Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Μιχάλης Δήμας : Διασταυρούμενα κορμιά



                                                 
  Είχε βρει στέγη σ’ ένα πρόχειρο κατάλυμα στο δασάκι δίπλα στο ρέμα, μια ανάσα από τη λεωφόρο κι από τις τριγύρω πολυκατοικίες. Για μιαν ανάσα έρχονταν και πολλοί σ’ αυτή τη μικρή όαση, για λίγες στιγμές χαλάρωσης. Κάποιοι του άφηναν απ έξω φθαρμένα ρούχα ή τρόφιμα, οι περισσότεροι αδιαφορούσαν. Έτσι κι αλλιώς απέφευγε τις πολλές κουβέντες, είχε κλειστεί στον εαυτό του και στην παράγκα του. Προσπαθούσε να καθαρίσει το δασάκι από πεταμένα πλαστικά, τσίγκινα κουτιά αναψυκτικών και διάφορα άλλα απορρίμματα, σαν να συγκέντρωνε πειστήρια ενός εγκλήματος. Μόνο με τα πιο βαριά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί πετούσαν και έπιπλα, συσκευές τηλεόρασης μέχρι καναπέδες.       Παρατηρούσε τα πεύκα, τις πικροφάφνες, τις χαρουπιές, τους ευκάλυπτους και τις αγριοσυκιές. Πιο πολύ τραβούσε το βλέμμα του ένα ζευγάρι λεπτόκορμων πεύκων, που είχαν γείρει το ένα στη μεριά του άλλου, δίνοντας την εντύπωση πως αγκαλιάζονταν κι όταν φυσούσε και τα φυλλώματά τους πήγαιναν πέρα-δώθε, φαίνονταν σαν να έκαναν έρωτα, φωνάζοντας μάλιστα στους μεγάλους βοριάδες, σαν να είχαν απανωτούς και έντονους οργασμούς. Κι άλλες φορές στο χι που σχημάτιζαν οι διασταυρούμενοι κορμοί τους έβλεπε διάφορα, ανάλογα με τη διάθεσή του, πότε το σημείο της ισοπαλίας, πότε το σήμα της διαγραφής, πότε ένα χορευτικό ζευγάρι, πότε δυο δρόμους που απλώνονται χιαστή. Άλλοτε έβλεπε το  σταυρό του Αγίου Ανδρέα, που ήξερε πως δεν είναι προστάτης μόνο της Πάτρας αλλά και της Σκοτίας. Κι ένιωθε πως βρίσκεται εκεί, στη μακρινή Σκοτία. Κι άλλες φορές έβλεπε τον σταυρό τον δικό του, που ξεκίνησε από μια δόση απλήρωτη κι ύστερα ακολούθησαν κι άλλες, κι άλλες.


   Και όταν το χι από χα γινόταν αχ , παρατηρούσε τα μυρμήγκια, πώς συνεργάζονται και πώς προχωρούν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο σαν ένα τεράστιο καραβάνι. Και πώς μεταφέρουν ακόμα και τους νεκρούς τους. Κανείς δεν περισσεύει στην κοινωνία των μυρμηγκιών. Έβλεπε τις κάμπιες να κινούνται σαν κάτι ενιαίο, ενωμένες σαν αλυσίδα, χωρίς αδύναμους κρίκους .

Χάζευε τα πουλιά να πετούν από δέντρο σε δέντρο, από κλαδί σε κλαδί, τα περιστέρια να ερωτοτροπούν, τα σπουργίτια –μάνες να ταΐζουν τα παιδιά τους στο στόμα, να κάνουν αμμόλουτρο ή να φεύγουν τσούρμο, αχώριστα σαν μια οικογένεια. Κάποιες φορές έβλεπε και κοκκινολαίμηδες και άλλα πουλιά πιο παράξενα και χρωματιστά, σαν τροπικά, δεν ήξερε τ’ όνομά τους και ένιωθε τυχερός στην ατυχία του, έπλαθε με τη φαντασία του πως βρίσκεται σ’ ένα δάσος μακρινό, κάπου στον Αμαζόνιο.  Ναι, τα είχε χωρίσει κιόλας ανάλογα με τις εποχές, το χειμώνα μεταφερόταν στη Σκοτία και το καλοκαίρι σε μια φαβέλα στη Βραζιλία. Κάπου τα ζήλευε κιόλας, ειδικά αυτά τα πουλιά τα σπάνια, τα εξωτικά, αυτά που έκαναν μόνο μια στάση στο μέρος, του φαίνονταν πως είχαν μια περηφάνια, μια αρχοντιά και μια παραπάνω ελευθερία.

Την ίδια αγάπη ένιωθε και για τις γάτες της περιοχής, αυτές που ήταν συνάμα γάτες της πόλης και αγριόγατες, του δάσους. Για την τροφή τους φρόντιζαν άλλοι, κυρίως κάποιες γυναίκες φιλόζωες της γειτονιάς. Όσο για την ανάπαυσή τους μια χαρά βολεύονταν στο στρώμα απ’ τα ξερά φύλλα και τις πευκοβελόνες και όταν ήθελαν πιο …επίσημες καταστάσεις ξάπλωναν σε παρατημένες πολυθρόνες. Εκείνος σκέφτηκε να τις βοηθήσει να βρίσκουν ζεστασιά τις κρύες και βροχερές μέρες του χειμώνα. Κι ας ξάπλωναν πολλές φορές στα πανωφόρια που του άφηναν κάποιοι έξω απ την παράγκα. Έκατσε κι έφτιαξε μερικά πρόχειρα γατόσπιτα, με καφάσια και μουσαμάδες.

Ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα πήρε μεγάλες πέτρες και κομμάτια από τούβλα ή κεραμίδια, κι έφτιαξε ένα μικρό πρόχειρο τζάκι μες στην καλύβα του. Μετά το σούρουπο το κρύο ήταν τσουχτερό. Έριξε στο τζάκι μερικά ξερόκλαδα και κουκουνάρια που τα είχε φυλάξει για τα μεγάλα κρύα κι άναψε μια μικρή φωτιά. Όταν δυνάμωσε, πήρε μια καρέκλα που είχε βρει παρατημένη κι έκατσε δίπλα στη φωτιά. Κάποια στιγμή είδε απέξω τη μαυρούλα, αυτή που δεν τη χάιδευε κανείς, την τάιζαν μόνο. Τη φώναξε κι εκείνη έτρεξε, ήταν γνώριμοι, μόνιμοι κάτοικοι και οι δύο στο δασάκι. Την πήρε στα χέρια και την απίθωσε στα πόδια του, σαν παππούς το εγγονάκι του. Δεν της είπε παραμύθια. Τη χάιδευε μόνο κι εκείνη χουρχούριζε μ’ ευχαρίστηση. 

Τότε τα δυο κορμιά των πεύκων που αχνοφαίνονταν στο βάθος, τού έμοιαζαν με δυο πλάσματα που παραστέκονται το ένα στο άλλο.. 

                                                    








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου