
Ἕκτωρ Μπαρρέτο (Héctor Barreto)
Ἡ ἀρρωστημένη πολιτεία
(La ciudad enferma)
Ο
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟ εἶχε πάρει νὰ ξεδιαλύνει. Θέλησε νὰ
ἐπιστρέψει. Σήκωσε τὸ χέρι, μὲ τὸ δείκτη πρὸς τὴν ὁμίχλη. Ἦταν ἡ
συνήθης χειρονομία του. Καὶ ὕστερα, τὸ πέπλο διαλύθηκε.
Ὁ δίσκος, ἐκεῖ. Καταραμένε δίσκε! Ἤδη ἀπὸ τὰ χθὲς
συνειδητοποιοῦσε πόσο θὰ τὸν κούραζε. Μὰ τί ὠφελεῖ; Αὐτὴ ἦταν ἡ
ἐνδεδειγμένη μέρα κι ἔκανε τὸ ἴδιο. Ὄχι, δὲν θὰ ἄλλαζε, κάτι
τέτοιο θὰ ἦταν ἀνούσιο. Ἐξάλλου, πάντα ὑπῆρχε καὶ τὸ παράθυρο.
Ἀναθυμήθηκε τὸ ὄνειρο, τὸ τελευταῖο του ὄνειρο, καὶ ξάφνου
κατάλαβε τὸ νόημά του. Ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἤξερε. Ὄχι, δὲν ἔκανε
τὸ ἴδιο, ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος. Ἀκόμη δὲν ξέφευγε
γιὰ τὰ καλὰ ἀπὸ τ’ ὄνειρο, πιασμένος σὲ αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ὕστατους
ἀραχνοϊστούς.
Καὶ πάλι ὁ δίσκος. Ποιά θά ’τὰν τώρα ἡ ὄψη τῆς πόλης;
Ἁπλωνόταν ἀνυψωμένη σὰν ὁποιαδήποτε ἄλλη. Ἦταν δυνατὸν ἄραγε
ἡ ψυχὴ τῶν κατοίκων της νὰ τὴ μεταφέρει τόσο μακριὰ ἀπ΄ τὸ
κάθισμά του, σὲ αὐτὴν τὴν τρομερὴ συμβίωσή του μαζί της; Ὁ
πόνος, αἰσθητός. Καὶ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πὼς ἐκείνη ἦταν ἡ
ἐνδεδειγμένη μέρα. Στὴν τελική, θὰ προσέφερε —τὸ λιγότερο—
ἕνα ἀξιομνημόνευτο θέαμα.
Θέλησε νὰ προκαλέσει αἴσθηση. Λίγο ἀκόμη, καὶ θὰ ἔκοβε τὴ ζελατίνη. Μὰ ὄχι ἀκόμη, εὐτυχῶς.
Ἂν πίεζε τὸ κουμπί, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου θὰ εἰσέβαλλε στὸ
ὑπνοδωμάτιο, θὰ σκαρφάλωνε στὸ στρῶμα καὶ θὰ κολλοῦσε πάνω
του, ὀξύνοντας τὶς αἰσθήσεις του. Καὶ τὸ ὄνειρο ἀκόμη δὲν εἶχε
ξεδιαλύνει ἐντελῶς. Ἄ, θὰ προκαλοῦσε τότε στὴν ψυχή του
πικρότατο χάος. Καὶ τί θὰ ἐπακολουθοῦσε; Τρόμος; Θὰ ἐπερχόταν
τὸ τέλος; Θὰ ζοῦσε τὴν τελευταία του μέρα, τὴν ὕστατη μέρα;
Βέβαια, μιλῶντας γιὰ ἐκεῖνον, κάθε μέρα ἡ ὕστατη ἦταν.
Ἕνας χλωμὸς βραχίονας αἰωρήθηκε στὸ ἡμίφως τοῦ
δωματίου. Πίεσε τὸ κουμπί. Ἡ αἴσθηση κατέφθασε, αἴσθηση
σκληρή, ἀρκτική. Τώρα ὁ δίσκος ἦταν δίσκος φωτός. Ἐκεῖνος ἦταν
ὑπαίτιος τῆς κατάστασης ποὺ τὸν περιέβαλλε, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ
χρώματος. Ἡ ἰδέα ἐξῆλθε τοῦ κύκλου»· ἴσως ἐκεῖ νὰ καραδοκοῦσε τὸ
ἴδιο συναίσθημα.
Θέλησε νὰ σηκωθεῖ, ἦταν ἀνάγκη νὰ δεῖ τὴν πόλη, τὸν κόσμο
της, καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἤθελε νὰ πάει στὸ σπίτι ἐκεῖνο. Ἦταν
ὑπερβολικὰ νωρὶς ἀκόμη, μὰ θὰ προχωροῦσε ἀργά, πολὺ ἀργά. Τὸ
σπίτι, ἡ ὁμήγυρη, ἐκείνη ἡ ὁμήγυρη ποὺ συνιστοῦσε τὸ ἴδιο τὸ
κέντρο τῆς πόλης... Ἦταν μόνο ἕντεκα στὸν ἄριθμο κι ἐκεῖνος, ἕνας
ἀπ’ αὐτούς. Ἡ ὁμήγυρη, ψυχὴ τῆς πόλης. Τί περίεργα πράγματα
ποὺ ἐπιτρέπονταν στὴν ἐποχή του. Κατάλαβε πώς, ἔτσι
σκεπτόμενος, ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐποχή του. Ἡ ψυχὴ τῆς πόλης... Ἄχ! Ἡ
πόλη αὐτὴ εἶχε ψυχὴ καὶ τί ψυχή! Ὅλοι τὴν ἔνιωθαν νὰ ἀναπνέει,
νὰ ἀναστενάζει, νὰ πάλλεται. Τώρα τελευταῖα, μάλιστα,
λαχάνιαζε. Ἀπεχθὲς ὑποκείμενο! Ὑποσυνείδητα, καθένας του
μετάγγιζε τὴν ψυχή του. Κανείς τους δὲ σκεφτόταν ὅπως ὁ ἄλλος,
καὶ ὅμως οἱ ψυχές τους ἑνώνονταν σὲ μία μόνο ψυχή. Ἦταν,
πράγματι, πόνος μεγάλος καὶ κίνδυνος. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ
ὑπάρξει μόνος ἢ ἀπὸ μόνος του. Ἀκόμη παραπάνω: ὅλες οἱ ἁμαρτίες
τους ἑνώνονταν, ὀρθώνοντας ἕνα τεῖχος. Ὅλοι μαζὶ σχημάτιζαν
τὴν ψυχὴ τῆς πόλης. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλους, ἡ ὁμήγυρη, ἡ
συγκεκριμένη ὁμήγυρη...
Ἡ ἀρκτικὴ αἴσθηση τώρα σχεδὸν τὸν ἐγκατέλειπε.
Νὰ σηκωθεῖ. Ἐκ νέου ὁ χλωμὸς βραχίονας. Τὸ κουμπί...
Πέντε ἴσκιοι εἰσέβαλαν στὸ δωμάτιο. Ἐξῆλθαν μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ
ὥρα. Τώρα στεκόταν ὄρθιος, μὲ ἕναν καθρέφτη ἀνὰ χεῖρας, ἐπί
τέλους ντυμένος. Παρατήρησε τὸ λευκὸ πρόσωπό του. Ἦταν ἕνα
λευκὸ καθάριο, σὰν ἀπὸ βαμβάκι ἢ γάλα. Κοιτάζοντας τὸ εἴδωλό
του ἔνιωσε λύπηση, τὸ ἀγάπησε. Καὶ ὅλα τοῦτα, ἐνῷ βρισκόταν σὲ
ἄψογη κατάσταση. Παράτησε τὸν καθρέφτη καὶ ἀπὸ μιὰ γωνιὰ
ξεχώνιασε ἕνα πολὺ μικρὸ κουτάκι. Ἔβγαλε καὶ κατάπωσε κάτι
ἀπὸ μέσα κι ἔγινε μεμιᾶς ἀκόμη πιὸ λευκός. Χαμογέλασε κι ἔψαξε
μία ἀπὸ τὶς μάσκες του. Διάλεξε τὴν καλύτερη, ἐκείνην ποὺ τοῦ
ἄρεσε περισσότερο. Ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι τὸ συγκεκριμένο στὺλ
μάσκας δὲν ἀκολουθοῦσε τὴν τελευταία λέξη τῆς μόδας. Ἦταν δική
του ἐφεύρεση καὶ κανεὶς δὲ θά ’χε τὸ χρόνο νὰ τὴν κοπιάρει.
Βγῆκε στὸ δρόμο. Ὁ κόσμος περιφερόταν σιωπηλός. Μονάχα
κάποιοι μέθυσοι συνομιλοῦσαν, κάνοντας τραγικὲς
χειρονομίες.
Ἐκεῖνος περπατοῦσε ἀργά, σκεπτικός. Παρατηροῦσε καὶ τὶς
παραμικρὲς λεπτομέρειες, γιατὶ μιὰ ἔμμονη ἰδέα τὸν
βασάνιζε. Ἰδέα κοινή, πολίτης ἐκείνης τῆς μέρας.
Ξάφνου ἀντιλήφθηκε πὼς προκαλοῦσε τὴν περιέργεια γύρω
του καὶ ὅλοι τὸν κοίταζαν ἐπίμονα. Ἤξερε γιατί: οἱ ὑπόλοιποι
φοροῦσαν συμβατικὲς μάσκες, ἐνῷ ἐκεῖνος...
Θέλησε νὰ διατρέξει τὴν πόλη, μπῆκε καὶ βγῆκε σὲ διάφορες
γειτονιές. Χρόνος ἐξάλλου τοῦ περίσσευε. Ἐδῶ κάποιοι φοροῦσαν
μάσκες ἱεροτελεστίας, μάσκες πόνου. Ἔμοιαζαν φορεμένες
εἰδικὰ γι’ αὐτὴν τὴν ὀλέθρια μέρα. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ἄλλοι,
ἄξεστοι, τρελαμένοι, μὲ τὸ πρόσωπο στὴ φόρα, σὲ μιὰ γύμνια
φρικιαστική. Ἐπιτάχυνε τὸ βηματισμό, νιώθοντας ἐνόχληση κι
ἀποτροπιασμό. Τό ’βαλε στὰ πόδια. Περπάτησε γιὰ ὥρα, ὥσπου
ἔφτασε στὴν κεντρικὴ πλατεῖα.
Ἐξαντλήθηκε καὶ κάθισε σὲ ἕνα παγκάκι. Πρώτη φορὰ εἶχε
περπατήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Πεζός, ὅπως οἱ πρῶτοι
περιπλανώμενοι καὶ οἱ ὕστατοι ζητιάνοι...
Κάθησε γιὰ ὥρα, νὰ ξεκουραστεῖ. Μέσα του ἡ ἰδέα ἔπαιρνε
σάρκα καὶ ὀστᾶ, μὰ δυσκολευόταν νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ ἔτσι, διὰ μιᾶς.
Κατευθύνθηκε στὴν Ἱστορία, πορευόμενος πρὸς τὶς καταβολές.
Ξεχνοῦσε. Καὶ ὅμως, ἐδῶ ἦταν ποὺ ξάφνου κατάλαβε πὼς εἶχε
ἔρθει ἡ ὥρα. Ἡ ἰδέα ξαναεμφανίστηκε κι ἐκεῖνος τὴν
ἀποδέχτηκε. Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα! Καὶ μιὰ ἀπόλυτη ἠρεμία τὸν
κατέκλυσε.
Δὲν τὸ εἶχε ἀντιληφθεῖ. Μιὰ ὁμάδα τὸν περιέβαλλε τώρα.
Ὅταν τοὺς κοίταξε, ἄρχισαν νὰ τοῦ μιλοῦν καὶ νὰ τὸν ρωτᾶνε. Δὲν
ἀπάντησε. Ὁ κύκλος ἔσφιξε γύρω του. Ἄρχισαν νὰ μιλοῦν σχεδὸν
ὅλοι μαζί, ταυτόχρονα κι ἄναρχα. Ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸ ὕψος του,
σιωπηλός, ἐξακολουθοῦσε νὰ τοὺς παρατηρεῖ. Μετὰ ἀπὸ λίγο,
κάποιοι ἄρχισαν νὰ χειρονομοῦν καὶ οἱ φωνὲς ἀγρίεψαν.
Συνέχισαν νὰ τὸν ἀνακρίνουν, ἀκόμη καὶ νὰ τοῦ καταλογίζουν
εὐθύνες. Ὥσπου ἐκεῖνος κάποια στιγμὴ ὄρθωσε τὸ ἀνάστημά του,
κοιτάζοντάς τους ἕναν πρὸς ἕναν. Τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τότε
ἐκεῖνοι σιώπησαν. Τοὺς ἄφησε πίσω του, προχωρῶντας ἀργά.
Βράδιαζε. Ὁ βαθυκόκκινος ἥλιος κολλοῦσε στὰ σπίτια καὶ
στοὺς δρόμους σὰν ἀδέσποτος σκύλος, γλείφοντάς τα. Φῶς
ἐνοχλητικό, θέαμα στενάχωρο. Οἱ περαστικοὶ διέρχονταν,
βαρεῖς καὶ σιωπηλοί. Κι ἐκεῖνος κλεινόταν στὸν ἑαυτό του,
ἀνήσυχος. Ἔφτασε στὸ σπίτι. Ὅπως πάντα, παρέμενε κλειστό.
Ἐντός, ὅλοι τους συγκεντρωμένοι, τὸν περίμεναν.
Χαιρέτισε καὶ πλησίασε. Ἔμοιαζαν ἀναστατωμένοι, ἴσως καὶ νὰ
ἦταν. Κάποιος ἔδωσε τὸ σύνθημα καὶ ὅλοι μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸ
μεγάλο τραπέζι. Συζήτησαν, διαφώνησαν καὶ κατέληξαν νὰ
μιλοῦν ἀνεξέλεγκτα. Δὲν ὑπῆρχε διέξοδος. Ὄχι. Ἡ λέξη κείτονταν
στὸ κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ, πάλλοντας ἀπὸ ζωή. Ἐκεῖνοι
ἀντάλλαξαν μεταξύ τους βλέμματα. Ἡ λέξη τοὺς πάγωνε, τοὺς
ἀνάλωνε. Ἐπῆλθε μεγάλη σιγή, μιὰ σιγὴ ποὺ τοὺς ἔπνιγε καὶ
διαρκοῦσε.
Ἀπὸ τὸ πουθενὰ ἤχησε ξάφνου ἕνα γέλιο ὑστερικό.
Προκάλεσε γενικὸ τρόμο. Ἴσως κάποιος νά ’χανε τὰ λογικά του. Ἢ
νὰ ἔπαιρνε μιὰν ἀπόφαση. Γύρω ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ γελοῦσε
μαζεύτηκαν καὶ ἄλλοι ποὺ ἄρχισαν νὰ σιγοντάρουν κι ὕστερα
ἐγκατέλειψαν τὴ σάλα, συνεχίζοντας νὰ γελοῦν μὲς ἀπ’ τὰ
δόντια. Σὰν βγῆκαν ἔξω, τὰ δυνατὰ τώρα γέλια τους ἀκούγονταν
ξεκάθαρα. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἐπέστρεψαν. Ἔμοιαζαν πιωμένοι,
καταφθάνοντας πρόσχαροι, μὲ μιὰ χαρά, θαρρεῖς, εἰλικρινῆ.
Μόνο ποὺ τὰ μάτια τους γυάλιζαν ὑπερβολικά. Οἱ ὑπόλοιποι
ἔμειναν νὰ τοὺς παρατηροῦν. Ξάφνου, σὰν κάτι νὰ τοὺς ἔπιασε, οἱ
παρατηρητὲς ἀφαίρεσαν μεμιὰς τὶς μάσκες τους.
Ἦταν τραγικό.
Ἐκεῖνον τὸν κυρίευσε μιὰ θλίψη ἤρεμη καὶ βαριά. Φοροῦσε ἀκόμη τὴ μάσκα του καὶ κατέφυγε σὲ μιὰ γωνιά.
Μιὰ γυναῖκα πήδηξε ἄξαφνα σὲ ἕνα τρίποδο, μὲ τὸ πρόσωπο
γυμνό. Ἄρχισε νὰ κραυγάζει καὶ νὰ χειρονομεῖ, προσκαλῶντας
τους στὴν ἐκπλήρωση. Ἦταν ὁ ἴλιγγος τοῦ τραγικοῦ ἢ τοῦ μοιραίου,
ὁ πόθος τῆς βύθισης.
Δέχτηκαν. Ἡ γυναῖκα κατέβηκε ἀπ’ τὸ τρίποδο καὶ βάλθηκε
νὰ σκίζει τὰ ἐνδύματά της φρενιασμένη. Οἱ ὑπόλοιποι τὴν
ἐνθάρρυναν. Ἀπέμεινε γυμνὴ κι ἔτρεξε νὰ κρυφτεῖ πίσω ἀπ’ τὴν
κουρτίνα. Μιὰ στιγμὴ ἀργότερα, τὸ κόκκινο πανὶ ὑποχώρησε κι
αὐτό, ξαφνικά.
Ἡ γυναῖκα ἐκεῖ, πιασμένη στὰ πράσα.
Οἱ ὑπόλοιποι τὴ χαιρέτισαν μὲ καγχασμούς, ἐκεῖνος μὲ μιὰ κραυγὴ ποὺ τοῦ ξέφυγε.
Δὲν ἔμενε πιὰ τίποτε ἄλλο.
Μὲ τὴν κραυγή του, οἱ ἄλλοι γύρισαν καὶ τὸν κοίταζαν
ἔκθαμβοι. Τὸ εἶχαν ἀποφασίσει κι ἦταν ἀνένδοτοι. Ἔμοιαζαν
ὑπερβολικὰ ἐρεθισμένοι, ἀσυνείδητοι. Ἄρχισαν νὰ γελοῦν,
καλῶντας τον. Ἐκεῖνος δὲν ἄντεχε ἄλλο καὶ πλησίασε στὴν πόρτα.
Βλέποντάς τον, ἔπιασαν νὰ μουρμουρίζουν ἕνα πένθιμο ρέκβιεμ,
καταλήγοντας νὰ πνίγονται στὰ γέλια.
Φρικτὸ θέαμα. Θέλησε ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα καὶ ἄρχισε νὰ
νιώθει, ἐντὸς κι ἐκτός του, ἕνα ὑπόκωφο οὐρλιαχτὸ καὶ
ταυτόχρονα ἕνα βαθὺ λήθαργο. Ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ ἴδιο ἔνιωθαν
καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Σταμάτησαν νὰ γελοῦν, σιώπησαν καὶ καθένας
τους κατέλαβε κι ἀπὸ ἕνα κάθισμα.
Ἐκεῖ παρέμεναν, ἀκίνητοι, μὲ τὰ μάτια μισάνοιχτα καὶ τὰ
βλέφαρα βαριά. Τοὺς φώναξε. Τίποτα. Τοὺς ἔβρισε. Μοναδική
τους ἀπόκριση, τὸ βλέμμα κι ἕνα ἀνάλαφρο μειδίαμα. Τὸν κάλεσαν
νὰ καθίσει. Κατάλαβε. Δὲ χωροῦσε ἄλλη καθυστέρηση.
Δραπέτευσε. Στὸ δρόμο, οἱ ἀντιδράσεις παρόμοιες. Καὶ ἐκεῖ
τὸν καλοῦσαν νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Θὰ ἔφευγε ἀπ’ τὴν πόλη. Κοίταζε
τὸ τέλος σὰν ἐξωτερικὸς παρατηρητής. Αὐτὸ ἦταν λοιπὸν ἡ
ἀγωνία, μιὰ ἀγωνία ἀρρωστημένη.
Ὁ ἥλιος χανόταν μὲ τὴ βραδύτητα ὑπνοβάτη. Ὅλοι εἶχαν
πλέον τὸ πρόσωπο ξέσκεπο. Ἐπιτάχυνε τὸ βηματισμό. Ἔνιωσε τὸ
ἔδαφος μαλακὸ κι εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς πατᾶ πάνω σὲ ὄντα
ζωντανὰ καὶ χλιαρά, μὲ λίπος.
Τὸ φευγιὸ ἔκανε τὰ πόδια του βαριά. Ὅλοι τὸν κοίταζαν μὲ
βλέμμα γυάλινο καὶ χαμόγελο ἠλιθίου, ἁπλώνοντας τὰ χέρια τους
πρὸς τὸ μέρος του.
Ἀπεγνωσμένος, ἄρχισε νὰ τρέχει. Τὸ μόνο ποὺ ἤθελε ἦταν νὰ
γλιτώσει. Πέρασε γρήγορα μπροστὰ ἀπ’ τὸ σπίτι του κι ἔνιωσε ἕνα
σφίξιμο στὴν καρδιά. Ἔτρεχε ὁλοένα πιὸ γρήγορα. Οἱ σειρὲς τὰ
σπίτια περνοῦσαν πλάϊ του μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ἐπί τέλους,
ἔφτασε στὰ περίχωρα. Στὰ κάμποσα μέτρα, διέκρινε ἕνα ὕψωμα.
Αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ πάλκο του.
Ἦταν ἡ παλιὰ ἡ πέτρα ἡ λευκή, ἡ πατριαρχική, ποὺ παρέμενε
στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Ἐξουθενωμένος, κάθισε πάνω στὴν πέτρα.
Τότε τὸν κυρίευσε ἕνας λήθαργος ἐλαφρύς. Ἔνιωσε τὰ
βλέφαρα βαριά. Αὐτὸ ἦταν... ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα. Κατάλαβε.
Ἀδυνατοῦσε νὰ κουνήσει. Οὔτε καὶ τὸ ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, ἀπὸ τὴ
στιγμὴ ποὺ κάθησε. Κοίταξε πέρα στὴν πόλη καὶ πυκνὰ σύννεφα
πῆραν νὰ τὴν σκεπάζουν. Λήθαργος. Ἡ αἴσθηση ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη
τῶν πρώτων σταδίων τοῦ ὕπνου. Ἄφησε τὰ βλέφαρά του νὰ πέσουν,
βαριά. Ἀπὸ τὴν πόλη κατέφθαναν ἀκόμη φωνὲς ποὺ τὸν καλοῦσαν μὲ
τὸ ὄνομά του, φωνὲς ἀδύναμες, ἀπόμακρες...
(1938)

Μπαρρέτο, Ἕκτωρ
(Héctor Francisco Barreto Ibáñez) (Σαντιάγο τῆς Χιλῆς, 1917-1936).
Διηγηματογράφος καὶ ποιητής, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς
ἐκπροσώπους τῆς γενιᾶς τοῦ ’38 στὴ Χιλή, ἐπηρεάζοντας πολλοὺς
κατοπινούς του συγγραφεῖς. Ἐνεργὸς ἀκτιβιστὴς μὲ ἀριστερὲς
πεποιθήσεις, ὁ Μπαρρέτο δολοφονήθηκε σὲ συμπλοκὴ μὲ
ἀκροδεξιὰ στοιχεῖα τὸ 1936 σὲ ἡλικία μόλις δεκαεννέα ἐτῶν,
γεγονὸς ποὺ διέκοψε ἄδοξα μιὰ λαμπρή, ὅπως προδιαγραφόταν,
πορεία.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Ἕλενα Σταγκουράκη
(Χανιά, 1984). Μεταφράστρια λογοτεχνίας ἀπὸ τὰ ἱσπανικά,
τὰ γερμανικὰ καὶ τὰ ἀγγλικά (ΤΞΓΜΔ Κέρκυρας, 2006 –
Χαϊδελβέργη Γερμανίας, 2009). Διδάκτωρ στὶς
μεταποικιοκρατικὲς καὶ πολιτισμικὲς σπουδὲς τῆς
Λατινικῆς Ἀμερικῆς (Μάιντς Γερμανίας, 2020) καὶ δὶς
ὑποτρόφος τῆς DAAD. Ἔχει ἀνθολογήσει καὶ μεταφράσει τὴν
Οὐρουγουανὴ Ἰδέα Βιλαρίνιο (Τὸ ἄνθος τῆς στάχτης, ἐκδ. Gutenberg, 2015), τὸν Γερμανὸ Γκέρριτ Μπέκκερ (Τὸ χρῶμα τῆς σκιᾶς, ἐκδ. Περισπωμένη, 2016 καὶ Οἱ περιπέτειες τοῦ Πέτερσεν στὴ θάλασσα,
ἐκδ. Σμίλη, 2023), καθὼς καὶ τὸ ὑβριδικὸ μυθιστόρημα τῆς
καθηγήτριας φιλοσοφίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Χιλῆς,
Σάντρας Μπακεδάνο Χέρ (Ὁ ἀόρατος ἀκροατής, ἐκδ. Μανδραγόρας, 2020). Συνεπιμελήτρια στὶς 83 Ἱστορίες μπονζάι γιὰ τὸ Σημεῖο Μηδέν
(ἐκδ. Σιδέρης, 2017). ῎Εχει συμμετάσχει σὲ ἀνθολογίες μὲ
μεταφράσεις καὶ ποιήματά της καί, ὡς σταθερὴ συνεργάτιδα
περιοδικῶν, ἔχει δημοσιεύσει πολυάριθμες μεταφράσεις,
θεματικὰ ἀφιερώματα, δοκίμια, ρεπορτὰζ καὶ
κριτικογραφία. Ποίησή της ἔχει μεταφραστεῖ στὰ
ρουμανικά. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὸ Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου