Του Γιάννη Σχίζα
Η Αγία
Σοφία, τμήμα της Παγκόσμιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, έργο που επέζησε σε πολλές
και αντίξοες περιόδους, ανήκει στις
κορυφαίες δημιουργίες της Βυζαντινής Ναοδομίας. Έχει πρωτοποριακό σχεδιασμό και υπήρξε σύμβολο της πόλης, τόσο κατά τη
βυζαντινή όσο και κατά την οθωμανική περίοδο . Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως
υπήρχε κρήνη, στην οποία αναγράφονταν η φράση «ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ»
(νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου - όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή
διαβάζεται με δυο τρόπους – από μπροστά και από ανάποδα – αποδίδοντας το ίδιο νόημα.
Η Αγία
Σοφία έχει απειληθεί ως τώρα με
υποβάθμιση, λόγω της ιστορίας της : Από την ανέγερσή της το 537 επί βασιλείας
του Ιουστινιανού – με αρχιτέκτονες τους Ανθέμιο και Ισίδωρο –μέχρι το 1204, την κατοχή από τους «Σταυροφόρους», έως την αλλαγή της χρήσης επί Κεμάλ Ατατούρκ το 1935, που γίνεται Μουσείο, και την περίοδο που
«ολοκληρώνεται» με τον Ερντογκάν, καταργούμενης της Μουσειακής χρήσης, το 2020. Αποτέλεσε ένα αξιοζήλευτο μνημείο ιστορίας , κάτι
περισσότερο από σύμβολο των
απανταχού Χριστιανών, και ταυτόχρονα είναι
ένα θαυμαστό αρχιτεκτόνημα εξαιρετικών διαστάσεων , για την εποχή του και κάθε
εποχή. Είναι δεύτερο σε μέγεθος μετά το
Ναό του Αγίου Πέτρου, έχει διαστάσεις 78,16 Χ 71,82 μέτρα και ύψος 54 μέτρων,
αποτελεί δε κατασκευαστικό επίτευγμα για την εποχή της δημιουργίας του. Το καθεστώς
Ερντογκάν προτίμησε την «ήπια» λύση της
αλλαγής της χρήσης του αντί της ανατίναξης που
έκαναν οι Ταλιμπάν για τα αγάλματα
του Βούδα- αλλά οπωσδήποτε έχει μπροστά του χρόνο για πιο
ριζοσπαστικές λύσεις…
Κατά της μετατροπής της Αγίας Σοφίας είχαν ταχθεί πολιτικές αρχές
στις ΗΠΑ , την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία, καθώς και οι
θρησκευτικές αρχές σε πλήθος χριστιανικών χωρών σε Κεντρική Αμερική, Υποσαχάρια
Αφρική , Καραϊβική και Νότια Αμερική, και, φυσικά και η ΟΥΝΕΣΚΟ. Εξ άλλου την έντονη
αντίθεση και ανησυχία τους για τη μετατροπή
εξέφρασαν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πατριάρχης
της Μόσχας Κύριλλος.


Ο
ΣΤΥΛ ΕΠΙΠΛΩΣΗΣ στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δέκατου ἔνατου αἰῶνα
βρίσκει τὴ μοναδικὴ ἐπαρκῆ περιγραφὴ καὶ ἀνάλυση τοῦ σ' ἕνα
ὁρισμένο εἶδος ἀστυνομικού μυθιστορήματος, ποῦ στὸ
δυναμικό του ἐπίκεντρο βρίσκεται ὃ τρόμος τοῦ διαμερίσματος.
Ἡ διάταξη τῶν ἐπίπλων εἶναι συνάμα τὸ σχεδιάγραμμα τῶν
σημείων ὅπου βρίσκονται οἱ φονικὲς παγίδες, καὶ ἡ διαδοχὴ τῶν
δωματίων προδιαγράφει στὸ θῦμα τὴ διαδρομὴ τῆς φυγῆς του. Τὸ
γεγονὸς ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ εἶδος μυθιστορήματος ἀρχίνα μὲ
τὸν Πόου —τὸν καιρὸ δηλαδὴ ποὺ κατοικίες αὐτού τοῦ εἴδους
ἀκόμα σχεδὸν δὲν ὑπῆρχαν— δὲν ἀποτελεί ἀντίρρηση. Γιατί ὅλοι
ἄνεξαίρετά οἱ λογοτέ-χνὲς συνθέτουν σ' ἕναν κόσμο
μεταγενέστερο, ὅπως οἱ παρισινοὶ δρόμοι τῶν ποιημάτων τοῦ
Μπωντλαὶρ δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο μετὰ τὸ χίλια ἐννιακόσια, ὅπως
δὲν ὑπῆρχαν νωρίτερα καὶ οἵ ἄνθρωποι τοῦ Ντοστογέφσκι. Τὸ
ἀστικὸ ἐσωτερικό των δεκαετιών ἀπὸ τὸ ἑξῆντα μέχρι τὸ
ἐνενῆντα μὲ τοὺς τεράστιους, παραφορτωμένους γλυπτικὸ
διάκοσμο μπουφέδες, τὶς ἀνήλιαγες γωνιὲς ποῦ στέκει τὸ
φοινικόδεντρο, τ' ὀχυρωμένο πίσω ἀπὸ κιγκλίδωμα σαχνισὶ καὶ
τοὺς μακρεὶς διαδρόμους ὅπου συρίζει ἡ φλόγα τοῦ γκαζιοῦ, εἶναι
κατοικία κατάλληλη μονάχα γιὰ τὸ πτῶμα. «Στὸ ντιβάνι αὐτὸ ἡ
θεία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δολοφονηθεῖ.» Ἡ ἄψυχη πληθωρικότητα
τῆς ἐπίπλωσης γίνεται πραγματικὴ ἄνεση μόνο μπροστὰ στὸ
πτῶμα. 

















ΟΥΣΕ
ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν ἄκρη τοῦ δάσους. Ἡ ἡλικία της
ἀκαθόριστη. Ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἔλεγαν ὅτι πάντα ἔτσι
τὴν θυμόντουσαν: μιὰ σταλιὰ ὕπαρξη, ντυμένη στὰ μαῦρα, πάντα μὲ
ἕνα μεγάλο μαῦρο τριγωνικὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι, ποὺ τὸ ἔλεγε
τσίπα, καὶ στὸ ἀριστερό της χέρι τὸ μπαστοῦνι της, κρεμασμένο
ἀπὸ τὸν καρπό, ποὺ τὸ κρατοῦσε πιὸ πολὺ γιὰ προστασία παρὰ γιὰ
βοήθημα στὸ περπάτημα. Προστασία ἀπὸ τὰ σκυλιά, βέβαια, καὶ ὄχι
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν καὶ ἀνησυχοῦσαν ὅταν
ἀργοῦσε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ σακίδιό της κι αὐτὸ
μαῦρο, πάνινο, κρεμότανε πότε στὸν ζερβὸ καὶ πότε στὸν δεξό
της ὦμο καὶ περιεῖχε τὰ λίγα τρόφιμα ποὺ τῆς ἔδιναν· δεχόταν
μόνο ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη, γιὰ νὰ μὴν αὐξάνεται τὸ
βὰρος ποὺ κουβαλοῦσε. Τὸ μαντῆλι της ἦταν δεμένο μὲ τέτοιον
τρόπο, ποὺ τὸ κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινὸ σχεδὸν ἀνὺπαρκτο
καὶ μόνο τὰ μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν
ἀσταμάτητα στὸν ρυθμὸ τοῦ δεξιοῦ πάντα τανυσμένου χεριοῦ της·
εἶχε κι αὐτὸ ἕνα παράξενο περιστροφικὸ τρέμουλο, ὅπως καὶ τὸ
κεφάλι της, ποὺ σίγουρα προερχόταν εἴτε ἀπὸ κάποια πάθηση,
εἴτε ἀπὸ γηρατειά. Κανένας δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ χέρι της σὲ
κατάσταση ἠρεμίας. Δὲν εἶχε δόντια, τὰ σουρωμένα χείλη της
ἦταν τραβηγμένα πρὸς τὰ μέσα κι ἔκαναν τὸ μικρό της πηγούνι νὰ
φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στὶς λέξεις ποὺ εἶχαν
σῖγμα, αὐτὸ ὅμως δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν μιὰ καὶ τὸ νόημα τῶν
λόγων της ἔβγαινε ἀμέσως χωρὶς καμιὰ προσπάθεια.