Τάκης Γεράρδης Ἡ γριὰ μάνα«Τὰ βασίλεια γίνονται στάχτη καὶ οἱ ἡγέτες σκιές...»
Τὸ ἀγόρι στὰ νεανικά του χρόνια ἔδειχνε βραδύνοο, σχετικὰ βλαμμένο καὶ σχεδὸν ἀνίκανο – ἔμοιαζε μὲ ἕνα καταραμένο φορτίο στοὺς ὤμους της. Ἡ μάνα, γεμάτη ἀνησυχία, τὸ φρόντιζε μὲ αὐταπάρνηση στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ προστάτευε σὰν φυλαχτό, ὥσπου τὸ παιδί, στὴν ἐφηβεία του, ἀνυπόμονο, σήκωσε τὴ σημαία τῆς ἐπανάστασης. Ἦρθαν δύσκολοι καιροί. Ὁ κόσμος ἄλλαξε, καὶ ἄρχισαν νὰ ξεσποῦν καταιγίδες, ἕνας Ἀδόλφος μακέλευε τοὺς λαούς, κόντευε νὰ πνιγεῖ ἡ γριὰ ἀρχόντισσα. Τότε, ὁ νεαρὸς Ἀμέρικο, τιμῶντας τὸ γάλα ποὺ ἤπιε ἀπὸ τὰ στήθη της, ἦρθε ἀπὸ μακριὰ καὶ πολέμησε γιὰ νὰ τὴ λυτρώσει ἀπὸ τὸ φασιστικὸ σκοτάδι.Ὅμως ὁ χρόνος εἶναι ἐπιλήσμων καὶ ἀδυσώπητος. Τὸ βλαμμένο παλικάρι ἄντρεψε κι ἄλλο καὶ λησμόνησε τὴν καταγωγή του. Ἀφοῦ Τραμπαλίστηκε στὴν ἀρχή, ἄρχισε νὰ σκίζει τὸ χρυσό της μανδύα μὲ ἀσεβῆ χέρια, νὰ τὴ γελοιοποιεῖ στὴ δημόσια σκηνή, νὰ τῆς καρφώνει μαχαίρια στὰ περήφανα στήθη. Τώρα ἐπιδιώκει νὰ τὴ βάλει σὲ ἵδρυμα εὐγηρίας, ζητᾶ νὰ πληρωθεῖ ὁ λογαριασμὸς γιὰ ἐκείνη τὴ βοήθεια ποὺ τῆς εἶχε δώσει. Θέλει κυνικὰ νὰ τῆς ἀφαιρέσει ὣς καὶ τὰ τελευταῖα της κειμήλια. Ὅμως ἡ Γῆ γυρίζει καὶ συχνὰ μοιάζει μὲ τὶς σκουριασμένες ρόδες τῶν λούνα πὰρκ ποὺ ὅπως περιστρέφονται ἀκούγονται οἱ τριγμοὶ τῶν μετάλλων καὶ τῶν γραναζιῶν. Ὅσοι βρίσκονται στὴν κορυφὴ καὶ νομίζουν πὼς μποροῦν νὰ ἀτενίζουν τὸν ἥλιο καὶ τὸ σύμπαν μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς αἰωνιότητας, νομοτελειακὰ θὰ καταπέσουν στὴν ἀφάνεια, στὴν ἀπελπισία καὶ στὸ ψῦχος. Θὰ κλειστοῦν σφιχτὰ στὴν ἄγρια ἀγκαλιὰ τῆς Νέμεσης. Σᾶς τὰ λέω ἐγώ, ποὺ κάποτε βασίλεψα στὸν κόσμο· ποὺ εἶχα στὰ χέρια μου ἀμέτρητο χρυσάφι καὶ σμαράγδια καί, μὲ τὸν Ἰσκεντέρ, κατέκτησα ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Σήμερα, ὅμως, στέκομαι σὲ μιὰ γωνιά, ζητιανεύοντας γιὰ νὰ βρῶ φαγητὸ μιὰ ἀκόμη μέρα, ρωτῶντας τοὺς περαστικοὺς γιὰ τὴ Γοργόνα, τὴν ἀδερφὴ τοῦ Ἰσκεντέρ. Ἔτσι θὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὸν θρασὺ Ἀμέρικο καὶ τὴ χώρα του. Ἐσεῖς ποὺ θὰ ζήσετε θὰ μὲ μνημονεύσετε.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.Τάκης Γεράρδης (Ἀγρίνιο, 1953). Ἀπὸ τὸ 1963 ζεῖ κι ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε οἰκονομικὰ στὴ Βιομηχανικὴ Σχολὴ Πειραιᾶ καὶ δημοσιογραφία στὸ Frei Universitat Berlin. Ἀπὸ τὸ 1991 μέχρι τὸ 1997 ἐξέδιδε τὸ μηνιαῖο περιοδικὸ Ὁ καφές. Διηγήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ διάφορα λογοτεχνικὰ περιοδικά, ὁρισμένα δὲ ἐξ’ αὐτῶν συμπεριελήφθησαν σὲ ὁμαδικὲς ἐκδόσεις. Στίχοι του ἔχουν μελοποιηθεῖ. Πρώτη του ἐκδοση Ἠφαιστιογενῆ πετρώματα (Ἀθήνα, 1988, ποιήματα). Τελευταῖο του βιβλίο τὸ μυθιστόρημα Ὁ Τυπογράφος (Γραφή, 2022).Σημαντικὴ ἐνημερωση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱστολογίου: Δεῖτε ἐδῶ: Γιάννης Πατίλης: Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι. Στροφή . |

ΠΗΡΞΕ
ΚΑΠΟΤΕ μιὰ ἀριστοκράτισσα μάνα, ἡ Εὐρώπη, μὲ τὸ ὄνομα. Στὰ
νιᾶτα της ἦταν πανέμορφη καὶ βασίλευε στὸν κόσμο ὡς
ἀνυπέρβλητη γόησσα· κυριαρχοῦσε σὰν μοναδικὴ βασίλισσα, τὰ
ἀρσενικὰ τὰ εἶχε σκλαβωμένα, οἱ γυναῖκες τὴν φθονοῦσαν. Μιὰ
νύχτα σκοτεινή, ὕστερα ἀπὸ κάποια ὀργιαστικὰ γλέντια στὸ
λιμάνι, καρπώθηκε ἀνεπίδοτο σπόρο· ἔμεινε ἔγκυος, καὶ
γέννησε ἕνα ἀγοράκι ἀγνώστου πατρός, ἀποτέλεσμα τῆς
ὀργιαστικῆς ἔξαψης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου