oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας: Γε­μᾶ­τος στορ­γή

 



 planodion on 25 Νοέμβριος 2025



Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας


Γε­μᾶ­τος στορ­γή


ΥΡΙΑΚΗ, σχε­δὸν πρωΐ. Βρέ­χει ὅπως ἔβρε­χε καὶ χθές. Κά­θο­μαι στὸν κα­να­πέ, τρί­βω τὴν κοι­λιά μου. Ἡ Ρό­ζα κοι­μᾶ­ται στὸ μέ­σα δω­μά­τιο – ἀκούω τὴν ἀνά­σα της, ἤρε­μη, στα­θε­ρή. Ἔχω πολ­λὰ νὰ σκε­φτῶ. Τὸ με­ση­μέ­ρι μὲ πε­ρι­μέ­νει ἡ μά­να μου γιὰ φα­γη­τό. Σὲ ἕνα μῆ­να ξε­νοι­κιά­ζω. Ἡ Ρό­ζα δὲν ξέ­ρει κά­τι γι’ αὐ­τό. Οὔ­τε κι ἡ μά­να μου ξέ­ρει. Οἱ ἄν­θρω­ποι (ἀκό­μα καὶ οἱ πιὸ κον­τι­νοί μας) εὔ­κο­λα πα­ρε­ξη­γοῦν. Θέ­λω νὰ πῶ πὼς κου­ρά­στη­κα, μὰ ἴσως δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸ γιὰ νὰ μὲ κα­τα­λά­βουν. Ἴσως ἂν τὸ κά­νω λι­γά­κι πιὸ βα­θύ, κά­τι σάν ξέ­ρεις Ρό­ζα, εἴ­μα­στε νέ­οι καὶ δὲν πρέ­πει νὰ συ­νη­θί­ζου­με σὲ κα­μία κα­τά­στα­ση­· κά­πως ἔτσι τέ­λος πάν­των.

       Ἀνοί­γω τὸ ψυ­γεῖο καὶ κα­τε­βά­ζω μι­σὸ μπου­κά­λι δρο­σε­ρὸ νε­ρό. Ξη­με­ρώ­νει πιὸ γρή­γο­ρα ἀπὸ ὅ,τι πε­ρί­με­να. Τρα­βῶ τὴν μιὰ πόρ­τα τῆς βε­ράν­τας στὴν ἀνά­κλιση, νὰ μπεῖ φρέ­σκος ἀέ­ρας. Ὁ οὐ­ρα­νὸς πάν­τα, ἕνα κυ­κλι­κὸ πλα­τὸ ἀπὸ ἐπι­λο­γὲς κι ἀνά­με­σα στὰ σύν­νε­φα ὁ ἥλιος δύ­σκο­λος, λὲς κι ἀνα­ρω­τιέ­ται: «νὰ βγῶ ἢ νὰ μὴ βγῶ;». Θὰ φα­νεῖ... Πρὸς τὸ πα­ρὸν ἀνα­κα­τεύω τὰ μαλ­λιά μου, πλέ­νω τὰ μοῦ­τρα μου στὸ νι­πτῆ­ρα τῆς κου­ζί­νας. Χθὲς βρά­δυ ἡ Ρό­ζα μὲ ρώ­τη­σε ἂν τὴν ἀγα­πάω.

Γε­μᾶ­τος στορ­γὴ τὴν πῆ­ρα στὴν ἀγ­κα­λιά μου, ἔτσι μι­κρο­σκο­πι­κὴ ποὺ εἶ­ναι, σχε­δὸν τὴν ἐξα­φά­νι­σα. Κά­να­με ἔρω­τα ἐνῷ ἔξω ἀκού­γον­ταν τὰ πρῶ­τα μπου­μπου­νη­τά.

       Τὸ κου­δού­νι τῆς ἐξώ­πορ­τας χτυ­πά­ει. Ρί­χνω μιὰ ζα­κέ­τα στὴν πλά­τη κι ἀνοί­γω. Εἶ­ναι ἡ κυ­ρία Στέλ­λα. Ἡ κυ­ρία Στέλ­λα εἶ­ναι ἡ ἰδιο­κτή­τρια τοῦ σπι­τιοῦ· ἐκεί­νη μέ­νει στὸν τρί­το, ἕναν ὄρο­φο κά­τω δη­λα­δή. Ἔχα­σα τὴ γά­τα, μοῦ λέ­ει. Δὲν πι­στεύω νὰ σὲ ξύ­πνη­σα ἀγό­ρι μου, λέ­ει. Ἐγὼ ἔχω τὸ νοῦ μου στὴν Ρό­ζα. Ὄχι, ὄχι, λέω. Τε­λι­κὰ θὰ φύ­γεις; Ἀφοῦ σᾶς εἶ­πα κυ­ρία Στέλ­λα, λέω. Ἀμὰν βρὲ παι­δά­κι μου, λέ­ει, κα­λὰ δὲν εἴ­μα­στε ἐδῶ;... Ξύ­νω τὸ πη­γού­νι τά­χα νὰ δεί­ξω σκε­πτι­κὸς καὶ λέω, κα­λά... κα­λά... θὰ τὰ ποῦ­με ἄλ­λη ὥρα. Πά­ει νὰ πεῖ καὶ κά­τι ἀκό­μα. Τὴν προ­λα­βαί­νω – θὰ κοι­τά­ξω γιὰ τὴν γά­τα, λέω καὶ κλεί­νω τὴν πόρ­τα.

       Οὔ­τε κα­λὴ οὔ­τε κα­κή, ἡ κυ­ρία Στέλ­λα εἶ­ναι μιὰ ἀδιά­φο­ρη γριὰ μὲ ἄπο­ψη ἐπὶ παν­τὸς ἐπι­στη­τοῦ. Ντὲ καὶ κα­λὰ νὰ πεῖ τὴ γνώ­μη της. Ἀκό­μα θυ­μᾶ­μαι πῶς πέ­τα­ξε τὴν σκού­φια της ὅταν τὸν πε­ρα­σμέ­νο Ἰού­λιο κέρ­δι­σε τὶς ἐκλο­γὲς ἡ Νέα Δη­μο­κρα­τία. Στὶς δέ­κα ἡμέ­ρες —ἐπά­νω στὴ χα­ρά— χά­νει τὸν ἄν­τρα της. Περ­νάω ἀπὸ τὸ σπί­τι νὰ συλ­λυ­πη­θῶ. Ἡ πόρ­τα ὀρ­θά­νοι­χτη. Μιὰ ντου­ζί­να γριὲς γύ­ρω-γύ­ρω ὅλες ἀπ’ τὴ χή­ρα. Πί­νουν νε­ρό­βρα­στους κα­φέ­δες, ψι­θυ­ρί­ζουν, στα­γό­να δὲν ἀφή­νουν στὰ φλι­τζά­νια – ὡραῖα φλι­τζά­νια σὲτ μὲ τὰ πια­τά­κια καὶ τὴν με­γά­λη κα­νά­τα νε­ρὸ στὸ κέν­τρο τοῦ τρα­πε­ζιοῦ. Μὲ βλέ­πουν οἱ γριές, μὲ κα­τα­πί­νουν, μὲ ρου­φᾶ­νε. Δί­νω τὴν κα­λύ­τε­ρή μου ἀγ­κα­λιὰ στὴν κυ­ρία Στέλ­λα. Ζη­λεύ­ουν οἱ γριές, νιώ­θω τὰ μά­τια τους – μὲ ἀκο­λου­θᾶ­νε: Δελ­φι­κὲς μα­στου­ρω­μέ­νες παρ­θέ­νες.

       Μὲ ἕνα χά­δι κι ἕνα φι­λὶ ξυ­πνάω τὴ Ρό­ζα. Γα­μιό­μα­στε ὄμορ­φα. Ὕστε­ρα κα­πνί­ζου­με ἕνα τσι­γά­ρο. Φτιά­νω κα­φὲ καὶ γιὰ τοὺς δυό. Θεέ μου, για­τί εἶ­ναι τό­σο χα­ρού­με­νη! Ἔπει­τα περ­νά­ει στὸ μπά­νιο σὰν νὰ περ­νά­ει σὲ ἄλ­λη διά­στα­ση. Ἐγὼ πε­τά­γο­μαι ἀπ’ τὸ κρε­βά­τι, σχε­δὸν τρέ­χω ὣς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Σύν­νε­φα στὸν οὐ­ρα­νό – πε­ρισ­σό­τε­ρα σύν­νε­φα, δὲν ὑπάρ­χει ἄλ­λο χρῶ­μα πέ­ρα ἀπ’ τὸ γκρι­ζό­μαυ­ρο. Τὸ δω­μά­τιο γί­νε­ται σκο­τει­νὸ κι ἀκό­μα πιὸ σκο­τει­νό. Ἡ Ρό­ζα στὸ μπά­νιο, τὸ σῶ­μα της κά­τω ἀπ’ τὸ ντούς, μὲ τὰ μο­να­δι­κά της κάλ­λη στὸ ἔλε­ος τοῦ νε­ροῦ – μὲ ἀπει­λεῖ, μὲ ἀπο­πλα­νεῖ, μὲ σα­κα­τεύ­ει. Προ­τοῦ λυ­γί­σω, ἂν θὰ λυ­γί­σω, συγ­κεν­τρώ­νω τὶς δυ­νά­μεις μου: με­ση­μέ­ρι νὰ γί­νει, νὰ φτά­σω ὅπως-ὅπως στὸ σπί­τι τῆς μά­νας μου· θὰ ἔχει, λέ­ει, τὸ ἀγα­πη­μέ­νο μου φα­γη­τό. Κε­φτέ­δες μὲ ζου­μί; μα­κα­ρό­νια μὲ κι­μᾶ; κο­τό­που­λο λε­μο­νά­το στὸ φοῦρ­νο; Ἢ μή­πως πα­τά­τες για­χνί;...



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει τρεῖς ποι­ητι­κὲς συλ­λο­γές: Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμ­μένες στὸν κῆπο (αὐ­το­­έ­κδοση, 2020), Τὸ Με­­ρί­­διο (Θράκα, 2022), Ἀ­­να­χώ­μα­τα (Κου­κί­δα, 2025) καὶ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­­γη­μά­­των Στὰ βρά­­χια καὶ στὴ θάλασ­σα (Γρά­φημα, 2023).

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


oikoparaxenos στις 4:59 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.