
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ἡ Ἁγία Ρόδη ἡ ποιήτρια
ΟΥΣΕ
ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν ἄκρη τοῦ δάσους. Ἡ ἡλικία της
ἀκαθόριστη. Ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι ἔλεγαν ὅτι πάντα ἔτσι
τὴν θυμόντουσαν: μιὰ σταλιὰ ὕπαρξη, ντυμένη στὰ μαῦρα, πάντα μὲ
ἕνα μεγάλο μαῦρο τριγωνικὸ μαντῆλι στὸ κεφάλι, ποὺ τὸ ἔλεγε
τσίπα, καὶ στὸ ἀριστερό της χέρι τὸ μπαστοῦνι της, κρεμασμένο
ἀπὸ τὸν καρπό, ποὺ τὸ κρατοῦσε πιὸ πολὺ γιὰ προστασία παρὰ γιὰ
βοήθημα στὸ περπάτημα. Προστασία ἀπὸ τὰ σκυλιά, βέβαια, καὶ ὄχι
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν καὶ ἀνησυχοῦσαν ὅταν
ἀργοῦσε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ σακίδιό της κι αὐτὸ
μαῦρο, πάνινο, κρεμότανε πότε στὸν ζερβὸ καὶ πότε στὸν δεξό
της ὦμο καὶ περιεῖχε τὰ λίγα τρόφιμα ποὺ τῆς ἔδιναν· δεχόταν
μόνο ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη, γιὰ νὰ μὴν αὐξάνεται τὸ
βὰρος ποὺ κουβαλοῦσε. Τὸ μαντῆλι της ἦταν δεμένο μὲ τέτοιον
τρόπο, ποὺ τὸ κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινὸ σχεδὸν ἀνὺπαρκτο
καὶ μόνο τὰ μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν
ἀσταμάτητα στὸν ρυθμὸ τοῦ δεξιοῦ πάντα τανυσμένου χεριοῦ της·
εἶχε κι αὐτὸ ἕνα παράξενο περιστροφικὸ τρέμουλο, ὅπως καὶ τὸ
κεφάλι της, ποὺ σίγουρα προερχόταν εἴτε ἀπὸ κάποια πάθηση,
εἴτε ἀπὸ γηρατειά. Κανένας δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ τὸ χέρι της σὲ
κατάσταση ἠρεμίας. Δὲν εἶχε δόντια, τὰ σουρωμένα χείλη της
ἦταν τραβηγμένα πρὸς τὰ μέσα κι ἔκαναν τὸ μικρό της πηγούνι νὰ
φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στὶς λέξεις ποὺ εἶχαν
σῖγμα, αὐτὸ ὅμως δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν μιὰ καὶ τὸ νόημα τῶν
λόγων της ἔβγαινε ἀμέσως χωρὶς καμιὰ προσπάθεια.
Ἦταν πραγματικὰ ἕνα παράξενο πλάσμα ποὺ σίγουρα εἶχε
δραπετεύσει ἀπὸ κάποιο παραμύθι.
Ζοῦσε σ’ ἕνα σπιτάκι, ἐκεῖ
ποὺ τελειώνει τὸ δάσος καὶ ξεκινᾶ μιὰ ἀπέραντη κοιλάδα, ἡ ὁποία
φτάνει μέχρι τὶς παρυφὲς τοῦ Πενταδάκτυλου. Τὸ περιεχόμενο
τοῦ φτωχικοῦ της σπιτιοῦ λιτό. Τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα γιὰ νὰ
ἐπιβιώσει: ἕνα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδὴ τρεῖς τέσσερεις σανίδες
ἑνωμένες καὶ τέσσερα χαμηλά στρογγυλὰ πόδια, μιὰ κρεμαστὴ
ξύλινη κατασκευή, στὴν ὁποία φύλαγε τὸ τυρὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο
φαγώσιμο τῆς ἔδιναν, κὶ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ποὺ εἶχε μόνιμα
ἐπάνω μιὰ λάμπα πετρελαίου. Στὸν τοῖχο ἦταν μιὰ τετράγωνη
ἐσοχή-εἰκονοστάσι κι ἐκεῖ μέσα φύλαγε ἕνα καὶ μοναδικὸ παλιὸ
εἰκόνισμα, τὴν Ἁγία Ρόδη, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἀμυδρὰ ἀπὸ τὸ
φυτιλάκι ποὺ ἔκαιγε στὸ λάδι μιᾶς πράσινης κοντόχοντρης
καντήλας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκόμα ἕνα ἀποξηραμένο κρίνο, ἀπὸ τὸν
ἐπιτάφιο, μερικὰ φυτίλια κι ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἡ ἐσοχὴ
καλυπτόταν μὲ ἕνα εἰδικὸ κουρτινάκι ποὺ χωριζόταν στὰ δύο,
ἀπὸ τὴ βάση τοῦ κεντημένου σταυροῦ ὣς κάτω. Κανένας δὲν
γνώριζε γιατί εἶχε προτιμήσει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ σπιτάκι,
μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν εἶχε συγγενεῖς· οὔτε στενοὺς οὔτε
μακρινούς. Κανένας δὲν γνώριζε ἀπὸ ποῦ ἦρθε, κάποιοι μόνο
ἔλεγαν πὼς ἦταν Μικρασιάτισσα, μὰ δὲν τὸ ἔλεγαν μὲ σιγουριά,
ὑπόθεση ἔκαναν. Ὅλοι ὅμως γνώριζαν τ’ ὄνομά της, γιατί ἦταν ἡ
μόνη ἐρώτηση, στὴν ὁποία ἀπαντοῦσε ἀμέσως: Χατζηροδοῦ.
Ἡ φήμη της ἔφτανε καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ χωριά τῆς περιοχῆς·
ἦταν ἡ Χατζηροδοῦ, ἡ ποιήτρια, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν αὐτὸ
κοροϊδευτικά. Τὴν ἀποκαλοῦσαν ποιήτρια, γιατὶ πραγματικὰ
ἦταν ποιήτρια. Κάθε πρωὶ ξεκινοῦσε γιὰ μιὰ περιοδεία στὰ γύρω
χωριά, ποὺ διαρκοῦσε μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Καὶ κάθε μέρα
ἀκολουθοῦσε διαφορετικὴ διαδρομή. Ὄχι γιὰ νὰ ζητιανέψει,
ἀλλὰ γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ποιήματά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυπωμένα
βιβλία ἢ φυλλάδες· ἦταν ποιήματα ποὺ ἔφτιαχνε καὶ ἀπάγγελλε
ἐπιτόπου μετὰ ἀπὸ παραγγελία. Ξεκινοῦσε τὸ πρωῒ μὲ ἀργὸ
σταθερὸ βῆμα καὶ γύριζε τὸ ἀπόγευμα στὸ φτωχικό της, πλήρως
ἱκανοποιημένη.
Μόλις τὴ βλέπαμε νὰ ξεπροβάλλει στὸ δρομάκι πρὸς τὸ σπίτι
μας, τρέχαμε σὰν ἀστραπὴ νὰ προλάβουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ
πάρουμε δεκάρες ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ μπουρό, ποὺ ἔβαζαν γι’ αὐτὸ
τὸν σκοπὸ ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα. Ὅταν πλησίαζε ἀρκετά,
χαιρετοῦσε τραγουδιστά. Ἂν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δίπλα
της καθόταν, μὰ ἡ ἐπίσκεψή της δὲν διαρκοῦσε καὶ πολύ· μόνο ὅσο
χρειαζόταν, γιὰ νὰ ταιριὰξει μερικὰ στιχάκια καὶ νὰ πάρει την
ἀνταμοιβή της.
Βάζαμε τὴ δεκάρα στὸ χέρι ποὺ ἔτρεμε, καὶ λέγαμε μιὰ
λέξη, συνήθως τὸ ὄνομά μας ἢ μιὰ δύσκολη πολυσύλλαβη ἢ κάτι
ποὺ βλέπαμε μπροστά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταίριαζε τοὺς στίχους.
Αὐτὴ ἀνεβοκατέβαζε τὸ χέρι μερικὲς φορές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν
τσέπη της γιὰ νὰ κρύψει μέσα τὸ νόμισμα καὶ ὁ χρόνος μερικῶν
δευτερολέπτων ποὺ μεσολαβοῦσε τῆς ἦταν ἀρκετός γιὰ νὰ
συντάξει τὸ ποίημά της, ποὺ τὸ ἔλεγε χωρὶς κομπασμό. Ἐγὼ
προσπαθοῦσα νὰ τῆς βάζω τὶς πιὸ δύσκολες λέξεις ποὺ γνώριζα, μὰ
γι’ αὐτὴν ποτὲ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ δυσκολία. Στὴ στιγμὴ τὴ
συνταίριαζε μὲ ἄλλες γιὰ νὰ ὁμοιοκαταληκτεῖ. Κάποτε ποὺ τῆς
εἶχα βάλει στὸ χέρι μιὰ δεκάρα καὶ πρόφερα τὸ δικό της ὄνομα,
αὐτὴ χωρὶς χρονοτριβὴ μᾶς ἀπάγγειλε τὴ σύνθεσή της:
Εἶμαι μόνη μου στὸν κόσμο καὶ μὲ λὲν Χατζηροδούν
Κι ἂν ἔβλαψα ψυχὴ Θεοῦ σὰν Τὸν δοῦν νὰ τοῦ τὸ ποῦν
Δὲν
ἔβλαψε ποτὲ κανέναν. Κάποτε ὅμως, στὴν ὥρα τους, ἐφαρμόζονται
οἱ ἀπαράβατοι κανόνες τοῦ σύμπαντος. Ἡ ἑκατόχρονη ποιήτρια,
ἕνα ἀπόγευμα, ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια, καθὼς ἦταν
ἀκουμπισμένη σ’ ἕνα πεζούλι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ.
Ἐκείνη τὴ στερνὴ στιγμὴ ταίριαξε καὶ τοὺς τελευταίους της
στίχους, γι’ αὐτὸν ποὺ στεκότανε μπροστά της, περιμένοντας:
Ἦρθες νὰ πάρεις τὴν ψυχὴ κρατῶντας τὸ σπαθί σου
Μὰ νὰ τὴν πάρεις δὲν μπορεῖς τὴν Ποίηση μαζί σου
Τὴν
ἔθαψαν τὸ ἴδιο ἀπόγευμα. Καὶ ὅταν πῆγε μιὰ ἐπιτροπὴ στὸ σπιτάκι
της, σὲ μιὰ γωνιὰ βρῆκαν ἕνα μικρὸ θησαυρό. Ἕναν σωρὸ μὲ
νομίσματα, σκεπασμένο μὲ κουρέλια καὶ πολλὰ ἄλλα
ἀντικείμενα. Ἦταν, κυρίως, χιλιάδες δεκάρες καὶ εἰκοσάρες,
οὐσιαστικὰ ἄχρηστες γι’ αὐτήν, ἀντὶδωρα γιὰ τὸν ἀμητὸ τῆς
σοφίας της, ποὺ πρόσφερε στὸν κόσμο μέσῳ τῶν ποιημάτων της στὴν
πολύχρονη ζωή της.
Στὸ σπιτάκι της δίπλα ἔκτισαν στὴ μνήμη της ἕνα μικρὸ
ἐκκλησάκι κι ἔβαλαν μέσα τὴν εἰκόνα ποὺ βρῆκαν στὸ φτωχικό
της. Εἶναι γνωστὸ σὰν τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ρόδης τῆς ποιήτριας,
μὰ τώρα, δυστυχῶς, μετὰ τὴ βάρβαρη εἰσβολὴ στὸ νησί, μόνο
κάποια ἐρείπια ὑπάρχουν. Χάθηκε καὶ ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει σὲ
ποιό σαλόνι στὴν Εὐρώπη ἢ στὴν Ἀμερικὴ θὰ βρίσκεται, ὡς
διαλεχτὸ καὶ μοναδικὸ ἀπόκτημα, ὅπως τόσα ἄλλα κλεμμένα μας.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ 20 Διηγήματα, ἐκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία 2014.
Ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαὴλ
γεννήθηκε στὸ Βασίλι τῆς Κύπρου. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ
τὸ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο Ἀμμοχώστου σπούδασε μαθηματικὰ στὸ
Πανεπιστήμιο Ἀθηνών. Ἐργασίες του —βιβλιογραφίες,
ἐργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα— ἔχουν
δημοσιευτεῖ σὲ ἑλλαδικὰ καὶ κυπριακὰ περιοδικά, στὸν
κυπριακὸ τύπο, καθὼς καὶ σὲ ἀνθολογίες καὶ σὲ συλλογικὰ ἔργα
στὴν Κύπρο, τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀλλοῦ. Ἔχει τέσσερις ποιητικὲς
συλλογές: Διθαλάσσου, Κάρβας 2012, Πικρόλιθος, Κάρβας 2014, Ὕδατα Ὑδάτων, Κάρβας 2016 καὶ Ὕλεμ, Κάρβας 2024. Δύο ποιητικές του συλλογὲς ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικά. Ἔχει τρεῖς συλλογὲς διηγημάτων: Ἡ κόρη τοῦ δραγουμάνου, Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2003· 20 Διηγήματα, Κάρβας, Κύπρος, 2014· Φυσορρόος,
Βακχικόν, Ἀθήνα 2019. Διηγήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ
ἀγγλικά, ὁλλανδικὰ καὶ ἀλβανικά. Τὸ τελευταῖο βιβλίο του
εἶναι τὸ μυθιστόρημα Ὅταν σωπᾶσαν τὰ πουλιά, Κάρβας
2024. Ἔχει διοργανώσει ἀτομικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καὶ
συμμετεῖχε σὲ πολλὲς ὁμαδικές. Ὑπῆρξε μὲλος τῆς πνευματικῆς
ὀμάδας τῶν περιοδικῶν λόγου, τέχνης καὶ προβληματισμοῦ «Ὁ
Κύκλος» καὶ «Κυπριακὴ Βιβλιοφιλία-Φιλοτεχνία.» Ζεῖ στὴ
Λευκωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου