
Σήμερα ἦταν πολὺ θλιμμένος. Εἶχε παραγγείλει τοὺς καφέδες τους. Κοιτοῦσε ἔξω, ἀλλὰ τὸ βλέμμα του εἶχε κάτι τὸ ἀπόκοσμο. Πῆγε κοντά του, τοῦ ψιθύρισε τὸ σ’ ἀγαπῶ της, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἀντέδρασε. Δὲν πειράζει σκέφτηκε. Θὰ μοῦ πεῖ σὲ λίγο τί ἔχει. Τὸν χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ ἀκούμπησε τὸ δικό της στὸν ὦμο του, ὅπως τοῦ ἄρεσε. Ἔμεινε ἔτσι μαζί του ἀρκετὴ ὥρα καὶ ἔνιωθε πὼς ὁ κόσμος της ὅλος ἦταν ἐκεῖ, σὲ ἐκεῖνο τὸ καφέ.
Τὸν ἔπιασαν τὰ κλάματα. Οἱ λυγμοί του ἀκούστηκαν μέχρι κάτω καὶ ἡ σερβιτόρα ἀνέβηκε τρέχοντας πάνω νὰ δεῖ ἂν εἶχε γίνει κάτι. «Τὴν ἔνιωσα» τῆς εἶπε. «Ἦρθε καὶ σήμερα. Ποτὲ δὲ λείπει. Πάντα ξέρει ποῦ νὰ μὲ βρεῖ.»
Πλήρωσε τοὺς καφέδες μὲ χέρια ποὺ ἔδειχναν συντριβή. Φύλαξε τὸ βιβλίο ποὺ τῆς εἶχε ἀφιερώσει τὴν ψυχή του… Κάθε πρωὶ τὸ ἔφερνε καὶ τῆς διάβαζε τοὺς στίχους του, γιατὶ ἔτσι πίστευε ὅτι τὸν ἀκούει. Καὶ αὔριο ἐκεῖ θὰ ἦταν. Θὰ παράγγελνε τοὺς καφέδες τους. Καὶ ἂς εἶχε χαθεῖ ἐκείνη γιὰ πάντα…
Πηγὴ Κούτση (Ζάκυνθος, 1972). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται στὸ Μητροπολιτικὸ Κολέγιο. Ἔχει σπουδάσει Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία στὸ Παντεῖο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν Ψυχολογία.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου