
Και όταν το χι από
χα γινόταν αχ , παρατηρούσε τα μυρμήγκια, πώς συνεργάζονται και πώς προχωρούν
το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο σαν ένα τεράστιο καραβάνι. Και πώς μεταφέρουν ακόμα και
τους νεκρούς τους. Κανείς δεν περισσεύει στην κοινωνία των μυρμηγκιών. Έβλεπε
τις κάμπιες να κινούνται σαν κάτι ενιαίο, ενωμένες σαν αλυσίδα, χωρίς αδύναμους
κρίκους .
Χάζευε τα πουλιά να πετούν από δέντρο σε δέντρο, από κλαδί
σε κλαδί, τα περιστέρια να ερωτοτροπούν, τα σπουργίτια –μάνες να ταΐζουν τα
παιδιά τους στο στόμα, να κάνουν αμμόλουτρο ή να φεύγουν τσούρμο, αχώριστα σαν
μια οικογένεια. Κάποιες φορές έβλεπε και κοκκινολαίμηδες και άλλα πουλιά πιο
παράξενα και χρωματιστά, σαν τροπικά, δεν ήξερε τ’ όνομά τους και ένιωθε
τυχερός στην ατυχία του, έπλαθε με τη φαντασία του πως βρίσκεται σ’ ένα δάσος
μακρινό, κάπου στον Αμαζόνιο. Ναι, τα
είχε χωρίσει κιόλας ανάλογα με τις εποχές, το χειμώνα μεταφερόταν στη Σκοτία
και το καλοκαίρι σε μια φαβέλα στη Βραζιλία. Κάπου τα ζήλευε κιόλας, ειδικά
αυτά τα πουλιά τα σπάνια, τα εξωτικά, αυτά που έκαναν μόνο μια στάση στο μέρος,
του φαίνονταν πως είχαν μια περηφάνια, μια αρχοντιά και μια παραπάνω ελευθερία.
Την ίδια αγάπη ένιωθε και για τις γάτες της περιοχής, αυτές
που ήταν συνάμα γάτες της πόλης και αγριόγατες, του δάσους. Για την τροφή τους
φρόντιζαν άλλοι, κυρίως κάποιες γυναίκες φιλόζωες της γειτονιάς. Όσο για την
ανάπαυσή τους μια χαρά βολεύονταν στο στρώμα απ’ τα ξερά φύλλα και τις
πευκοβελόνες και όταν ήθελαν πιο …επίσημες καταστάσεις ξάπλωναν σε παρατημένες
πολυθρόνες. Εκείνος σκέφτηκε να τις βοηθήσει να βρίσκουν ζεστασιά τις κρύες και
βροχερές μέρες του χειμώνα. Κι ας ξάπλωναν πολλές φορές στα πανωφόρια που του
άφηναν κάποιοι έξω απ την παράγκα. Έκατσε κι έφτιαξε μερικά πρόχειρα γατόσπιτα,
με καφάσια και μουσαμάδες.
Ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα πήρε μεγάλες πέτρες και
κομμάτια από τούβλα ή κεραμίδια, κι έφτιαξε ένα μικρό πρόχειρο τζάκι μες στην
καλύβα του. Μετά το σούρουπο το κρύο ήταν τσουχτερό. Έριξε στο τζάκι μερικά
ξερόκλαδα και κουκουνάρια που τα είχε φυλάξει για τα μεγάλα κρύα κι άναψε μια
μικρή φωτιά. Όταν δυνάμωσε, πήρε μια καρέκλα που είχε βρει παρατημένη κι έκατσε
δίπλα στη φωτιά. Κάποια στιγμή είδε απέξω τη μαυρούλα, αυτή που δεν τη χάιδευε
κανείς, την τάιζαν μόνο. Τη φώναξε κι εκείνη έτρεξε, ήταν γνώριμοι, μόνιμοι
κάτοικοι και οι δύο στο δασάκι. Την πήρε στα χέρια και την απίθωσε στα πόδια
του, σαν παππούς το εγγονάκι του. Δεν της είπε παραμύθια. Τη χάιδευε μόνο κι
εκείνη χουρχούριζε μ’ ευχαρίστηση.
Τότε τα δυο κορμιά των πεύκων που αχνοφαίνονταν στο βάθος,
τού έμοιαζαν με δυο πλάσματα που παραστέκονται το ένα στο άλλο..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου