
Εὐθύμιος Λέντζας
Γεμᾶτος στοργή
ΥΡΙΑΚΗ,
σχεδὸν πρωΐ. Βρέχει ὅπως ἔβρεχε καὶ χθές. Κάθομαι στὸν καναπέ,
τρίβω τὴν κοιλιά μου. Ἡ Ρόζα κοιμᾶται στὸ μέσα δωμάτιο – ἀκούω
τὴν ἀνάσα της, ἤρεμη, σταθερή. Ἔχω πολλὰ νὰ σκεφτῶ. Τὸ μεσημέρι
μὲ περιμένει ἡ μάνα μου γιὰ φαγητό. Σὲ ἕνα μῆνα ξενοικιάζω. Ἡ
Ρόζα δὲν ξέρει κάτι γι’ αὐτό. Οὔτε κι ἡ μάνα μου ξέρει. Οἱ
ἄνθρωποι (ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ κοντινοί μας) εὔκολα παρεξηγοῦν.
Θέλω νὰ πῶ πὼς κουράστηκα, μὰ ἴσως δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μὲ
καταλάβουν. Ἴσως ἂν τὸ κάνω λιγάκι πιὸ βαθύ, κάτι σάν ξέρεις Ρόζα, εἴμαστε νέοι καὶ δὲν πρέπει νὰ συνηθίζουμε σὲ καμία κατάσταση· κάπως ἔτσι τέλος πάντων.
Ἀνοίγω τὸ ψυγεῖο καὶ κατεβάζω μισὸ μπουκάλι δροσερὸ
νερό. Ξημερώνει πιὸ γρήγορα ἀπὸ ὅ,τι περίμενα. Τραβῶ τὴν μιὰ
πόρτα τῆς βεράντας στὴν ἀνάκλιση, νὰ μπεῖ φρέσκος ἀέρας. Ὁ
οὐρανὸς πάντα, ἕνα κυκλικὸ πλατὸ ἀπὸ ἐπιλογὲς κι ἀνάμεσα στὰ
σύννεφα ὁ ἥλιος δύσκολος, λὲς κι ἀναρωτιέται: «νὰ βγῶ ἢ νὰ μὴ
βγῶ;». Θὰ φανεῖ... Πρὸς τὸ παρὸν ἀνακατεύω τὰ μαλλιά μου, πλένω τὰ
μοῦτρα μου στὸ νιπτῆρα τῆς κουζίνας. Χθὲς βράδυ ἡ Ρόζα μὲ
ρώτησε ἂν τὴν ἀγαπάω.
Γεμᾶτος στοργὴ τὴν πῆρα στὴν ἀγκαλιά μου,
ἔτσι μικροσκοπικὴ ποὺ εἶναι, σχεδὸν τὴν ἐξαφάνισα. Κάναμε
ἔρωτα ἐνῷ ἔξω ἀκούγονταν τὰ πρῶτα μπουμπουνητά.
Τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας χτυπάει. Ρίχνω μιὰ ζακέτα στὴν
πλάτη κι ἀνοίγω. Εἶναι ἡ κυρία Στέλλα. Ἡ κυρία Στέλλα εἶναι ἡ
ἰδιοκτήτρια τοῦ σπιτιοῦ· ἐκείνη μένει στὸν τρίτο, ἕναν ὄροφο
κάτω δηλαδή. Ἔχασα τὴ γάτα, μοῦ λέει. Δὲν πιστεύω νὰ σὲ ξύπνησα
ἀγόρι μου, λέει. Ἐγὼ ἔχω τὸ νοῦ μου στὴν Ρόζα. Ὄχι, ὄχι, λέω.
Τελικὰ θὰ φύγεις; Ἀφοῦ σᾶς εἶπα κυρία Στέλλα, λέω. Ἀμὰν βρὲ
παιδάκι μου, λέει, καλὰ δὲν εἴμαστε ἐδῶ;... Ξύνω τὸ πηγούνι
τάχα νὰ δείξω σκεπτικὸς καὶ λέω, καλά... καλά... θὰ τὰ ποῦμε
ἄλλη ὥρα. Πάει νὰ πεῖ καὶ κάτι ἀκόμα. Τὴν προλαβαίνω – θὰ
κοιτάξω γιὰ τὴν γάτα, λέω καὶ κλείνω τὴν πόρτα.
Οὔτε καλὴ οὔτε κακή, ἡ κυρία Στέλλα εἶναι μιὰ ἀδιάφορη
γριὰ μὲ ἄποψη ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Ντὲ καὶ καλὰ νὰ πεῖ τὴ γνώμη
της. Ἀκόμα θυμᾶμαι πῶς πέταξε τὴν σκούφια της ὅταν τὸν
περασμένο Ἰούλιο κέρδισε τὶς ἐκλογὲς ἡ Νέα Δημοκρατία. Στὶς
δέκα ἡμέρες —ἐπάνω στὴ χαρά— χάνει τὸν ἄντρα της. Περνάω ἀπὸ τὸ
σπίτι νὰ συλλυπηθῶ. Ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη. Μιὰ ντουζίνα γριὲς
γύρω-γύρω ὅλες ἀπ’ τὴ χήρα. Πίνουν νερόβραστους καφέδες,
ψιθυρίζουν, σταγόνα δὲν ἀφήνουν στὰ φλιτζάνια – ὡραῖα
φλιτζάνια σὲτ μὲ τὰ πιατάκια καὶ τὴν μεγάλη κανάτα νερὸ στὸ
κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ. Μὲ βλέπουν οἱ γριές, μὲ καταπίνουν, μὲ
ρουφᾶνε. Δίνω τὴν καλύτερή μου ἀγκαλιὰ στὴν κυρία Στέλλα.
Ζηλεύουν οἱ γριές, νιώθω τὰ μάτια τους – μὲ ἀκολουθᾶνε:
Δελφικὲς μαστουρωμένες παρθένες.
Μὲ ἕνα χάδι κι ἕνα φιλὶ ξυπνάω τὴ Ρόζα. Γαμιόμαστε ὄμορφα.
Ὕστερα καπνίζουμε ἕνα τσιγάρο. Φτιάνω καφὲ καὶ γιὰ τοὺς δυό.
Θεέ μου, γιατί εἶναι τόσο χαρούμενη! Ἔπειτα περνάει στὸ μπάνιο
σὰν νὰ περνάει σὲ ἄλλη διάσταση. Ἐγὼ πετάγομαι ἀπ’ τὸ
κρεβάτι, σχεδὸν τρέχω ὣς τὸ παράθυρο. Σύννεφα στὸν οὐρανό –
περισσότερα σύννεφα, δὲν ὑπάρχει ἄλλο χρῶμα πέρα ἀπ’ τὸ
γκριζόμαυρο. Τὸ δωμάτιο γίνεται σκοτεινὸ κι ἀκόμα πιὸ
σκοτεινό. Ἡ Ρόζα στὸ μπάνιο, τὸ σῶμα της κάτω ἀπ’ τὸ ντούς, μὲ τὰ
μοναδικά της κάλλη στὸ ἔλεος τοῦ νεροῦ – μὲ ἀπειλεῖ, μὲ
ἀποπλανεῖ, μὲ σακατεύει. Προτοῦ λυγίσω, ἂν θὰ λυγίσω,
συγκεντρώνω τὶς δυνάμεις μου: μεσημέρι νὰ γίνει, νὰ φτάσω
ὅπως-ὅπως στὸ σπίτι τῆς μάνας μου· θὰ ἔχει, λέει, τὸ ἀγαπημένο μου
φαγητό. Κεφτέδες μὲ ζουμί; μακαρόνια μὲ κιμᾶ; κοτόπουλο
λεμονάτο στὸ φοῦρνο; Ἢ μήπως πατάτες γιαχνί;...

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει τρεῖς ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020), Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022), Ἀναχώματα (Κουκίδα, 2025) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου