
ΕΝ ΗΜΟΥΝ ΣΙΟΥΡΟΣ ἂν ἔθελα νὰ πάω. Μᾶλλον ἤμουν
σίουρος ὅτι ἒν ἔθελα νὰ πάω. Γιατὶ ἤμαστουν μαθημένοι ποὺ τὴν ἐποχὴν
ποὺ ἒν εἴχαμεν ἐπιλογὴν τζιαὶ ἦταν πιὸ εὔκολο, ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ λαλοῦμε
ὅτι «ἒν πᾶμεν!». Ἄμαν ἀποφασίζουν οἱ ἄλλοι, ἔν’ πάντα πιὸ εὔκολο, ἔνναιν
ἔτσι; «Εἴντα πράμαν; Νὰ δείξω διαβατήριο, γιὰ νὰ πάω ἔσσω* μου; Ποττέ!».
Ἔτσι ἐλαλούσαμεν. Ἔτσι ἐλάλουν τζὶ ἐγώ. Ἔ, ὕστερα ἐθώρουν ἕνας-ἕνας
ἐπηαίνναν, τζιαὶ ποτούτους* ποὺ ὁρκίζουνταν ὅτι ἒν θὰ πάσιν, δηλαδή.
Ἀλλὰ ἦταν ὁ καφενές, μετὰ οἱ γιατροί, μέ* ὥραν εἶχα μέ* ὥραν ἔκαμνα,
γιὰ νὰ τὸ σκεφτῶ. Μετά, ποὺ ἔκλεισα τὸν καφενέ, εἶχα τόσην πολλὴν ὥραν,
ποὺ ἒν ἐμποροῦσα νὰ σκεφτῶ τίποτε ἄλλο. Τζιαὶ ἐπήα.
Ἐχτές. Ἐπήα ἐχτές.
Μὲ ὅ,τι εἴσιεν μείνει. Μόνο τὸ λαοῦτον ἐπίασα τζιείνην τὴν μέρα
τζιαὶ μόνο τὸ λαοῦτον ἐπῆρα πίσω τούντην μέραν, τὴν μόνην ἡμέραν ποὺ
μᾶς ἔμεινεν, τὴν ἡμέραν ποὺ εἴσιεν γεννηθεῖ ὁ Χρίστος μας. Ἔτσι, ἦρτεν
μου τζιαὶ ἀποφάσισα νὰ πάω, νὰ δῶ... Ἄλλοι κάμνουν τάματα, προσευχές,
κάμνουν πρόγραμμα πότε νὰ πάσιν, ἐμένα ἦρτεν μου, ἔτσι, ἐξεκίνησα
τὸ πρωΐν, ἐπήα, ἐπέρασα ποτζεῖ, ὣς τὸ μεσημέρι, τὴν ὥρα ποὺ οὗλλοι ἐπρήζουνταν
ποὺ τὰ κρέατα τζιαὶ τὰ «Χρόνια πολλά», ἐγιῶ ἐπήα τζιαὶ εἶδα τὸ σπίτι
μας. Τζιαμαὶ* ἐγεννήθηκεν ὁ Χρίστος μας, ἒν ἐπρόλαβαμεν νὰ πᾶμεν στὸ
νοσοκομεῖον. Ἐστάθηκα πόξω. Ἒν ἐμπήκα. Εἶδα το. Ἔμεινα τζιαμαί, ἐθώρουν
το... Ἐσκέφτουμουν... Ἐσκέφτουμουν διάφορα, ἐδρῶσαν λλίον τὰ δάχτυλά
μου, ἐγλιάζαν, ἔσφιγγά τα, ἀλλὰ πάλε ἐγλιάζαν πάνω στὸ λαοῦτον, ἐφάνηκέν
μου πιὸ βαρὺ σάννα*... Ὕστερα ποὺ κανέναν τέταρτον ἔφυα τζιαὶ ἦρτα
πίσω· ἦρτα ἔσσω. Ἐκουβάλησα μιτά μου τζαὶ τὸ λαοῦτον τζιαὶ ἔβαλά το
πά’ στὸ σέντε*. Ἐνημπορῶ νὰ τὸ κουβαλῶ ἄλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου