στὰ πόδια του ὅποιος μουτζώσῃ τὰ σκυλλιά) Στερελλ. (Ἀράχ.), σσυλλόπελλος(= θεότρελος) Κύπρ., (σ)συλοπνίχτης (= σκυλλοπνίχτης) Κάλυμν. σ᾿λουπνίχτ᾿ς Λέσβ., σσυλοπόταμο (= σκυλλοπόταμο, εἶδος θαλάσσιου σκύλλου) Κύπρ. σ΄-σ΄υ-οπόταμο Καλαβρ. (Μπόβ. Ρήγ.), σ΄-σ΄υ-οπού-α (= σκυλλοπούλα, μικρή σκύλλα) Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Ροχούδ.), σ΄-σ΄υ-όπου-ο (= σκυλλόπουλο, σκυλλάκι) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.), σσύλος (= σκύλλος) Κάλυμν. Κάσ. Κύπρ. Τῆλ. Χίος σ΄-σ΄ύ-ο Ἀπουλ. Καλαβρ., σ-συλλούιν Κύπρ. σ΄-σ΄υ-ού-ι (= σκυλλούλλι, σκυλλάκι) Ἀπουλ. (Κοριλ.), σ΄-σ΄υ-ουκέ-α (= *σκυλλοκέλλα, σκυλλίτσα) Ἀπουλ. (Καλημ.), σ΄-σ΄υ-ούκι (= *σκυλλούκι, σκυλλάκι) Ἀπουλ. Καλαβρ., σ΄-σ΄υ-ουκιάι (= *σκυλλουκάκι, σκυλλάκι) Ἀπουλ. (Καλημ.), σ΄-σ΄υ-ουνάκι (= *σκυλλουνάκι, σκυλλάκι) Καλαβρ. (Μπόβ.), σ΄-σ΄υ-ούνι (= *σκυλλούνι, σκυλλάκι) Καλαβρ. (Μπόβ.) κ.ἄ.

Πρόκειται, ὅμως, τῷ ὄντι γιὰ ἐναλλαγὴ σ- / σκ-; Τὰ δεδομένα τῆς νέας ἑλληνικῆς προσανατολίζουν πρὸς τὴν κατεύθυνση ὄχι  ἁπλῆς ἐναλλαγῆς ἀλλὰ τροπῆς σκ- > σ- ἡ ὁποία συντελεῖται μέσῳ οὐράνωσης (τσιτακισμοῦ) τοῦ -κ-, περαιτέρω ἐξέλιξης τοῦ -τσ- σὲ –σ- καὶ ἐν τέλει ἁπλοποίησης τῶν δύο σσ-,κατὰ τὸ σχῆμα σκ- > στσ- > σσ- > σ- (ἤτοι: σκύλλος > στσύλλος > σσ΄ύλλος > σύλλος). Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὅτι ἡ νεοελληνικὴ μνημειώνει στάδια ἐξέλιξης τῆς συγκεκριμένης λέξης καὶ ρίζας γιὰ τὰ ὁποῖα ἐλάχιστα μαρτυρεῖ ἡ ἀρχαία ἑλληνική, ἂν καὶ ἡ συνύπαρξη στοὺς κόλπους της τύπων ὅπως σκυλεύω >συλεύω >συλέω σκῦλον > σῦλον προϋποθέτουν τὶς φωνητικὲς αὐτὲς ἐξελίξεις στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Θὰ ἀντέτεινε, ἐνδεχομένως, κάποιος, ὅτι, ἀκόμα κι ἂν ὑφίσταται σχέση μεταξὺ τῶν σκυλεύω >συλεύω >συλέω σκῦλον > σῦλον, αὐτὴ ἀφορᾷ τὴν «παράδοξη» φωνητικὴ συμπεριφορὰ τῆς λεγομένης «προελληνικῆς», πάμπολλα στοιχεῖα τῆς ὁποίας, φωνητικὰ καὶ λεξιλογικά, ἐνσωματώθηκαν στὴν ἀρχαία ἑλληνική, καὶ μέσῳ αὐτῆς μεταλαμπαδεύθηκαν καὶ στὴν νέα. Αὐτό, βεβαίως, δὲν ἐξηγεῖ τὴν πρωτοκαθεδρία τῶν στοιχείων αὐτῶν στὴν «νέα» ἑλληνική,[3] ἐν συγκρίσει πρὸς ἀντίστοιχα τῆς ἀρχαίας, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηριχθῇ ὅτι οἱ καταβολὲς τῆς νέας ἑλληνικῆς ἀνάγονται ἐνδεχομένως σὲ ἕνα «προελληνικό», καὶ ἑπομένως μὴ ἑλληνικὸ καὶ μὴ ἰνδοευρωπαϊκὸ ὑπόστρωμα.

Ἡ ὑποθετικὴ αὐτὴ ἄποψη μπορεῖ νὰ γίνῃ δεκτὴ μόνο ἐν μέρει, ὅτι δηλαδὴ ἡ ὀργανικὴ σχέση μὲ τὴν ρίζα σκυλ(λ)- καὶ τὰ συμπαρομαρτοῦντα φωνολογικά / φωνητικὰ φαινόμενα παραπέμπουν σὲ μιὰ ἰδιάζουσα ἀφανῆ ἐπικοινωνία τῆς νεοελληνικῆς μὲ ἕνα παλαιότατο, μὴ ἀττικὸ γλωσσικὸ ὑπόστρωμα. Ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅμως αὐτό, μέχρι τοῦ νὰ ἀποδεχθῇ κανεὶς ὅτι τὸ ὑπόστρωμα αὐτὸ εἶναι μὴ ἑλληνικὸ καὶ μὴ ἰνδοευρωπαϊκό, ὑπάρχει τεράστια ἀπόσταση. Οἱ ρίζες αὐτῆς τῆς πανίσχυρης πρόληψης ἐντοπίζονται στὸν μακροχρόνιο προσανατολισμὸ τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας στὴν σύγκριση τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν μεταξύ τους καὶ στὴν ἀποφυγὴ διερεύνησης -ἔστω καὶ ὡς ὑπόθεσης ἐργασίας- τοῦ ἐνδεχομένου πολλὲς ἀπὸ τὶς ὀνομαζόμενες «προελληνικὲς» λεξιλογικές / φωνητικὲς διεργασίες νὰ ἔχουν λάβει χώραν στὸ ἐσωτερικὸ τῆς πρωτοελληνικῆς, σὲ ἀπώτατα ἑπομένως στάδια τοῦ προϊστορικοῦ παρελθόντος τῆς καθ᾿ ὅλου ἑλληνικῆς.

Ἡ ἐνδοσυγκριτική / ἀντιπαραβολικὴ ἐξέταση νέας - ἀρχαίας ἑλληνικῆς σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ὡς ἄνω ρίζα, φαίνεται νὰ δικαιώνῃ τὴν ὑπόθεση ἐργασίας ποὺ διατυπώνεται ἐδῶ. Τὸ φαινόμενο τῆς πτώσης τοῦ ἀρκτικοῦ σίγμα ποὺ παρατηρεῖται στὸ τοῦ Ἡσυχίου «κύλλας· σκύλαξ. Ἠλεῖοι» κάνει τὴν ἐμφάνισή του καὶ στὰ «νεο»ελληνικὰ κουλάκ᾿  (= σκυλλάκι) Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. «δζουλί» (= σκυλλί) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) τσυλλόδοντο (= σκυλλόδοντο) Πόντ. (Ἰνέπ.) τσουλλόδοντο Πόντ. (Ἰνέπ.) τσυλλοδοντοῦ (= ἡ ἔχουσα στραβὰ δόντια) Πόντ. (Ἰνέπ.) τσυλλοκούλουκο (= σκυλλοκούλουκο, νεογνὸ σκύλλου) Πόντ. (Ἰνέπ.)τσ᾿λουμανίζου (= σκυλλομανίζω, θυμώνω πάρα πολύ, ὀργίζομαι) Λέσβ. τσυλλοπνίχτης (= σκυλλοπνίχτης, πλοιάριον κινδυνεῦον εἰς τὴν ἐλαχίστην θαλασσοταραχήν) Πόντ. (Ἰνέπ.) τσύλλος (= σκύλλος) Κάρπ. Πόντ. (Ἰνέπ.) τσούλλος Πόντ. (Ἰνέπ.) τσυλλοφάετος (= ἐκεῖνος ποὺ εἴθε νὰ τὸν φάγουν οἱ σκύλλοι μένοντα ἄταφον) Πόντ. (Ἰνέπ.) τσυλλοφάης (= ὁ φαγωμένος ἀπὸ σκύλλον) Πόντ. (Ἰνέπ.).

τσιλόδρουβα (= *τσιλόβρουβα, εἶδος φυτοῦ) Ἡρακλ. πρέπει μᾶλλον νὰ γραφῇ τσυλλόδρουβα / *τσυλλόβρουβα, διότι τὸ α΄ συνθετικὸ τῆς λέξης δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸ τσιλῶ (= πάσχω ἀπὸ διάρροια) ἀλλὰ μὲ τὸν σκύλλο, πρβλ. σκυλλόβρουβα Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Μεσσην.) σκυλλόβουρβα Πελοπν. (Δαιμον.) στσουλλόβρουβα Μέγαρ. Πληθ. σκ᾿λλόβρουβις Θεσσ. (Τρίκερ.).

Μὲ τὸν σκύλλο -ἢ μᾶλλον τὴν σκύλλα- πρέπει νὰ σχετίζωνται τὰ κοινὰ τσούλα (= ἀνήθικη κοπέλα ἢ γυναίκα),  τσουλί (= ἀνήθικο, παραστρατημένο κορίτσι), ἀφοῦ ἡ γυναίκα ποὺ ἐμφανίζει ροπὴ πρὸς τὰ ἀφροδίσια συχνὰ παραβάλλεται πρὸς σκύλλα, πρβλ. καὶ σκυλλέ (=γυναίκα ποὺ εἶναι ἐπιρρεπὴς πρὸς τὰ σαρκικὰ πάθη) Κρήτ. (Χαν.), σκυλλοπηδημένη (= ἔκφυλη γυναίκα, συνουσιαζόμενη μὲ πολλοὺς ἄντρες) Πελοπν. (Βούρβ. Γαργαλ. Παιδεμ. Πυλ.). Γιὰ τὴν μορφοποίηση τοῦ τσούλα ἐκ τοῦ στσιούλλα < σκύλλα, πρβλ. καὶ τὰ στσούλλα Λέσβ. Πελοπν. (Καρδαμ.), στσιουλλάτσι, στσιουλλόβρουβα,στσιουλλόγαμος, στσιουλλόδοντο,στσιουλλοκρέμμυδο,στσιούλλος Μέγαρ. Ἡ ταύτιση τῶν σκύλλα καὶ τσούλα καὶ ἡ δυνατότητα διττῆς ἐξέλιξης μιᾶς ρίζας στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς γλώσσας ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ταυτόσημους τύπους βρομοσκυλιάζω (= κοιμᾶμαι) καὶ βρομοτσουλάω (= κοιμᾶμαι) ποὺ συνυπάρχουν στὸ πλαίσιο ὄχι ἁπλῶς μιᾶς γλώσσας, ἀλλὰ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ἰδιώματος, τοῦ μεγαρικοῦ.[4]

Μιὰ τέτοιου εἴδους μεταφορικὴ χρήση τῆς λέξης σκύλλα / τσούλα μᾶς ταξιδεύει στὰ βάθη τῆς ἑλληνικῆς γλωσσικῆς (προ)ϊστορίας, ἀφοῦ ἡ μυθικὴ Σκύλλα, θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Νίσου, λόγῳ τοῦ ἔρωτά της γιὰ τὸν Μίνωα προκαλεῖ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα της, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι αὐτὴ καὶ ὁ Μίνωας θὰ κληρονομήσουν τὸ βασίλειο τῶν Μεγάρων, ἂν καὶ τελικῶς θανατώνεται ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ εὐεργετηθέντος. Τὸ ὄνομα «Σκύλλα» ποὺ ἐπιφυλάσσει ὁ μῦθος στὴν κόρη τοῦ Νίσου (ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται κυνόφρων ἀπὸ τὸν Αἰσχύλο), συνδυάζει, καθὼς φαίνεται, τὴν γενικὴ μομφὴ περὶ ἀναισχυντίας μὲ τὴν εἰδικώτερη περὶ «σκυλλήσιας» ροπῆς πρὸς τὰ «ἀφροδίσια».

 

σκύλλα / σσύλλα καὶ ἡ λύσσα

Ἡ περαιτέρω ἐνδοσυγκριτικὴ διερεύνηση τῆς ρίζας ποὺ ὑπόκειται τῶν Σκυλάκη, Σκύλλη, Σκύλλα, σκύλαξ, σκύλλος κ.λπ.μᾶς ὁδηγεῖ στὴν συσχέτιση τῶν ν.ἑ. σ΄σ΄υλ-λόγαμος Κύπρ.[5] καὶ *λυσσόγαμος, λ΄᾿σσόγαμους(= «ἑορτὴ» εἰκονικοῦ γάμου ἀποσκοποῦσα στὴν ἀποφυγὴ τῆς ἐκδήλωσης τῆς λύσσας) Σάμ. Τὸ ἐνδεχόμενο τὸ λυσσόγαμος νὰ προέκυψε ἐκ τοῦ σκυλλόγαμος / σ΄σ΄υλ-λόγαμος –καί, ἑπομένως, καὶ τὸ λύσσα ἐκ τοῦ σκύλλα > σ΄σ΄ύλα-, μὲ ἀντιμετάθεση φθόγγων, ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη σωρείας νεοελληνικῶν τύπων ποὺ ἐμφαίνουν ἀντίστοιχη ἀντιμετάθεση φθόγγων:  σκυλλιάζω / λυσσιάζω, πρβλ.  λυσκιάζω Κίμωλ. Μεγίστ. λυσκιασμένος Κῶς Μῆλ. Σίφν.| σκυλλόγατα / λυσσόγατα | σκυλλό(γ)ερος (= παλιόγερος) Ἤπ. (Πρέβ.) / λυσσόγερος (= κακὸς γέρος) Πελοπν. | τοπων. Σ΄χυλλοκρέμμινΚύπρ. Σκυλλοgρέμι Πελοπν. (Βραχν. Καλάβρ. Μάν.) Σκ᾿λόgριμνους Ἴμβρ. Σκ΄᾿λιόgριμους Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Σκυλλόgρεμο τό, Ζάκ. (Γύρ.) / τοπων. Λυσσόγρεμνος Κρήτ. (Κίσ.) |σκυλλογυναίκα Θράκ. (Σαμοκόβ.) / λυσσογύναικο Πελοπν. (Γαργαλ.) | σκυλλοδαgαμιά Πελοπν. (Γύθ.), σκυλλοδαgαμά Πελοπν. (Μάν.) / λυσσοδακαμένος (= κυνόδηκτος) Θησ. Γ. Βλάχου | σκυλλόκακο  (= λύσσα) Κρήτ. (Κατσιδόν.) Κύθηρ. / λυσσόκακο (= λύσσα || μανία) Κρήτ. |σκυλλοκόκκαλο (= κόκκαλο σκύλλου μὲ τὸ ὁποῖο μπολιάζουν τὰ ζῶα γιὰ νὰ εἶναι ἀνθεκτικά) Κρήτ. / λυσσοκόκκαλο (= ἰατρικὸν κατὰ τῆς λύσσης) Ἀθῆν. | σκυλομανῶ, σκυλομανίζω Λεξ. Βερναρδάκη, στσ᾿λλουμανίζου, τσ᾿λλουμανίζου Λέσβ. / λυσσομανιάζω, λυσσομανῶ κοιν. | σκυλλόμυγα (= εἶδος μύγας ποὺ τσιμπάει τοὺς σκύλλους) Ἀντίπαξ. Παξ. σκυλλόμυγια Πόντ. /  λυσσόμυγα (= ἔντομόν τι, τὸ ὁποῖον αἱ γραῖαι συλλέγουσι κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου (λισσαίου) καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἐξορκίζουσι τὴν λύσσαν) Πελοπν. (Ἄργ.) | σκυλλοπεινῶ (= πεινῶ ἐλεεινὰ σὰν σκύλλος) Μεγίστ. / λυσ΄σ΄ιοπεινῶ Κύπρ., κ.ἄ.

Ἀφοῦ, λοιπόν, οἱ «νεο»ελληνικοὶ τύποι μοιάζουν νὰ ἐτυμολογοῦν καὶ ὄχι νὰ ἐτυμολογοῦνται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, εὔλογα προκύπτει τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ «νέα» ἑλληνικὴ δὲν εἶναι καθόλου νέα, καὶ ὅτι ἐν πολλοῖς μνημειώνει λέξεις καὶ φωνητικὲς συμπεριφορὲς ποὺ χαρακτηρίζουν ἕνα λανθάνον, ὑπόγειο γλωσσικὸ ὑπόστρωμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ πέφταμε ἔξω ἂν τὸ χαρακτηρίζαμε «πρωτοελληνικὸ» ἢ «γραικικό».”

 

Ἡ ἀντιμετάθεση φθόγγων

Ὁ ἐντοπισμὸς τοῦ φαινομένου τῆς ἀντιμετάθεσης φθόγγων στὰ *σκυλλόγαμος / στσιουλλόγαμος/ σ΄σ΄υλ-λόγαμος>*λυσσόγαμος, λ΄᾿σσόγαμους, ἀποδεικνύει ὅτι στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἑλληνικῆς -καὶ πιθανώτατα καὶ τῶν ἄλλων γλωσσῶν- εἶναι δυνατὸν οἱ πρωτογενεῖς τύποι νὰ συνυπάρχουν μὲ τοὺς παραγόμενους, εἰδ᾿ ἄλλως τὸ φαινόμενο τῆς ἀντιμετάθεσης φθόγγων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ στοιχειοθετηθῇ.

Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ἀνατρέπει τὴν ὣς τώρα ἐπικρατοῦσα μυωπικὴ δυτικοευρωπαϊκὴ ἱστορικοσυγκριτικὴ λογική, ἡ ὁποία περιορίζεται στὴν σύγκριση τῶν διαφόρων ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν μεταξύ τους, ἀδυνατῶντας νὰ ἀντιληφθῇ ὅτι ἔχουν ἐπισυμβῆ στὸ παρελθὸν μεταθέσεις καὶ ἀντιμεταθέσεις φθόγγων στὸ ἐσωτερικὸ τῶν γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες ἀλλοιώνουν τὴν θεωρούμενη ὡς πρωταρχικὴ μορφὴ τῶν «ἰνδοευρωπαϊκῶν» ριζῶν. Ἡ πρόληψη αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀναγκάζει τοὺς ἐπιστήμονες τῆς ἱστορικοσυγκριτικῆς γλωσσολογίας νὰ προσφεύγουν συχνά – πυκνὰ στὴν ἀναγωγὴ δυσετυμολόγητων ἀρχαιοελληνικῶν (καὶ νεοελληνικῶν ἐπίσης) λέξεων σὲ ἕνα ὑποθετικὸ «προελληνικὸ» ὑπόστρωμα.

Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ «προελληνικοῦ» θεωρούμενουσῦκον, λατ. ficus, ἀγγλ. fig, γερμ. Feige, κ.λπ., γιὰ τὶς ἐτυμολογικὲς ἀπαρχὲς τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύονται διαφωτιστικὲς οἱ νεοελληνικὲς λέξεις φοῦσκο, φούσκα, φοῦσκος, σφοῦγγος, σφόγγος, φουσκωτός (= τὸ ἄγουρο σῦκο), οἱ ὁποῖες μᾶς ἀνάγουν στὴν ἔννοια «φουσκωμένος» καρπός, πρβλ. ἀ.ἑ. φύσκη, Φύσκων, φυσαλλίς, ν.ἑ. φουσκάλα, φουσκαλίδα κ.λπ. Διαφωτιστικὲς ἐπίσης εἶναι οἱ ἐναλλακτικὲς μορφὲς τῆς παροιμίας Πῆγε φοῦσκος καὶ γύρισε λύντζος(= ὄλυνθος, πολὺ πρώιμο σῦκο· ἡ σημασία τῆς φράσης εἶναι ὅτι πῆγε ἄγουρος καὶ γύρισε ἀκόμα πιὸ ἄγουρος, δηλ. ἀντὶ νὰ προοδεύσῃ ὠπισθοδρόμησε) Πελοπν. (Κροκ.) / Σφοῦgος διάη, λύντζι γύρισεΠελοπν. (Μάν.) (μετάθεση τοῦ σίγμα: φοῦσκος > σφοῦgος). 

Ὁ θερμιώτικος τύπος φουσκομαΐδα (= τὸ σῦκο ποὺ ἔχει «γίνει» λίγο παραπάνω καὶ ἀνοίγει στὸ πίσω μέρος) ἐπιβεβαιώνει πέραν πάσης ἀμφιβολίας τὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ «σῦκον» προῆλθε, μὲ μετάθεση τοῦ σίγμα καὶ σίγηση τοῦ φ, ἀπὸ πρωτοελληνικὸ *φῦσκον > *σφῦκον > σῦκον, ἀφοῦ σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας ὁ τύπος γιὰ τὴν φουσκομαΐδα εἶναι συκομαΐδα, σ᾿κομαΐδα, σ᾿κουμαΐδα, σ᾿κοπαΐδα, σ᾿κομαρίδα, σ᾿κορμαΐδα κ.λπ.

Νά λοιπὸν ποὺ ἄρκεσε ἡ μετάθεση ἑνὸς φθόγγου νὰ ἀλλοιώσῃ τὴν φυσιογνωμία μιᾶς εὐρωπαϊκῆς λέξης (τὸ λατινικὸ ficusπροέρχεται προφανῶς ἀπὸ ἀμάρτυρο *fiscus*sficus, μὲ σίγηση τοῦ s), ἔτσι ὥστε νὰ ἀποδίδεται στὸ «προελληνικὸν» φάντασμα.

 

Ὡρισμένα συμπεράσματα

 

Ἂν ἰσχύῃ ἡ ἐτυμολόγηση τοῦ ἀ.ἑ. λύσσα ἐκ τοῦ ν.ἑ. σκύλλα > σ΄σ΄ύλα ἢ τοῦ ἀ.ἑ. σῦκον  ἐκ τοῦ ν.ἑ. φοῦσκο > *σφοῦκο καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια, καὶ ἑπομένως τὸ συμπέρασμα ὅτιἡ νέα ἑλληνικὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς ἀναγάγῃ στὰ βαθύτερα στρώματα τῆς πρὸ τοῦ 2.000 π.Χ. ὁμιλούμενης σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο πρωτοελληνικῆς, ἀναμενόμενη εἶναι μιὰ ἔκρηξη τῶν νεοελληνικῶν σπουδῶν ἀνὰ τὴν ὑφήλιο, μιὰ πολιτισμικὴ ἐπανάσταση στὴν ὁποία λογικὸ εἶναι νὰ πρωτοστατήσουν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δόθηκε ἡ σπουδαία καὶ μοναδικὴ αὐτὴ δωρεά.

Ἀναπόφευκτο εἶναι ἐπίσης τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς ποὺ συντηρεῖ στὴν γλῶσσα του αὐτὰ τὰ πανάρχαια στοιχεῖα εἶναι ἐγκατεστημένος στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, νησιωτικὸ καὶ ἠπειρωτικό, πολὺ πρὸ τοῦ 2.000 π.Χ., καὶ πάει πολὺ ὁ ἀδηφάγος τουρκικὸς ἰμπεριαλισμὸς νὰ φαντασιώνεται διεκδικήσεις «γαλάζιων πατρίδων», καταπατῶντας βάναυσα κάθε ἔννοια δικαίου καὶ ἱστορικῆς μνήμης.

Ὡρισμένοι ἐνδεχομένως νὰ θεωρήσουν ὅτι τὰ λεγόμενα ἐδῶ περὶ ἀνάγκης νὰ δοθῇ ἕνα ἰδιαίτερο βάρος στὴν μελέτη τῆς νέας ἑλληνικῆς,καὶ ἑπομένως νὰ ἀντιμετωπισθῇ ὡς αὐτοδύναμο μέγεθος, τείνουν νὰ ἀποκόψουν τὴν γλῶσσα μας ἀπὸ τὶς ἀρχαιοελληνικές της ρίζες καὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν διαχρονικὴ γλωσσική μας κληρονομιά. Οὐδὲν ἀναληθέστερον τούτου.

Καὶ νὰ θέλαμε νὰ κάνουμε κάτι τέτοιο, ἡ μεγάλη συνάφεια τῶν δύο μορφῶν τῆς γλώσσας μας δὲν μᾶς τὸ ἐπιτρέπει. Πόσῳ μᾶλλον ποὺ ἡ ἀνίχνευση τῶν πρωτοελληνικῶν στοιχείων τῆς νέας ἑλληνικῆς εἶναι δυνατὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν βαθειὰ καὶ οὐσιαστικὴ γνωριμία μας μὲ ὅλα τὰ στρώματα τῆς μακραίωνης γλωσσικῆς μας διαχρονίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ μυκηναϊκὰ κείμενα, τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ τὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ καὶ καταλήγοντας στὴν ἑλληνιστική, τὴν βυζαντινὴ καὶ τὴν νεώτερη γλωσσική μας παράδοση, τῆς καθαρεύουσας συμπεριλαμβανομένης.

Πρέπει ἑπομένως νὰ πάψουμε νὰ κανοναρχοῦμε τὴν ἠλιθιότητα ὅτι ἐμᾶς δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀρχαία γλῶσσα ἀλλὰ μόνο τὰ νοήματα ποὺ ἐκφράζονται μέσῳ αὐτῆς, διότι ἔτσι ἀπεμπολοῦμε τὸ σημαντικώτερο συγκριτικό μας πλεονέκτημα ὡς λαοῦ καὶ ὡς πολιτισμοῦ, τὸ ὁποῖο συνίσταται στὴν ἀξιοποίηση τῆς ἀρχαίας γλωσσικῆς παράδοσης γιὰ τὴν μελέτη τῆς νέας ἑλληνικῆς καὶ στὴν ἀξιοποίηση τῆς νεοελληνικῆς γλωσσικῆς παράδοσης γιὰ τὴν κατανόηση εἰς βάθος τῆς ἀρχαίας.

Αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται εἶναι ἡ συνεχὴς ἀντιπαραβολικὴ μελέτη νέας καὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἂν θέλουμε νὰ προσεγγίσουμε ὄχι μόνο τὰ ἐπὶ μέρους νοήματα, ἀλλὰ τὸ ὑπέρτατο νόημα, ποὺ εἶναι ἡ ἰχνηλάτηση εἰς βάθος τοῦ θαύματος τῆς γλωσσικῆς ὀντογένεσης.

Ἡ ἐνασχόλησή μας, ἑπομένως, μὲ τὸν γλωσσικὸ θησαυρὸ ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ χιλιετίες μπορεῖ νὰ ἐξελιχθῇ -ἂν θέλουμε νὰ μιλήσουμε καὶ μὲ ὅρους «ἀποτελεσματικότητας», μονοπωλούσας, δυστυχῶς, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς κοντόφθαλμης πολιτικῆς- στὸν πλέον ἀνθηρὸ κλάδο τῆς ἐθνικῆς μας οἰκονομίας, ἐξασφαλίζοντας τὸ ψωμὶ ὄχι μόνο τῶν παιδιῶν μας ἀλλὰ καὶ τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν μας καὶ προσφέροντας παράλληλα μιὰν ἀνεκτίμητη ὑπηρεσία στὸν παγκόσμιο πολιτισμό.

Γιὰ νὰ γίνῃ,ὅμως, κάτι τέτοιο, χρειάζεται μιὰ ἐκ θεμελίων ἀνακαίνιση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, καὶ ἡ ἀφύπνισή μας ἀπὸ τὸν μακάριο λήθαργο τῶν «ὑλικοτεχνικῶν» μεριμνῶν μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ἡροδότου στοὺς Πελασγοὺς καὶ ἡ πελασγικὴ “Σκυλάκη”», Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, Σεμινάριο 44 (Ηρόδοτος, Ο πατέρας της Ιστορίας), σσ. 325-329, εκδ. Κοράλλι, Αθήνα 2019.

[2]Ἐκεῖ ἡ Σκύλλα κατοικεῖ, ποὺ φοβερά ἀλυχτάει. / Κι ἐνῷ μὲ κουταβιοῦ νεογνοῦ τὸ γάβγισμά της μοιάζει / εἶναι στοιχειὸ πελώριο...

[3]Πρβλ. καὶ σκεπάζω > σ΄- σ΄επάdζω, σκέπασμα > σ΄- σ΄έπαμα, σκέπη > σ΄- σ΄έπη, σκιάζω > σ΄- σ΄ιάdζω, σκίζω (σχίζω) >σ΄- σ΄ίdζω, σχῖνος > σ΄- σ΄ῖνο, σκοινί (σχοινί) > σ΄- σ΄οινί, ὑοσκύαμος > σ΄- σ΄υάμοΚάτ. Ἰτ. |ἀγγελοσκιάζομαι > ἀντζ΄ελοσ΄-σ΄ιάζομαι, σκεπαστή > σ΄ - σ΄επαστή, σκέπος > σ΄ - σ΄έπος, σκιάζω > σ΄ - σ΄ιάζω, σκιακός > σ΄ - σ΄ιακός, σκίζα (σχίζα) >σ΄ - σ΄ίζα, σκίστρα (σχίστρα) >σ΄ - σ΄ίστρα, σκοινιά (σχοινιά) >σ΄ - σ΄οινιά,  σκοινιάζω (σχοινιάζω) >σ΄ - σ΄οινιάζω, σκοινίν (σχοινίν) > σ΄ - σ΄οινίν, σκοινόλαδον (σχοινόλαδον) >σ΄ - σ΄οιννόλαδον, σκοῖνος (σχοῖνος) >σ΄ - σ΄οῖννος, σκυφτούρης > σ΄ - σ΄υφτούρης, σκύφτω >  σ΄ - σ΄ύφτωΚύπρ. κ.λπ.

[4]Βλ. Αγγελική Σύρκου, Το μεγαρικό γλωσσικό ιδίωμα, εκδ. νήσος, Αθήνα 2006.

[5]Ὁ Ξ. Φαρμακίδης (βλ. Γλωσσάριον Ξενοφῶντος Π. Φαρμακίδου, ἐκδιδόμενον ὑπὸ Θεοφανοῦς Δ. Κυπρῆ, Λευκωσία, 1983, σ.λ. σ΄σ΄υλλόγαμος)παρατηρεῖ: «ἡ λέξις δὲν σημαίνει γάμον τῶν σκύλλων, ἀλλὰ γάμον (ἢ μᾶλλον ἑορτὰς γάμου) ἕνεκα σκύλλου. Πιστεύουσιν ἐν Κύπρῳ ὅτι οἱ λυσσόδηκτοι θεραπεύονται διὰ τοῦ σ΄σ΄υλλόγαμου. Πρὸς τοῦτο μετὰ 40 ἡμέρας ἢ μᾶλλον τὴν νύκτα τῆς 39ης πρὸς τὴν 40ὴν ἀπὸ τῆς δήξεως ὁ λυσσόδηκτος ποιεῖ μέγαν δεῖπνον εἰς τοὺς οἰκείους καὶ φίλους μετὰ χορδῶν καὶ ὀργάνων καὶ δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς διασκεδάζουσιν ἐσθίοντες, ᾄδοντες καὶ χορεύοντες. Κατὰ δὲ τὰς ἑωθινὰς ὥρας ἐξέρχονται ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως ἢ τοῦ χωρίου, ἵνα ἀγρυπνήσωσι καὶ μὴ ἀφήσωσι τὸν λυσσόδηκτον νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν κλείσῃ μάτι οὔτε λεπτόν. Διὰ τοῦ τρόπου τούτου λέγεται ὅτι οἱ λυσσόδηκτοι δὲν προσβάλλονται ὑπὸ τῆς νόσου. Ἂν δὲ κοιμηθῶσιν ἔστω καὶ ἐπ᾿ ὀλίγον, φρονοῦσιν ὅτι δὲν θ᾿ ἀποφύγωσι τὴν ἐκδήλωσιν τὴς νόσου.»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου