oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη: Μέ­δου­σας φτύ­μα

 



By planodion on 2 Ἰούλιος 2025



Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη


Μέ­δου­σας φτύ­μα


μά­σκες φο­ρά­ει 
ἀλ­λά­ζει προ­σω­πεῖα 
 
σπά­ει κα­θρέ­φτες

Α­ΘΟ­ΤΑΝ ΣΤΟ ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙ μὲ τὸν ἄν­δρα καὶ τὰ παι­διά. Ἀπα­στρά­πτου­σα. Φι­νε­τσά­τη, κι ἂς ἦταν κά­πως πα­λιὰ τὰ ροῦ­χα. Πα­ρέ­πεμ­πε σὲ ντί­βα ἐπο­χῆς. Ὁ ἄν­δρας δί­πλα, ἀσή­μαν­τος. Τὰ παι­διά, ὀμορ­φού­λι­κα καὶ ζω­η­ρά, πη­γαι­νο­έρ­χον­ταν ἕνα τσοῦρ­μο. Ἀπέ­ναν­τι ἡ μά­να χα­μο­γε­λα­στὴ μὲ ἤρε­μο βλέμ­μα. Σχε­δὸν ἀθώ­ου παι­διοῦ. Ἀπὸ δί­πλα ἡ για­γιά. Περ­νοῦ­σε συ­νε­χῶς ὅλους μὲ τὸ βλέμ­μα της σὰν ραν­τάρ, ἰδιαί­τε­ρα τὴν Ἀν­δρο­νί­κη. Λὲς καὶ ἤθε­λε νὰ βε­βαιω­θεῖ ὅτι ὅλα ἦταν ἐν­τά­ξει. Πό­τε-πό­τε ἔρι­χνε κλε­φτὲς μα­τιὲς στοὺς χω­ρια­νοὺς στὰ γύ­ρω τρα­πέ­ζια. Δὲν ἦταν συ­νη­θι­σμέ­νη σὲ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς ἐξό­δους. Φο­βό­ταν μὴν τοὺς μποῦν στὸ μά­τι. Μὴν τοὺς προ­σβά­λει κά­ποιος μὲ κα­μιὰ μπη­χτή, μὲ κα­νέ­να ὑπο­νο­ού­με­νο. Λί­γο πιὸ πέ­ρα κα­θό­ταν ἡ γη­ραιὰ κυ­ρία. Ἐκεί­νη ἡ σκυ­λό­γρια. Ἡ Ἀν­δρο­νί­κη δὲν ἄν­τε­χε νὰ τὴ βλέ­πει μπρο­στά της· πά­θαι­νε μό­λις τὴν ἀν­τί­κρι­ζε.

Μὲ τὸ ἕνα πό­δι στὸν τά­φο, κι ἀκό­μη ἀρ­νιό­ταν νὰ ἀπο­δε­χτεῖ τὸ νῆ­μα ποὺ τὶς ἔδε­νε. «Ἐμεῖς θὰ φορ­τω­θοῦ­με τὸ μπά­σταρ­δο; Ὁλό­κλη­ρη πο­δο­σφαι­ρι­κὴ ὁμά­δα εἶ­χε πε­ρά­σει τὴ μά­να της. Για­τί νὰ εἶ­ναι δι­κό μας τὸ μού­λι­κο;», ἔλε­γε καὶ ξα­νά­λε­γε, ὅταν κά­ποια γει­τό­νισ­σα τολ­μοῦ­σε νὰ θί­ξει τὸ θέ­μα.

       Ἡ πλα­τεῖα τοῦ χω­ριοῦ γε­μά­τη στὸ ἐτή­σιο γλέν­τι γιὰ τὸ ἀν­τά­μω­μα τῶν ἀπαν­τα­χοῦ συγ­χω­ρια­νῶν. Μι­κροὶ με­γά­λοι, γέ­ροι παι­διά, ὅλοι μα­ζὶ κά­θον­ταν πα­ρέ­ες πα­ρέ­ες καὶ γλεν­τοῦ­σαν μὲ σου­βλά­κι, σπι­τι­κὲς πί­τες, μπύ­ρες, ἀνα­ψυ­κτι­κά. Λαϊ­κὰ πρά­μα­τα. Μὲ με­ρι­κὰ εὐ­ρὼ δια­σκέ­δα­ζαν καὶ χό­ρευαν κά­τω ἀπὸ τὸν ἔνα­στρο οὐ­ρα­νό. Τὸ ἀν­τά­μω­μα διορ­γά­νω­ναν οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ πο­λι­τι­στι­κοῦ συλ­λό­γου. Κά­θε κα­λο­καί­ρι, ἔψη­ναν πί­τες καὶ σου­βλά­κια, κα­λοῦ­σαν λαϊ­κὲς ὀρ­χῆ­στρες.

       Ἡ Ἀν­δρο­νί­κη κά­θε τό­σο ἔβρι­σκε ἀφορ­μὴ γιὰ νὰ ση­κω­θεῖ. Ἄλ­λο­τε γιὰ νὰ χο­ρέ­ψει καὶ ἄλ­λο­τε γιὰ νὰ πεῖ κά­τι σὲ κά­ποιον πα­ρα­δί­πλα. Γο­η­τευ­τι­κή. Περ­πα­τοῦ­σε λι­κνί­ζον­τας μὲ σα­γή­νη τὸ καλ­λί­γραμ­μο κορ­μί της. Μὲ μιὰ πρώ­τη μα­τιὰ θὰ ἔλε­γε κα­νεὶς πὼς ἔδι­νε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ἀτό­μου ποὺ τὰ εἶ­χε βρεῖ μὲ τὸν ἑαυ­τὸ καὶ μὲ τοὺς γύ­ρω. Ἀτό­μου μὲ πη­γαία κα­τά­φα­ση ἀπέ­ναν­τι σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα. Ἄν, ὅμως, τὴν πρό­σε­χες λί­γο κα­λύ­τε­ρα, ἔβλε­πες ἄλ­λα. Τοὺς ἄν­τρες τοὺς κρα­τοῦ­σε ἀπὸ μα­κριὰ καὶ τοὺς προ­κα­λοῦ­σε συ­νά­μα. Τὰ βλέμ­μα­τά τους ἔπε­φταν λαί­μαρ­γα πά­νω της. Πολ­λὲς φο­ρὲς βρό­μι­κα. Ἤξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ ὅτι ἀρέ­σει στοὺς ἄν­δρες. Ἐπε­δί­ω­κε νὰ τοὺς προ­κα­λεῖ. Δὲν ἤξε­ρε ἀκρι­βῶς τί ἦταν αὐ­τὸ ποὺ τὴν ὠθοῦ­σε νὰ τὸ κά­νει. Ἤθε­λε μὲ κά­θε εὐ­και­ρία νὰ τοὺς ἀνά­βει καὶ νὰ τοὺς ἀφή­νει νὰ λιώ­νουν. Κι αὐ­τὴ νὰ σβή­νει μὲ τὸν ἀσή­μαν­το τὸ βρά­δυ στὸ σπί­τι. Γι’ αὐ­τόν, τοὐ­λά­χι­στον, ἦταν σί­γου­ρη. Αὐ­τὸς τὴ λά­τρευε. Θὰ ἦταν πάν­τα πλάϊ της. Σκλά­βος. Τὴ σκυ­λό­γρια οὔ­τε ποὺ γύ­ρι­ζε νὰ τὴν κοι­τά­ξει. Ἔδει­χνε νὰ τῆς εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἀδιά­φο­ρη. Μέ­σα της, ὅμως, ἔβρα­ζε. Ἤθε­λε ὄχι μό­νο νὰ τῆς κά­νει αἰ­σθη­τὴ τὴν πα­ρου­σία της, ἀλ­λὰ καὶ νὰ τὴν τσιγ­κλή­σει μὲ τὸν πιὸ προ­κλη­τι­κὸ τρό­πο. Ἀκό­μη καὶ νὰ τῆς χι­μή­ξει, ἂν γι­νό­ταν.

       «Μὲ ἀνα­κα­τώ­νει ποὺ τὴ βλέ­πω. Ἂν συ­νε­χί­σει νὰ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται τὸ πορ­νί­διο, θὰ ση­κω­θῶ νὰ φύ­γω», εἶ­πε κά­ποια στιγ­μὴ χα­μη­λό­φω­να ἡ γη­ραιὰ κυ­ρία στὴ δι­πλα­νή της. «Για­τί πορ­νί­διο; Παν­τρε­μέ­νη γυ­ναῖ­κα μὲ παι­διὰ εἶ­ναι. Καὶ πῶς τοῦ μοιά­ζει... ὁλόϊ­δια εἶ­ναι ἀκό­μη καὶ στὸ βά­δι­σμα», ἀπάν­τη­σε ἐκεί­νη μέ­σα ἀπὸ τὰ δόν­τια. «Κοί­τα, μᾶς κου­βά­λη­σε καὶ τὸ που­τα­να­ριὸ τὴ μά­να της», συ­νέ­χι­σε ἡ γη­ραιὰ κυ­ρία μὲ ἀπα­ξί­ω­ση. Ἀγέ­ρω­χη ἡ Ἀν­δρο­νί­κη ξα­να­ση­κώ­θη­κε γιὰ χο­ρό. Τοῦ ἔμοια­ζε καὶ σὲ αὐ­τό. Μὲ ἁπα­λὲς πλα­στι­κὲς κι­νή­σεις λε­πταί­σθη­της σα­γή­νης. Ἀπό­λαυ­ση νὰ τὴ βλέ­πεις Κι ἂς εἶ­χε τὶς γό­βες στι­λέ­το φθαρ­μέ­νες. Εἶ­χε ἕναν ἀέ­ρα, μιὰ αὔ­ρα ντί­βας πά­νω της. Με­τὰ τὸν χο­ρὸ ξα­να­κά­θι­σε. Ὁ ἄν­δρας —πάν­τα σιω­πη­λὸς— δί­πλα της κα­τέ­βα­ζε μπύ­ρες. Κά­που κά­που χα­σκο­γε­λοῦ­σε μὲ τὰ παι­διά. Δὲν τοῦ ἔρι­χνε οὔ­τε μιὰ μα­τιά. Αὐ­τὸς ἦταν πάν­τα ἐκεῖ. Οἱ κι­νή­σεις της ὅλες με­λε­τη­μέ­νες, λὲς καὶ πρὶν ἀπὸ τὶς ἐξό­δους ἔκα­νε πρό­βες μπρὸς στὸν κα­θρέ­φτη μι­μού­με­νη μα­νε­κὲν καὶ στὰρ τοῦ σι­νε­μά. Μὲ ἀμυ­δρὸ χα­μό­γε­λο ἀνε­με­λιᾶς καὶ ἐπι­τη­δευ­μέ­νης συγ­κα­τά­βα­σης κοί­τα­ζε τά­χα ἀδιά­φο­ρα γύ­ρω. Κά­ποιες φο­ρὲς ἔρι­χνε μα­τιὲς στὴ μά­να, ποὺ κα­θό­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη ἀν­τί­κρυ καὶ τὴν κα­μά­ρω­νε μα­ζὶ μὲ τὴν για­γιά.

       Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἔβλε­πε ἔτσι τὴ μά­να, αἰ­σθα­νό­ταν κά­πως δι­καιω­μέ­νη με­τὰ τὸν γολ­γο­θᾶ. Γιὰ τὴν ἴδια ἦταν δύ­σκο­λα. Ἀπὸ μέ­σα της οὔρ­λια­ζαν φω­νές. «Τουρ­κό­σπο­ρο». «Μπά­σταρ­δο». «Ποῦ εἶ­ναι ἡ μά­να σου ρέ; Ποιός σὲ ἔσπει­ρε ἐσέ­να; Για­τί σὲ ἔχει ἡ για­γιά, μού­λι­κο; Εἶ­σαι γιὰ παρ­τοῦ­ζες;» Καὶ ἐκεί­νη ἡ σκα­τό­ψυ­χη ἡ σκυ­λό­γρια, ποὺ κα­θό­ταν χω­ρὶς ντρο­πὴ πα­ρα­δί­πλα, νὰ ἔρ­χε­ται μπρο­στὰ στὰ μά­τια της ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ σὰν ἐπα­να­λαμ­βα­νό­με­νο βί­ντεο, νὰ τὴ διώ­χνει ση­κώ­νον­τας κα­τὰ πά­νω της τὸ σκου­πό­ξυ­λο τῆς αὐ­λῆς, νὰ τῆς φω­νά­ζει: «Μὴ ξα­να­πα­τή­σεις τὸ πό­δι σου, που­τά­νας γέν­να. Τρά­βα νὰ γί­νεις σὰν κι ἐκεί­νη, τρά­βα ἀπὸ κεῖ ποὺ ἦρ­θες, μπά­σταρ­δο.»

       Τὸ κε­φά­λι βού­ι­ζε. Πα­ρα­λί­γο νὰ σω­ρια­στεῖ κά­τω. Νὰ ἀρ­χί­σει νὰ οὐρ­λιά­ζει κι αὐ­τή, γιὰ νὰ σι­γή­σουν τα μέ­σα οὐρ­λια­χτά. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὴν ἄγ­γι­ξε τὸ βε­λού­δι­νο βλέμ­μα τῆς για­γιᾶς, ποὺ τῆς ἔγνε­ψε κα­τευ­να­στι­κά. Ἤξε­ρε ἡ για­γιά —αὐ­τὴ τὴν ἀνά­στη­σε— καὶ ἔνιω­θε τὴν πα­ρα­μι­κρή της ἀν­τί­δρα­ση. Τὸ γα­λή­νιο νεῦ­μα της τὴ συ­νέ­φε­ρε κά­πως. Ἀνά­σαι­νε ἀσθμαί­νον­τας. Πῆ­ρε ἕνα τσι­γά­ρο. Πῆ­γε νὰ τὸ βά­λει στὸ στό­μα νὰ ρου­φή­ξει. Μὲ τὸ ποὺ ἄνοι­ξε τὸ στό­μα ἁπλώ­θη­κε μαῦ­ρο σκο­τά­δι. Πίσ­σα. Πη­γά­δι θε­ο­σκό­τει­νο τὸ στό­μα. Τὸ πρό­σω­πο με­τα­μορ­φώ­θη­κε. Πα­ρα­μορ­φώ­θη­κε· τε­ρα­τό­μορ­φο. Κα­κό­σχη­μο ὁμοί­ω­μα δρά­και­νας. Ἀπὸ τὴ σκο­τει­νὴ χο­ά­νη τοῦ στό­μα­τος ξε­χεί­λι­ζε ἀκα­τά­σχε­τος ὀχε­τός. Μέ­δου­σας φτύ­μα, φί­δια κομ­μέ­να, βδέλ­λες ποὺ ἔψα­χναν νὰ κολ­λή­σουν βεν­τοῦ­ζες. Ὅλα τα «μού­λι­κα» καὶ τὰ «που­τά­νας κό­ρη» ποὺ σω­ρεύ­τη­καν μέ­σα της πῆ­ραν μορ­φὴ καὶ ξε­πη­δοῦ­σαν ἀπὸ τὸ στό­μα. Τὸν γνώ­ρι­ζε ἀπὸ παι­δὶ αὐ­τὸν τὸν ὀχε­τό. Μιὰ ζωὴ τὸν ἔφε­ρε μέ­σα της. Συμ­βί­ω­νε μα­ζί του. Μὲ χέ­ρι τρε­μά­με­νο καὶ κι­νή­σεις κά­πως ἀστα­θεῖς ἔβα­λε τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Πῆ­ρε μιὰ βα­θιὰ ρου­φη­ξιά. Ξα­να­ρού­φη­ξε. Γέ­μι­σε τὰ πνευ­μό­νια κα­πνό. Φύ­ση­ξε τὸν κα­πνὸ πρὸς τὰ πά­νω. Πῆ­ρε ἀπα­νω­τὲς ἀνά­σες. Βα­θιές. Ἀμέ­σως με­τὰ ἄδεια­σε μο­νο­ρού­φι τὴ μπύ­ρα ἀπ’ τὸ πο­τή­ρι. Ξα­να­πῆ­ρε βα­θιὲς ἀνά­σες. Σκού­πι­σε τὰ χεί­λη καὶ ἔκλει­σε τὸ στό­μα. Αὐ­τὸ ἦταν. Μὲ τὸ ποὺ ἔκλει­σε τὸ στό­μα τὰ τέ­ρα­τα κρύ­φτη­καν πά­λι.

       Ὅλα ἐξα­φα­νί­στη­καν ὡς διὰ μα­γεί­ας πί­σω ἀπὸ ἕνα λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πεῖο μὲ ἀνε­παί­σθη­το μει­δί­α­μα. Οἱ κι­νή­σεις της ἐπα­νέ­κτη­σαν κά­πως τὴ φι­νε­τσά­τη χά­ρη. Μὲ στό­μα κλει­στὸ καὶ σύ­σπα­ση τῶν μυῶν γύ­ρω ἀπὸ τὰ χεί­λη, φρύ­δια ἐλα­φρῶς ἀνα­ση­κω­μέ­να σὲ μιὰ ἔκ­φρα­ση ἀπέ­ριτ­τα γο­η­τευ­τι­κὴ καὶ πά­λι. Μὲ μιὰ πρώ­τη μα­τιὰ θὰ ἔλε­γε κα­νεὶς πὼς ἔδι­νε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ἀτό­μου ποὺ τὰ εἶ­χε βρεῖ μὲ τὸν ἑαυ­τὸ καὶ τοὺς γύ­ρω. Ἀτό­μου μὲ πη­γαία κα­τά­φα­ση ἀπέ­ναν­τι σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ διη­γη­μά­των Ὁ τό­πος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).

Ἡ Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη ζεῖ στὶς Σέρ­ρες ἀπ' ὅπου κα­τά­γε­ται. Εἶ­ναι Κλι­νι­κὴ Ψυ­χο­λό­γος (MSc), ποι­ή­τρια, συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρά­στρια, μέ­λος τῆς Ἑται­ρεί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἐρ­γά­στη­κε σὲ δη­μό­σιες μο­νά­δες Ἐκ­παί­δευ­σης, Ἀπο­κα­τά­στα­σης καὶ Ψυ­χι­κῆς Ὑγεί­ας στὴ Σου­η­δία καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἐξέ­δω­σε ἕξι ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἡ τε­λευ­ταία της ἔχει τί­τλο Μὲ λέ­νε Εὔα (ἐκ­δό­σεις Μαν­δρα­γό­ρας, 2023). Ἐξέ­δω­σε τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ τό­πος μέ­σα μας (ἐκ­δό­σεις Ἁρ­μός), ἐνῷ ἀν­θο­λό­γη­σε καὶ με­τέ­φρα­σε τέσ­σε­ρα βι­βλία σου­η­δι­κῆς ποί­η­σης. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τά της με­τα­φρά­στη­καν καὶ δη­μο­σιεύ­τη­καν σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες. Τὸ 2024 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀν­θο­λο­γία ποι­η­μά­των της στὰ ἱσπα­νι­κὰ μὲ τί­τλο Los hi­jos de E­va σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Jo­sé An­to­nio More­no Ju­ra­do ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Pa­dil­la Li­bros, Se­vil­la. Τὸ 2023 τῆς ἀπο­νε­μή­θη­κε Τι­μη­τι­κὴ διά­κρι­ση στὸ 1ο Διε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Ποί­η­σης Σερ­ρῶν τοῦ Συν­δέ­σμου Φι­λο­λό­γων καὶ τὸ 2024 τῆς ἀπο­νε­μή­θη­κε τι­μη­τι­κὴ διά­κρι­ση γιὰ τὸ ποι­η­τι­κό της ἔρ­γο καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ προ­σφο­ρά της ἀπὸ τὴν Λέ­σχη Λάϊ­ονς Σερ­ρῶν Στρυ­μο­νιᾶς.


 

Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 5:43 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.