
Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη
Μέδουσας φτύμα
μάσκες φοράει
ἀλλάζει προσωπεῖα
σπάει καθρέφτες
ΑΘΟΤΑΝ
ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ μὲ τὸν ἄνδρα καὶ τὰ παιδιά. Ἀπαστράπτουσα.
Φινετσάτη, κι ἂς ἦταν κάπως παλιὰ τὰ ροῦχα. Παρέπεμπε σὲ ντίβα
ἐποχῆς. Ὁ ἄνδρας δίπλα, ἀσήμαντος. Τὰ παιδιά, ὀμορφούλικα καὶ
ζωηρά, πηγαινοέρχονταν ἕνα τσοῦρμο. Ἀπέναντι ἡ μάνα
χαμογελαστὴ μὲ ἤρεμο βλέμμα. Σχεδὸν ἀθώου παιδιοῦ. Ἀπὸ δίπλα ἡ
γιαγιά. Περνοῦσε συνεχῶς ὅλους μὲ τὸ βλέμμα της σὰν ραντάρ,
ἰδιαίτερα τὴν Ἀνδρονίκη. Λὲς καὶ ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ὅλα ἦταν
ἐντάξει. Πότε-πότε ἔριχνε κλεφτὲς ματιὲς στοὺς χωριανοὺς στὰ
γύρω τραπέζια. Δὲν ἦταν συνηθισμένη σὲ οἰκογενειακὲς
ἐξόδους. Φοβόταν μὴν τοὺς μποῦν στὸ μάτι. Μὴν τοὺς προσβάλει
κάποιος μὲ καμιὰ μπηχτή, μὲ κανένα ὑπονοούμενο. Λίγο πιὸ πέρα
καθόταν ἡ γηραιὰ κυρία. Ἐκείνη ἡ σκυλόγρια. Ἡ Ἀνδρονίκη δὲν
ἄντεχε νὰ τὴ βλέπει μπροστά της· πάθαινε μόλις τὴν ἀντίκριζε.
Μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο, κι ἀκόμη ἀρνιόταν νὰ ἀποδεχτεῖ τὸ νῆμα
ποὺ τὶς ἔδενε. «Ἐμεῖς θὰ φορτωθοῦμε τὸ μπάσταρδο; Ὁλόκληρη
ποδοσφαιρικὴ ὁμάδα εἶχε περάσει τὴ μάνα της. Γιατί νὰ εἶναι
δικό μας τὸ μούλικο;», ἔλεγε καὶ ξανάλεγε, ὅταν κάποια
γειτόνισσα τολμοῦσε νὰ θίξει τὸ θέμα.
Ἡ πλατεῖα τοῦ χωριοῦ γεμάτη στὸ ἐτήσιο γλέντι γιὰ τὸ
ἀντάμωμα τῶν ἀπανταχοῦ συγχωριανῶν. Μικροὶ μεγάλοι, γέροι
παιδιά, ὅλοι μαζὶ κάθονταν παρέες παρέες καὶ γλεντοῦσαν μὲ
σουβλάκι, σπιτικὲς πίτες, μπύρες, ἀναψυκτικά. Λαϊκὰ πράματα.
Μὲ μερικὰ εὐρὼ διασκέδαζαν καὶ χόρευαν κάτω ἀπὸ τὸν ἔναστρο
οὐρανό. Τὸ ἀντάμωμα διοργάνωναν οἱ γυναῖκες τοῦ
πολιτιστικοῦ συλλόγου. Κάθε καλοκαίρι, ἔψηναν πίτες καὶ
σουβλάκια, καλοῦσαν λαϊκὲς ὀρχῆστρες.
Ἡ Ἀνδρονίκη κάθε τόσο ἔβρισκε ἀφορμὴ γιὰ νὰ σηκωθεῖ.
Ἄλλοτε γιὰ νὰ χορέψει καὶ ἄλλοτε γιὰ νὰ πεῖ κάτι σὲ κάποιον
παραδίπλα. Γοητευτική. Περπατοῦσε λικνίζοντας μὲ σαγήνη
τὸ καλλίγραμμο κορμί της. Μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς
ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἀτόμου ποὺ τὰ εἶχε βρεῖ μὲ τὸν ἑαυτὸ καὶ μὲ
τοὺς γύρω. Ἀτόμου μὲ πηγαία κατάφαση ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ σὲ
ὅλα. Ἄν, ὅμως, τὴν πρόσεχες λίγο καλύτερα, ἔβλεπες ἄλλα. Τοὺς
ἄντρες τοὺς κρατοῦσε ἀπὸ μακριὰ καὶ τοὺς προκαλοῦσε συνάμα. Τὰ
βλέμματά τους ἔπεφταν λαίμαργα πάνω της. Πολλὲς φορὲς βρόμικα.
Ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ἀρέσει στοὺς ἄνδρες. Ἐπεδίωκε νὰ τοὺς
προκαλεῖ. Δὲν ἤξερε ἀκριβῶς τί ἦταν αὐτὸ ποὺ τὴν ὠθοῦσε νὰ τὸ
κάνει. Ἤθελε μὲ κάθε εὐκαιρία νὰ τοὺς ἀνάβει καὶ νὰ τοὺς ἀφήνει
νὰ λιώνουν. Κι αὐτὴ νὰ σβήνει μὲ τὸν ἀσήμαντο τὸ βράδυ στὸ σπίτι.
Γι’ αὐτόν, τοὐλάχιστον, ἦταν σίγουρη. Αὐτὸς τὴ λάτρευε. Θὰ ἦταν
πάντα πλάϊ της. Σκλάβος. Τὴ σκυλόγρια οὔτε ποὺ γύριζε νὰ τὴν
κοιτάξει. Ἔδειχνε νὰ τῆς εἶναι παντελῶς ἀδιάφορη. Μέσα της,
ὅμως, ἔβραζε. Ἤθελε ὄχι μόνο νὰ τῆς κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία
της, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν τσιγκλήσει μὲ τὸν πιὸ προκλητικὸ τρόπο.
Ἀκόμη καὶ νὰ τῆς χιμήξει, ἂν γινόταν.
«Μὲ ἀνακατώνει ποὺ τὴ βλέπω. Ἂν συνεχίσει νὰ
πηγαινοέρχεται τὸ πορνίδιο, θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω», εἶπε κάποια
στιγμὴ χαμηλόφωνα ἡ γηραιὰ κυρία στὴ διπλανή της. «Γιατί
πορνίδιο; Παντρεμένη γυναῖκα μὲ παιδιὰ εἶναι. Καὶ πῶς τοῦ
μοιάζει... ὁλόϊδια εἶναι ἀκόμη καὶ στὸ βάδισμα», ἀπάντησε
ἐκείνη μέσα ἀπὸ τὰ δόντια. «Κοίτα, μᾶς κουβάλησε καὶ τὸ
πουταναριὸ τὴ μάνα της», συνέχισε ἡ γηραιὰ κυρία μὲ
ἀπαξίωση. Ἀγέρωχη ἡ Ἀνδρονίκη ξανασηκώθηκε γιὰ χορό. Τοῦ
ἔμοιαζε καὶ σὲ αὐτό. Μὲ ἁπαλὲς πλαστικὲς κινήσεις λεπταίσθητης
σαγήνης. Ἀπόλαυση νὰ τὴ βλέπεις Κι ἂς εἶχε τὶς γόβες στιλέτο
φθαρμένες. Εἶχε ἕναν ἀέρα, μιὰ αὔρα ντίβας πάνω της. Μετὰ τὸν
χορὸ ξανακάθισε. Ὁ ἄνδρας —πάντα σιωπηλὸς— δίπλα της
κατέβαζε μπύρες. Κάπου κάπου χασκογελοῦσε μὲ τὰ παιδιά. Δὲν
τοῦ ἔριχνε οὔτε μιὰ ματιά. Αὐτὸς ἦταν πάντα ἐκεῖ. Οἱ κινήσεις της
ὅλες μελετημένες, λὲς καὶ πρὶν ἀπὸ τὶς ἐξόδους ἔκανε πρόβες
μπρὸς στὸν καθρέφτη μιμούμενη μανεκὲν καὶ στὰρ τοῦ σινεμά. Μὲ
ἀμυδρὸ χαμόγελο ἀνεμελιᾶς καὶ ἐπιτηδευμένης συγκατάβασης
κοίταζε τάχα ἀδιάφορα γύρω. Κάποιες φορὲς ἔριχνε ματιὲς στὴ
μάνα, ποὺ καθόταν εὐχαριστημένη ἀντίκρυ καὶ τὴν καμάρωνε
μαζὶ μὲ τὴν γιαγιά.
Κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε ἔτσι τὴ μάνα, αἰσθανόταν κάπως
δικαιωμένη μετὰ τὸν γολγοθᾶ. Γιὰ τὴν ἴδια ἦταν δύσκολα. Ἀπὸ
μέσα της οὔρλιαζαν φωνές. «Τουρκόσπορο». «Μπάσταρδο». «Ποῦ
εἶναι ἡ μάνα σου ρέ; Ποιός σὲ ἔσπειρε ἐσένα; Γιατί σὲ ἔχει ἡ
γιαγιά, μούλικο; Εἶσαι γιὰ παρτοῦζες;» Καὶ ἐκείνη ἡ σκατόψυχη ἡ
σκυλόγρια, ποὺ καθόταν χωρὶς ντροπὴ παραδίπλα, νὰ ἔρχεται
μπροστὰ στὰ μάτια της ξανὰ καὶ ξανὰ σὰν ἐπαναλαμβανόμενο
βίντεο, νὰ τὴ διώχνει σηκώνοντας κατὰ πάνω της τὸ σκουπόξυλο
τῆς αὐλῆς, νὰ τῆς φωνάζει: «Μὴ ξαναπατήσεις τὸ πόδι σου,
πουτάνας γέννα. Τράβα νὰ γίνεις σὰν κι ἐκείνη, τράβα ἀπὸ κεῖ ποὺ
ἦρθες, μπάσταρδο.»
Τὸ κεφάλι βούιζε. Παραλίγο νὰ σωριαστεῖ κάτω. Νὰ
ἀρχίσει νὰ οὐρλιάζει κι αὐτή, γιὰ νὰ σιγήσουν τα μέσα
οὐρλιαχτά. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὴν ἄγγιξε τὸ βελούδινο βλέμμα τῆς
γιαγιᾶς, ποὺ τῆς ἔγνεψε κατευναστικά. Ἤξερε ἡ γιαγιά —αὐτὴ τὴν
ἀνάστησε— καὶ ἔνιωθε τὴν παραμικρή της ἀντίδραση. Τὸ γαλήνιο
νεῦμα της τὴ συνέφερε κάπως. Ἀνάσαινε ἀσθμαίνοντας. Πῆρε ἕνα
τσιγάρο. Πῆγε νὰ τὸ βάλει στὸ στόμα νὰ ρουφήξει. Μὲ τὸ ποὺ
ἄνοιξε τὸ στόμα ἁπλώθηκε μαῦρο σκοτάδι. Πίσσα. Πηγάδι
θεοσκότεινο τὸ στόμα. Τὸ πρόσωπο μεταμορφώθηκε.
Παραμορφώθηκε· τερατόμορφο. Κακόσχημο ὁμοίωμα δράκαινας.
Ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ χοάνη τοῦ στόματος ξεχείλιζε ἀκατάσχετος
ὀχετός. Μέδουσας φτύμα, φίδια κομμένα, βδέλλες ποὺ ἔψαχναν νὰ
κολλήσουν βεντοῦζες. Ὅλα τα «μούλικα» καὶ τὰ «πουτάνας κόρη»
ποὺ σωρεύτηκαν μέσα της πῆραν μορφὴ καὶ ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τὸ
στόμα. Τὸν γνώριζε ἀπὸ παιδὶ αὐτὸν τὸν ὀχετό. Μιὰ ζωὴ τὸν ἔφερε
μέσα της. Συμβίωνε μαζί του. Μὲ χέρι τρεμάμενο καὶ κινήσεις
κάπως ἀσταθεῖς ἔβαλε τὸ τσιγάρο στὸ στόμα. Πῆρε μιὰ βαθιὰ
ρουφηξιά. Ξαναρούφηξε. Γέμισε τὰ πνευμόνια καπνό. Φύσηξε
τὸν καπνὸ πρὸς τὰ πάνω. Πῆρε ἀπανωτὲς ἀνάσες. Βαθιές. Ἀμέσως
μετὰ ἄδειασε μονορούφι τὴ μπύρα ἀπ’ τὸ ποτήρι. Ξαναπῆρε
βαθιὲς ἀνάσες. Σκούπισε τὰ χείλη καὶ ἔκλεισε τὸ στόμα. Αὐτὸ
ἦταν. Μὲ τὸ ποὺ ἔκλεισε τὸ στόμα τὰ τέρατα κρύφτηκαν πάλι.
Ὅλα ἐξαφανίστηκαν ὡς διὰ μαγείας πίσω ἀπὸ ἕνα λαμπερὸ
προσωπεῖο μὲ ἀνεπαίσθητο μειδίαμα. Οἱ κινήσεις της
ἐπανέκτησαν κάπως τὴ φινετσάτη χάρη. Μὲ στόμα κλειστὸ καὶ
σύσπαση τῶν μυῶν γύρω ἀπὸ τὰ χείλη, φρύδια ἐλαφρῶς ἀνασηκωμένα
σὲ μιὰ ἔκφραση ἀπέριττα γοητευτικὴ καὶ πάλι. Μὲ μιὰ πρώτη
ματιὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἀτόμου ποὺ τὰ εἶχε
βρεῖ μὲ τὸν ἑαυτὸ καὶ τοὺς γύρω. Ἀτόμου μὲ πηγαία κατάφαση
ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ τόπος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).
Ἡ Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη
ζεῖ στὶς Σέρρες ἀπ' ὅπου κατάγεται. Εἶναι Κλινικὴ Ψυχολόγος
(MSc), ποιήτρια, συγγραφέας καὶ μεταφράστρια, μέλος τῆς
Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν Θεσσαλονίκης. Ἐργάστηκε σὲ δημόσιες
μονάδες Ἐκπαίδευσης, Ἀποκατάστασης καὶ Ψυχικῆς Ὑγείας στὴ
Σουηδία καὶ στὴν Ἑλλάδα. Ἐξέδωσε ἕξι ποιητικὲς συλλογές, ἡ
τελευταία της ἔχει τίτλο Μὲ λένε Εὔα (ἐκδόσεις Μανδραγόρας, 2023). Ἐξέδωσε τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὁ τόπος μέσα μας
(ἐκδόσεις Ἁρμός), ἐνῷ ἀνθολόγησε καὶ μετέφρασε τέσσερα
βιβλία σουηδικῆς ποίησης. Ποιήματα καὶ διηγήματά της
μεταφράστηκαν καὶ δημοσιεύτηκαν σὲ ἄλλες γλῶσσες. Τὸ 2024
κυκλοφόρησε ἀνθολογία ποιημάτων της στὰ ἱσπανικὰ μὲ τίτλο Los hijos de Eva
σὲ μετάφραση τοῦ José Antonio Moreno Jurado ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
Padilla Libros, Sevilla. Τὸ 2023 τῆς ἀπονεμήθηκε Τιμητικὴ
διάκριση στὸ 1ο Διεθνὲς Φεστιβὰλ Ποίησης Σερρῶν τοῦ Συνδέσμου
Φιλολόγων καὶ τὸ 2024 τῆς ἀπονεμήθηκε τιμητικὴ διάκριση γιὰ
τὸ ποιητικό της ἔργο καὶ τὴν κοινωνικὴ προσφορά της ἀπὸ τὴν
Λέσχη Λάϊονς Σερρῶν Στρυμονιᾶς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου