oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Χόρ­χε Φορ­νέτ (Jorge Fornet): Τὸ δι­ή­γη­μα στὴν Κού­βα τὸν 20ὸ αἰ­ῶ­να

 

Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι



 on 2 Νοέμβριος 2025



Χόρ­χε Φορ­νέτ (Jorge Fornet)


(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 1/4)

Ἐπι­λο­γή, με­τά­φρα­ση: Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη


Τὸ δι­ή­γη­μα στὴν Κού­βα τὸν 20ὸ αἰ­ῶ­να

(Cuento cubano del siglo XX)


ΚΜΑΖΟΥΣΑ στὰ τέ­λη τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, ἡ λο­γο­τε­χνία στὴν Κού­βα διά­βη­κε τὸ κα­τώ­φλι τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να ὀρ­φα­νή. Οἱ πρό­ω­ροι θά­να­τοι τοῦ Χο­σὲ Μαρ­τί, τοῦ Χου­λιὰν ντὲ Κα­σὰλ καὶ ὁρι­σμέ­νων ἀπὸ τοὺς ἀξιο­λο­γό­τε­ρους ἐπι­γό­νους τους, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὴ δρα­μα­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ κα­τά­στα­ση ποὺ ἐπι­κρα­τοῦ­σε στὴ χώ­ρα, ἔβα­λαν φρέ­νο στὴ δη­μιουρ­γι­κὴ ὁρ­μὴ ποὺ κυ­ριαρ­χοῦ­σε ὣς καὶ λί­γα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα. Μὲ τὴν ἀπώ­λειά τους, ὁ μο­ντερ­νι­σμὸς στὴν Κού­βα, ὁ ὁποῖ­ος εἶ­χε κά­νει ἤδη τὰ πρῶ­τα ἀξιό­λο­γα βή­μα­τα, δὲ βρῆ­κε ἐπά­ξιους συ­νε­χι­στές. Ἀπὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ 1898 τερ­μα­τί­στη­κε ὁ πό­λε­μος, τὸν ὁποῖο εἶ­χε πα­ρα­κι­νή­σει ὁ ἴδιος ὁ Μαρ­τὶ τὸ 1895, καὶ μα­ζὶ μὲ αὐ­τὸν ἔλη­ξε καὶ ἡ ἐπα­νά­στα­ση τῆς ἀνε­ξαρ­τη­σί­ας ποὺ εἶ­χε ξε­κι­νή­σει τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες νω­ρί­τε­ρα. Ἡ πα­ρέμ­βα­ση τῶν ΗΠΑ σὲ ἐκεῖ­νον τὸν πό­λε­μο ἔθε­σε τὸ τέρ­μα τῆς ἱσπα­νι­κῆς κυ­ριαρ­χί­ας στὴ Νῆ­σο, πα­ρέ­χον­τας τὰ δια­πι­στευ­τή­ρια κυ­ριαρ­χί­ας τῆς ἰμ­πε­ρια­λι­στι­κῆς δύ­να­μης ποὺ θὰ ἐπι­κρα­τοῦ­σε τὸν ἑπό­με­νο αἰ­ῶ­να. Γιὰ τὴν ἀκρί­βεια, δὲν ἦταν τὸ 1914, πα­ρὰ ἐκεῖ: στὴν ἔκρη­ξη τοῦ θαρ­­ρα­λέ­ου Μέϊν στὸ λι­μά­νι τῆς Ἀβά­νας, στὴν προ­έ­λα­ση τῶν rangers τοῦ Τέν­τυ Ροῦ­σβελτ στὸ ὕψω­μα τοῦ Σὰν Χουάν, στὴ βύ­θι­ση τοῦ ὑπο­τυ­πώ­δους στό­λου τοῦ ναυάρ­χου Σερ­βέ­ρα στὸν κόλ­πο τοῦ Σαν­τιά­γο, στὶς εἰ­κό­νες τῆς πρώ­της πο­λε­μι­κῆς ἀνα­μέ­τρη­σης ποὺ ἀπο­τυ­πώ­θη­κε πο­τὲ σὲ σε­λι­λόϊντ, στὶς πάν­το­τε πρό­θυ­μες σε­λί­δες τοῦ κί­τρι­νου τύ­που τοῦ Γουί­λιαμ Ράν­τολφ Χήρστ. Ἐκεῖ ἦταν, ἐπα­να­λαμ­βά­νω, ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ 20ὸς αἰ­ῶ­νας γιὰ τὴν Κού­βα, ἕνας αἰ­ῶ­νας ποὺ δὲν ἔμοια­ζε νὰ ξε­κι­νᾶ μὲ κα­λοὺς οἰ­ω­νοὺς γιὰ τὴ Νῆ­σο.

       Ἡ βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νι­κὴ πα­ρέμ­βα­ση, τὴν ὁποία εἶ­χαν ὑπο­στη­ρί­ξει σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ οἱ μα­χη­τὲς τῆς ἀνε­ξαρ­τη­σί­ας μὲ στό­χο τὴν ἐπι­τά­χυν­ση τοῦ τέ­λους τοῦ πο­λέ­μου, ἀπέ­κτη­σε νο­μι­κὴ ὑπό­στα­ση μὲ τὴ Συν­θή­κη τῶν Πα­ρι­σί­ων, ὅπου —δί­χως τὴν πα­ρου­σία τῆς Κού­βας— ἀπο­φα­σί­στη­κε πὼς ἀπὸ τὴν 1η Ἰα­νουα­ρί­ου 1899 θὰ ἔλη­γε ἡ ἱσπα­νι­κὴ κυ­ριαρ­χία καὶ θὰ ξε­κι­νοῦ­σε ἐπί­ση­μα ἡ βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νι­κὴ κα­το­χή.

Τὸ κα­τ' ἐξο­χὴν σύμ­βο­λό της, ἡ ση­μαία μὲ τὶς ρά­βδους καὶ τὰ ἀστέ­ρια, με­τέ­βα­λε τὸ μέ­χρι πρό τι­νος «Πα­λά­τι τῶν Στρα­τη­γῶν καὶ τῶν Κα­πε­τα­νέ­ω­ν» σὲ βά­ση πο­λι­τι­κῆς ἰσχύ­ος καὶ διοι­κη­τι­κὸ κέν­τρο τῆς Νή­σου. Ὡστό­σο, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ Πουέρ­το Ρί­κο καὶ τὶς Φι­λιπ­πί­νες, ἡ Κού­βα δὲ στά­θη­κε δυ­να­τὸ νὰ με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἀφο­μοιω­μέ­νη ἀποι­κία τῶν ΗΠΑ. Ἔτσι, στὶς 20 Μαΐου 1902, δια­κη­ρύ­χθη­κε με­τὰ βα­ΐ­ων καὶ κλά­δων ἡ ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, ὑπὸ τὸν ἐξευ­τε­λι­στι­κὸ ὅρο τῆς ἀπο­δο­χῆς τῆς συν­ταγ­μα­τι­κῆς ρή­τρας, γνω­στῆς ὡς «Τρο­πο­λο­γία Πλάτ», ἡ ὁποία πα­ρα­χω­ροῦ­σε στὶς ΗΠΑ τὸ δι­καί­ω­μα ἐπέμ­βα­σης στὴν Κού­βα, ὅπως καὶ ὅπο­τε τὸ ἔκρι­ναν σκό­πι­μο, κα­θὼς καὶ τῆς δη­μιουρ­γί­ας ναυ­τι­κῶν βά­σε­ων κι ἀν­θρα­κω­ρυ­χεί­ων. Ἕνα κεί­με­νο τοῦ ἱστο­ριο­γρά­φου Λουὶς Πέ­ρες, ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀπὸ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Τζὼν Σέηλς Τὰ σκου­λή­κια κι ἀνα­φε­ρό­με­νο σὲ αὐ­τὴν τὴν ἐπο­χή, πα­ρου­σιά­ζει τὸν Λιμ­πό­ριο —κά­τι σὰν προ­σω­πο­ποί­η­ση τοῦ κου­βα­νι­κοῦ λα­οῦ— πει­να­σμέ­νο κι ἐξα­θλιω­μέ­νο. Τό­τε, τοῦ πα­ρου­σιά­ζε­ται ὁ Θε­ὸς κι ἐκεῖ­νος τὸν ρω­τᾶ για­τί ἡ ζωὴ ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ εἶ­ναι τό­σο δύ­σκο­λη. Ὁ Θε­ὸς τοῦ ἐξη­γεῖ ὅτι τί­πο­τε σὲ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τέ­λειο, δια­φο­ρε­τι­κὰ κα­νεὶς δὲ θὰ ἤθε­λε νὰ πά­ει στὸν Πα­ρά­δει­σο. Τό­τε ὁ Λιμ­πό­ριο τὸν ρω­τᾶ μὲ τὴν ὕστα­τη ἐλ­πί­δα: «Ὅμως ἡ ἐλευ­θε­ρία δὲν ἔχει ψε­γά­δι. Ἡ ἐλευ­θε­ρία εἶ­ναι ὄν­τως τέ­λεια, ἔτσι δὲν εἶ­ναι;» Κι ὁ Θε­ὸς τοῦ ἀπαν­τᾶ χα­μο­γε­λῶν­τας: «Μὰ γι’ αὐ­τὸ ἔπλα­σα τοὺς γιάν­κη­δες.»

       Ἡ ἀπο­γο­ή­τευ­ση ἀπὸ αὐ­τὴν τὴν τά­ξη πραγ­μά­των συ­νι­στᾶ καὶ τὸ θέ­μα τῶν δι­η­γη­μά­των στὴν Κού­βα στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να. Ἂν καὶ οἱ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ οἱ ἱστο­ρί­ες τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τεί­νουν νὰ ὑπο­δει­κνύ­ουν τὸν Χε­σοὺς Κα­στε­γιά­νος ὡς τὸν πρῶ­το Κου­βα­νὸ μο­ντερ­νι­στὴ δι­η­γη­μα­το­γρά­φο, ὁ αἰ­ῶ­νας στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐγ­και­νιά­ζε­ται μὲ τὸν τε­λευ­ταῖο πε­ζο­γρά­φο τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, τὸν Ἐστέμ­παν Μπορ­ρέ­ρο Ἐτσε­βερ­ρία. Σὲ αὐ­τὸν ὀφεί­λου­με, ἐπι­πλέ­ον, τὸ πρῶ­το βι­βλίο δι­η­γη­μά­των ποὺ ἐξέ­δω­σε πο­τὲ Κου­βα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, μὲ τί­τλο Ἀνά­γνω­σμα τοῦ Πά­σχα[1]. Πα­ρὰ τὸ ὕφος του —τυ­πι­κὸ τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να—, τὸ δι­ή­γη­μα «Τὸ μα­γε­μέ­νο ἐλά­φι»[2] ἐγ­και­νιά­ζει ἕνα νέο πνεῦ­μα στὴν ἐθνι­κὴ λο­γο­τε­χνία, [...] θε­μα­το­ποιῶν­τας αὐ­τὴν ἀκρι­βῶς τὴν αἴ­σθη­ση ἀδυ­να­μί­ας μιᾶς γε­νιᾶς ποὺ εἶ­δε νὰ ἐξαϋ­λώ­νον­ται τὰ ὄνει­ρά της γιὰ ἀνε­ξαρ­τη­σία. Ἐκεῖ ἑδρά­ζε­ται —πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ’ ὅ,τι σὲ στοι­χεῖα μορ­φο­λο­γι­κά— ὁ πρω­το­πο­ρια­κὸς χα­ρα­κτῆ­ρας τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Μπορ­ρέ­ρο, ὁ ὁποῖ­ος ἄνοι­ξε τὸν αἰ­ῶ­να μὲ τὴν ἴδια αἴ­σθη­ση δυ­σθυ­μί­ας —ἂν καὶ ὑπὸ ὅρους δια­φο­ρε­τι­κούς—, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔκλει­νε ἐν­νιὰ δε­κα­ε­τί­ες ἀρ­γό­τε­ρα.

       Χρειά­στη­κε νὰ πε­ρι­μέ­νει κα­νεὶς ὣς τὸ 1913, ἔτος ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ριο­δι­κοῦ Σύγ­χρο­νη Κού­βα, τῆς ποι­η­τι­κῆς συλ­λο­γῆς Νο­η­τι­κὰ ἀρα­βουρ­γή­μα­τα τοῦ Ρε­χί­νο Μπό­τι[3] καὶ τῆς ποί­η­σης τοῦ Χο­σὲ Μαρ­τί, προ­κει­μέ­νου νὰ συ­σχε­τι­στοῦν ‘ἡ πρώ­τη ρε­που­μπλι­κα­νι­κὴ γε­νιά’ μὲ τὸν ὕστε­ρο κου­βα­νι­κὸ με­τα­μο­ντερ­νι­σμό. Στὸ ἐν­διά­με­σο εἶ­χε ἐμ­φα­νι­στεῖ τὸ ἔρ­γο τοῦ Χε­σοὺς Κα­στε­γιά­νος, με­τα­ξὺ τῶν ἀρε­τῶν τοῦ ὁποί­ου συγ­κα­τα­λέ­γε­ται καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι ἔδω­σε νέα διά­στα­ση σὲ ἕνα θέ­μα πα­ρό­μοιο μὲ ἐκεῖ­νο ποὺ ἔθι­γε ὁ Μπορ­ρέ­ρο. «Ἡ ἀγω­νία τοῦ ‘Ἐρω­διοῦ’»[4], δι­ή­γη­μα τοῦ 1908, με­τα­τρέ­πει τὴν ἀπο­γο­ή­τευ­ση, τὴν ἐξα­θλί­ω­ση καὶ τὸν ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμὸ ποὺ θε­μα­το­ποιοῦ­σε ἀλ­λη­γο­ρι­κὰ ὁ πρό­δρο­μός του, σὲ με­τα­φο­ρά. Πέ­ρα ἀπὸ τὴν ἀφή­γη­ση τοῦ πε­ρι­στα­τι­κοῦ αὐ­τοῦ κα­θαυ­τοῦ, τὸ δι­ή­γη­μα ἀπο­κα­λύ­πτει κι ἐξε­ρευ­νᾶ και­νο­τό­μες ὁδοὺς γιὰ τὴ με­τα­γε­νέ­στε­ρη λο­γο­τε­χνία. Μὲ τὸν Κα­στε­γιά­νος ξε­κι­νᾶ μιὰ ὁλό­κλη­ρη σει­ρὰ ἀφη­γή­σε­ων ποὺ ἔκτο­τε καὶ ὣς τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ 1990 μὲ τοὺς ψα­ρᾶ­δες καὶ τοὺς βαρ­κά­ρη­δες, [...] ἀλ­λὰ καὶ τά ‘κου­βα­νι­κὰ’ ἔρ­γα τοῦ Χέ­μιν­γουέϊ, με­τέ­τρε­ψαν τὴ θά­λασ­σα σὲ ἕναν ἀκό­μη χα­ρα­κτῆ­ρα. Τὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Κα­στε­γιά­νος ἐν­τάσ­σε­ται σὲ μία νέα γραμ­μὴ ποὺ θὰ γνώ­ρι­ζε με­γά­λη ἀπή­χη­ση στὴν ἐθνι­κὴ λο­γο­τε­χνία: τὸ δι­ή­γη­μα κοι­νω­νι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα [...]. Κα­τ’ ἐπέ­κτα­ση, τὰ δύο αὐ­τὰ δι­η­γή­μα­τα, «Τὸ μα­γε­μέ­νο ἐλά­φι» καὶ «Ἡ ἀγω­νία τοῦ ‘Ἐρω­διοῦ’», συ­νι­στοῦν κεί­με­να πρω­το­πο­ρια­κὰ ποὺ κα­θό­ρι­σαν τὶς δύο κύ­ριες πο­ρεῖ­ες ποὺ ἀκο­λού­θη­σε τὸ δι­ή­γη­μα στὴν Κού­βα γιὰ δε­κα­ε­τί­ες: τὸ φαν­τα­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, ἐγ­και­νια­σμέ­νο μὲ τὸ πρῶ­το, καὶ τὸ κοι­νω­νι­κὸ δι­ή­γη­μα, μὲ τὸ δεύ­τε­ρο.

       Ὡστό­σο, δὲν θὰ ἦταν, πα­ρὰ τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1920, μὲ τὴν ἀνά­δυ­ση τῶν ἀβάν-γκάρντ, ποὺ ἡ κου­βα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνία θὰ ξυ­πνοῦ­σε τε­λειω­τι­κὰ ἀπὸ τὸ λή­θαρ­γό της. Ἤδη ἀπὸ τὰ μέ­σα τῆς προ­η­γού­με­νης δε­κα­ε­τί­ας, ἡ χώ­ρα γνώ­ρι­ζε μιὰ ἄν­θι­ση ἄνευ προ­η­γου­μέ­νου (ὀνο­μα­ζό­με­νη «χο­ρὸς τῶν ἑκα­τομ­μυ­ρί­ων»), χά­ρη στὴν ἰλιγ­γιώ­δη ἄνο­δο τῆς τι­μῆς τῆς ζά­χα­ρης —κεν­τρι­κοῦ μο­χλοῦ τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας τό­τε στὴ Νῆ­σο— ὡς συ­νέ­πεια τοῦ πο­λέ­μου στὴν Εὐ­ρώ­πη. Ἐν μέ­σῳ αὐ­τῆς τῆς εὐ­φο­ρί­ας γεν­νή­θη­κε τὸ Σο­σιάλ (Social), κο­σμο­πο­λί­τι­κο πε­ριο­δι­κὸ ἀξιώ­σε­ων ποὺ ἀνα­νέ­ω­σε τὸ χῶ­ρο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἡ ἐνη­λι­κί­ω­ση ὡστό­σο συν­τε­λέ­στη­κε τὸ 1923, ἡμε­ρο­μη­νία-κλει­δὶ στὴ δια­δι­κα­σία τῆς ἐθνι­κῆς ἀνα­νέ­ω­σης. Μιὰ ἀπά­τη ἐκ μέ­ρους ἀξιω­μα­τού­χων προ­κά­λε­σε τὴν ἔν­το­νη δια­μαρ­τυ­ρία ἑνὸς κύ­κλου δια­νο­ου­μέ­νων ποὺ ἔθε­σε ὑπὸ ἀμ­φι­σβή­τη­ση τὴν κυ­βέρ­νη­ση. Γνω­στὸ μὲ τὴν ὀνο­μα­σία «Δια­μαρ­τυ­ρία τῶν δε­κα­τριῶν», τὸ κί­νη­μα ἀπο­τέ­λε­σε τὴν πρώ­τη δη­μό­σια κί­νη­ση τῆς «Ὁμά­δας Μειο­ψη­φί­ας» («Grupo Minorista») καὶ ταυ­τό­χρο­να συ­στα­τι­κὴ πρά­ξη τῆς ἀβὰν-γκὰρντ στὴν Κού­βα.

       Ἂν στὸ τε­λευ­ταῖο τέ­ταρ­το τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, συγ­γρα­φεὶς ὅπως ὁ Ἐστέμ­παν Μπορ­ρέ­ρο Ἐτσε­βερ­ρία, ὁ Τρι­στὰν ντὲ Χε­σοὺς Με­δί­να καὶ ὁ Χου­λιὰν ντὲ Κα­σὰλ εἶ­χαν κι­νη­θεῖ σὲ θέ­μα­τα λί­γο ὣς πο­λὺ φαν­τα­σια­κά, τὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ῶ­να, ὁ Χο­σὲ Μα­νουὲλ Πο­βέ­δα, ὁ Ἀλ­φόν­σο Ἐρ­νάν­τες Κα­τὰ καὶ ὁ Ἀρί­στει­δες Φερ­νάν­τες[5] θὰ ἐμ­πλού­τι­ζαν τὸ εἶ­δος. Ὅμως δὲν θὰ ἦταν πρὶν τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1940 —δε­κα­ε­τία ὁρό­ση­μο, τοὐ­λά­χι­στον στὸν ἱσπανό­φω­νο χῶ­ρο, λό­γῳ τῆς ἐμ­φά­νι­σης τῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας τῆς φαν­τα­σια­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν Μπόρ­χες, Μπιόϊ Κα­σά­ρες καὶ Σιλ­βί­να Ὀκάμ­πο[6], ὅπως καὶ τῆς Ἐφεύ­ρε­σης τοῦ Μο­ρέλ[7] τοῦ ἴδιου τοῦ Μπιόϊ Κα­σά­ρες— ποὺ ἡ φαν­τα­σια­κὴ λο­γο­τε­χνία στὴν Κού­βα, γε­νι­κά, καὶ τὸ φαν­τα­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, εἰ­δι­κό­τε­ρα, θὰ ἔφτα­ναν στὸ ἀπό­γειό τους. Τὸ 1944, ὁ Ἀλέ­χο Καρ­πεν­τιὲρ ἐξέ­δω­σε τὴν Ἐπι­στρο­φὴ στὸ σπέρ­μα[8], δι­ή­γη­μα ποὺ ση­μα­το­δό­τη­σε τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ὡρι­μό­τη­τάς του καὶ θὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν σὲ πολ­λὲς ἀν­θο­λο­γί­ες φαν­τα­σια­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας, ἐν­τὸς κι ἐκτὸς τῶν συ­νό­ρων τῆς χώ­ρας. Ἡ ὑπό­θε­ση τοῦ δι­η­γή­μα­τος —ἴσως τοῦ γνω­στό­τε­ρου δι­η­γή­μα­τος ἀπὸ Κου­βα­νὸ συγ­γρα­φέα— ἐκτυ­λίσ­σε­ται στὴν Κού­βα τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, μὲ τὴν ἀρι­στο­κρα­τία τῆς ζά­χα­ρης. Ἡ σπου­δαιό­τε­ρη συ­νει­σφο­ρά του εἶ­ναι ἡ ἀνα­δρο­μι­κὴ ἀφή­γη­ση ποὺ ἐξαγ­γέ­λει ὁ τί­τλος του καὶ ἡ ὁποία θὰ ἀπο­τε­λέ­σει πρό­δρο­μο καὶ ἄλ­λων μελ­λον­τι­κῶν ἀφη­γή­σε­ων τοῦ Καρ­πεν­τιέρ, ὅπως καὶ τοῦ ὁρά­μα­τός του γιὰ τὴν Ἀμε­ρι­κή.

       Ὡστό­σο, τὸ 1944 δὲν ἦταν μό­νο ἡ χρο­νιὰ δη­μο­σί­ευ­σης τῆς Ἐπι­στρο­φῆς στὸ σπέρ­μα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἔτος ἵδρυ­σης, ἀπὸ τὸν Χο­σὲ Λι­σά­μα Λί­μα, τῶν Κα­τα­βο­λῶν[9], τοῦ κα­λύ­τε­ρου πε­ριο­δι­κοῦ τῆς ρε­που­μπλι­κα­νι­κῆς Κού­βας, γύ­ρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο συγ­κεν­τρώ­θη­καν οἱ σπου­δαιό­τε­ροι ποι­η­τὲς καὶ ποι­ή­τριες τῆς Κού­βας τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να.

       Μία ὅμως ρι­ζι­κὰ δια­φο­ρε­τι­κὴ ἐπο­χὴ θὰ ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ τὴν ἱστο­ρία τῆς Κού­βας τὴν 1η Ἰα­νουα­ρί­ου 1959, μὲ τὴ λαϊ­κὴ ἐπα­νά­στα­ση ποὺ θὰ κα­τέρ­ρι­πτε τὸν τύ­ραν­νο Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα. Μα­ζὶ μὲ τοὺς γε­νειο­φό­ρους τῆς Σιέρ­ρα Μα­έ­στρα, κα­τέ­φθα­σαν μὲ τὴν Ἐπα­νά­στα­ση καὶ με­γά­λες κοι­νω­νι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς ἀλ­λα­γές, πολ­λὲς ἐλ­πί­δες καὶ δε­κά­δες πο­λι­τι­στι­κὰ προ­γράμ­μα­τα. Κά­ποια ἀπὸ αὐ­τά, ὅπως τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἔν­θε­το Ἐπα­να­στα­τι­κὲς Δευ­τέ­ρες[10], τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Τέ­χνης καὶ Βιο­μη­χα­νί­ας τοῦ Κι­νη­μα­το­γρά­φου τῆς Κού­βας (ICAIC) [11] καὶ τὸ Σπί­τι τῆς Ἀμε­ρι­κῆς, ἀπέ­δω­σαν ἄμε­σα καρ­πούς. Οἱ Ἐπα­να­στα­τι­κὲς Δευ­τέ­ρες, μέ­σο και­νο­τό­μο, τό­σο ὡς πρὸς τὰ θέ­μα­τα, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴ σχε­δί­α­σή του, ἔφτα­σε τὸ ἀστρο­νο­μι­κὸ τι­ρὰζ τῆς τά­ξης τῶν ἑκα­τὸ χι­λιά­δων ἀν­τι­τύ­πων. Τὸ ICAIC ἀνα­νέ­ω­σε ἐκ θε­με­λί­ων καὶ μὲ με­γά­λη ἐπι­τυ­χία τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὴν Κού­βα, ἐνῷ τὸ Σπί­τι τῆς Ἀμε­ρι­κῆς[12] δὲν ἄρ­γη­σε νὰ ἐγ­κα­θι­δρύ­σει ἕνα λο­γο­τε­χνι­κὸ βρα­βεῖο καὶ νὰ ἀρ­χί­σει νὰ ἐκ­δί­δει ἕνα πε­ριο­δι­κό, τὰ ὁποῖα πο­λὺ γρή­γο­ρα θὰ γί­νον­ταν ση­μεῖο ἀνα­φο­ρᾶς σὲ ὁλό­κλη­ρη τὴν ἤπει­ρο, συμ­βάλ­λον­τας κα­τα­λυ­τι­κὰ ὡς πλατ­φόρ­μες στὴν ἀπο­κρυ­στάλ­λω­ση αὐ­τοῦ ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα θὰ γι­νό­ταν γνω­στὸ μὲ τὴν ὀνο­μα­σία ‘Boom τῆς λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας’.

       Στὴ συ­νέ­χεια θὰ ἀκο­λου­θοῦ­σαν ἀκό­μη πιὸ φι­λό­δο­ξα σχέ­δια, ὅπως ἡ ἐκ­στρα­τεία ἀλ­φα­βη­τι­σμοῦ καὶ ἡ ἵδρυ­ση τοῦ Ἐθνι­κοῦ Τυ­πο­γρα­φεί­ου, ἐπι­τρέ­πον­τας τὴν κα­τα­κό­ρυ­φη αὔ­ξη­ση τοῦ ἀριθ­μοῦ τό­σο τῶν ἐκ­δό­σε­ων, ὅσο καὶ τῶν ἀνα­γνω­στῶν. Γι­νό­ταν ὁλο­έ­να πιὸ σα­φὲς πὼς οἱ ἐλευ­θε­ρί­ες, ἡ δι­καιο­σύ­νη καὶ ἡ ἀξιο­πρέ­πεια, τὶς ὁποῖ­ες εἶ­χε ὑπο­σχε­θεῖ ἡ Ἐπα­νά­στα­ση, ἐξαρ­τιόν­του­σαν σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀπὸ τὴν πραγ­μά­τω­σή τους καὶ στὸ χῶ­ρο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἄν, ὅμως, ἡ μία με­ριὰ τοῦ νο­μί­σμα­τος ἀπο­τύ­πω­νε τὴ λαμ­πρὴ εἰ­κό­να ἑνὸς νέ­ου κό­σμου, ἡ ἄλ­λη ἔκρυ­βε τε­ρά­στιες ἀν­τι­φά­σεις καὶ τραύ­μα­τα. Πρῶ­τα-πρῶ­τα, αὐ­τὰ ποὺ προ­κά­λε­σε ἡ ἴδια ἡ Ἐπα­νά­στα­ση, ἅμα τῇ νί­κη της, λό­γῳ τῆς σύγ­κρου­σης μὲ τὰ βο­ρειο­α­με­ρι­κα­νι­κὰ συμ­φέ­ρον­τα στὴ Νῆ­σο, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἐγ­χώ­ρια ἀστι­κὴ τά­ξη ποὺ ἔβλε­πε τὸν κό­σμο της νὰ κα­ταρ­ρέ­ει. Ἀρ­κε­τὰ δι­η­γή­μα­τα κα­τὰ τὰ πρῶ­τα χρό­νια με­τὰ τὴν Ἐπα­νά­στα­ση κα­τα­γρά­φουν τὴν κρί­ση ἀξιῶν ποὺ προ­κά­λε­σε ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀλ­λα­γή. Ἄλ­λα, πά­λι, ὅπως «Ὁ πε­ρί­πα­τος» τοῦ Καλ­βὲρτ Κα­σέυ[13], κα­τα­φεύ­γουν στὸ χῶ­ρο τῶν πορ­νεί­ων γιὰ νὰ κα­τα­δεί­ξουν ἕναν κό­σμο ποὺ γκρε­μί­ζε­ται.

       Ἐν μέ­σῳ αὐ­τοῦ τοῦ δο­νού­με­νου μάγ­μα­τος ποὺ ἀκο­λού­θη­σε τὸ θρί­αμ­βο τῆς Ἐπα­νά­στα­σης, φά­νη­καν ἤδη ἀπὸ τὸ 1961 ποιοί θὰ ἦταν οἱ κα­νό­νες τοῦ παι­χνι­διοῦ. Ἀπὸ τὴ μία, ἡ κυ­βέρ­νη­ση τῶν ΗΠΑ —ποὺ λί­γο νω­ρί­τε­ρα εἶ­χε δια­κό­ψει τὶς δι­πλω­μα­τι­κές της σχέ­σεις μὲ τὴν Κού­βα— ὑπο­κί­νη­σε μιὰ εἰ­σβο­λὴ στὴ Νῆ­σο, ἐκεί­νην τῆς Πα­ρα­λί­ας Χι­ρὸν ἢ Πα­ρα­λί­ας τῶν Χοί­ρων, ἡ ὁποία κα­τα­τρο­πώ­θη­κε μέ­σα σὲ τρεῖς μέ­ρες. Δὲ χω­ροῦ­σε πλέ­ον οὐ­δε­μία ἀμ­φι­βο­λία γιὰ τὴν ἀπό­φα­ση τῶν ΗΠΑ νὰ ἀν­τι­τα­χθοῦν στὴν Ἐπα­νά­στα­ση μὲ ὁποιον­δή­πο­τε τρό­πο καὶ μέ­σο —πρᾶγ­μα ποὺ θὰ ἐπι­βε­βαί­ω­νε ἕνα χρό­νο ἀρ­γό­τε­ρα ἡ κα­λού­με­νη «Κρί­ση τοῦ Ὀκτώ­βρη» ἢ «Κρί­ση τῶν πυ­ραύ­λων» ποὺ λί­γο ἔλει­ψε νὰ κα­τα­λή­ξει σὲ πυ­ρη­νι­κὸ πό­λε­μο— οὔ­τε ὅμως καὶ γι’ αὐ­τὴν τῶν Κου­βα­νῶν νὰ τὴν ὑπε­ρα­σπι­στοῦν πά­σῃ θυ­σίᾳ. Σὲ διε­θνὲς καὶ στρα­τιω­τι­κὸ ἐπί­πε­δο, λοι­πόν, τὰ χαρ­τιὰ βρί­σκον­ταν ἀνοι­χτά, στὸ τρα­πέ­ζι. Ἦταν τὴν ἴδια χρο­νιά, λί­γους μῆ­νες με­τὰ τὴ νί­κη στὴν Πα­ρα­λία Χι­ρόν, ὅταν ἕνα συμ­βὰν συν­τά­ρα­ξε τὸ χῶ­ρο τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, μὲ ἀν­τί­κτυ­πο γιὰ τὸ μέλ­λον. Ἀφορ­μὴ στά­θη­κε μία ται­νία μι­κροῦ μή­κους μὲ θέ­μα τὴ νυ­χτε­ρι­νὴ ζωὴ στὴν Ἀβά­να καὶ τί­τλο PM. Ἀπὸ ση­με­ρι­νὴ σκο­πιά, μοιά­ζει ἀδια­νόη­τος ὁ σά­λος ποὺ προ­κλή­θη­κε γι’ αὐ­τὸ τὸ ντο­κι­μαν­τέρ. Τὸ PM, ὡστό­σο, σὲ σκη­νο­θε­σία τοῦ Ὀρ­λάν­το Χι­μέ­νες Λε­ὰλ καὶ τοῦ Σαμ­πὰ Καμ­πρέ­ρα Ἰν­φάν­τε, εἶ­χε δύο μειο­νε­κτή­μα­τα: πρῶ­τον, τὴν ἐπο­χὴ τῆς κυ­ριαρ­χί­ας τῆς ἐπι­κῆς ἀφή­γη­σης, πα­ρου­σί­α­ζε ἕναν τρό­πο ζω­ῆς ποὺ ἀπέ­κλι­νε σα­φῶς ἀπὸ τὸ ὅρα­μα τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας. Δεύ­τε­ρον, ἡ ται­νία, ὄν­τας πα­ρα­γω­γὴ τῶν Ἐπα­να­στα­τι­κῶν Δευ­τέ­ρων, ἐρ­γα­λειο­ποι­ή­θη­κε κα­τὰ τὴν ἀν­ταλ­λα­γὴ πο­λι­τι­κῶν πυ­ρῶν με­τα­ξὺ δια­φο­ρε­τι­κῶν με­ρί­δων μὲ στό­χο τὴν ἀνά­λη­ψη τῶν ἡνί­ων στὸ χώ­ρου τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γε­γο­νὸς εἶ­ναι ὅτι, μὲ τὴν ἀπό­συρ­ση τῆς ται­νί­ας ἀπὸ τὴν κυ­κλο­φο­ρία, τὸ φάν­τα­σμα τῆς λο­γο­κρι­σί­ας ἁπλώ­θη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀνη­συ­χη­τι­κὰ πά­νω ἀπὸ τὴν ἐλευ­θε­ρία τῆς ἔκ­φρα­σης καὶ τῆς καλ­λι­τε­χνι­κῆς δη­μιουρ­γί­ας. Τὸ ἐν λό­γῳ φάν­τα­σμα εἶ­χε σὰν ἀπο­τέ­λε­σμα μιὰ πο­λυ­ή­με­ρη συ­νάν­τη­ση τῆς δια­νόη­σης μὲ τὴν ἡγε­σία τῆς χώ­ρας καί, συγ­κε­κρι­μέ­να, μὲ τὸ Φιν­τὲλ Κά­στρο. Στὴν τε­λι­κὴ το­πο­θέ­τη­σή του, γνω­στὴ ὑπὸ τὸν τί­τλο «Κά­ποιες κου­βέν­τες γιὰ τοὺς δια­νο­ού­με­νους»[14], ὁ Κά­στρο ἄρ­θρω­σε τὴ φρά­ση ποὺ συ­νό­ψι­ζε τὸ πνεῦ­μα ὁλό­κλη­ρου τοῦ λό­γου του καὶ με­τα­τρά­πη­κε σὲ σύν­θη­μα τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς στὴν Κού­βα: «Ἐν­τὸς τῆς Ἐπα­νά­στα­σης, τὰ πάν­τα, ἐνάν­τια στὴν Ἐπα­νά­στα­ση, τί­πο­τα.» Ἐκ τῶν ὑστέ­ρων, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅτι ἦταν ἴσως ἕνα μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ 1965 καὶ ἡ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὴ ἐκ­δο­χή του τὸ 1968 —Ἀνα­μνή­σεις τῆς ὑπα­νά­πτυ­ξης[15]—ποὺ ἀπο­τύ­πω­σαν ἰδα­νι­κὰ τὶς συγ­κρού­σεις ποὺ προ­κλή­θη­καν ἀπὸ τὴ με­τα­μόρ­φω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας στὴν Κού­βα. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, τοῦ Ἐν­τμοῦν­το Ντεσ­νό­ες, καὶ ἡ ται­νία, τοῦ Το­μὰς Γκου­τιέ­ρες Ἀλέα, δὲν πα­ρέ­βλε­ψαν οὔ­τε τὴ σκλη­ρὴ κρι­τι­κὴ ἀπέ­ναν­τι στὴν ἐξάρ­τη­ση τῆς ἀστι­κῆς τά­ξης —τό­σο σὲ οἰ­κο­νο­μι­κό, ὅσο καὶ σὲ ἠθι­κὸ ἐπί­πε­δο— οὔ­τε ὅμως καὶ τὴν εἰ­ρω­νι­κὴ μα­τιὰ ἀπέ­ναν­τι στὴν αὐ­τα­πά­τη ποὺ κα­λοῦν­ταν „λα­ός“, "pueblo". Ὡστό­σο, ἀμ­φό­τε­ρα, μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ ται­νία, εἶ­ναι ὑπο­στη­ρι­κτι­κὰ τῆς Ἐπα­νά­στα­σης. Τὰ ὑπό­λοι­πα δὲ μοιά­ζουν, πα­ρὰ δυ­να­τό­τη­τες στὸ δρό­μο γιὰ τὸ μέλ­λον.

       Ἡ δύ­να­μη αὐ­τῶν τῶν θε­μά­των δὲν ἀπο­τρέ­πει, ὡστό­σο, τὴ διά­νοι­ξη πε­ραι­τέ­ρω δρό­μων. Σὲ μία λαμ­πρὴ ὁμι­λία του στὴν Ἀβά­να στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, ἡ ὁποία ἀρ­γό­τε­ρα θὰ δη­μο­σιευό­ταν στὸ πε­ριο­δι­κὸ Σπί­τι τῆς Ἀμε­ρι­κῆς ὑπὸ τὸν τί­τλο «Κά­ποιες πτυ­χὲς τοῦ δι­η­γή­μα­τος» , ὁ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ[16] ἀνέ­τρε­χε σὲ μιὰ ἰδέα τοῦ Ἐμ­μα­νουὲλ Καρ­μπά­γιο, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία «στὴν Κού­βα, θὰ ἦταν πιὸ ἐπα­να­στα­τι­κὸ νὰ γρά­ψεις φαν­τα­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, πα­ρὰ δι­η­γή­μα­τα μὲ ἐπα­να­στα­τι­κὴ θε­μα­το­λο­γία». Τὸ βέ­βαιο εἶ­ναι πὼς ἡ ἐπο­χή, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ ὅ,τι θὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς καὶ δι­καιώ­νον­τας —ἔστω καὶ ἄθε­λά της— τὴν ὑπο­ψία τοῦ Καρ­μπά­γιο, πα­ρέ­δω­σε πλη­θώ­ρα φαν­τα­σια­κῶν κει­μέ­νων ποὺ ἀσχο­λοῦν­ται μὲ τὸ θέ­μα. Τὸ 1966, πέ­ρα ἀπὸ χρο­νο­λο­γία ἔκ­δο­σης ση­μαι­νόν­των βι­βλί­ων ση­μαι­νόν­των συγ­γρα­φέ­ων, ἦταν καὶ ἡ χρο­νιὰ ὅπου το­πο­θε­τοῦν­ται οἱ ἀπαρ­χὲς τῆς ὀνο­μα­ζό­με­νης «λο­γο­τε­χνί­ας τῆς βί­ας» («narrativa de la violencia»), ὅπως καὶ ἡ χρο­νιὰ ποὺ τὸ πε­ριο­δι­κὸ Μπο­έ­μι­κη ζωή (Bohemia) —ἡ ἑβδο­μα­διαία ἔκ­δο­ση μὲ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη κυ­κλο­φο­ρία στὴ χώ­ρα— ἀφιέ­ρω­σε ἕνα ὁλό­κλη­ρο τεῦ­χος στὴ φαν­τα­σια­κὴ λο­γο­τε­χνία, γε­γο­νὸς ποὺ ἀπο­δει­κνύ­ει τὸ με­γά­λο ἐν­δια­φέ­ρον ποὺ προ­κα­λοῦ­σε καὶ τὴ δύ­να­μη ποὺ ἀπο­κτοῦ­σε τὸ ἐν λό­γῳ εἶ­δος. Δύο χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, εἶ­χε κυ­κλο­φο­ρή­σει ὁ τό­μος Δι­η­γή­μα­τα ἐπι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, στὸν ὁποῖο συμ­με­τεῖ­χαν τρεῖς Κου­βα­νοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἄλ­λο ἕνα ση­μαν­τι­κὸ βῆ­μα στὴν ἐξέ­λι­ξη τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους. Ὡστό­σο, ἡ κο­ρύ­φω­ση θὰ ἐρ­χό­ταν τὸ 1968, μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση δύο ἀν­θο­λο­γιῶν σὲ ἐπι­μέ­λεια Ρο­χέ­λιο Γιό­πις: Φαν­τα­σια­κὰ δι­η­γή­μα­τα καὶ Δι­η­γή­μα­τα τῆς Κού­βας γιὰ τὸ φαν­τα­σια­κὸ καὶ τὸ ὑπερ­βα­τι­κό[17].

       Πα­ρ’ ὅλα αὐ­τά, τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ αὐ­τὸ εἶ­δος —πα­ρα­δο­σια­κὰ θε­ω­ρού­με­νο ὡς ‘πα­ρα­πλα­νη­τι­κό’— πο­τὲ δὲν ἀπέ­κτη­σε τὴν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση, τὴν ὁποία κα­τεῖ­χε ἡ ρε­α­λι­στι­κὴ λο­γο­τε­χνία. Καὶ αὐ­τό, πα­ρὰ τὴν ἐπι­τυ­χία ποὺ γνώ­ρι­σαν, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὰ «Θαμ­μέ­να ἀγάλ­μα­τα»[18] τοῦ Ἀν­τό­νιο Μπε­νί­τες Ρό­χο καὶ τὰ πρῶ­τα δι­η­γή­μα­τα τῆς Μα­ρία Ἐλέ­να Γιά­να. Ἡ κρι­τι­κὴ ἦταν ἐκεί­νη ποὺ κα­τὰ κά­ποιο τρό­πο ἀπο­σιώ­πη­σε τὴν πα­ρου­σία τῆς φαν­τα­σια­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Τὸ βέ­βαιο εἶ­ναι ὅτι ἡ λο­γο­τε­χνία στὴν Κού­βα, τὴν πρώ­τη δε­κα­ε­τία τῆς Ἐπα­νά­στα­σης, δὲ με­τρᾶ πα­ρὰ ἐλά­χι­στα μο­νά­χα βι­βλία δι­η­γη­μά­των. Καὶ αὐ­τά, ὅμως, πα­ρὰ τὴν προ­σπά­θειά τους νὰ εἰ­σα­γά­γουν ἐν­διά­με­σες ἀπο­χρώ­σεις, πέ­ραν τοῦ λευ­κοῦ καὶ τοῦ μαύ­ρου, ἀν­τι­προ­σώ­πευαν τὴν «ἀρ­ρε­νω­πὴ λο­γο­τε­χνία», μὲ τὴν ὁποία ἐν­θου­σιά­στη­κε ἡ κρι­τι­κὴ στὴν Κού­βα, ὅπως εἶ­χε συμ­βεῖ καὶ στὸ Με­ξι­κό, τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες νω­ρί­τε­ρα, σὲ συν­θῆ­κες λί­γο-πο­λὺ πα­ρό­μοιες. Ἦταν αὐ­τοὶ οἱ συγ­γρα­φεῖς, καὶ ὄχι οἱ με­γά­λοι δά­σκα­λοι, ἐκεῖ­νοι ποὺ ἐν τέ­λει ἔγρα­ψαν τὸ χρο­νι­κὸ τῆς Ἐπα­νά­στα­σης, ὅπως τὸ ἐπέ­τασ­σαν οἱ συν­θῆ­κες – καὶ ἡ κρι­τι­κή.

       Ἂν τὸ δι­ή­γη­μα στὴν Κού­βα γνώ­ρι­σε κα­λὲς μέ­ρες τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ ἑξῆν­τα, πα­ρό­μοιες μὲ ἐκεῖ­νες τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ σα­ράν­τα μὲ τοὺς Καρ­πεν­τιέρ, Νο­βάς, Μον­τε­νέ­γρο, Λαμ­πρα­δὸρ καὶ ἄλ­λους, τὸ σκη­νι­κὸ θὰ ἦταν ἄλ­λο τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1970. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ δε­κα­ε­τία πού, μὲ τὸ θά­να­το τοῦ Λε­σά­μα Λί­μα τὸ 1976 καὶ τοῦ Πι­νιέ­ρα τὸ 1979, ξε­κί­νη­σε μὲ κα­κοὺς οἰ­ω­νούς. Τὸ 1971 συ­νε­λή­φθη καὶ φυ­λα­κί­στη­κε γιὰ ἕνα μῆ­να ὁ ποι­η­τὴς Ἐμ­πέρ­το Παν­τί­για, τοῦ ὁποί­ου τὸ βι­βλίο Ἐκτὸς παι­χνι­διοῦ[19] εἶ­χε προ­κα­λέ­σει αἴ­σθη­ση τὸ 1968. Μὲ τὴ λή­ξη τῆς φυ­λά­κι­σής του ὑπέ­γρα­ψε μιὰν αὐ­το­ε­νο­χο­ποι­η­τι­κὴ δή­λω­ση στὴν ἕδρα τῆς Ἕνω­σης Συγ­γρα­φέ­ων καὶ Καλ­λι­τε­χνῶν τῆς Κού­βας καὶ ὁ ἀπόη­χος τῶν λό­γων του προ­κά­λε­σε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο σχί­σμα στὴν ἱστο­ρία τῆς λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κῆς δια­νόη­σης, ἡ ὁποία ἕως τό­τε τασ­σό­ταν ὁμο­φώ­νως καὶ ἐν λευ­κῷ ὑπὲρ τῆς Ἐπα­νά­στα­σης. Ἡ ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση στὸν πο­λι­τι­κὸ καὶ κοι­νω­νι­κὸ χῶ­ρο ἦταν ἀνα­πό­φευ­κτο νὰ προ­κα­λέ­σει ρή­ξεις, ὡστό­σο ἡ «Ὑπό­θε­ση Παν­τί­για» τὶς ἐπι­τά­χυ­νε. Μὲ ἀφορ­μὴ τὶς δια­μαρ­τυ­ρί­ες ποὺ ἀνα­δύ­θη­καν γύ­ρω ἀπὸ τὴν ὑπό­θε­ση τοῦ Παν­τί­για, ἡ πο­λι­τι­στι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τῆς χώ­ρας σκλή­ρυ­νε, μὲ ἀπο­τέ­λε­σμα νὰ ὀξυν­θεῖ ἡ λο­γο­κρι­σία, τό­σο συγ­κε­κα­λυμ­μέ­να, ὅσο καὶ ἀπρο­κά­λυ­πτα, ὥστε δε­κά­δες συγ­γρα­φεῖς νὰ ὑπο­στοῦν κά­ποιου εἴ­δους κυ­ρώ­σεις λό­γῳ τῶν ἰδε­ῶν τους, τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν τους πε­ποι­θή­σε­ων ἢ τῶν σε­ξουα­λι­κῶν τους προ­τι­μή­σε­ων. Ἡ ἴδια ἡ ἔν­νοια τοῦ δια­νο­ού­με­νου διευ­ρύν­θη­κε, πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας τώ­ρα ὅλους ὅσους ἐρ­γά­ζον­ται στὸ χῶ­ρο τῆς νόη­σης, ἐξου­δε­τε­ρώ­νον­τας ἔτσι τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ χρή­ση τοῦ ὅρου.

       Ἀπὸ αὐ­τὴν τὴ στιγ­μή, καὶ ἐνῷ με­γά­λο μέ­ρος τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς ζω­ῆς ἀδρα­νοῦ­σε, ἡ ἀστυ­νο­μι­κὴ λο­γο­τε­χνία εἰ­σέ­βα­λε δυ­να­μι­κὰ στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ σκη­νή τῆς Κού­βας, ἀπο­λαμ­βά­νον­τας πλή­ρη θε­σμι­κὴ στή­ρι­ξη. Ἤδη τὸ 1971 ἐκ­δό­θη­κε τὸ πρῶ­το «ἀστυ­νο­μι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα» στὴν Κού­βα, τὸ Αἴ­νιγ­μα τῆς Κυ­ρια­κῆς τοῦ Ἰγνά­σιο Κάρ­ντε­νας Ἀκού­νια[20]. Πα­ρ' ὅλο ποὺ τὸ Δι­ή­γη­μα εἶ­χε προ­σφέ­ρει λαμ­πρὰ δείγ­μα­τα ἀστυ­νο­μι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἤδη δε­κα­ε­τί­ες νω­ρί­τε­ρα (γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Λί­νο Νο­βὰς Κάλ­βο), δὲν ἦταν, πα­ρὰ μὲ τὸ ἀπό­γειο τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος καὶ τὴ στή­ρι­ξη ποὺ αὐ­τὸ ἔλα­βε, ποὺ τὸ εἶ­δος γνώ­ρι­σε νέα ἄν­θι­ση. Ἅμα τῇ ἐμ­φα­νί­σει τοῦ βι­βλί­ου τοῦ Κάρ­ντε­νας, τὸ Ὑπουρ­γεῖο Ἐσω­τε­ρι­κῶν προ­κή­ρυ­ξε τὸ βρα­βεῖο «Ἐπέ­τειος τῆς Ἐπα­νά­στα­σης», τὸ ὁποῖο ἔδω­σε τέ­τοια ὤθη­ση στὸ εἶ­δος πού, μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια, τὸ ἀστυ­νο­μι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα τῆς Κού­βας —ἀνύ­παρ­κτο ὣς τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας— θὰ πρω­τα­γω­νι­στοῦ­σε σὲ ὁλό­κλη­ρη τὴν ἤπει­ρο, συ­να­γω­νι­ζό­με­νο μό­νο μὲ ἐκεῖ­νο τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς καὶ τοῦ Με­ξι­κοῦ. Ἦταν ἕνας ἔξυ­πνος τρό­πος νὰ προ­τα­θεῖ (καὶ νὰ ἐπι­βλη­θεῖ) ἕνα συγ­κε­κρι­μέ­νο αἰ­σθη­τι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κῶς ‘ὀρ­θὸ’ μο­ντέ­λο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, δί­χως νὰ ἀπο­κλεί­ον­ται τὰ ἔρ­γα ποιό­τη­τας. Ἐπι­πλέ­ον, ἡ ἀστυ­νο­μι­κὴ λο­γο­τε­χνία, πα­ρὰ τὸν τυ­πο­ποι­η­μέ­νο χα­ρα­κτῆ­ρα της, ἐπέ­τρε­πε τὸν ὠμὸ ρε­α­λι­σμό. Κα­τὰ τρό­πο εἰ­ρω­νι­κό, τὸ κα­τ’ ἐξο­χὴν λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος τῆς δια­νόη­σης —τοὐ­λά­χι­στον στὶς ἀπαρ­χές του— με­τα­τρά­πη­κε σὲ δεῖγ­μα στρα­τευ­μέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

       Πα­ρ' ὅλο ποὺ οἱ συ­νέ­πειες ἐκεί­νου τοῦ σκο­τα­δι­σμοῦ θὰ πα­ρέ­με­ναν αἰ­σθη­τὲς χρό­νια ἕως καὶ δε­κα­ε­τί­ες ἀρ­γό­τε­ρα, εἶ­ναι γε­γο­νὸς ὅτι, ἀπὸ τὴν Ἵδρυ­ση τοῦ Ὑπουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμοῦ τὸ 1976, τὰ σύν­νε­φα ἄρ­χι­σαν νὰ ἀραιώ­νουν καί, μα­ζὶ μὲ ἐκεῖ­να, αὐ­τὸ ποὺ ἕνας κρι­τι­κὸς ὀνό­μα­σε «Γκρί­ζα πεν­τα­ε­τία» στὸν πο­λι­τι­σμό της Κού­βας. Ἀπὸ τὸ δεύ­τε­ρο μι­σὸ τῆς ἐν λό­γῳ δε­κα­ε­τί­ας, ἄρ­χι­σαν νὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται βι­βλία δι­η­γη­μά­των ποὺ προ­α­νήγ­γειλ­λαν τὴν ἀλ­λα­γὴ ποὺ πλη­σί­α­ζε ἤδη ἀθό­ρυ­βα. Τὰ βι­βλία, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, τῶν Ρα­φα­ὲλ Σο­λέρ, Μιγ­κὲλ Με­χί­δες, Μίρ­τα Γιά­νιες, Σε­νὲλ Πὰς καὶ Ἀμ­πὲλ Πριέ­το εἰ­σή­γα­γαν μιὰ νέα ὀπτι­κή, κα­θὼς συν­τε­λοῦν­ταν τὸ πέ­ρα­σμα ἀπὸ τὴν ἐπι­κὴ ἀφή­γη­ση στὴν ἰδιω­τι­κό­τη­τα, ἀπὸ τὴν ἐνη­λι­κί­ω­ση στὴν παι­δι­κό­τη­τα ἢ τὴν ἐφη­βεία, ἀπὸ τὸ πε­δίο τῆς μά­χης στίς ‘ὑπο­τρο­φί­ε­ς’ ἢ τὰ οἰ­κο­τρο­φεῖα. Γι­νό­ταν πλέ­ον ὁλο­έ­να πιὸ ξε­κά­θα­ρο, ὅτι δὲν ἦταν μό­νο μιὰ νέα γε­νιὰ ποὺ εἰ­σχω­ροῦ­σε στὴ λο­γο­τε­χνία, ἀλ­λὰ καὶ ἕνας νέ­ος χα­ρα­κτῆ­ρας, κον­τι­νό­τε­ρος —χρο­νι­κὰ καὶ ἠθι­κά— στὸ Νέο Ἄν­θρω­πο ποὺ ὁρα­μα­τί­στη­κε ὁ Τσὲ Γκε­βά­ρα.

       Ὅσο γιὰ τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1980, πα­ρ' ὅλο ποὺ ξε­κι­νοῦ­σε ἡ πιὸ ἥσυ­χη κι εὐ­η­με­ροῦ­σα ἐπο­χὴ τῆς Ἐπα­νά­στα­σης, ἡ ἔναρ­ξή της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀπὸ τήν ‘Ἔξο­δο τοῦ Μα­ριέ­λ’, κα­τὰ τὴν ὁποία ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὴν Κού­βα πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπὸ ἑκα­τὸ χι­λιά­δες πο­λῖ­τες, με­τα­ξὺ τῶν ὁποί­ων καὶ συγ­γρα­φείς, ὅπως ὁ Ρεϋ­νάλ­δο Ἀρέ­νας καὶ ὁ Κάρ­λος Βι­κτό­ρια. Ἀν­τι­στρό­φως, λί­γο νω­ρί­τε­ρα, εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἐπι­σκέ­πτε­ται τὴ χώ­ρα μα­ζι­κά, γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ με­τὰ τὸν ἐκτο­πι­σμό, πλῆ­θος ἐξο­ρί­στων. Ἡ ἀπου­σία ἐπι­κοι­νω­νί­ας, τὴν ὁποία θε­μα­το­ποιεῖ ὁ Ρο­μπέρ­το Φερ­νάν­τες στὸ συν­το­μό­τα­το καὶ πρώ­ι­μο δι­ή­γη­μά του «Ἡ κλή­ση»,[21] εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἀμ­βλύ­νε­ται. Πα­ρ’ ὅλα αὐ­τά, θὰ χρεια­ζό­ταν νὰ πα­ρέλ­θουν ἀρ­κε­τὰ χρό­νια, ὥσπου νὰ κα­τα­στεῖ δυ­να­τὸ ἕνα δι­ή­γη­μα ὅπως «Ἡ πε­ρί­πο­λος»[22] τοῦ Κάρ­λος Βι­κτό­ρια ποὺ προ­α­να­φέ­ρα­με, τὸ ὁποῖο πραγ­μα­τεύ­ε­ται τὸ θέ­μα τῆς ἐπι­στρο­φῆς στὴ Νῆ­σο, αὐ­τὴν τὴ φο­ρὰ ὅμως κά­ποιου ποὺ ἐξο­ρί­στη­κε ἔχον­τας βιώ­σει προ­η­γου­μέ­νως τὴ φυ­λά­κι­ση. Κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, ἡ ἰδέα τῆς Ἐπι­στρο­φῆς, πα­ρὰ τὸ εὐ­αί­σθη­τον τοῦ θέ­μα­τος, ἔμοια­ζε δυ­να­τή.

       Στὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1980, ἄρ­χι­σαν νὰ ἐκ­δί­δον­ται στὴν Κού­βα σπου­δαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ποὺ πέ­θα­ναν στὴν ἐξο­ρία (Νο­βὰς Κάλ­βο, Μα­νιάχ, Λύν­τια Καμ­πρέ­ρα κ.ἄ.), στὸ πλαί­σιο μιᾶς δια­δι­κα­σί­ας ἀλ­λα­γῶν μὲ κί­νη­τρο τὴ βε­βαιό­τη­τα πὼς ὁ κου­βα­νι­κὸς πο­λι­τι­σμὸς εἶ­ναι ἑνιαῖ­ος καὶ πὼς ὁποια­δή­πο­τε ἀπά­λοι­φη συγ­γρα­φέα ἀπὸ τὸ σῶ­μα τῆς ἐθνι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας γιὰ λό­γους πο­λι­τι­κούς, θὰ σή­μαι­νε τὴ φτω­χο­ποί­η­σή της. Τὸ 1988, τὸ πε­ριο­δι­κὸ Κου­βα­νι­κὰ Γράμ­μα­τα ἀφιέ­ρω­σε ἕνα τεῦ­χος στὴ νέα συγ­γρα­φι­κὴ γε­νιά, ἀπο­τυ­πώ­νον­τας τὰ ση­μά­δια τῆς ἀλ­λα­γῆς ποὺ συν­τε­λοῦν­ταν. Με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στὸ τεῦ­χος πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται τὸ δι­ή­γη­μα «Για­τί κλαί­ει ἡ Λέ­σλι Κά­ρον;» τοῦ Ρο­μπέρ­το Οὐ­ρί­ας καί, μὲ αὐ­τό, ἕνα ἀπὸ τὰ κα­τ’ ἐξο­χὴν θέ­μα­τα-τα­μποῦ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνία τῆς Κού­βας: ἡ ὁμο­φυ­λο­φι­λία. Αὐ­τὸ τὸ θέ­μα εἶ­χε θι­γεῖ ἐξ ἁπα­λῶν ὀνύ­χων καὶ νω­ρί­τε­ρα, ὡστό­σο τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1990, μὲ ἐφαλ­τή­ριο τὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Οὐ­ρία, ἀλ­λὰ καὶ τὸ «Ὁ κυ­νη­γὸς» τοῦ Λε­ο­νάρ­ντο Πα­δού­ρα καὶ τὸ «Ὁ λύ­κος, τὸ δά­σος καὶ ὁ νέ­ος ἄν­θρω­πος» τοῦ Σε­νὲλ Πάς, θὰ κυ­ριαρ­χοῦ­σε ὅσο λί­γα στὸν ἑτε­ρο­γε­νῆ χῶ­ρο τῆς κου­βα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Μά­λι­στα, ὁ ἐρω­τι­σμὸς καὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα θὰ ἀπο­κτοῦ­σαν ρό­λο πρω­τα­γω­νι­στι­κό, πρᾶγ­μα ἀδια­νόη­το μέ­χρι κά­ποια χρό­νια νω­ρί­τε­ρα.

       Πα­ρ' ὅλο ποὺ οἱ ἀλ­λα­γὲς δια­φαί­νον­ταν ἀπὸ και­ρό, ἡ με­γά­λη ἀνα­στά­τω­ση στὴν κοι­νω­νία καὶ κα­τ’ ἐπέ­κτα­ση στὴ λο­γο­τε­χνία της Κού­βας ἐπῆλ­θε τὸ 1989, κα­θώς, μα­ζὶ μὲ τὸ Τεῖ­χος τοῦ Βε­ρο­λί­νου, κα­τέ­πε­σε καὶ πλῆ­θος βε­βαιο­τή­των κι ἐλ­πί­δων. Οἱ συγ­γρα­φεῖς πλέ­ον ἀπο­μα­κρύ­νον­ται ὁλο­έ­να πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ μιὰ κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση ποὺ ἀφή­νει ἐλεύ­θε­ρο χῶ­ρο γιὰ τὴν οὐ­το­πία. Μά­λι­στα, θὰ τολ­μοῦ­σα νὰ πῶ ὅτι με­τὰ τὸ με­ταιχ­μια­κὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Σε­νὲλ Πάς, «Ὁ λύ­κος, τὸ δά­σος καὶ ὁ νέ­ος ἄν­θρω­πος»[23], ἀρ­χί­ζει νὰ δια­φαί­νε­ται ὅ,τι ὀνό­μα­σα ‘πε­ζο­γρα­φία τῆς ἀπο­γο­ή­τευ­σης’. Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της —συγ­γρα­φεῖς γεν­νη­μέ­νοι πρὶν τὴν Ἐπα­νά­στα­ση, ἐκ­παι­δευ­μέ­νοι ὅμως στοὺς κόλ­πους της καὶ μὲ τὰ πρῶ­τα ἔρ­γα τους τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1980— βί­ω­ναν μέ­σα στὰ ἴδια τὰ ἔρ­γα τους τὸ πέ­ρα­σμα ἀπὸ μιὰ κα­λύ­τε­ρη κοι­νω­νία, ἡ ὁποία ἔμοια­ζε πι­θα­νὴ καὶ προ­σβά­σι­μη, στὸ γκρέ­μι­σμα αὐ­τῆς τῆς ἐλ­πί­δας. Τὸ ἴδιο, λί­γο ὡς πο­λύ, αἴ­σθη­μα προ­κα­λεῖ­ται βέ­βαια καὶ στοὺς Κου­βα­νοὺς συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐξο­ρί­ας, ἄλ­λο­τε ἀπο­τυ­πω­μέ­νο μὲ ἕναν τό­νο πο­λε­μι­κό, ὅπως στὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Ρα­φα­ὲλ Σε­κέϊ­ρα Ρα­μί­ρες «Ὁ τρα­γι­κὸς θά­να­τος τοῦ νού­με­ρου ἐνε­νῆν­τα ἐν­νιά»[24] κι ἄλ­λο­τε μέ­σῳ τῆς ἐκ νέ­ου γρα­φῆς —καὶ κα­τ’ ἐπέ­κτα­ση νέ­ας ση­μα­το­δό­τη­σης—, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ δι­η­γή­μα­τος «Ὁ ἥρω­ας» τοῦ Πάμ­πλο ντὲ νὰ Τορ­ριέν­τε Μπρά­ου ἀπὸ τὸν Ἀν­τό­νιο Βέ­ρα Λε­όν[25].

       Καὶ ὅπως προ­α­νήγ­γει­λα, κά­πως ἔτσι κλεί­νει ὁ αἰ­ῶ­νας, δη­λα­δὴ μὲ ἕνα αἴ­σθη­μα πα­ρό­μοιο μὲ ἐκεῖ­νο, μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Ἐστέμ­παν Μπορ­ρέ­ρο στὸ δι­ή­γη­μά του «Τὸ μα­γε­μέ­νο ἐλά­φι». Τὰ αἴ­τια τῆς ἀπο­γο­ή­τευ­σης εἶ­ναι τώ­ρα ἄλ­λα, ὅμως ἡ αἴ­σθη­ση ἀπὸ τὴν ἐξα­φά­νι­ση ἐκεί­νου ποὺ ἔμοια­ζε προ­σβά­σι­μο καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγι­ναν ἀγῶ­νες καὶ θυ­σί­ες, ση­μα­δεύ­ει διὰ πυ­ρὸς καὶ σι­δή­ρου τὴ λο­γο­τε­χνία τῶν τε­λῶν τοῦ αἰ­ῶ­να. Δια­τρέ­χον­τας ξα­νὰ τὸ σύ­νο­λο τῶν δι­η­γη­μά­των τοῦ 20οῦ αἰ­ῶ­να στὴν Κού­βα, θε­ω­ρῶ ὅτι ὁ αἰ­ῶ­νας κλεί­νει ἐδῶ. Ἀπὸ τὸν Ἐστέμ­παν Μπορ­ρέ­ρο ὣς τούς ‘συγ­γρα­φεῖς τῆς ἀπο­γο­ή­τευ­ση­ς’, τὸ δι­ή­γη­μα στὴν Κού­βα δια­γρά­φει ἕνα τό­ξο ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὴν ἔν­τα­ση με­τα­ξὺ τοῦ εὐ­κταί­ου καὶ τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, τοῦ πι­θα­νοῦ ποὺ ὡστό­σο δὲν πραγ­μα­τώ­θη­κε.

       Θί­γον­τας αὐ­τὸ τὸ θέ­μα, δὲν μπο­ρῶ ὡστό­σο νὰ πα­ρα­βλέ­ψω ὅτι στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1990, μα­ζὶ μὲ τούς ‘συγ­γρα­φεῖς τῆς ἀπο­γο­ή­τευ­ση­ς’, ἐμ­φα­νί­στη­κε καὶ μία ἄλ­λη γε­νιά, γεν­νη­θεῖ­σα με­τὰ τὸ 1959. Πα­ρ' ὅλο ποὺ καὶ αὐ­τὴ εἶ­χε πρώ­ϊ­μα δείγ­μα­τα, τὸ πρῶ­το ση­μεῖο ἀνα­φο­ρᾶς γι’ αὐ­τὴν ἦταν ἡ ἀν­θο­λο­γία Οἱ ἔσχα­τοι ἔσον­ται πρῶ­τοι (1993), σὲ ἐπι­μέ­λεια τοῦ Σαλ­βα­δὸρ Ρε­δο­νέτ[26]. Ἐκεῖ­νος ἦταν ποὺ τοὺς ἐν­νόη­σε ὡς ὁμο­γε­νὲς σύ­νο­λο, συγ­κεν­τρώ­νον­τας καί, ἀκο­λού­θως, βα­πτί­ζον­τάς τους ὡς ‘νε­ό­τα­του­ς’, ‘με­τα­νε­ό­τε­ρου­ς’ κλπ. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ ἀκο­λου­θοῦ­σαν πε­ζο­γρά­φοι ποὺ θὰ ἔπαιρ­ναν δια­φο­ρε­τι­κὰ μο­νο­πά­τια, γρά­φον­τας μὲ ζῆ­λο κι αὐ­το­πε­ποί­θη­ση γιὰ τὰ πιὸ ἑτε­ρό­κλη­τα με­τα­ξύ τους θέ­μα­τα, κα­ταρ­ρί­πτον­τας τα­μποῦ καὶ χα­ρί­ζον­τας στὸ δι­ή­γη­μα τῆς Κού­βας μιὰ ἑτε­ρο­γέ­νεια, ὤθη­ση καὶ ποιό­τη­τα ἄνευ προ­η­γου­μέ­νου. Αὐ­τοί, ὡστό­σο, κα­θό­τι με­τα­γε­νέ­στε­ροι, δὲν ἀνή­κουν πλέ­ον στὸν 20ὸ αἰ­ῶ­να καὶ θε­ω­ρῶ πὼς τὸ ἔρ­γο τους —πα­ρὰ τὰ βρα­βεῖα καὶ τὴν ποιό­τη­τα πολ­λῶν ἀπὸ αὐ­τούς— μό­λις τώ­ρα ξε­κι­νᾶ. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, οἱ ἀνη­συ­χί­ες τους εἶ­ναι ἐκεῖ­νες μιᾶς ἄλ­λης ἐπο­χῆς. Μὲ τὴν εἰ­σα­γω­γή τους στὸ χῶ­ρο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τὴ δε­κα­ε­τία τοῦ 1990, ὅταν τὸ μό­νο ποὺ ἀπέ­με­νε ἀπὸ τὸ Τεῖ­χος τοῦ Βε­ρο­λί­νου ἦταν μπά­ζα κι ἀλ­λό­κο­τες εἰ­κό­νες, καὶ ἐν μέ­σῳ μιᾶς κρί­σης ἄνευ προ­η­γου­μέ­νου στὴν Κού­βα, γνω­στῆς μὲ τὴν ὀνο­μα­σία «Εἰ­δι­κὴ Πε­ρί­ο­δος», δὲ μοιά­ζουν ἀπο­γο­η­τευ­μέ­νοι ἀπὸ τί­πο­τε, ἀφοῦ δὲν πρό­λα­βαν νὰ γρά­ψουν πο­τὲ γιὰ τὴ γο­η­τεία τοῦ Ὀνεί­ρου. Ἡ πλειο­ψη­φία τους γρά­φει μᾶλ­λον μιὰ λο­γο­τε­χνία με­τε­πα­να­στα­τι­κή, ὑπὸ τὴν ἔν­νοια ὅτι οὔ­τε ἡ ἱστο­ρία οὔ­τε ἡ τύ­χη τῆς Ἐπα­νά­στα­σης μοιά­ζουν νὰ τοὺς ἐν­δια­φέ­ρουν. Προ­η­γου­μέ­νως, εἴ­τε ὑπὲρ εἴ­τε κα­τὰ αὐ­τῆς, μὲ ἐν­θου­σια­σμό, πα­θη­τι­κό­τη­τα ἢ ἀπο­τρο­πια­σμό, ἀπὸ τὸν Ἀλέ­χο Καρ­πεν­τιὲρ ὣς τὸν Ρεϋ­νάλ­ντο Ἀρέ­νας, ἡ πε­ζο­γρα­φία στὴν Κού­βα αὐ­τὲς τὶς ἀνη­συ­χί­ες εἶ­χε. Ἀν­τι­θέ­τως, οἱ με­τε­πα­να­στα­τι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς ἐπι­λέ­γουν ἄλ­λα πε­ρι­βάλ­λον­τα, ἄλ­λους ἥρω­ες, ἄλ­λες ἀπο­λαύ­σεις καὶ ἄλ­λον λό­γο ὕπαρ­ξης. Ἂν γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, ὅπως τὸν Γκον­τάρ, τὸ travelling ἦταν ζή­τη­μα ἠθι­κό, γιὰ τοὺς νε­ό­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς, ἡ ἠθι­κὴ εἶ­ναι σὲ με­γά­λο μέ­ρος ζή­τη­μα τοῦ travelling. Ὡς πρὸς αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖο, δὲν δια­φο­ρο­ποιοῦν­ται πο­λὺ ἀπὸ τοὺς συ­να­δέλφους τους σὲ ἐκεί­νη τὴν ἄλ­λη πα­τρί­δα ποὺ λέ­γε­ται γλῶσ­σα. Καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ ἑδρά­ζε­ται ἡ δύ­να­μη καὶ ταυ­τό­χρο­να ἡ ἀδυ­να­μία τους.

       Μοιά­ζει εἰ­ρω­νι­κὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι ἦταν ὁ λαμ­πρό­τε­ρος ἐκ­πρό­σω­πος τῆς δε­ξιᾶς στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀμε­ρι­κή, ὁ Ὀκτά­βιο Πάς, ἐκεῖ­νος πού, σχο­λιά­ζον­τας τὴν κα­τάρ­ρευ­ση τοῦ σο­σια­λι­σμοῦ στὴν Ἀνα­το­λι­κὴ Εὐ­ρώ­πη, ση­μεί­ω­σε: «οἱ ἀπαν­τή­σεις ἄλ­λα­ξαν, τὰ ἐρω­τή­μα­τα πα­ρα­μέ­νουν ὡστό­σο τὰ ἴδια.» Ἂν οἱ Κου­βα­νοί ‘συγ­γρα­φεῖς τῆς ἀπο­γο­ή­τευ­ση­ς’, ἀκό­μη καὶ ἐν μέ­σῳ ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καὶ μὲ ἐλά­χι­στες ἀπαν­τή­σεις ἀνὰ χεῖ­ρας, δὲν ἀπαρ­νοῦν­ται ὁρι­σμέ­νες ἐρω­τή­σεις-κλει­διά, οἱ ὁποῖ­ες μά­λι­στα κά­πο­τε φτά­νουν νὰ ἔχουν χα­ρα­κτῆ­ρα ὀν­το­λο­γι­κὸ (Ποῦ ὁδεύ­ου­με; Ποιό τὸ νόη­μα μιᾶς ὁρι­σμέ­νης πρά­ξης; Τί θὰ γί­νει αὔ­ριο;), οἱ με­τε­πα­να­στα­τι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς θέ­τουν ἄλ­λες προ­τε­ραιό­τη­τες. Ὄν­τας συγ­γρα­φεῖς τοῦ 21ου αἰ­ῶ­να, δὲν εἶ­ναι ἀπα­ραι­τή­τως ἐκεῖ­νοι μὲ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες ἀνη­συ­χί­ες γιὰ τὸ μέλ­λον.

Ἀβά­να, Ἰού­λιος τοῦ 2002

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Esteban Borrero Echeverría, Lectura de Pascuas, 1899.
[2] Esteban Borrero Echeverría, «El ciervo encantado».
[3] Regino Boti, Arabescos mentales.
[4] ΣτΜ: Πρόκειται για διήγημα του Jesús Castellanos που μεταφράσαμε για το παρόν αφιέρωμα.
[5] ΣτΜ: Πρόκει­ται γιὰ τὸν Arísti­des Fer­nán­dez, τὸ διή­γη­μα τοῦ ὁ­ποίου «Πα­ρά­ξενα πράγ­μα­τα!» («Las cosas raras» ) μετα­φρά­σαμε γιὰ τὸ πα­ρὸν ἀ­φι­έρω­μα.
[6] Jorge Luis Borges, Adolfo Bioy Casares, Silvian Ocampo, Anto­logía de la lite­ratura fantá­stica.
[7] Adolfo Bioy Casares, La invención de Morel.
[8] Alejo Carpentier, Viaje a la semilla.
[9] José Lizama Lima, Orígenes.
[10] Lunes de Revolución
[11] Instituto Cubano de Arte e Industria Cinematográficos (ICAIC)
[12] Η περίφημη «Casa de las Américas»
[13] Calvert Casey, «El paseo» .
[14] Fidel Castro, «Palabras a los intelectuales» .
[15] Edmundo Desnoes, Tomás Gutiérrez Alea, Memorias del subdesarollo.
[16] Julio Cortázar, «Algunos aspectos del cuento» .
[17] Rogelio Llopis, Cuentos fantásticos, και Cuentos cubanos de lo fantástico y lo extraordinario.
[18] Antonio Benítez Rojo, «Estatuas sepultadas» .
[19] Heberto Padilla, Fuera del juego.
[20] Ignacio Cárdenas Acuña, Enigma para un domingo.
[21] Roberto G. Fernández, «La llamada» .
[22] Carlos Victoria, «La ronda» .
[23] Senel Paz, „El lobo, el bosque y el hombre nuevo» .
[24] Rafael Zequeira Ramírez, «La trágica muerte del doble nueve» .
[25] Pablo de Torriente Brau, «El heroe» .
[26] Salvador Redonet, Los últimos serán los primeros.


Πηγή: Πη­γή: Jorge Fornet, Pró­logo, en: Jorge For­net y Ca­rlos Espi­no­sa Domín­guez, Cu­ento cu­ba­no del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp. 7-28 (elección).

Χόρ­χε Φορ­νὲτ Χίλ (Jorge Fornet Gil, 1963, Μπα­γιά­μο, Κού­βα): ἀκα­δη­μαϊ­κός, συγ­γρα­φέ­ας, διευ­θυν­τὴς τοῦ Κέν­τρου Λο­γο­τε­χνι­κῶν Ἐρευ­νῶν τῆς Casa de las Américas καὶ μέ­λος τῆς Ἀκα­δη­μί­ας τῆς Γλώσ­σας στὴν Κού­βα, μὲ πλού­σιο συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο καὶ συ­νερ­γα­σί­ες μὲ πε­ριο­δι­κὰ καὶ θε­σμοὺς σὲ ἐθνι­κὸ καὶ διε­θνὲς ἐπί­πε­δο.

Μεταφράση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Ἔλε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνί­ας ἀπὸ τὰ ἱσπα­νι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἀγ­γλι­κὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρ­κυ­ρας, 2006 – Χαϊ­δελ­βέρ­γη Γερ­μα­νί­ας, 2009), λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νί­στρια (δι­δά­κτωρ στὶς με­τα­ποι­κιο­κρα­τι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς τῆς Λα­τι­νι­κης Ἀμε­ρι­κῆς, Μάϊντς Γερ­μα­νί­ας, 2020) καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ ἀρ­θρο­γρά­φος, μὲ πλῆ­θος συ­νερ­γα­σιῶν στὸν ἔν­τυ­πο καὶ δια­δι­κτυα­κὸ Τύ­πο. Ποί­η­σή της ἔχει ἐκ­δο­θεῖ ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις ΣΜΙ­ΛΗ (2023) καὶ με­τα­φρα­στεῖ στὰ ρου­μα­νι­κὰ (2022). Ζεῖ κι ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Βε­ρο­λῖ­νο.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή.

oikoparaxenos στις 2:42 μ.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.