Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΠΥΡΓΟΣ (EINSTEINTURM) : ΕΞΥΨΩΣΗ Του Ζήση Κοτιώνη


στη θέση όπου φύονταν
επτά επί οκτώ
ίσον πενήντα έξι φλαμουριές
ορθώθηκε ο Πύργος του Einstein
κατά τι ψηλότερα από τα δένδρα
κάπου ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Από τον κορμό του πύργου εξείχε μοναχά το κεφάλι 
και με μισάνοιχτο το χαλύβδινο βλέφαρο
το πελώριο μάτι κοιτούσε τον ήλιο.
Η λαμπερή εικόνα περνούσε
από τον οισοφάγο αμάσητη
και προβαλλόταν σε υπόσκαφη αίθουσα
σαν να ήταν η Γη ο βυθός
και περισκόπιο ο Πύργος.

Την κρύα ημέρα του χειμώνα
κατέβηκα στου Πύργου τα έγκατα
και σκύβοντας  πέρασα
στην αίθουσα του ήλιου, εκεί
δυο Γερμανοί ερευνητές
μου πρότειναν να καθίσω μπροστά στην οθόνη
είδα
την φλεγόμενη μάζα του αστεριού
να γεμίζει με φως  τον καθρέφτη
εστιάζοντας ύστερα
σε μια μαύρη κηλίδα
στον ωκεανό της πυρηνικής συντελείας
στο βάθος του ματιού μου
προβλήθηκε ανάποδα
 το περίγραμμα της μαύρης  κηλίδας στον ήλιο
λες κι ήταν νησί.
Αναγνώρισα εκεί την Αττική:
φλέγονταν όλοι οι ορεινοί
όγκοι της χερσονήσου
και στον τόπο  που υποτίθεται ότι απλώνεται η Αθήνα
μια τρύπα  παλλόταν
σαν ένα χταπόδι
γραπωμένο στην φλεγόμενη σάρκα του ήλιου.
Βγαίνοντας από τον Πύργο
όπου παρέμεινα τόσο καιρό,
όσο θέλει το φώς για να φτάσει
από το ένα αστέρι στο άλλο,
είχε όντως καλοκαιριάσει∙
τα χιόνια είχαν λιώσει
κι ο υπόλευκος διάκοσμος του κτηρίου
− σάρκα μαζί και σκελετός −
οριοθετούσε τη φιλική του εξύψωση
μέσα στο βαθυπράσινο ξέφωτο του δάσους.
Κοντοστάθηκα και κάθισα
στο γρασίδι να εποπτεύσω για τελευταία φορά
το ανθρωπόμορφο σώμα του πύργου
που ξελαιμιάζονταν για να εποπτεύσει
επάνω απ’ τον κόσμο τα άστρα.
Έσκυψα το κεφάλι
και το βλέμμα μου σούρθηκε
 με ντροπή  προς τα κάτω, στο χώμα
το σκάλιζα με ένα σβησμένο τσιγάρο
αναζητώντας τους λόγους
για τη σκοτεινή αντανάκλαση
της αρχαίας  μου χώρας
μές στις μικρές
σκιές που σχημάτιζαν
ως ακτίνες τα χόρτα.
Γιατί όσες στροφές και αν κάνει
ο μαιανδρικός ποταμός της ιστορίας
άλλους λαούς ενθαρρύνει ακάλυπτους,
να εκτοξεύουν στο διάστημα
γενναία ερωτήματα
κι άλλους αφήνει παράμερα
σκυμμένους στην όχθη
στο διηνεκές να κοιτάζουν
τους εαυτούς τους
μες στης ροής του νερού τον σπασμένο καθρέφτη
καθώς ντύνονται με επώνυμα ρούχα
και φλυαρούν ασταμάτητα
για να γοητεύουνε, λέει, ο ένας τον άλλον.
Ήρθε η ώρα τότε να στοχαστώ
την ιστορία του Πύργου
τους τελευταίους πενήντα
έξι  χειμώνες
τη σιωπή και την πτώση
άκουσα μέσα μου
να βγαίνει απ’ τα φύλλα
τον μακρύ, στον αιώνα, απόηχο της βόμβας
και από το Πότσνταμ στράφηκε ο νους μου
στις εκκρεμότητες που ονομάζουμε φίλους.
Τους είδα να ταξιδεύουν το καλοκαίρι
στην άγονη γραμμή
και να διατυπώνουν την θεωρία
του διαρκούς ερειπίου
κόντρα σε αυτό που ονομάζουν
οι φυσικοί σχετικότητα.
Τινάζοντας από πάνω μου
την υγρασία των χόρτων
έστρεψα το κεφάλι στο νότο
και το μάτι τους έκλεισα.
Λες κι ήταν κοντά μου
οι φίλοι αυτοί που όσο παρέμενα
μέσα στο μπούνκερ
και μελετούσα τον ήλιο
εκτοξευμένος στον μέλλοντα χρόνο
ως νεκρούς τους μνημόνευα.
                                                                                                        



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου