oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Πάμ­πλο Μπρά­ου (Pablo Brau): Ο ἥρωας

 



 planodion on 8 Νοέμβριος 2025



Πάμ­πλο Μπρά­ου (Pablo Brau)


(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 2/4)

Ἐπι­λο­γή, με­τά­φρα­ση: Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη


Ὁ ἥρω­ας

(El heroe)


ΤΟ ΣΚΗ­ΝΙ­ΚΟ


ΙΧΑΜΕ φτά­σει στὶς φυ­τεῖ­ες ἀπὸ τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ καὶ τώ­ρα τρώ­γα­με τὸ με­ση­με­ρια­νὸ μὲ τὴν ὄρε­ξη ἀρ­χά­ριου χω­ρι­κοῦ στὴν εἴ­σο­δο τῆς κα­λύ­βας τῶν μη­χα­νι­κῶν. Ἑκα­τὸ μέ­τρα πιὸ πέ­ρα, πα­ράλ­λη­λες μὲ τὰ σπί­τια τοῦ οἰ­κι­σμοῦ, ἐκτεί­νον­ταν οἱ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὲς γραμ­μές, δια­τρέ­χον­τας γύ­ρω στὰ τε­τρα­κό­σια μέ­τρα, ὥσπου χά­νον­ταν σὲ μιὰ συ­στά­δα δέν­τρων, ἀπὸ τὴ μιὰ με­ριά, καὶ σὲ μιὰ προ­δό­τρα στρο­φή, ἀπὸ τὴν ἄλ­λη.

       Ἦταν δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι.

       Ὁ ἄνε­μος εἶ­χε κα­τα­φύ­γει στὸ βου­νὸ σὰν ποι­με­νι­κὸ σκυ­λὶ καὶ στὸ ὑπέρ­λαμ­προ χαρ­τὶ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ὁ ἥλιος ἔμοια­ζε μὲ φλε­γό­με­νη λέ­ξη μιᾶς κα­τά­ρας ὅλο φῶς. Οἱ ἁμα­ξο­στοι­χί­ες ἔλαμ­παν ἀρ­γυ­ρὲς σὰν αἰχ­μά­λω­τες ἀστρα­πές.

       Ἦταν κα­τα­με­σή­με­ρο, στὸν κάμ­πο, στὴν Κού­βα.


O ΧΑ­ΡΑ­ΚΤΗ­ΡΑΣ


Τὸ σταθ­μὸ τὸν εἴ­χα­με σχε­δὸν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μας, ἐλα­φρῶς στὰ ἀρι­στε­ρά, καί, ὡς εἴ­θι­σται στὴν ἐπαρ­χία, ἦταν ἐρη­μι­κὸς αὐ­τὴν τὴν ὥρα.

       Ὁ γη­ραιὸς τη­λε­γρα­φη­τής, κα­θι­σμέ­νος σὲ ἕνα σκα­μνί, γερ­τὸς στὴν πόρ­τα, κά­πνι­ζε ἀτά­ρα­χος. Ξάφ­νου, ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στὸ τρα­πέ­ζι μὲ τὶς γραμ­μὲς καὶ τὶς τε­λεῖ­ες γιὰ ἕνα ἀκό­μη ἀπὸ τὰ ἀνα­ρίθ­μη­τα μνη­μεῖα του Μόρς!

     

 Ἕνα ἀγό­ρι πῆ­γε νὰ ἀλ­λά­ξει τὸ κλει­δὶ γιὰ τὴν ἐκτρο­πὴ τοῦ γε­ρα­νο­φό­ρου.

       Ἀπὸ μα­κριά, δια­κε­κομ­μέ­να κι ἐπι­βλη­τι­κά, ἀν­τή­χη­σαν ἀπα­νω­τὰ σφυ­ρίγ­μα­τα. «Τραῖ­νο μὲ ἄδεια διέ­λευ­σης» εἶ­πε κά­ποιος.

       Ὁ τη­λε­γρα­φη­τής, μὲ τὴ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἀτα­ρα­ξία τῶν ἔμ­πει­ρων ἐρ­γα­ζό­με­νων στοὺς σι­δη­ρό­δρο­μους —ἐκεί­νη ποὺ φέρ­νει σὲ ἀπελ­πι­σία ἐμᾶς ποὺ ἔχου­με δια­βά­σει σὲ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ δεῖ σὲ ται­νί­ες τὴν τα­χεῖα ἱε­ρο­τε­λε­στία τῆς ἰλιγ­γιώ­δους διέ­λευ­σης ἑνὸς τραί­νου ἀπὸ ἐν­διά­με­σους σταθ­μούς—, ξε­πρό­βα­λε στὴν ἀπο­βά­θρα μὲ ἕνα κόκ­κι­νο ση­μαιά­κι ἀνὰ χεῖ­ρας τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ τραῖ­νο ἤδη ἔπαιρ­νε τα­χὺ τὴ στρο­φή, πε­τά­γον­τας σπί­θες μέ­σα σὲ ἕνα σύν­νε­φο κα­πνοῦ.



Η ΤΡΑ­ΓΩ­ΔΙΑ


Ὁ ἡλι­κιω­μέ­νος τη­λε­γρα­φη­τὴς πλη­σί­α­σε στὴν ἄκρη της ἀπο­βά­θρας ἀνα­μέ­νον­τας τὶς ἐφη­με­ρί­δες ποὺ θὰ τοῦ πε­τοῦ­σαν περ­νῶν­τας, ἀλ­λὰ γιὰ κα­κή του τύ­χη μπουρ­δου­κλώ­θη­κε κι ἔσκα­σε μὲ γδοῦ­πο στὶς γραμ­μές.

       Ἡ ἀτμά­μα­ξα ὁλο­έ­να προ­ή­λαυ­νε ἀσυγ­κρά­τη­τη, μὲ ἕνα βρυ­χηθ­μὸ θριάμ­βου. Φτά­νον­τας σὲ ἀπό­στα­ση εἴ­κο­σι μέ­τρων, ἔμοια­ζε μὲ βου­νὸ πά­νω σὲ τρο­χούς...

       Μᾶς κυ­ρί­ευ­σε μιὰ ἀγω­νία καὶ ἀπό­γνω­ση σὰν σὲ ἀφό­ρη­το ἐφιάλ­τη. Προ­σω­πι­κά, ἔνιω­σα σὰν παι­δί —παι­δὶ ἐξάλ­λου ἤμουν τό­τε ἀκό­μη σχε­δόν— κι εὐ­χα­ρί­στως θὰ ἔβα­ζα τὰ κλά­μα­τα προ­κει­μέ­νου νὰ ἀπο­φευ­χθεῖ τὸ ἀνα­πό­φευ­κτο. Λὲς καὶ ἐπρό­κει­το γιὰ κά­τι τὸ ἐφι­κτό, σκέ­φτη­κα πὼς ὁ χῶ­ρος καὶ ὁ χρό­νος ὄφει­λαν νὰ στα­μα­τή­σουν ἐδῶ καὶ τώ­ρα, αὐ­τὴν τὴν ἀτέ­λειω­τη στιγ­μή, καὶ ὅλα νὰ πα­γώ­σουν σὰν στὸ κε­νό, μὲ τὴν ἀτμο­μη­χα­νὴ στὴν ἴδια πάν­το­τε ἀπό­στα­ση ἀπὸ τὸν καη­μέ­νο τὸ γε­ρά­κο, δί­χως νὰ ἐπι­τρα­πεῖ στὰ μά­τια μου τὸ βά­σα­νο τῆς μαρ­τυ­ρί­ας τοῦ θα­νά­του του, κά­τω ἀπὸ τὴν ἁμα­ξο­στοι­χία.

       Κι ὅμως, ὅλα ἀνώ­φε­λα! Μὲ τὴν πτώ­ση του, ὁ ἄν­τρας χτύ­πη­σε βα­ριὰ καὶ δὲν μπό­ρε­σε νὰ ἀπο­τρα­βή­ξει ἐγ­καί­ρως τὸ ἕνα του πό­δι ἀπὸ τὶς ρᾶ­γες. Ἔτσι, πα­ρὰ τὶς τι­τά­νιες προ­σπά­θειες τοῦ μη­χα­νο­δη­γοῦ, ἡ ἁμα­ξο­στοι­χία ἔφτα­σε στὸ ση­μεῖο, κυ­λῶν­τας ἀλύ­πη­τα πά­νω στὶς ρᾶ­γες, ἀπ’ ὅπου ξε­πη­δοῦ­σαν σιν­τρι­βά­νι οἱ σπί­θες.


Ὁ ΗΡΩ­ΑΣ


Φτά­σα­με στὸ ση­μεῖο σιω­πη­λοὶ σὰν σὲ προ­σκύ­νη­μα νε­κροῦ. Τὸ τε­ρά­στιο χέ­ρι τοῦ μη­χα­νο­δη­γοῦ εἶ­χε κολ­λή­σει πά­νω στὸ μο­χλὸ τοῦ φρέ­νου καὶ ἐκεῖ­νος, μὲ μά­τια ὑπερ­με­γέ­θη, κοι­τοῦ­σε ξα­νὰ καὶ ξα­νά, λὲς κι ἔβλε­πε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἀκα­τα­νόη­το μη­χα­νι­σμὸ τοῦ λέ­βη­τα τῆς ἀτμο­μη­χα­νῆς ἢ τὴν ἀφό­ρη­τη ἀγω­νία τοῦ γύ­ρω το­πί­ου. Κι ἐν τῷ με­τα­ξύ, ἀπ’ τὰ μά­τια του ἔπε­φταν τὰ δά­κρυα σὰν κω­δω­νο­κρου­σί­ες σὲ καμ­πα­να­ριό...

       Στρα­φή­κα­με νὰ κοι­τά­ξου­με ἔν­τρο­μοι. Ὁ γε­ρά­κος βρι­σκό­ταν ἐκεῖ, μὲ τὰ χέ­ρια στη­ριγ­μέ­να στὴ γῆ, τὸ στῆ­θος ἀνα­ση­κω­μέ­νο κι ἔκφρα­ση... γα­λή­νια! «Πα­ρα­με­ρί­στε», μᾶς εἶ­πε, καὶ ὕστε­ρα, βλέ­πον­τας τὸν τρό­μο ζω­γρα­φι­σμέ­νο στὰ πρό­σω­πά μας, ἕνα ἀνα­τρι­χια­στι­κὸ νευ­ρι­κὸ γέ­λιο τραυ­μά­τι­σε τὰ ἀφτιά μας, πα­ρα­μέ­νον­τας ἐκεῖ γιὰ πάν­τα.

       Σκέ­φτη­κα πό­σο μι­κρὰ καὶ τα­πει­νὰ ἔμοια­ζαν τὰ ξα­κου­στὰ κα­τορ­θώ­μα­τα πε­ρί­φη­μων ἡρώ­ων τῆς ἱστο­ρί­ας σὲ σύγ­κρι­ση μὲ ἐκεῖ­νο τὸ αὐ­θόρ­μη­το κι ἤρε­μο δεῖγ­μα θάρ­ρους.

       Καὶ λὲς καὶ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ βα­ριέ­ται, πρό­στα­ξε ὕστε­ρα μὲ φω­νὴ κα­τε­πεί­γου­σα: «Ἄν­τε, πα­ρα­με­ρί­στε, καὶ δὲν ἔχω ὅλη τὴ μέ­ρα γιὰ χά­σι­μο...»

       Ὁ μη­χα­νο­δη­γὸς ἐπί τέ­λους κα­τά­φε­ρε νὰ με­τα­κι­νή­σει τὴν ἁμα­ξο­στοι­χία πρὸς τὰ πί­σω καὶ οἱ τριγ­μοὶ τῶν σπα­σμέ­νων ὀστῶν γί­νον­ταν ἀν­τι­λη­πτοὶ πα­ρὰ τοὺς βρυ­χηθ­μοὺς τοῦ θε­ριοῦ, θλι­βε­ροὶ σὰν τὸ κλά­μα παι­διοῦ ποὺ ξυ­πνᾶ ἀλα­φια­σμέ­νο ἐν μέ­σῳ χει­ρο­κρο­τη­μά­των στὸ θέ­α­τρο.

       Πό­σο βα­θεῖς ἦταν ὁ καη­μὸς καὶ ὁ θαυ­μα­σμός μου γιὰ ἐκεῖ­νον τὸν ἡλι­κιω­μέ­νο Ἡρα­κλῆ!

       Ὅταν τὸ μαῦ­ρο θε­ριὸ ἐλευ­θέ­ρω­σε τὸ χῶ­ρο ἀνά­με­σα στὴν ἀπο­βά­θρα καὶ τὶς γραμ­μές... Πλη­σιά­σα­με ἐμεῖς; Μᾶς ἤλ­κυ­σε αὐ­τὸ ποὺ θὰ ἀν­τι­κρί­ζα­με; Ἄγνω­στον. Πάν­τως, ὁ τη­λε­γρα­φη­τὴς στε­κό­ταν ὄρ­θιος, κά­τω­χρος μὰ ἤρε­μος, γερ­μέ­νος στὸν τσι­μεν­τό­τοι­χο, μὲ τὸ κομ­μα­τια­σμέ­νο πό­δι του στὶς ρᾶ­γες. «Κα­λά, κα­λά», μᾶς λέ­ει, «γιὰ τὸ Θεό!, φτά­νει πιὰ μὲ αὐ­τὰ τὰ μοῦ­τρα, δὲν εἶ­στε δὰ σὲ κη­δεία! Δὲν ἔγι­νε καὶ τί­πο­τε! Τὸ πό­δι ἦταν κού­τσου­ρο. Τὸ πραγ­μα­τι­κὸ βρί­σκε­ται θαμ­μέ­νο στὸ πε­δίο τῆς μά­χης, κά­που στὸ Σέ­χα ντὲλ Νέ­γρο[1]...»


[1] ΣτΜ: Ἡ μάχη στὸ Ceja del Negro ἔλα­βε χώρα στὶς 4 Ὀκτω­βρί­ου 1896, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πόλεμου ἀνε­ξα­ρτη­σί­ας τῆς Κούβας.


Πη­γή: Jorge Fornet, Pró­logo, en: Jorge For­net y Ca­rlos Espi­no­sa Domín­guez, Cu­ento cu­ba­no del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp.  62-64.

 

Πάμ­πλο ντὲ λὰ Τορ­ριέν­τε Μπρά­ου (Pablo de la Τό­rriente Brau) (1901 Σὰν-Χουὰν Ντὲ Πουέρτο Ρίο-Μαδρίτη, 1936): τὸ πρῶ­το καὶ μο­να­δι­κό του βι­βλίο, γραμ­μέ­νο στὸ χέ­ρι, ἦταν τὸ Batey (1930). Πῆ­γε στὴν Ἱσπα­νία γιὰ νὰ συμ­με­τά­σχει στὸν πό­λε­μο στὸ πλάϊ των Ρε­που­μπλι­κα­νῶν. Με­τὰ θά­να­τον ἐκ­δό­θη­κε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Πε­ρι­πέ­τειες τοῦ ἄγνω­στου Κου­βα­νοῦ στρα­τιώ­τη (Aventuras del soldado desconocido cubano, 1940), κα­θὼς καὶ διά­φο­ρα ρε­πορ­τὰζ καὶ δη­μο­σιο­γρα­φι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες του (Pluma en ristre, 1949 / Realengo 18, 1961 / Presidio Modelo, 1969).

Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνί­ας ἀπὸ τὰ ἱσπα­νι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἀγ­γλι­κὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρ­κυ­ρας, 2006 – Χαϊ­δελ­βέρ­γη Γερ­μα­νί­ας, 2009), λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νί­στρια (δι­δά­κτωρ στὶς με­τα­ποι­κιο­κρα­τι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς τῆς Λα­τι­νι­κης Ἀμε­ρι­κῆς, Μάϊντς Γερ­μα­νί­ας, 2020) καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ ἀρ­θρο­γρά­φος, μὲ πλῆ­θος συ­νερ­γα­σιῶν στὸν ἔν­τυ­πο καὶ δια­δι­κτυα­κὸ Τύ­πο. Ποί­η­σή της ἔχει ἐκ­δο­θεῖ ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις ΣΜΙ­ΛΗ (2023) καὶ με­τα­φρα­στεῖ στὰ ρου­μα­νι­κὰ (2022). Ζεῖ κι ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Βε­ρο­λῖ­νο.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .

oikoparaxenos στις 7:07 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.