Του Γιάννη
Σχίζα
Αναζητώ στο λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη το λήμμα
«ωραιοπάθεια» και διαβάζω τη σημασία του : Είναι «η λατρεία, το πάθος για το
ωραίο στη ζωή και στην τέχνη». Με δεδομένη αυτή τη σημασία, νομίζω
ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει ένα
διάχυτο πάθος για το άσχημο - μια «ασχημοπάθεια» θα μπορούσαμε να πούμε, λαμβάνοντας
υπόψη τον όρο που υποδηλώνει το αντίθετο.
Ο Καστοριάδης επέλεξε να
μιλήσει πιο περιφραστικά, αν και περιορίστηκε στο να χαρακτηρίσει τον
γραφειοκράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης : Γι αυτόν είπε στο βιβλίο του «Μπροστά στον πόλεμο» , ότι χαρακτηρίζονταν
από το «θετικό μίσος του ωραίου». Ο
Ρούντι Τζουλιάνι, δήμαρχος της Νέας Υόρκης μέχρι το 2001, στο ερώτημα «γιατί επιλέξατε να ξεκινήσετε από τους
δρόμους της πόλης σας» είχε
απαντήσει : «Η καθαριότητα ενός τόπου καθρεφτίζει τον
σεβασμό που έχουν οι ίδιοι οι κάτοικοι προς τον τόπο τους. Παλαιότερα όταν
πολλά από τα υπόγεια τρένα και τα απορριμματοφόρα μας ήταν καλυμμένα με γκράφιτι,
περνούσαμε ένα δυνατό μήνυμα σε όσους τα έβλεπαν ότι ήμασταν μια πόλη που δεν
έδινε μεγάλη αξία στη δημόσια ιδιοκτησία». Ανεξάρτητα από την μετέπειτα πορεία
του Τζουλιάνι, από το αν έγινε συνεργάτης του Τραμπ ή χρεοκόπησε, το σίγουρό
είναι ότι αποτέλεσε τον πολιτικό που έστω και σε τοπική κλίμακα αναχαίτισε την
εγκληματικότητα, βάζοντας στο στόχαστρό του το «μικρό έγκλημα»- δηλαδή αυτό που
προετοιμάζει το μεγάλο.
Στην Ελληνική πραγματικότητα, απολογητική της ασχήμιας υπήρξε το «αbsolute realism» -ο «Απόλυτος ρεαλισμός », Ελληνική συμμετοχή στη Μπιενάλε της Βενετίας του 2002, όπου υπό την ανοχή του Ε.Βενιζέλου (Υπουργός Πολιτισμού) οι συμμετέχοντες συγκλίνανε σε μια άποψη που καθαγίαζε την πολεοδομική αθλιότητα, αφήνοντας ως ίχνος του εγκλήματος φωτογραφικό υλικό. Το 2007 πάλι έρχεται η έκθεση που συνδεόταν με την μπιενάλε της Αθήνας – η περίφημη destroy Athens , «καταστρέψτε την Αθήνα» - που υπό το πρόσχημα της καλλιτεχνικής ουδετερότητας εγκωμίαζε το κιτς και τους κιτσοειδείς εκπροσώπους του.