Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Το εκκρεμές του θεάματος

 



  

Του Γιάννη Σχίζα

Η μεγάλη οθόνη ήταν ένα βασικό πολιτιστικό στοιχείο   της Βelle Έpoque, μιας εποχής  που εφεύρε πολλά και διάφορα – έστω και αν τελικά  κατέληξε στην ανθρωποσφαγή του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Το άλλο μεγάλο πολιτιστικό στοιχείο ήταν το ΙΧ αυτοκίνητο, που παρήγε κίνηση προσωπική,  μαζί με τις κινούμενες εικόνες  του σινεμά. Και τα δυο τους έδωσαν φτερά στην κινητικότητα,  έκαναν τον κόσμο να απογειωθεί μέσα από την τροφοδοσία εικόνων… 

 

Τώρα ζούμε την υπεροχή  της  ατομικής εικόνας. Αυτής που  κυριαρχεί στις τηλεοράσεις, στα κινητά τηλέφωνα, στις λήψεις από drones, στις λήψεις ευαίσθητων σημείων του χώρου. Κι ακόμη ζούμε την εξαγρίωση της εικόνας, καθώς  η εικόνα πρέπει να περιέχει περισσότερους από ένα σκοτωμούς, να εμπλουτίζεται με σκηνές ανυπέρβλητης βίας, με τεχνικούς ή άτεχνους  ξυλοδαρμούς.

Πολλοί και διάφοροι υποστήριξαν ότι το σινεμά μπορεί να ανταγωνισθεί  επιτυχώς την τηλεόραση με το «φτηνό σινεμά» - εννοώντας όχι το ευτελές του πράγματος  αλλά το οργανωμένο, με βάση σκηνές ευρείας διάδοσης : Πχ ο σκηνοθέτης Γιώργος Καρυπίδης (1946-2019) που γύρισε ταινία για την Χιλή του Αλλιέντε. Ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Μαραγκός επεσήμανε πολλά και διάφορα του ελληνικού κινηματογράφου, μεταξύ των άλλων  το της συνδικαλιστικής εκπροσώπησής του: «ενώ για τους ξένους παραγωγούς διατυπώνει την προθυμία να κάνει γενναίες παροχές, για μας τους Έλληνες δεν υπάρχει κάτι τέτοιο» . Ο ηθοποιός Kevin Spacey βρίσκει ότι μια ταινία θέλει πολλά λεφτά για να γυριστεί :  «Γίνεται αγώνας,  μάχη, προκειμένου  να γίνει μια ταινία»…

     Σε μια πόλη όπως τα Καλάβρυτα, τα κατάλοιπα ενός κινηματογράφου που βασίλεψε προ μακρού χρόνου επιβεβαιώνουν την παρακμή.

Τελικά στην Ελλάδα, όπως και σε   άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η υπόθεση του κινηματογράφου φαίνεται χαμένη. Και μάλιστα με τη «συμπαράσταση»  των αρχών : Το   υπουργείο Εργασίας διαβεβαίωνε (Νοέμβριος 2022)  ότι «δεν δρομολογείται αλλαγή χρήσης των αθηναϊκών κινηματογράφων Αελλώ, Άστορ και Ιντεάλ», ενώ ο  αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Π. Τσακλόγλου δήλωνε  ότι  «κανένα ακίνητο του e-ΕΦΚΑ δεν βρίσκεται σε διαδικασία εκποίησης»… Όμως με απόφαση του Δ.Σ. του e-ΕΦΚΑ κατακυρώθηκαν τα ακίνητα του ΕΦΚΑ  μετά  δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό στην εταιρεία “Ξενοδοχεία  Ελλάδος  Mitsis Company A.E” . Και  στις 17/1/2023 υπογράφηκε η σύμβαση εκμίσθωσης….

Ο κινηματογράφος από  εστία πολιτισμού, χώρος κοινωνικών εκδηλώσεων και φαντασιώσεων,  κινδυνεύει να γίνει μια ανάμνηση στους μεγαλύτερους σε ηλικία --και τελικά μια ανάμνηση  από τον 20ο αιώνα. Κι όμως  είναι μια ιστορία που αξίζει να παραμείνει ενεργή, χωρίς τέλος.…

ΑΠΟ ΤΟ 1895

 Η μεγάλη πρεμιέρα του κινηματογράφου δόθηκε στη Γαλλία, το 1895, σε μια ταινία των αδελφών Λυμιέρ «Η άφιξη του τραίνου», όμως σε ταχύτατο χρόνο η νέα τέχνη πέρασε τα σύνορα και εισήχθη στον ελληνικό χώρο μετά ενάμισι χρόνο. Λέει ο Ντόρης Σαπήρας, «χρονικογράφος» της νέας τέχνης : «Κινηματογραφική προβολή στέγασε ένα χειμωνιάτικο δειλινό του 1897 και μια αίθουσα της πλατείας Κολοκοτρώνη, ασφυκτικά γεμάτη από κόσμο, διανοούμενους, δημοσιογράφους, επιστήμονες, φωτογράφους και φιλοπερίεργους Αθηναίους, που ενδιαφέρονταν για τη νέα μόδα». Οι αντιδράσεις βέβαια του κοινού ήταν άνισες, καθώς πολλοί ζαλίστηκαν, άλλοι έπαθαν ναυτία από το τρεμούλιασμα της προβολής, μερικοί φώναζαν να ανάψουν τα φώτα. Πάντως ο τύπος τις επόμενες ημέρες δημοσίευε επιστολές που εξόρκιζαν τους συμπολίτες να μην ξαναεπιτρέψουν την προβολή αυτού του «έργου του διαβόλου»….

Ο Ντόρης Σαπήρας αναφέρει ότι όλες οι ταινίες ήταν βουβές και προβάλλονταν συνοδεία μουσικής με πιάνο, όμως το καλοκαίρι του 1909, πολύ πριν επιβληθεί στη διεθνή παραγωγή ο ομιλών κινηματογράφος, οι Αθηναίοι είδανε για πρώτη φορά ομιλούσες και άδουσες ταινίες, από το θέατρο «Τσόχα» της οδού Σταδίου. Λέει ο Σαπήρας : «Ήτανε ένας συνδυασμό ταινίας και δίσκων φωνογράφου… Μα ο συγχρονισμός δεν ήταν τέλειος και η ταινία, όπως πάντα θαμπή και ελαττωματική». Τελικά η Αθήνα έπρεπε να περιμένει είκοσι ακόμη χρόνια, μέχρι να έλθει για τα καλά ο ομιλών κινηματογράφος. Για πρώτη φορά το νέο θέαμα-ακρόαμα παίχτηκε στο θέατρο Αττικόν της οδού Σταδίου το 1929, με την παράλληλη προσφορά του «Κουρέα της Σεβίλης» από τον  διάσημο βαρύτονο της εποχής Τίτα Ρούφο.

Το 1916 γίνεται η πρώτη προβολή θερινού κινηματογράφου σε μάντρα επί της πλατείας Συντάγματος – η νοσταλγία του Λουκιανού Κηλαηδόνη  άρχεται επεξεργασίας... Η ταχύτατη ανάπτυξη της νέας τέχνης οδηγεί πλέον  σε μια «ταξική ωρίμανση»,  δηλαδή στη  διαφοροποίηση των  κινηματογράφων  σε πολυτελείας και λαϊκούς :  Στους πρώτους  βασιλεύει  η τάξη και η ευπρέπεια, ενώ στους δεύτερους έχουμε θόρυβο, ομιλίες, με τους πιτσιρικάδες να ανοίγουν  τρύπες στην πλαϊνή πόρτα  για να παρακολουθήσουν μέσα από αυτές το έργο, στα διαλείμματα του οποίου έδινε και έπαιρνε η πώληση ποικίλων καρπών και προϊόντων. Ακόμη θυμάμαι ένα συμμαθητή μου για την επιτυχή  μίμηση  της φωνής που συνόδευε αυτή την  «πωλητική» διαδικασία : Μπυράλ, πορτοκαλάδες, λεμονάδες,  σοκολάτες, πασατέμπο, στραγάλια, φυστίκια, ηλιόσποροι ,μύγδαλα  κλπ κλπ.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Σε παράλληλο ρυθμό έχουμε την ανάπτυξη της φωτογραφικής- αρχικά- και της κινηματογραφικής τέχνης στη συνέχεια, στα Βαλκάνια, το 1905. Πρωτοστατούν οι αδελφοί Μανάκια. Λέει ο Μίλτος Μανάκια : «στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας καταλάβαμε ότι στην Αγγλία και στη Γαλλία πουλάνε μηχανές για γύρισμα “ζωντανών φωτογραφιών”. Αυτή η είδηση για εμάς, εκείνη την εποχή, ήταν απίστευτη και μας προκάλεσε σοκ, παρόλο που δεν μάς άφηνε περιθώρια για υποψίες, αφού μάλιστα είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια την προβολή μιας ταινίας μικρού μήκους. Οι άνθρωποι σε αυτές τις ταινίες θύμιζαν ένα είδος μαριονετών, επειδή οι κινήσεις τους ήταν διακεκομμένες».

Η Θεσσαλονίκη έχει μια παράλληλη πορεία στην ανάπτυξη του κινηματογραφικού θεάματος, που ξεκινάει, όπως και στην Αθήνα, το 1897. Στη πόλη συνεχίζει να λειτουργεί Μουσείο Κινηματογράφου, ενώ είναι  εν ζωή το  «Φεστιβάλ Κινηματογράφου» - ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Ευρώπη, που είναι  άκρως  επιτυχημένο.

 Από το βιβλίο του Κώστα Τομανά και των Α.Μυλωνάκη και Γ.Γκροσδάνη, μαθαίνουμε για την πορεία διαφόρων  κινηματογραφικών αιθουσών : Είναι τα «Ολύμπια», που δημιουργήθηκαν το 1924, είναι το «Σπλέντιτ» ή «Ίλιον», που είχε επιτυχία στα καουμπόϊκα έργα καθώς επίσης και σε « ψευδοϊστορικά έργα από την Ιταλία», το «Αττικόν», που κατέληξε να χρησιμοποιείται από το ΚΚΕ για πολιτιστικές εκδηλώσεις – μέχρι την εξάλειψή του-  , το «Πάνθεον», που λειτούργησε από το 1932-1996, χρησίμευσε επί γερμανικής κατοχής για στέκι των μαυραγοριτών και εν τέλει κατεδαφίστηκε, η «Αίγλη» , με πελατεία κυρίως από πρόσφυγες που ευχαρίστως έβλεπαν τουρκικές ταινίες – μέχρι όμως το 1970, οπότε μετατράπηκε σε ταβέρνα.  Σήμερα από τους χειμερινούς  κινηματογράφους  ιδιαίτερα δίνουν το παρόν τους ο Δημοτικός Κινηματογράφος Νεάπολης Συκεών, το Μακεδονικόν, το Ολύμπιον και τα κινηματοθέατρα  Αθήναιον και Βακούρα..
 

Ο κινηματογράφος διαδόθηκε  σιγά-σιγά σε επαρχιακές αίθουσες της Ελλάδας. Ο  Μπάρμπης Βόζαλης μεταδίδει τις απαρχές του κινηματογράφου σε μια πόλη όπως η Λάρισα :  Γράφει για τον πρώτο κινηματογραφικό επιχειρηματία της περιοχής, τον Μιχάλη Τζεζαϊρλίδη, ο οποίος  στην αρχή αντί ατομικών καθισμάτων έστηνε μεγάλους πάγκους  όπου κάθονταν οι θεατές και απολάμβαναν το θέαμα. Το «Παλλάς» ήταν η πρώτη αίθουσα «περιωπής» για τη Λάρισα, που  δημιουργήθηκε από τον ίδιο  το 1936, την ακολούθησε  δε  το 1946 η αίθουσα «Ορφέας» του τραπεζίτη Δροσόπουλου.

Φυσικά υπήρξαν διάφορες «δυσκολίες» στην ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης, ιδιαίτερα σε επαρχιακές πόλεις. Θυμάμαι ως φαντάρος την απαγορευτική «υπόδειξη»  που είχαμε προκειμένου να  μη παρακολουθούμε  τουρκικά έργα το 1972-73 , μέχρι που η διαταγή έγινε απολύτως απαγορευτική μετά τον Ιούλιο του 1974.

 

Προοδευτικά κάποιοι λαϊκοί κινηματογράφοι μετεξελίσσονται σε λούμπεν σινεμά, που εξ αιτίας της μεγάλης διάρκειας της λειτουργίας τους (10πμ – 12μεσάνυχτα) φιλοξενούν άστεγους, πειναλέους, κοπανατζήδες μαθητές, ομοφυλόφιλους , επαρχιώτες και αποβράσματα διαφόρου φυράματος. Η ακαθόριστης προελεύσεως κραυγή «Ανδρέα Σάμαλι» ευδοκίμησε σε  αίθουσες όπως «Το Αθηναϊκό», «Το Ρόζικλαιρ» και η «Αλάσκα», για να γίνει ατάκα εθνικής εμβελείας. Χαρακτηριστικό αυτών των κινηματογράφων ήταν το ψήσιμο ρέγγας με την καύση εφημερίδων, ενώ ο εξώστης όταν τσαντίζονταν είχε την μάλλον απρεπή συνήθεια να φτύνει επί δικαίων και αδίκων της πλατείας … Το «Αθηναϊκό» φιλοξενούσε μια απείρου κάλλους πινακίδα στην είσοδό του : «Παρακαλείται η αξιότιμος πελατεία όπως αφήνει τα κασελάκια της απέξω»… Η «αξιότιμος πελατεία» ήταν οι λούστροι, που είχαν εισφέρει το όνομά τους σε μια από τις  ύβρεις της εποχής….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου