oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Ἕκτωρ Μπαρ­ρέ­το (Héctor Barreto) Ἡ ἀρ­ρω­στη­μέ­νη πο­λι­τεία

 


By planodion on 22 Ἰούνιος 2025



Ἕκτωρ Μπαρ­ρέ­το (Héctor Barreto)


Ἡ ἀρ­ρω­στη­μέ­νη πο­λι­τεία

(La ciudad enferma)


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟ εἶ­χε πά­ρει νὰ ξε­δια­λύ­νει. Θέ­λη­σε νὰ ἐπι­στρέ­ψει. Σή­κω­σε τὸ χέ­ρι, μὲ τὸ δεί­κτη πρὸς τὴν ὁμί­χλη. Ἦταν ἡ συ­νή­θης χει­ρο­νο­μία του. Καὶ ὕστε­ρα, τὸ πέ­πλο δια­λύ­θη­κε.

       Ὁ δί­σκος, ἐκεῖ. Κα­τα­ρα­μέ­νε δί­σκε! Ἤδη ἀπὸ τὰ χθὲς συ­νει­δη­το­ποιοῦ­σε πό­σο θὰ τὸν κού­ρα­ζε. Μὰ τί ὠφε­λεῖ; Αὐ­τὴ ἦταν ἡ ἐν­δε­δειγ­μέ­νη μέ­ρα κι ἔκα­νε τὸ ἴδιο. Ὄχι, δὲν θὰ ἄλ­λα­ζε, κά­τι τέ­τοιο θὰ ἦταν ἀνού­σιο. Ἐξάλ­λου, πάν­τα ὑπῆρ­χε καὶ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἀνα­θυ­μή­θη­κε τὸ ὄνει­ρο, τὸ τε­λευ­ταῖο του ὄνει­ρο, καὶ ξάφ­νου κα­τά­λα­βε τὸ νόη­μά του. Ἔκα­νε τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἤξε­ρε. Ὄχι, δὲν ἔκα­νε τὸ ἴδιο, ἦταν ἡ ἐπι­βε­βαί­ω­ση τοῦ γε­γο­νό­τος. Ἀκό­μη δὲν ξέ­φευ­γε γιὰ τὰ κα­λὰ ἀπὸ τ’ ὄνει­ρο, πια­σμέ­νος σὲ αὐ­τὸ ἀπὸ τοὺς ὕστα­τους ἀρα­χνοϊ­στούς.

     

 Καὶ πά­λι ὁ δί­σκος. Ποιά θά ’τὰν τώ­ρα ἡ ὄψη τῆς πό­λης; Ἁπλω­νό­ταν ἀνυ­ψω­μέ­νη σὰν ὁποια­δή­πο­τε ἄλ­λη. Ἦταν δυ­να­τὸν ἄρα­γε ἡ ψυ­χὴ τῶν κα­τοί­κων της νὰ τὴ με­τα­φέ­ρει τό­σο μα­κριὰ ἀπ΄ τὸ κά­θι­σμά του, σὲ αὐ­τὴν τὴν τρο­με­ρὴ συμ­βί­ω­σή του μα­ζί της; Ὁ πό­νος, αἰ­σθη­τός. Καὶ νὰ φαν­τα­στεῖ κα­νεὶς πὼς ἐκεί­νη ἦταν ἡ ἐν­δε­δειγ­μέ­νη μέ­ρα. Στὴν τε­λι­κή, θὰ προ­σέ­φε­ρε —τὸ λι­γό­τε­ρο— ἕνα ἀξιο­μνη­μό­νευ­το θέ­α­μα.

       Θέ­λη­σε νὰ προ­κα­λέ­σει αἴ­σθη­ση. Λί­γο ἀκό­μη, καὶ θὰ ἔκο­βε τὴ ζε­λα­τί­νη. Μὰ ὄχι ἀκό­μη, εὐ­τυ­χῶς.

       Ἂν πί­ε­ζε τὸ κουμ­πί, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου θὰ εἰ­σέ­βαλ­λε στὸ ὑπνο­δω­μά­τιο, θὰ σκαρ­φά­λω­νε στὸ στρῶ­μα καὶ θὰ κολ­λοῦ­σε πά­νω του, ὀξύ­νον­τας τὶς αἰ­σθή­σεις του. Καὶ τὸ ὄνει­ρο ἀκό­μη δὲν εἶ­χε ξε­δια­λύ­νει ἐν­τε­λῶς. Ἄ, θὰ προ­κα­λοῦ­σε τό­τε στὴν ψυ­χή του πι­κρό­τα­το χά­ος. Καὶ τί θὰ ἐπα­κο­λου­θοῦ­σε; Τρό­μος; Θὰ ἐπερ­χό­ταν τὸ τέ­λος; Θὰ ζοῦ­σε τὴν τε­λευ­ταία του μέ­ρα, τὴν ὕστα­τη μέ­ρα; Βέ­βαια, μι­λῶν­τας γιὰ ἐκεῖ­νον, κά­θε μέ­ρα ἡ ὕστα­τη ἦταν.

       Ἕνας χλω­μὸς βρα­χί­ο­νας αἰ­ω­ρή­θη­κε στὸ ἡμί­φως τοῦ δω­μα­τί­ου. Πί­ε­σε τὸ κουμ­πί. Ἡ αἴ­σθη­ση κα­τέ­φθα­σε, αἴ­σθη­ση σκλη­ρή, ἀρ­κτι­κή. Τώ­ρα ὁ δί­σκος ἦταν δί­σκος φω­τός. Ἐκεῖ­νος ἦταν ὑπαί­τιος τῆς κα­τά­στα­σης ποὺ τὸν πε­ριέ­βαλ­λε, τοῦ φω­τὸς καὶ τοῦ χρώ­μα­τος. Ἡ ἰδέα ἐξῆλ­θε τοῦ κύ­κλου»· ἴσως ἐκεῖ νὰ κα­ρα­δο­κοῦ­σε τὸ ἴδιο συ­ναί­σθη­μα.

       Θέ­λη­σε νὰ ση­κω­θεῖ, ἦταν ἀνάγ­κη νὰ δεῖ τὴν πό­λη, τὸν κό­σμο της, καί, πά­νω ἀπ’ ὅλα, ἤθε­λε νὰ πά­ει στὸ σπί­τι ἐκεῖ­νο. Ἦταν ὑπερ­βο­λι­κὰ νω­ρὶς ἀκό­μη, μὰ θὰ προ­χω­ροῦ­σε ἀρ­γά, πο­λὺ ἀρ­γά. Τὸ σπί­τι, ἡ ὁμή­γυ­ρη, ἐκεί­νη ἡ ὁμή­γυ­ρη ποὺ συ­νι­στοῦ­σε τὸ ἴδιο τὸ κέν­τρο τῆς πό­λης... Ἦταν μό­νο ἕν­τε­κα στὸν ἄριθ­μο κι ἐκεῖ­νος, ἕνας ἀπ’ αὐ­τούς. Ἡ ὁμή­γυ­ρη, ψυ­χὴ τῆς πό­λης. Τί πε­ρί­ερ­γα πράγ­μα­τα ποὺ ἐπι­τρέ­πον­ταν στὴν ἐπο­χή του. Κα­τά­λα­βε πώς, ἔτσι σκε­πτό­με­νος, ἔβγαι­νε ἀπὸ τὴν ἐπο­χή του. Ἡ ψυ­χὴ τῆς πό­λης... Ἄχ! Ἡ πό­λη αὐ­τὴ εἶ­χε ψυ­χὴ καὶ τί ψυ­χή! Ὅλοι τὴν ἔνιω­θαν νὰ ἀνα­πνέ­ει, νὰ ἀνα­στε­νά­ζει, νὰ πάλ­λε­ται. Τώ­ρα τε­λευ­ταῖα, μά­λι­στα, λα­χά­νια­ζε. Ἀπε­χθὲς ὑπο­κεί­με­νο! Ὑπο­συ­νεί­δη­τα, κα­θέ­νας του με­τάγ­γι­ζε τὴν ψυ­χή του. Κα­νείς τους δὲ σκε­φτό­ταν ὅπως ὁ ἄλ­λος, καὶ ὅμως οἱ ψυ­χές τους ἑνώ­νον­ταν σὲ μία μό­νο ψυ­χή. Ἦταν, πράγ­μα­τι, πό­νος με­γά­λος καὶ κίν­δυ­νος. Κα­νεὶς δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ὑπάρ­ξει μό­νος ἢ ἀπὸ μό­νος του. Ἀκό­μη πα­ρα­πά­νω: ὅλες οἱ ἁμαρ­τί­ες τους ἑνώ­νον­ταν, ὀρ­θώ­νον­τας ἕνα τεῖ­χος. Ὅλοι μα­ζὶ σχη­μά­τι­ζαν τὴν ψυ­χὴ τῆς πό­λης. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅμως ἀπ’ ὅλους, ἡ ὁμή­γυ­ρη, ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ὁμή­γυ­ρη...

       Ἡ ἀρ­κτι­κὴ αἴ­σθη­ση τώ­ρα σχε­δὸν τὸν ἐγ­κα­τέ­λει­πε.

       Νὰ ση­κω­θεῖ. Ἐκ νέ­ου ὁ χλω­μὸς βρα­χί­ο­νας. Τὸ κουμ­πί... Πέν­τε ἴσκιοι εἰ­σέ­βα­λαν στὸ δω­μά­τιο. Ἐξῆλ­θαν με­τὰ ἀπὸ ἀρ­κε­τὴ ὥρα. Τώ­ρα στε­κό­ταν ὄρ­θιος, μὲ ἕναν κα­θρέ­φτη ἀνὰ χεῖ­ρας, ἐπί τέ­λους ντυ­μέ­νος. Πα­ρα­τή­ρη­σε τὸ λευ­κὸ πρό­σω­πό του. Ἦταν ἕνα λευ­κὸ κα­θά­ριο, σὰν ἀπὸ βαμ­βά­κι ἢ γά­λα. Κοι­τά­ζον­τας τὸ εἴ­δω­λό του ἔνιω­σε λύ­πη­ση, τὸ ἀγά­πη­σε. Καὶ ὅλα τοῦ­τα, ἐνῷ βρι­σκό­ταν σὲ ἄψο­γη κα­τά­στα­ση. Πα­ρά­τη­σε τὸν κα­θρέ­φτη καὶ ἀπὸ μιὰ γω­νιὰ ξε­χώ­νια­σε ἕνα πο­λὺ μι­κρὸ κου­τά­κι. Ἔβγα­λε καὶ κα­τά­πω­σε κά­τι ἀπὸ μέ­σα κι ἔγι­νε με­μιᾶς ἀκό­μη πιὸ λευ­κός. Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἔψα­ξε μία ἀπὸ τὶς μά­σκες του. Διά­λε­ξε τὴν κα­λύ­τε­ρη, ἐκεί­νην ποὺ τοῦ ἄρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἤξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ ὅτι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο στὺλ μά­σκας δὲν ἀκο­λου­θοῦ­σε τὴν τε­λευ­ταία λέ­ξη τῆς μό­δας. Ἦταν δι­κή του ἐφεύ­ρε­ση καὶ κα­νεὶς δὲ θά ’χε τὸ χρό­νο νὰ τὴν κο­πιά­ρει.

       Βγῆ­κε στὸ δρό­μο. Ὁ κό­σμος πε­ρι­φε­ρό­ταν σιω­πη­λός. Μο­νά­χα κά­ποιοι μέ­θυ­σοι συ­νο­μι­λοῦ­σαν, κά­νον­τας τρα­γι­κὲς χει­ρο­νο­μί­ες.

       Ἐκεῖ­νος περ­πα­τοῦ­σε ἀρ­γά, σκε­πτι­κός. Πα­ρα­τη­ροῦ­σε καὶ τὶς πα­ρα­μι­κρὲς λε­πτο­μέ­ρειες, για­τὶ μιὰ ἔμ­μο­νη ἰδέα τὸν βα­σά­νι­ζε. Ἰδέα κοι­νή, πο­λί­της ἐκεί­νης τῆς μέ­ρας.

       Ξάφ­νου ἀν­τι­λή­φθη­κε πὼς προ­κα­λοῦ­σε τὴν πε­ριέρ­γεια γύ­ρω του καὶ ὅλοι τὸν κοί­τα­ζαν ἐπί­μο­να. Ἤξε­ρε για­τί: οἱ ὑπό­λοι­ποι φο­ροῦ­σαν συμ­βα­τι­κὲς μά­σκες, ἐνῷ ἐκεῖ­νος...

       Θέ­λη­σε νὰ δια­τρέ­ξει τὴν πό­λη, μπῆ­κε καὶ βγῆ­κε σὲ διά­φο­ρες γει­το­νιές. Χρό­νος ἐξάλ­λου τοῦ πε­ρίσ­σευε. Ἐδῶ κά­ποιοι φο­ροῦ­σαν μά­σκες ἱε­ρο­τε­λε­στί­ας, μά­σκες πό­νου. Ἔμοια­ζαν φο­ρε­μέ­νες εἰ­δι­κὰ γι’ αὐ­τὴν τὴν ὀλέ­θρια μέ­ρα. Ὑπῆρ­χαν ὅμως καὶ ἄλ­λοι, ἄξε­στοι, τρε­λα­μέ­νοι, μὲ τὸ πρό­σω­πο στὴ φό­ρα, σὲ μιὰ γύ­μνια φρι­κια­στι­κή. Ἐπι­τά­χυ­νε τὸ βη­μα­τι­σμό, νιώ­θον­τας ἐνό­χλη­ση κι ἀπο­τρο­πια­σμό. Τό ’βα­λε στὰ πό­δια. Περ­πά­τη­σε γιὰ ὥρα, ὥσπου ἔφτα­σε στὴν κεν­τρι­κὴ πλα­τεῖα.

       Ἐξαν­τλή­θη­κε καὶ κά­θι­σε σὲ ἕνα παγ­κά­κι. Πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­χε περ­πα­τή­σει, ὕστε­ρα ἀπὸ πολ­λὰ χρό­νια. Πε­ζός, ὅπως οἱ πρῶ­τοι πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι καὶ οἱ ὕστα­τοι ζη­τιά­νοι...

       Κά­θη­σε γιὰ ὥρα, νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ. Μέ­σα του ἡ ἰδέα ἔπαιρ­νε σάρ­κα καὶ ὀστᾶ, μὰ δυ­σκο­λευό­ταν νὰ τὴν ἀπο­δε­χτεῖ ἔτσι, διὰ μιᾶς. Κα­τευ­θύν­θη­κε στὴν Ἱστο­ρία, πο­ρευό­με­νος πρὸς τὶς κα­τα­βο­λές.

       Ξε­χνοῦ­σε. Καὶ ὅμως, ἐδῶ ἦταν ποὺ ξάφ­νου κα­τά­λα­βε πὼς εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥρα. Ἡ ἰδέα ξα­να­εμ­φα­νί­στη­κε κι ἐκεῖ­νος τὴν ἀπο­δέ­χτη­κε. Εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥρα! Καὶ μιὰ ἀπό­λυ­τη ἠρε­μία τὸν κα­τέ­κλυ­σε.

       Δὲν τὸ εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ. Μιὰ ὁμά­δα τὸν πε­ριέ­βαλ­λε τώ­ρα. Ὅταν τοὺς κοί­τα­ξε, ἄρ­χι­σαν νὰ τοῦ μι­λοῦν καὶ νὰ τὸν ρω­τᾶ­νε. Δὲν ἀπάν­τη­σε. Ὁ κύ­κλος ἔσφι­ξε γύ­ρω του. Ἄρ­χι­σαν νὰ μι­λοῦν σχε­δὸν ὅλοι μα­ζί, ταυ­τό­χρο­να κι ἄναρ­χα. Ἐκεῖ­νος, ἀπὸ τὸ ὕψος του, σιω­πη­λός, ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ τοὺς πα­ρα­τη­ρεῖ. Με­τὰ ἀπὸ λί­γο, κά­ποιοι ἄρ­χι­σαν νὰ χει­ρο­νο­μοῦν καὶ οἱ φω­νὲς ἀγρί­ε­ψαν. Συ­νέ­χι­σαν νὰ τὸν ἀνα­κρί­νουν, ἀκό­μη καὶ νὰ τοῦ κα­τα­λο­γί­ζουν εὐ­θύ­νες. Ὥσπου ἐκεῖ­νος κά­ποια στιγ­μὴ ὄρ­θω­σε τὸ ἀνά­στη­μά του, κοι­τά­ζον­τάς τους ἕναν πρὸς ἕναν. Τοὺς ἔδει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τό­τε ἐκεῖ­νοι σιώ­πη­σαν. Τοὺς ἄφη­σε πί­σω του, προ­χω­ρῶν­τας ἀρ­γά.

       Βρά­δια­ζε. Ὁ βα­θυ­κόκ­κι­νος ἥλιος κολ­λοῦ­σε στὰ σπί­τια καὶ στοὺς δρό­μους σὰν ἀδέ­σπο­τος σκύ­λος, γλεί­φον­τάς τα. Φῶς ἐνο­χλη­τι­κό, θέ­α­μα στε­νά­χω­ρο. Οἱ πε­ρα­στι­κοὶ διέρ­χον­ταν, βα­ρεῖς καὶ σιω­πη­λοί. Κι ἐκεῖ­νος κλει­νό­ταν στὸν ἑαυ­τό του, ἀνή­συ­χος. Ἔφτα­σε στὸ σπί­τι. Ὅπως πάν­τα, πα­ρέ­με­νε κλει­στό.

       Ἐν­τός, ὅλοι τους συγ­κεν­τρω­μέ­νοι, τὸν πε­ρί­με­ναν. Χαι­ρέ­τι­σε καὶ πλη­σί­α­σε. Ἔμοια­ζαν ἀνα­στα­τω­μέ­νοι, ἴσως καὶ νὰ ἦταν. Κά­ποιος ἔδω­σε τὸ σύν­θη­μα καὶ ὅλοι μα­ζεύ­τη­καν γύ­ρω ἀπὸ τὸ με­γά­λο τρα­πέ­ζι. Συ­ζή­τη­σαν, δια­φώ­νη­σαν καὶ κα­τέ­λη­ξαν νὰ μι­λοῦν ἀνε­ξέ­λεγ­κτα. Δὲν ὑπῆρ­χε διέ­ξο­δος. Ὄχι. Ἡ λέ­ξη κεί­τον­ταν στὸ κέν­τρο τοῦ τρα­πε­ζιοῦ, πάλ­λον­τας ἀπὸ ζωή. Ἐκεῖ­νοι ἀν­τάλ­λα­ξαν με­τα­ξύ τους βλέμ­μα­τα. Ἡ λέ­ξη τοὺς πά­γω­νε, τοὺς ἀνά­λω­νε. Ἐπῆλ­θε με­γά­λη σι­γή, μιὰ σι­γὴ ποὺ τοὺς ἔπνι­γε καὶ διαρ­κοῦ­σε.

       Ἀπὸ τὸ που­θε­νὰ ἤχη­σε ξάφ­νου ἕνα γέ­λιο ὑστε­ρι­κό. Προ­κά­λε­σε γε­νι­κὸ τρό­μο. Ἴσως κά­ποιος νά ’χα­νε τὰ λο­γι­κά του. Ἢ νὰ ἔπαιρ­νε μιὰν ἀπό­φα­ση. Γύ­ρω ἀπὸ ἐκεῖ­νον ποὺ γε­λοῦ­σε μα­ζεύ­τη­καν καὶ ἄλ­λοι ποὺ ἄρ­χι­σαν νὰ σι­γον­τά­ρουν κι ὕστε­ρα ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὴ σά­λα, συ­νε­χί­ζον­τας νὰ γε­λοῦν μὲς ἀπ’ τὰ δόν­τια. Σὰν βγῆ­καν ἔξω, τὰ δυ­να­τὰ τώ­ρα γέ­λια τους ἀκού­γον­ταν ξε­κά­θα­ρα. Ὕστε­ρα ἀπὸ λί­γο, ἐπέ­στρε­ψαν. Ἔμοια­ζαν πιω­μέ­νοι, κα­τα­φθά­νον­τας πρό­σχα­ροι, μὲ μιὰ χα­ρά, θαρ­ρεῖς, εἰ­λι­κρι­νῆ. Μό­νο ποὺ τὰ μά­τια τους γυά­λι­ζαν ὑπερ­βο­λι­κά. Οἱ ὑπό­λοι­ποι ἔμει­ναν νὰ τοὺς πα­ρα­τη­ροῦν. Ξάφ­νου, σὰν κά­τι νὰ τοὺς ἔπια­σε, οἱ πα­ρα­τη­ρη­τὲς ἀφαί­ρε­σαν με­μιὰς τὶς μά­σκες τους.

       Ἦταν τρα­γι­κό.

       Ἐκεῖ­νον τὸν κυ­ρί­ευ­σε μιὰ θλί­ψη ἤρε­μη καὶ βα­ριά. Φο­ροῦ­σε ἀκό­μη τὴ μά­σκα του καὶ κα­τέ­φυ­γε σὲ μιὰ γω­νιά.

       Μιὰ γυ­ναῖ­κα πή­δη­ξε ἄξαφ­να σὲ ἕνα τρί­πο­δο, μὲ τὸ πρό­σω­πο γυ­μνό. Ἄρ­χι­σε νὰ κραυ­γά­ζει καὶ νὰ χει­ρο­νο­μεῖ, προ­σκα­λῶν­τας τους στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση. Ἦταν ὁ ἴλιγ­γος τοῦ τρα­γι­κοῦ ἢ τοῦ μοι­ραί­ου, ὁ πό­θος τῆς βύ­θι­σης.

       Δέ­χτη­καν. Ἡ γυ­ναῖ­κα κα­τέ­βη­κε ἀπ’ τὸ τρί­πο­δο καὶ βάλ­θη­κε νὰ σκί­ζει τὰ ἐν­δύ­μα­τά της φρε­νια­σμέ­νη. Οἱ ὑπό­λοι­ποι τὴν ἐν­θάρ­ρυ­ναν. Ἀπέ­μει­νε γυ­μνὴ κι ἔτρε­ξε νὰ κρυ­φτεῖ πί­σω ἀπ’ τὴν κουρ­τί­να. Μιὰ στιγ­μὴ ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ κόκ­κι­νο πα­νὶ ὑπο­χώ­ρη­σε κι αὐ­τό, ξαφ­νι­κά.

       Ἡ γυ­ναῖ­κα ἐκεῖ, πια­σμέ­νη στὰ πρά­σα.

       Οἱ ὑπό­λοι­ποι τὴ χαι­ρέ­τι­σαν μὲ καγ­χα­σμούς, ἐκεῖ­νος μὲ μιὰ κραυ­γὴ ποὺ τοῦ ξέ­φυ­γε.

       Δὲν ἔμε­νε πιὰ τί­πο­τε ἄλ­λο.

       Μὲ τὴν κραυ­γή του, οἱ ἄλ­λοι γύ­ρι­σαν καὶ τὸν κοί­τα­ζαν ἔκ­θαμ­βοι. Τὸ εἶ­χαν ἀπο­φα­σί­σει κι ἦταν ἀνέν­δο­τοι. Ἔμοια­ζαν ὑπερ­βο­λι­κὰ ἐρε­θι­σμέ­νοι, ἀσυ­νεί­δη­τοι. Ἄρ­χι­σαν νὰ γε­λοῦν, κα­λῶν­τας τον. Ἐκεῖ­νος δὲν ἄν­τε­χε ἄλ­λο καὶ πλη­σί­α­σε στὴν πόρ­τα. Βλέ­πον­τάς τον, ἔπια­σαν νὰ μουρ­μου­ρί­ζουν ἕνα πέν­θι­μο ρέκ­βιεμ, κα­τα­λή­γον­τας νὰ πνί­γον­ται στὰ γέ­λια.

       Φρι­κτὸ θέ­α­μα. Θέ­λη­σε ν’ ἀνοί­ξει τὴν πόρ­τα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ νιώ­θει, ἐν­τὸς κι ἐκτός του, ἕνα ὑπό­κω­φο οὐρ­λια­χτὸ καὶ ταυ­τό­χρο­να ἕνα βα­θὺ λή­θαρ­γο. Ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅτι τὸ ἴδιο ἔνιω­θαν καὶ οἱ ὑπό­λοι­ποι. Στα­μά­τη­σαν νὰ γε­λοῦν, σιώ­πη­σαν καὶ κα­θέ­νας τους κα­τέ­λα­βε κι ἀπὸ ἕνα κά­θι­σμα.

       Ἐκεῖ πα­ρέ­με­ναν, ἀκί­νη­τοι, μὲ τὰ μά­τια μι­σά­νοι­χτα καὶ τὰ βλέ­φα­ρα βα­ριά. Τοὺς φώ­να­ξε. Τί­πο­τα. Τοὺς ἔβρι­σε. Μο­να­δι­κή τους ἀπό­κρι­ση, τὸ βλέμ­μα κι ἕνα ἀνά­λα­φρο μει­δί­α­μα. Τὸν κά­λε­σαν νὰ κα­θί­σει. Κα­τά­λα­βε. Δὲ χω­ροῦ­σε ἄλ­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση.

       Δρα­πέ­τευ­σε. Στὸ δρό­μο, οἱ ἀν­τι­δρά­σεις πα­ρό­μοιες. Καὶ ἐκεῖ τὸν κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς μι­μη­θεῖ. Θὰ ἔφευ­γε ἀπ’ τὴν πό­λη. Κοί­τα­ζε τὸ τέ­λος σὰν ἐξω­τε­ρι­κὸς πα­ρα­τη­ρη­τής. Αὐ­τὸ ἦταν λοι­πὸν ἡ ἀγω­νία, μιὰ ἀγω­νία ἀρ­ρω­στη­μέ­νη.

       Ὁ ἥλιος χα­νό­ταν μὲ τὴ βρα­δύ­τη­τα ὑπνο­βά­τη. Ὅλοι εἶ­χαν πλέ­ον τὸ πρό­σω­πο ξέ­σκε­πο. Ἐπι­τά­χυ­νε τὸ βη­μα­τι­σμό. Ἔνιω­σε τὸ ἔδα­φος μα­λα­κὸ κι εἶ­χε τὴν αἴ­σθη­ση πὼς πα­τᾶ πά­νω σὲ ὄν­τα ζων­τα­νὰ καὶ χλι­α­ρά, μὲ λί­πος.

       Τὸ φευ­γιὸ ἔκα­νε τὰ πό­δια του βα­ριά. Ὅλοι τὸν κοί­τα­ζαν μὲ βλέμ­μα γυά­λι­νο καὶ χα­μό­γε­λο ἠλι­θί­ου, ἁπλώ­νον­τας τὰ χέ­ρια τους πρὸς τὸ μέ­ρος του.

       Ἀπε­γνω­σμέ­νος, ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει. Τὸ μό­νο ποὺ ἤθε­λε ἦταν νὰ γλι­τώ­σει. Πέ­ρα­σε γρή­γο­ρα μπρο­στὰ ἀπ’ τὸ σπί­τι του κι ἔνιω­σε ἕνα σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Ἔτρε­χε ὁλο­έ­να πιὸ γρή­γο­ρα. Οἱ σει­ρὲς τὰ σπί­τια περ­νοῦ­σαν πλάϊ του μὲ ἰλιγ­γιώ­δη τα­χύ­τη­τα. Ἐπί τέ­λους, ἔφτα­σε στὰ πε­ρί­χω­ρα. Στὰ κάμ­πο­σα μέ­τρα, διέ­κρι­νε ἕνα ὕψω­μα. Αὐ­τὸ θὰ ἦταν τὸ πάλ­κο του.

       Ἦταν ἡ πα­λιὰ ἡ πέ­τρα ἡ λευ­κή, ἡ πα­τριαρ­χι­κή, ποὺ πα­ρέ­με­νε στὴν ἄκρη τῆς πό­λης. Ἐξου­θε­νω­μέ­νος, κά­θι­σε πά­νω στὴν πέ­τρα.

       Τό­τε τὸν κυ­ρί­ευ­σε ἕνας λή­θαρ­γος ἐλα­φρύς. Ἔνιω­σε τὰ βλέ­φα­ρα βα­ριά. Αὐ­τὸ ἦταν... ὅπως ὅλα τὰ ἄλ­λα. Κα­τά­λα­βε. Ἀδυ­να­τοῦ­σε νὰ κου­νή­σει. Οὔ­τε καὶ τὸ ἐπι­θυ­μοῦ­σε, βέ­βαια, ἀπὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ κά­θη­σε. Κοί­τα­ξε πέ­ρα στὴν πό­λη καὶ πυ­κνὰ σύν­νε­φα πῆ­ραν νὰ τὴν σκε­πά­ζουν. Λή­θαρ­γος. Ἡ αἴ­σθη­ση ἦταν ὅμοια μὲ ἐκεί­νη τῶν πρώ­των στα­δί­ων τοῦ ὕπνου. Ἄφη­σε τὰ βλέ­φα­ρά του νὰ πέ­σουν, βα­ριά. Ἀπὸ τὴν πό­λη κα­τέ­φθα­ναν ἀκό­μη φω­νὲς ποὺ τὸν κα­λοῦ­σαν μὲ τὸ ὄνο­μά του, φω­νὲς ἀδύ­να­μες, ἀπό­μα­κρες...

       (1938)


Πη­γή: Ἀπὸ τὴν Ἱστο­σε­λι­δα: https://ciudadseva.com/texto/la-ciudad-enferma/

Μπαρ­ρέ­το, Ἕκτωρ (Héctor Francisco Barreto Ibáñez) (Σαν­τιά­γο τῆς Χι­λῆς, 1917-1936). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ ποι­η­τής, ὑπῆρ­ξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’38 στὴ Χι­λή, ἐπη­ρε­ά­ζον­τας πολ­λοὺς κα­το­πι­νούς του συγ­γρα­φεῖς. Ἐνερ­γὸς ἀκτι­βι­στὴς μὲ ἀρι­στε­ρὲς πε­ποι­θή­σεις, ὁ Μπαρ­ρέ­το δο­λο­φο­νή­θη­κε σὲ συμ­πλο­κὴ μὲ ἀκρο­δε­ξιὰ στοι­χεῖα τὸ 1936 σὲ ἡλι­κία μό­λις δε­κα­εν­νέα ἐτῶν, γε­γο­νὸς ποὺ διέ­κο­ψε ἄδο­ξα μιὰ λαμ­πρή, ὅπως προ­δια­γρα­φό­ταν, πο­ρεία.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984). Με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνίας ἀπὸ τὰ ἱσπα­νι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἀγ­γλι­κά (ΤΞΓΜΔ Κέ­ρκ­υρας, 2006 – Χαϊ­­δελβέρ­γη Γερ­μα­νί­ας, 2009). Δι­δάκτωρ στὶς με­τα­ποι­κιο­κρα­τι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀμε­ρι­κῆς (Μάιντς Γερ­μα­νι­́ας, 2020) καὶ δὶς ὑπο­τρ­όφος τῆς DAAD. Ἔχει ἀν­θο­λο­γήσει καὶ με­τα­φρά­σει τὴν Οὐ­ρου­γουα­νὴ Ἰδέα Βι­λα­ρί­νιο (Τὸ ἄ­νθος τῆς στά­χτης, ἐκδ. Gutenberg, 2015), τὸν Γερ­μα­νὸ Γκέ­ρριτ Μπέ­κκερ (Τὸ χρῶ­μα τῆς σκιᾶς, ἐκδ. Πε­ρι­σπω­μέ­νη, 2016 καὶ Οἱ πε­ρι­πέ­τειες τοῦ Πέτε­ρσεν στὴ θάλα­σσα, ἐκδ. Σμίλη, 2023), κα­θὼς καὶ τὸ ὑβρι­δι­κὸ μυ­θι­στό­ρ­ημα τῆς κα­θη­γή­τριας φι­λο­σο­φί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χι­λῆς, Σά­ντρας Μπα­κε­δά­νο Χέρ (Ὁ ἀό­ρ­ατος ἀκρο­α­τής, ἐκδ. Μαν­δρα­γό­ρας, 2020). Συ­νε­πι­με­λή­τρια στὶς 83 Ἱστο­ρί­ες μπον­ζάι γιὰ τὸ Ση­μεῖο Μη­δέν (ἐκδ. Σι­δέ­ρης, 2017). ῎­Εχει συμ­με­τά­σχει σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες μὲ με­τα­φρά­σεις καὶ ποιή­μ­ατ­ά της καί, ὡς στα­θε­ρὴ συ­νερ­γά­τ­ιδα πε­ριο­δι­κῶν, ἔχει δη­μο­σιεύ­σει πο­λυά­ρι­θμες με­τα­φρά­σεις, θε­μα­τι­κὰ ἀφι­ερ­ώ­μα­τα, δο­κί­μια, ρε­πορ­τὰζ καὶ κρι­τι­κο­γρα­φία. Ποί­­ησ­ή της ἔχει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ρου­μα­νι­κά. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Βε­ρο­λί­νο.


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 6:51 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.