ΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ.
Στὴν ἀρχὴ ἡ εἰκόνα εἶναι κουνημένη, συγκεχυμένη. Ὑπάρχει
ἄγχος. Ὑπάρχει ἕνα σπίτι μὲ τρία μικρὰ παιδιὰ (τὰ δικά μου). Μιὰ
μικρὴ πόλη πάνω στὴν πλαγιὰ μὲ τὰ σπίτια τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο σὰν
κυβάκια. Αὐτὴ ἡ στενότητα τοῦ χώρου, ἡ συμπίεσή του, εἶναι
πιὸ πολὺ μιὰ κατάσταση συναισθηματική. Ἔπειτα αὐτὸ ἀλλάζει
καὶ βρίσκομαι σὲ ἕνα τρένο ποὺ κινεῖται στὰ πεδινά, στὰ
περίχωρα μιᾶς ἀστικῆς περιοχῆς (τὴν ἀναγνωρίζω: εἶναι ἡ Ρώμη
τῶν φοιτητικῶν μου χρόνων στὴ διαδρομὴ πρὸς ἀεροδρόμιο
Fiumicino). Κάθομαι δίπλα στὸ παράθυρο καὶ κοιτάζω ἔξω, τὸ
τρένο πηγαίνει χωρὶς κόπο λὲς καὶ γλιστράει στὸ βούτυρο.
Κάποια στιγμὴ ἀρχίζει νὰ πέφτει, νὰ πέφτει ἀπὸ ὕψος, κι ἡ πτώση
εἶναι ἀργὴ καὶ γλυκιά. Τὸ τρένο τσαλακώνεται, ὅμως ἐμεῖς, οἱ
ἐπιβάτες, βγαίνουμε χωρὶς γρατζουνιά.
Σηκωνόμαστε,
τινάζουμε τὰ ροῦχα μας. Γύρω μας ὑπάρχουν λιβάδια, δέντρα μὲ
στρογγυλεμένες τὶς κορυφές, ἀνοιχτὰ χρώματα: πράσινο,
κίτρινο καὶ πορτοκαλί. Κατὰ τόπους γυαλίζουν μικρὲς λίμνες μὲ
διάφανα νερά. Τὰ λιβάδια τέμνουν στενοὶ χωματόδρομοι ποὺ
ὁδηγοῦν σὲ ἐκκλησίες σπαρμένες μιὰ ἐδῶ μιὰ ἐκεῖ, ἄλλες
ὀρθόδοξες κι ἄλλες καθολικές, ἐκκλησίες μὲ ἐπίσης
στρογγυλούς, πολύχρωμους τρούλους ποὺ θυμίζουν τὶς στέγες ἀπὸ
ζαχαρωτὰ στὰ παραμύθια. Μιὰ ἐκκλησία ἔχει στὴν πρόσοψή της
τρία μεγάλα ὁλοστρόγγυλα ρολόγια – τὸ μεσαῖο λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ
τὰ ἄλλα. Στέκομαι καὶ χαζεύω τὸ τοπίο. Τότε διακρίνω τὴ θεία
μου τὴ Σοφία νὰ πλησιάζει, εὐθυτενὴς καὶ μαυροφορεμένη, μὲ τὴ
μαντήλα στὸ κεφάλι, ὅπως ὅταν ἦταν στὴ ζωή. Νιώθω μιὰ ἀγαλλίαση
βλέποντάς τη. Πλησιάζουμε ὁ ἕνας τὴν ἄλλη κι ἀγκαλιαζόμαστε,
τὰ χέρια της, παραμορφωμένα ἀπὸ μιὰ ἀρθρίτιδα μὴ
θεραπευμένη, εἶναι τώρα μαλακά, καθαρά. (Ναί,
ἀγκαλιαζόμαστε. Κάτι ποὺ δὲν ἔγινε ποτὲ ὅσο ζοῦσε. Τὰ
αἰσθήματα ἦταν σκατόψυχα κι ἐξαρτημένα ἀπὸ τὰ λεφτά - ἡ
ἄκληρη θεία ὄφειλε νὰ χαρτζιλικώνει.) Ἡ θεία Σοφία ἦταν
ἀγρότισσα, βουκόλισσα ὅπως τῆς ἄρεσε νὰ λέει. Ἔζησε στὰ
χωράφια. Προτιμοῦσε τοὺς γαϊδάρους καὶ τὶς κατσίκες ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους. Πέθανε στὸν ὕπνο, ἀπὸ ἀνακοπή, στὰ 81 της. Τὴ βρῆκε ἡ
μάνα μου. Ὁ παπποῦς εἶχε ἕνα κτῆμα ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, στὴν περιοχὴ
Παλιὸ Γεράκι, μὲ πηγάδι καὶ μιὰ πελώρια καρυδιά. Ἡ ζωή της
συνοψίζεται μὲ ἀκρίβεια καὶ λακωνικότητα στὸ παρακάτω
δίστιχο ποὺ εἶχε συνθέσει ἡ ἴδια γιὰ τὸν ἑαυτό της:
Σοφία Σαϊτάκη
Ἀγρὸς Παλιὸ Γεράκι
Τέλος.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μανόλης Σαμωνάκης. Ζεῖ στὴ Σητεία μὲ τὴν οἰκογένειά του. Εἶναι Παιδίατρος καὶ φανατικὸς ἀναγνώστης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου