Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Φώ­της Κόν­το­γλου : Ὁ Τα­λιά­νης καὶ τὸ μα­γα­ζί του



ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ κά­νει κα­νεὶς γνω­ρι­μιὰ μὲ ἀν­θρώπους εἰ­δῶν-εἰ­δῶν. Οἱ πολ­λοὶ ἀ­π' αὐ­τοὺς ξε­χνι­οῦν­ται, μὰ κά­τι λί­γοι μο­να­χὰ ἀ­πο­μέ­νου­νε μέ­σα στὴν καρ­διά σου. Κ’ ἐ­γώ, σὰν ἄν­θρω­πος ποὺ εἶ­μαι, ἔ­δε­σα γνω­ρι­μί­α μὲ κάμ­πο­σους, πολ­λὲς φο­ρὲς χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λω, ἀ­κό­μα καὶ μὲ ἀν­θρώ­πους κα­τα­φρο­νε­μέ­νους, ποὺ τοὺς ἔ­χου­νε οἱ ἄλ­λοι γιὰ τῆς γῆς τὰ κα­τα­κάθια. Καί, μ' ὅ­λα ταῦ­τα, σὲ κά­τι τέ­τοι­ους βρῆ­κα πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ μαρ­γα­ρι­τά­ρι, ποὺ δὲν τὸ βρί­σκεις σὲ ἀν­θρώ­πους ποὺ ἔ­χου­νε φη­μι­σμέ­νο ὄ­νο­μα κι ἄλ­λα πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ ψεύ­τι­κα στο­λί­δια ποὺ τὰ τι­μᾶς. Τοὺς ἀν­θρώ­πους τοὺς τρώ­γει σὰν σα­ρά­κι ἡ μα­νί­α νὰ φαί­νουν­ται σπου­δαῖ­οι καὶ νὰ τοὺς θαυ­μά­ζει ὁ κό­σμος. Σὰν τὰ λου­λού­δια εἶ­ναι κ’ οἱ ἄν­θρω­ποι, ἄλ­λοι ἀ­γα­πᾶ­νε τὰ φαν­τα­χτε­ρὰ τὰ λου­λού­δια, ποὺ τὰ που­λᾶ­νε γιὰ νὰ στο­λί­ζου­νε τὰ τρα­πέ­ζια τους ἢ τὶς κη­δεῖ­ες τους, κι ἄλ­λοι πά­λι, οἱ λι­γο­στοὶ κ’ οἱ φτω­χοὶ σὰν ἐ­μέ­να, ἀ­γα­πᾶ­νε τὰ τα­πει­νὰ τ’ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δα τοῦ βου­νοῦ.
Εν όψει, έργο του Παναγιώτη Τέτση (1925-2016)




 Μὰ αὐ­τὰ ἔ­χου­νε τὴ μο­σκο­βο­λιά, ἐ­νῶ τ' ἄλ­λα, τὰ ἐ­πί­ση­μα, εἶ­ναι σὰν νά '­ναι κα­νω­μέ­να ἀ­πὸ χαρ­τὶ κι ἀ­μύ­ρι­στα, μο­νά­χα ποὺ ἔ­χου­νε ἀρ­χον­τι­κιὰ ὄ­ψη καὶ ζω­η­ρὰ χρώ­μα­τα, καὶ κεῖ­να πολ­λὲς φο­ρὲς ψεύ­τι­κα, κα­νω­μέ­να μὲ μπο­γι­ὲς ποὺ τὶς βά­ζου­νε στὴ ρί­ζα τους.

       Θέ­λου­νε νὰ ἔ­χου­νε σπου­δαῖ­α καὶ φαν­τα­χτε­ρὰ πράγ­μα­τα στὰ σπί­τια τους, ἀ­κό­μα καὶ στὰ μνή­μα­τά τους. Γιὰ τοῦ­το, ὅ­ποι­ος δὲν ἔ­χει τέ­τοι­ες ἀ­νό­η­τες ἔ­γνοι­ες, στὰ μά­τια τους εἶ­ναι «πτω­χὸς τῷ πνεύ­μα­τι», ἀ­δι­α­φό­ρε­τος, ἐ­χθρός τῆς προ­ό­δου. Ἕ­νας κου­φι­ο­κε­φα­λά­κης «μον­δέρ­νος» μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε: «Μὰ δὲν κα­τα­λά­βα­τε ὅ­τι ὁ πο­λι­τι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζή­σει χω­ρὶς τέ­τοι­ες φι­λο­δο­ξί­ες καὶ ὅ­τι ἡ ζω­ὴ μας πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἕ­νας δια­ρκὴς ἀν­τα­γω­νι­σμός;» Ἤ­θε­λα νὰ τοῦ πῶ: «Ἴ­σια-ἴ­σια τὸ κα­τά­λα­βα καὶ γι’ αὐ­τὸ ἀ­πό­μει­να ἔ­τσι ποὺ εἶ­μαι.» Κ’ εἶ­πα μέ­σα μου: «Ἄφες τοὺς νε­κροὺς θά­πτειν τοὺς ἑ­αυ­τῶν νε­κρούς!» Θυ­μή­θη­κα κά­ποι­α λό­για ποὺ μοῦ εἶ­πε μιὰ φο­ρὰ ἕ­νας ἁ­πλὸς κι ἀ­γράμ­μα­τος ἄν­θρω­πος: «Ἡ γῆ γιὰ κα­θε­αυ­τοῦ δι­κά της παι­διὰ ἔ­χει τ’ ἄ­γρια τὰ χορ­τά­ρια. Τ’ ἄλ­λα, ποὺ τὰ ἡ­μέ­ρε­ψε ὁ ἄν­θρω­πος, τά ‘­χει γιὰ προ­γό­νια της. Γι' αὐ­τὸ θε­ρι­εύ­ου­νε τ’ ἀ­λη­θι­νά τὰ παι­διά της καὶ πνι­γοῦ­νε τὰ προ­γό­νια, κι ὁ ἄν­θρω­πος τὰ ξεβο­τα­νί­ζει. Μὲ τὸν και­ρὸ τὰ προ­γό­νια αὐ­τά, δη­λα­δὴ τὰ ἥ­με­ρα, γυ­ρί­ζου­νε στὸ φυ­σι­κό τους κι ἀ­γρι­εύ­ου­νε καὶ γί­νουν­ται πά­λι ἀ­λη­θι­νὰ παι­διὰ τῆς γῆς, για­τί ἡ μάν­να τους τὰ θέ­λει ἄ­γρια.» Κ’ ἕ­να ἄλ­λο ποὺ μοῦ εἶ­πε ὁ ἴ­διος: «Τὸν Ἀ­πρί­λη με­γα­λώ­νου­νε οἱ καρ­ποί, τὸ κρι­θά­ρι, τὸ σι­τά­ρι, καὶ πιὸ ὕ­στε­ρα τ' ἀ­πί­δια, τὰ σῦ­κα, τὰ στα­φύ­λια, καὶ λέ­νε στὴ μάν­να τους τὴ γῆς: "Μάν­να, πᾶ­με νὰ μᾶς φᾶ­νε τὰ θη­ρί­α!" — δη­λα­δὴ οἱ ἄν­θρω­ποι. Καὶ κεί­νη τοὺς ἀ­πο­κρί­νε­ται: "Ἔν­νοι­α σας, κ’ ἐ­γὼ θὰ τὰ φά­ω σὰν ἔρ­θει ἡ σει­ρά τους!"...» Λοι­πόν, τί ἀν­τα­γω­νι­σμὸς καὶ ξεαν­ταγω­νι­σμός; Ὁ ξιπ­πα­σμέ­νος ἄν­θρω­πος θαρ­ρεῖ πὼς κά­τι κά­νει τά­χα μὲ τὶς ἐ­πι­δεί­ξεις του καὶ μὲ τὸ νὰ κα­τα­φρο­νᾶ τὸν ἄλ­λον, ποὺ δὲν ἔ­χει τὶς κου­τὲς αὐ­τὲς λε­πτο­λο­γί­ες, ἀλ­λὰ ζεῖ ἁ­πλὰ κι ἀ­φτι­α­σί­δω­τα. Μὲ τέ­τοι­α ἀ­σκιὰ φου­σκω­μέ­να ἀ­πὸ πε­ρη­φά­νεια φορ­τώ­νου­νε τὸ κα­ρά­βι τῆς ζω­ῆς τους αὐ­τοὶ οἱ τε­τρα­πέ­ρα­τοι ἀ­νό­η­τοι, ποὺ δὲν ἔ­χου­νε και­ρὸ νὰ δοῦ­νε τὴν οὐ­σί­α τῆς ζω­ῆς, ὣς ποὺ νὰ πᾶ­νε νὰ τ’ ἀ­ρά­ξου­νε ἀ­δεια­νὸ στὸ μαρ­μα­ρέ­νιο μου­ρά­γιο τοῦ τά­φου. Γι’ αὐ­τό, οἱ τέ­τοι­οι, κα­τα­γι­νό­με­νοι μ' αὐ­τὰ τὰ τριμ­μέ­να καὶ τὰ συ­νη­θι­σμέ­να, δὲν ἔ­χου­νε πο­τὲς ἀ­πά­νω τους κα­μιὰν ἔ­μορ­φη καὶ πα­ρά­ξε­νη μα­νία, ποὺ νὰ τοὺς ξε­χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους καὶ ποὺ νὰ δί­νει χα­ρα­χτῆ­ρα στὴ ζω­ή τους, πα­ρὰ εἶ­ναι κρύ­οι, ἄ­νο­στοι, προ­σποι­η­μέ­νοι, χω­ρὶς κα­μιὰ μυ­ρου­διά, σὰν τὰ ψεύ­τι­κα λου­λού­δια ποὺ εἴ­πα­με.

       Κά­ποι­οι ἀ­π' αὐ­τούς, ἐ­νῶ λεί­πει ἀ­πὸ πά­νω τους κά­θε οὐ­σί­α τῆς ζω­ῆς, κα­τα­πι­ά­νουν­ται νὰ κα­τα­σκευ­ά­σου­νε κά­ποι­ο ψεύ­τι­κο εἴ­δω­λό της, γιὰ νὰ ξε­χω­ρί­σου­νε μ' αὐ­τὸ ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους καὶ νὰ φα­νοῦ­νε πὼς δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τοὺς συ­νη­θι­σμέ­νους. Ἔ­τσι τὸ ρί­χνου­νε στὴν τέ­χνη καὶ κά­νου­νε κά­τι κού­φια χαρ­το­φά­ναρα, ποὺ τὰ λέ­νε μὲ λο­γῆς-λο­γῆς ὀ­νό­μα­τα, σου­ρε­α­λι­σμό, ὑ­παρ­ξι­σμό, ἀ­μο­ρα­λι­σμό, κ' ἕ­να σω­ρὸ ἄλ­λα. Μὲ τέ­τοι­ες τε­χνι­κὲς σκη­νο­θε­σί­ες θαρ­ροῦν πὼς μπο­ροῦ­νε νὰ γί­νου­νε πρω­τό­τυ­ποι, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι κα­νω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νο ζυ­μά­ρι. Σύμ­φω­να μὲ κά­ποι­ες συν­τα­γὲς κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται κ' ἡ πρω­το­τυ­πί­α στὰ χρό­νια μας. Τὸ «Ὁ ποι­η­τὴς γεν­νι­έ­ται, δὲν γί­νε­ται» εἶ­ναι πιὰ μό­νο γιὰ μᾶς τοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γί­τες. Κι ὅ­πως ὅ­λα τα τε­χνη­τὰ πρά­μα­τα ἔ­χου­νε τὴν πε­θα­μέ­νη μυ­ρου­διὰ ποὺ μυ­ρί­ζει τὸ ἐρ­γα­στή­ριο, ἔ­τσι κ' ἡ ζω­ὴ τους εἶ­ναι κρύ­α, ἀ­νά­λα­τη, χη­μι­κή, μ' ἕ­ναν λό­γο «αἰ­σθη­τι­κή». Μὰ μπο­ρεῖ νὰ βρε­θεῖ πορ­το­κα­λιὰ στὴ Σπι­τσβέρ­γη ἢ μο­σκο­βο­λη­μέ­νος βα­σι­λι­κὸς στὴν Τέρ­ρα Νό­βα; Βα­σι­λι­κὸς καὶ γα­ρύ­φαλ­λα καὶ μαντζου­ρά­να καὶ κά­θε λο­γῆς μυ­ρου­δι­κὸ λου­λού­δι βγαί­νει ἐ­κεῖ ποὺ πιά­νει ὁ σπό­ρος τους ἀ­πὸ φυ­σι­κό του, καὶ τό­τες ἔ­χου­νε χά­ρη κι ἀ­λή­θεια. Μὲ τὴ σκη­νο­θε­σί­α δὲν μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ζω­ή, οὔ­τε μὲ τὴν ψευ­τιὰ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ἀ­λή­θεια. Μιὰ ἀ­λή­θεια ὑ­πάρ­χει, ἡ ἀ­λη­θι­νή.

       Μὰ αὐ­τὰ τὰ φι­λο­σο­φι­κὰ ποὺ εἶ­πα, ἴ­σως νά ‘­τα­νε κα­λύ­τε­ρα νὰ λεί­πα­νε. Πιὸ φα­νε­ρὸ γί­νε­ται τὸ πρᾶγ­μα ποὺ θέ­λω νὰ πῶ, ἀ­πὸ μιὰ ἱ­στο­ρί­α. Τὴν ἔ­χω γρά­ψει, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λες, σ' ἕ­να τε­φτέ­ρι ποὺ μά­ζε­ψα κάμ­πο­σους ἀν­θρώ­πους ὁ­ποὺ εἴ­χα­νε κά­ποι­α ἔ­μορ­φη ἰ­δι­ο­τρο­πί­α στὴ ζω­ή τους, καὶ ποὺ ζή­σα­νε χω­ρὶς νά ‘­χου­νε κα­μιὰ αἰ­σθη­τι­κὴ συν­τα­γὴ στὸ κε­φά­λι τους, δη­λα­δὴ δί­χως νὰ σκη­νο­θε­τη­θοῦ­νε τὴ ζω­ή τους. Ὅ,τι κά­να­νε, τὸ κά­να­νε ἀ­προ­σποί­η­τα, φυ­σι­κά, καὶ γι' αὐ­τὸ ἤ­τα­νε ἀ­λη­θι­νὸ καὶ ζων­τα­νό.

       Στὴν οἰ­κου­μέ­νη δὲν πι­στεύ­ω νὰ ὑ­πάρ­χει ἄλ­λο μα­γα­ζὶ σὰν τὸ μα­γα­ζὶ ποὺ εἶ­χε ὁ κυρ-Γι­ώρ­γης ὁ Τα­λιά­νης στὴν πα­τρί­δα μου. Πρω­το­φα­νές!

       Αὐ­τὸ τὸ μα­γα­ζὶ ἤ­τα­νε μέ­σα στὸ με­γά­λο ταρ­σί, κα­λό, ἁ­πλό­χω­ρο. Κι ὁ κυρ-Γι­ώρ­γης ἤ­τα­νε ἄν­θρω­πος νοι­κο­κύ­ρης, μὲ πε­ρι­ου­σί­α, τῆς κα­λῆς κοι­νω­νί­ας. Ἀλ­λὰ τί που­λοῦ­σε αὐ­τὸ τὸ μα­γα­ζί; Τί­πο­τα! Τὸ εἶ­χε γιὰ νὰ περ­νᾶ τὴν ὥ­ρα του, γιὰ νὰ πη­γαί­νει νά τ’ ἀ­νοί­γει καὶ νὰ τὸ κλεί­νει, ὅ­πως οἱ ἄλ­λοι μα­γα­ζι­ά­το­ρες, νά ‘χει δου­λειά, νὰ μὴ στε­να­χω­ρι­έ­ται· εἶ­χε νὰ φά­γει καὶ νὰ πι­εῖ καὶ τοῦ πε­ρισ­σεύ­α­νε. Ἀν­τὶ λοι­πὸν νὰ που­λᾶ, ἀ­γό­ρα­ζε. Τί ἀ­γό­ρα­ζε; Πα­λι­ο­σί­δε­ρα.

       Στὶς ἀ­νοι­χτὲς κα­πάν­τζες ἤ­τα­νε κρε­μα­σμέ­να κλει­διά, πα­λιοκλει­δα­ρι­ές, πα­λι­ό­καρ­φα, τσά­γρε­ς(1), μεν­τε­σέ­δες ἀ­πὸ πόρ­τες κι ἀ­πὸ πα­ρα­θύ­ρια, πα­ράν­τια(2), μα­σι­έ­ς(3), χαλ­κά­δες, γάν­τζοι, ψι­λὲς ἁ­λυ­σί­δες, μπουρ­γοῦ­δε­ς (4), κα­τσα­βί­δια σκου­ρι­α­σμέ­να, ὅ,τι σί­δε­ρο βά­λει ὁ νοῦς σου. Στὶς μό­στρες, μπρο­στὰ στὶς κα­πάν­τζες, εἶ­χε βαλ­μέ­να κά­τι ξύ­λι­να κου­τιὰ καὶ κρί­νε­ς(5), κ' εἶ­χε βαλ­μέ­νο μέ­σα τὸ δι­α­λε­χτό τὸ πρά­μα: πρό­κες, καρ­φιὰ ψι­λά, τσαγ­κα­ράδι­κα, βί­δες, τσο­κα­ρό­καρ­φα (κο­σκι­νό­προ­κες), ἀγ­κί­στρια, ὅλα σκου­ρι­α­σμέ­να. Ἀλ­λοῦ εἶ­χε βαλ­μέ­να τὰ πιὸ χον­τρύ­τε­ρα: γύ­φτι­κα καρ­φιά, πα­ρα­λί­κια, κλα­δευ­τή­ρια, τσα­κά­δες, σου­γιά­δες κολο­κο­τρώ­νη­δες. Πολ­λὰ ἀ­π’ αὐ­τὰ ἤ­τα­νε ὁ­λό­τε­λα λι­ω­μέ­να ἀ­πὸ τὴ σκου­ριά. Μέ­σα, τὸ μα­γα­ζὶ ἦ­ταν γε­μά­το ἀ­πὸ χον­τρὰ σι­δε­ρι­κά, στοι­βι­α­σμέ­να ἀ­πὸ χρό­νια στὰ ἄ­δυ­τα, κ' εἶ­χε ἀ­φή­σει στὴ μέση λί­γον τό­πο γιὰ νὰ περ­νᾶ. Τα­νά­λι­ες, τσιμ­πί­δια, κά­νου­λες, τσουγ­χρά­νες, δρε­πά­νια, πρι­ό­νια, βα­ρί­δια τοῦ καν­τα­ριοῦ, σί­δε­ρα ἀ­πὸ πα­λάν­τζες κι ἀ­πὸ ζυ­γα­ρι­ές, σί­δε­ρα γιὰ σι­δέ­ρω­μα, μαγκα­λο­πό­δα­ρα, ὅ­λα παμ­πά­λαι­α, κα­τα­φα­γω­μέ­να ἀ­πὸ τὴ σκου­ριά. Στὶς γω­νί­ες κει­τόν­τα­νε τὰ πιὸ βα­ριά, ἄγ­κου­ρες ὁ­λά­κε­ρες ἢ κομ­μα­τια­σμέ­νες, ἁ­λυ­σί­δες κα­ρα­βί­σι­ες, σί­δε­ρα τῆς σα­βού­ρας (μαν­τέ­μια), ὄ­κια, μπρα­τσό­λια, πε­ρό­νια τῆς κα­ρί­νας, κολ­ντε­μί­ρια(6), βε­λό­νια τοῦ τι­μο­νιοῦ, χάρ­πες, μα­κα­ρά­δες, κα­μά­κια, σί­δε­ρα ποὺ σι­δε­ρώ­να­νε τὰ φέ­σια, κει­τά­με­να ἐ­κεῖ πέ­ρα ἀ­πὸ τριά­ντα-σα­ράν­τα χρό­νια. Στοὺς τοί­χους ἤ­τα­νε κρε­μα­σμέ­νες ἁ­λυ­σί­δες βα­ρι­ές, πυ­ρο­στι­ὲς μὲ λι­ω­μέ­να πο­δά­ρια, κλει­δά­ρες γύ­φτι­κες, κομ­μά­τια ἀ­πὸ κάγ­κε­λα, κι ἄλ­λα τέ­τοι­α σα­ρά­βα­λα.

       Πλά­γι στὴν πόρ­τα ἤ­τα­νε ἕ­νας μπάγ­κος κ' εἶ­χε ἀ­πά­νω μιὰ ζυ­γα­ριά, τὸ μο­νά­χο πρᾶγ­μα ποὺ δὲν ἤ­τα­νε σκου­ρι­α­σμέ­νο, μά­λι­στα ἤ­τα­νε γυ­α­λι­σμέ­νη καὶ πε­ρι­ποι­η­μέ­νη. Ὅ,τι σι­δε­ρέ­νιο πρᾶγ­μα βρί­σκα­νε τὰ φτω­χό­παι­δα, τὸ πη­γαί­να­νε στὸν κὺρ-Γι­ώρ­γη. Ἂν ἤ­τα­νε μι­κρά, πρό­κες, ψι­λὲς ἁ­λυ­σί­δες καὶ τέ­τοι­α, ὁ κυρ-Γι­ώρ­γης τά ’βα­ζε στό ‘­να τά­σι τῆς ζυ­γα­ριᾶς, κι ἀ­πὸ τ' ἄλ­λο, ἀν­τὶ γιὰ ζύ­για, ἔ­ρι­χνε στραγ­γά­λια, ὣς ποὺ νά 'ρ­θει ἡ ζυ­γα­ριὰ στὸ ἴ­σιο, καὶ τὰ ’δι­νε γιὰ πλη­ρω­μὴ στὸ παι­δὶ ποὺ τὰ πῆ­γε. Αὐ­τὸ ἤ­τα­νε τὸ λε­πτὸ ἐμ­πό­ριο. Τὰ χον­τρὰ καὶ τὰ βα­ριά τὰ σί­δε­ρα τὰ συμ­φω­νοῦ­σε μὲ τὸ κομ­μά­τι.

       Τὸ κα­τά­στη­μα εἶ­χε καὶ χον­τζε­ρέ(7), μὰ ὁ κυρ-Γι­ώρ­γης τρα­βοῦ­σε τὸ συρ­τά­ρι μο­νά­χα γιὰ νὰ πλη­ρώ­σει τὸν κα­φὲ ποὺ τοῦ ἔ­φερ­νε ὁ κα­φε­τζὴς ἢ γιὰ νὰ δώ­σει ἐ­λε­η­μο­σύ­νη σὲ κα­νέ­ναν φτω­χόν.

       Καὶ νὰ μὴ φαν­τα­στεῖς πὼς ὁ κυρ-Γι­ώρ­γης ἤ­τα­νε κα­νέ­νας σα­λε­μέ­νος(8). Ἤ­τα­νε ἄν­θρω­πος σο­βα­ρός, οἰ­κο­γε­νειά­ρχης, ὡς ἑ­ξήν­τα χρο­νῶν, βρα­κὰς μὲ και­νούρ­για ροῦ­χα κι ἀ­κρι­βὰ σαλ­βά­ρια, κα­τα­κά­θα­ρος, μὲ με­τζὶτ φέ­σι, σ’ ὅ­λα νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νος στὸ πα­ρου­σι­α­στι­κό του. Ἄ­νοι­γε κ' ἔ­κλει­νε τὸ μα­γα­ζί του τα­χτι­κά, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἔμ­πο­ροι, μα­νι­φα­του­ρι­έ­ρη­δες, μι­σιρ­τζῆ­δες, σπε­τσέ­ρη­δες, κα­φε­τζῆ­δες, τα­βερ­νά­ρη­δες· καί, τὶς ὧ­ρες ποὺ δὲν εἶ­χε δου­λειὰ ἡ πιά­τσα, ἔ­παι­ζε τά­βλι ἢ πρέ­φα καὶ φου­μά­ρι­ζε ναρ­γκι­λὲ μὲ τοὺς ἄλ­λους ἔμ­πο­ρους, εἶ­χε μά­λι­στα μα­νί­α νὰ συ­ζη­τᾶ πο­λι­τι­κὰ καὶ κου­βέν­τια­ζε στο­χα­στι­κὰ κα­θὼς καὶ στ' ἄλ­λα τὰ ζη­τή­μα­τα.

       Τὸ Σαβ­βα­τό­βρα­δο, σὰν χτυ­ποῦ­σε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός, σφα­λοῦ­σε τὸ μα­γα­ζὶ καὶ πή­γαι­νε στὴν ἐκ­κλη­σί­α, στὴ μη­τρό­πο­λη, ποὺ ἤ­τα­νε κον­τὰ στὴν ἀ­γο­ρά. Ὅ­πο­τε ἔ­βρε­χε, κα­θό­τα­νε στὸ τε­ζιά­κι καὶ κου­βέν­τια­ζε μὲ κα­νέ­ναν φί­λο του. Ἔ­παιρ­νε καὶ φη­με­ρί­δα ἀ­πὸ τὴ Σμύρ­νη, τὴν «Ἀ­μάλ­θεια», κ' ἔ­κα­νε μιὰ βδο­μά­δα ὣς νὰ τὴ δι­α­βά­σει. Τὴν προ­σφά­γι­ζε λί­γη-λί­γη, ὣς ποὺ νά 'ρ­θει ἡ ἄλ­λη, στ' ἄλ­λο τὸ τα­ξί­δι.

       Ἀρ­ρώ­στη­σε λί­γες μέ­ρες πρὶν πε­θά­νει, καὶ τό­τες ἔ­κλει­σε πιὰ γιὰ πάν­τα ἐ­κεῖ­νο τὸ μα­γα­ζί, καὶ δὲν ἄ­νοι­ξε ὣς ποὺ φύ­γα­νε οἱ Ἀ­ϊ­βα­λι­ῶ­τες καὶ ρή­μα­ξε ἡ πο­λι­τεί­α.

1.   Μπεν­τού­γι­ες.

2.   Μαν­τά­λια.

3.   Τσιμ­πί­δες.

4.   Τρυ­πά­νια.

5.   Στρογ­γυ­λὰ κου­τιά.

6.   Μα­κρι­ὲς ἀμ­πά­ρες.

7.   Τα­μεῖ­ο, συρ­τά­ρι γιὰ τὰ λε­φτά.

8.   Μὲ σα­λε­μέ­νο μυα­λό.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: VIA  ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ :  Τὸ Ἀ­ϊ­βα­λί, ἡ πα­τρί­δα μου (ἐκδ. Ἄγκυρα, 2014).

Φώ­της Κόν­το­γλου (λο­γο­τε­χνι­κὸ ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Φώ­τιου Ἀ­πο­στολ­λέ­λη, Ἀ­ϊ­βα­λί, 1895-Ἀ­θή­να, 1965). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα στὴν ἔκ­φρα­ση μέ­σῳ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρά­δο­ση, τό­σο στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ὅ­σο καὶ στὸ ζω­γρα­φι­κό του ἔρ­γο. Εἶ­χε ση­μαν­τι­κό­τα­τη συμ­βο­λὴ στὸν χῶ­ρο τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς εἰ­κο­νο­γρα­φί­ας. Θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κυ­ρι­ό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς «Γε­νιᾶς τοῦ Τριά­ντα». Μα­θη­τές του ὑ­πῆρ­ξαν ὁ Γιά­ννης Τσα­ρού­χης, ὁ Νί­κος Ἐγ­γο­νό­που­λος, ὁ Κώ­στας Ξυ­νό­που­λος καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι. Πα­ράλ­λη­λα, ὁ Κόν­το­γλου ὑ­πῆρ­ξε προι­κι­σμέ­νος συγ­γρα­φέ­ας, ὑ­πέρ­μα­χος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καὶ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης, λά­τρης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φύ­σης καὶ μέ­γας θα­λασ­σο­γρά­φος. Αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα πραγ­μα­τεύ­ε­ται στὰ βι­βλί­α του καὶ σὲ πά­νω ἀ­πὸ τρεῖς χι­λιά­δες ἄρ­θρα του, δη­μο­σι­ευ­μέ­να σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Pedro Cazas (Ἀ­ϊ­βα­λί, τυπ. Αἰ­ο­λι­κὸς Ἀ­στήρ, 1918).  Κυ­κλο­φο­ροῦν ἕν­τε­κα τό­μοι ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο του ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις «Ἀ­στήρ» (1962 κ.ἑ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου