oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης Ἡ Σο­φία

 

 

ΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ. Στὴν ἀρ­χὴ ἡ εἰ­κό­να εἶ­ναι κου­νη­μέ­νη, συγ­κε­χυ­μέ­νη. Ὑ­πάρ­χει ἄγ­χος. Ὑπάρ­χει ἕνα σπί­τι μὲ τρία μι­κρὰ παι­διὰ (τὰ δι­κά μου). Μιὰ μι­κρὴ πό­λη πά­νω στὴν πλα­γιὰ μὲ τὰ σπί­τια τὸ ἕνα πά­νω στὸ ἄλ­λο σὰν κυ­βά­κια. Αὐ­τὴ ἡ στε­νό­τη­τα τοῦ χώ­ρου, ἡ συμ­πί­ε­σή του, εἶ­ναι πιὸ πο­λὺ μιὰ κα­τά­στα­ση συ­ναι­σθη­μα­τι­κή. Ἔπει­τα αὐ­τὸ ἀλ­λά­ζει καὶ βρί­σκο­μαι σὲ ἕνα τρέ­νο ποὺ κι­νεῖ­ται στὰ πε­δι­νά, στὰ πε­ρί­χω­ρα μιᾶς ἀστι­κῆς πε­ριο­χῆς (τὴν ἀνα­γνω­ρί­ζω: εἶ­ναι ἡ Ρώ­μη τῶν φοι­τη­τι­κῶν μου χρό­νων στὴ δια­δρο­μὴ πρὸς ἀε­ρο­δρό­μιο Fiumicino). Κά­θο­μαι δί­πλα στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔξω, τὸ τρέ­νο πη­γαί­νει χω­ρὶς κό­πο λὲς καὶ γλι­στρά­ει στὸ βού­τυ­ρο. Κά­ποια στιγ­μὴ ἀρ­χί­ζει νὰ πέ­φτει, νὰ πέ­φτει ἀπὸ ὕψος, κι ἡ πτώ­ση εἶ­ναι ἀρ­γὴ καὶ γλυ­κιά. Τὸ τρέ­νο τσα­λα­κώ­νε­ται, ὅμως ἐμεῖς, οἱ ἐπι­βά­τες, βγαί­νου­με χω­ρὶς γρα­τζου­νιά.

Ση­κω­νό­μα­στε, τι­νά­ζου­με τὰ ροῦ­χα μας. Γύ­ρω μας ὑπάρ­χουν λι­βά­δια, δέν­τρα μὲ στρογ­γυ­λε­μέ­νες τὶς κο­ρυ­φές, ἀνοι­χτὰ χρώ­μα­τα: πρά­σι­νο, κί­τρι­νο καὶ πορ­το­κα­λί. Κα­τὰ τό­πους γυα­λί­ζουν μι­κρὲς λί­μνες μὲ διά­φα­να νε­ρά. Τὰ λι­βά­δια τέ­μνουν στε­νοὶ χω­μα­τό­δρο­μοι ποὺ ὁδη­γοῦν σὲ ἐκ­κλη­σί­ες σπαρ­μέ­νες μιὰ ἐδῶ μιὰ ἐκεῖ, ἄλ­λες ὀρ­θό­δο­ξες κι ἄλ­λες κα­θο­λι­κές, ἐκ­κλη­σί­ες μὲ ἐπί­σης στρογ­γυ­λούς, πο­λύ­χρω­μους τρού­λους ποὺ θυ­μί­ζουν τὶς στέ­γες ἀπὸ ζα­χα­ρω­τὰ στὰ πα­ρα­μύ­θια. Μιὰ ἐκ­κλη­σία ἔχει στὴν πρό­σο­ψή της τρία με­γά­λα ὁλο­στρόγ­γυ­λα ρο­λό­για – τὸ με­σαῖο λί­γο πιὸ ψη­λὰ ἀπὸ τὰ ἄλ­λα. Στέ­κο­μαι καὶ χα­ζεύω τὸ το­πίο. Τό­τε δια­κρί­νω τὴ θεία μου τὴ Σο­φία νὰ πλη­σιά­ζει, εὐ­θυ­τε­νὴς καὶ μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, μὲ τὴ μαν­τή­λα στὸ κε­φά­λι, ὅπως ὅταν ἦταν στὴ ζωή. Νιώ­θω μιὰ ἀγαλ­λί­α­ση βλέ­πον­τάς τη. Πλη­σιά­ζου­με ὁ ἕνας τὴν ἄλ­λη κι ἀγ­κα­λια­ζό­μα­στε, τὰ χέ­ρια της, πα­ρα­μορ­φω­μέ­να ἀπὸ μιὰ ἀρ­θρί­τι­δα μὴ θε­ρα­πευ­μέ­νη, εἶ­ναι τώ­ρα μα­λα­κά, κα­θα­ρά. (Ναί, ἀγ­κα­λια­ζό­μα­στε. Κά­τι ποὺ δὲν ἔγι­νε πο­τὲ ὅσο ζοῦ­σε. Τὰ αἰ­σθή­μα­τα ἦταν σκα­τό­ψυ­χα κι ἐξαρ­τη­μέ­να ἀπὸ τὰ λε­φτά - ἡ ἄκλη­ρη θεία ὄφει­λε νὰ χαρ­τζι­λι­κώ­νει.) Ἡ θεία Σο­φία ἦταν ἀγρό­τισ­σα, βου­κό­λισ­σα ὅπως τῆς ἄρε­σε νὰ λέ­ει. Ἔζη­σε στὰ χω­ρά­φια. Προ­τι­μοῦ­σε τοὺς γαϊ­δά­ρους καὶ τὶς κα­τσί­κες ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Πέ­θα­νε στὸν ὕπνο, ἀπὸ ἀνα­κο­πή, στὰ 81 της. Τὴ βρῆ­κε ἡ μά­να μου. Ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ἕνα κτῆ­μα ἔξω ἀπὸ τὸ χω­ριό, στὴν πε­ριο­χὴ Πα­λιὸ Γε­ρά­κι, μὲ πη­γά­δι καὶ μιὰ πε­λώ­ρια κα­ρυ­διά. Ἡ ζωή της συ­νο­ψί­ζε­ται μὲ ἀκρί­βεια καὶ λα­κω­νι­κό­τη­τα στὸ πα­ρα­κά­τω δί­στι­χο ποὺ εἶ­χε συν­θέ­σει ἡ ἴδια γιὰ τὸν ἑαυ­τό της:

Σο­φία Σαϊ­τά­κη

Ἀγρὸς Πα­λιὸ Γε­ρά­κι

Τέ­λος.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης. Ζεῖ στὴ Ση­τεία μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Εἶ­ναι Παι­δί­α­τρος καὶ φα­να­τι­κὸς ἀνα­γνώ­στης.


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.

WordPress.com and Jetpack Logos
oikoparaxenos στις 9:38 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.