oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Χε­σοὺς Κα­στε­γιά­νος (Jesús Castellanos): Ἡ ἀγω­νία τοῦ Ἐρω­διοῦ

 



 planodion on 23 Νοέμβριος 2025



Χε­σοὺς Κα­στε­γιά­νος (Jesús Castellanos)


(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 4/4)

Ἐπι­λο­γή, με­τά­φρα­ση: Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη


Ἡ ἀγω­νία τοῦ Ἐρω­διοῦ

(La agonía de La Garza)


ΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ στὴν ἀγα­πη­μέ­νη μου πα­ρα­λία, ρώ­τη­σα γιὰ τοὺς δι­κούς μου. Ἡ πα­ρα­λία μου εἶ­ναι ἐκεί­νη ἡ ἐπί­πε­δη, βρα­χώ­δης ἀκτὴ ποὺ ἐκτεί­νε­ται σὲ μιὰ τρέ­μου­σα νο­ε­ρὴ γραμ­μὴ πιὸ πέ­ρα ἀπὸ τὸ μέ­γα στό­μιο τῆς Κάρ­δε­νας. Οἱ δὲ δι­κοί μου εἶ­ναι ἐκεί­νη ἡ τρα­χειὰ καὶ εἰ­λι­κρι­νὴς ὁμή­γυ­ρη: ὁ Λου­σίο ποὺ ψα­ρεύ­ει ζαρ­γά­νες, ἡ γη­ραιὰ Χο­σέ­φα ποὺ πλέ­κει δί­χτυα, ὁ μι­κρὸς Ἄγ­κι­λα ποὺ ἑτοι­μά­ζει τὰ δο­λώ­μα­τα, ὁ Πίο ὁ καρ­βου­νιά­ρης καὶ ὁ Γκα­σπὰρ ὁ μά­γος.

       «Ὁ Πίο; Ὁ Γκα­σπάρ; Μά, δὲ μά­θα­τε τί ἔγι­νε; Βού­ϊ­ξε ὁ τό­πος, ὣς καὶ οἱ ἐφη­με­ρί­δες ἔγρα­ψαν γι’ αὐ­τό!»

       Καὶ σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς τα­βέρ­νας, κα­τε­βά­ζον­τας δυὸ γου­λιὲς δυ­να­τὸ πο­τό, μοῦ ἐξι­στό­ρη­σαν τὸ τρο­με­ρὸ ἐπει­σό­διο μὲ ἄρω­μα ἀπὸ ἐν­τό­σθια κή­τους καὶ βα­σα­νι­σμέ­νης σάρ­κας. «Εἰς τὸ ὄνο­μα τοῦ πα­τρός»... Συμ­πα­θᾶ­τε με, νὰ κά­νω τὸ σταυ­ρό μου.

       Ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Πίο ἐκεῖ­νος ποὺ τὰ δι­η­γή­θη­κε ὅλα σὲ κά­ποιους θα­λασ­σό­λυ­κους, τὶς στιγ­μὲς ποὺ ἡ λο­γι­κὴ ξέ­φευ­γε ἀπ’ τὸ νοῦ του σὰν που­λὶ ποὺ τὸ σκά­ει ἀπ’ τὸ κλου­βί. Δὲ διέ­θε­τε πιὰ ἐπώ­νυ­μο, ἴσως οὔ­τε κἂν τὴν ἐν­θύ­μη­ση τῶν γο­νιῶν του, λὲς καὶ εἶ­χε ξε­φυ­τρώ­σει ἀπὸ τὶς πρά­σι­νες φυ­τεῖ­ες μάν­γκο. Ἡ ἡλι­κία του, ἀπροσ­διό­ρι­στη: κά­πως προ­χω­ρη­μέ­νη, ἂν ἔκρι­νες ἀπὸ τὸν κί­τρι­νο τό­νο τῶν λι­γο­στῶν τρι­χῶν στὸ μού­σι του, ἀλ­λὰ καὶ κά­πως νε­α­ρή, ἂν ἔκρι­νες ἀπὸ τὸ σφρι­γη­λὴ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ τῶν ὤμων του. Ζοῦ­σε ἀπο­μο­νω­μέ­νος ἀπὸ τὸν ὑπό­λοι­πο οἰ­κι­σμό, ἀν­τι­μέ­τω­πος μὲ τὸ Βορ­ριὰ ποὺ ἁλώ­νι­ζε ἐκεί­νη τὴν ἔρη­μη καὶ βου­βὴ γῆ, τρο­φο­δο­τῶν­τας τις καρ­βου­νό­σο­μπες καὶ ἀνα­μέ­νον­τας τοὺς πλα­νό­διους πρα­μα­τευ­τὲς μὲ τὰ μου­λά­ρια ποὺ ἀπὸ μῆ­να σὲ μῆ­να κα­τέ­φθα­ναν ὣς ἐκεί­νη τὴ γω­νιά. Κον­τὰ στὴν ἀχυ­ρο­κα­λύ­βα του, σὲ ἀπό­στα­ση ἴση μὲ ἐκεί­νην ποὺ δια­νύ­ει τὸ κρώ­ξι­μο ἑνὸς πε­τει­νοῦ, ὁ Γκα­σπάρ, μαῦ­ρος καὶ καρ­βου­νιά­ρης κι αὐ­τός, στοι­χειο­θε­τοῦ­σε κι ἐκεῖ­νος τὰ ξε­ρο­κού­τσου­ρα ἀπὸ δέν­τρα μάν­γκο, κου­μα­ριὲς κι ἀγριο­μου­ριές, μὰ τοὐ­λά­χι­στον ἀπὸ τὴ δι­κή του τὴν κα­λύ­βα ἀν­τη­χοῦ­σαν τὰ γέ­λια τῆς γυ­ναι­κὸς καὶ τῶν δυὸ μι­κρῶν του ποὺ τὴ βο­η­θοῦ­σαν στὰ οἰ­κια­κά. Καὶ πιὸ πέ­ρα, ἀκό­μη, ἡ ἔρη­μος, καὶ ἕνα γῦ­ρο σι­γή. Στὸ ἁπλὸ αὐ­τὸ το­πίο, ὅπου στὸ βά­θος δια­κρί­νον­ταν σὲ με­γά­λο ὑψό­με­τρο τὰ μπλα­βιὰ βου­νὰ σὰν ὑπό­σχε­ση ὑγεί­ας, ἀνέρ­χον­ταν ὁλο­έ­να νω­χε­λι­κὰ στὰ ὕψη οἱ δυὸ κο­λῶ­νες κα­πνοῦ· καὶ ἦταν ἁπα­λές, καὶ ἦταν τρε­μου­λια­στὲς καὶ ἦταν τα­πει­νὲς σὰν προ­σευ­χὲς ἀπ’ τὸ χω­ριό.

       

Δύ­σκο­λοι και­ροί. Ἐκεῖ­νον τὸ μῆ­να δὲν ἀν­τή­χη­σαν τὰ σή­μαν­τρα τῶν βου­βα­λιῶν στὰ θα­λασ­σο­στά­φυ­λα τῆς πα­ρα­λί­ας. Στὰ ἀπο­μα­κρυ­σμέ­να μα­γα­ζιά, ὅπου ὁ Πίο καὶ ὁ Γκα­σπὰρ με­τέ­φε­ραν ἀραιὰ καὶ ποῦ τοὺς σά­κους μὲ τὴν πρα­μά­τεια τους, ἄκου­γαν νὰ μι­λοῦν γιὰ κρί­ση καὶ γιὰ τὴν ξη­ρα­σία ποὺ εἶ­χε ὁδη­γή­σει ὅλο τὸν κό­σμο στὴν ἐξα­θλί­ω­ση τῆς φτώ­χειας. Μπο­ρεῖ. Καὶ τὸ ἀπο­δέ­χον­ταν σὰν κά­τι τὸ ἀκα­τα­νόη­το, ἀφοῦ γιὰ ἐκεί­νους, ὁ ἀέ­ρας πέ­ρα ἀπὸ ἐκεῖ­να τὰ βου­νὰ ἀπὸ σμάλ­το με­τα­τρε­πό­ταν σὲ χρυ­σό. Εἶ­δαν ἄλ­λους δυὸ μῆ­νες νὰ πα­ρέρ­χον­ται ἀπα­ράλ­λα­χτοι, ἕως ὅτου ἡ θά­λασ­σα πῆ­ρε νὰ μουγ­κρί­ζει ὑπο­δε­χό­με­νη τὸ φθι­νό­πω­ρο. Δὲν ἔμε­νε ἄλ­λη λύ­ση, θὰ ἔπρε­πε νὰ πᾶ­νε στὴν Κάρ­δε­νας! Ὁ Ἐρω­διός, ἡ γριὰ βάρ­κα τοῦ Γκα­σπάρ, τραυ­μα­τι­σμέ­νη στὰ πλευ­ρά, θὰ ἀνα­λάμ­βα­νε νὰ κά­νει τὸ τα­ξί­δι καὶ ὅλοι θὰ πή­γαι­ναν μὲ μιὰ φουρ­νιά, ὥστε νὰ μὴ χρεια­στεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει κα­νεὶς γιὰ δεύ­τε­ρο δρο­μο­λό­γιο... Μπα­λώ­θη­κε τὸ ἱστίο καὶ τὸ σκα­ρὶ κα­λα­φα­τί­στη­κε μὲ κο­πά­λιο καὶ θα­λασ­σό­χορ­τα. Τὰ μαυ­ρά­κια ἔδει­χναν τὰ δόν­τια τους ποὺ θύ­μι­ζαν τὴ σάρ­κα κα­ρύ­δας.


Ἐκμε­ταλ­λευό­με­νοι τὴν ἀπό­γειο αὔ­ρα ποὺ τοὺς ἔσπρω­χνε στ’ ἀνοι­χτά, ἄνοι­ξαν ὅλο τὸ πα­νὶ μπρο­στὰ σὲ ἕναν ἥλιο ποὺ ἔλιω­νε στὸ πορ­φυ­ρὸ τῆς φω­τιᾶς. Στὴν πλώ­ρη, κον­τὰ στὸ κα­τάρ­τι, εἶ­χαν στοι­βά­ξει τριάν­τα σά­κους μὲ κάρ­βου­νο καὶ στὸ κέν­τρο κου­λου­ριά­ζον­ταν ὁ Πίο, ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Γκα­σπὰρ καὶ τὰ παι­διά, ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Γκα­σπάρ, μὲ τὰ σκοι­νιὰ ἀνὰ χεῖ­ρας καὶ τὴ σπογ­γώ­δη, μαύ­ρη κε­φα­λή του, ἐρ­χό­ταν σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν κε­χριμ­πα­ρέ­νια ἄμ­μο στὴν πα­ρα­λία. Βρί­σκον­ταν ἀκό­μη στὰ ἤρε­μα καὶ ἀθό­ρυ­βα νε­ρὰ τοῦ κόλ­που, μὲ τὸ βυ­θὸ κα­θα­ρὸ κι ἀθό­λω­το ἀπὸ τὴ στε­νό­μα­κρη κα­ρί­να. Ὁ Ἐρω­διὸς χο­ρο­πη­δοῦ­σε παι­χνι­διά­ρης, κά­νον­τας τὸ κα­τάρ­τι νὰ βογ­κᾶ στὴ βά­ση του. Ἱστίο καὶ φλό­κος μαύ­ρι­ζαν κόν­τρα στὸ φόν­το τοῦ ὁρί­ζον­τα στὰ ἀνα­το­λι­κὰ σὰν τὰ ἀνοι­χτὰ φτε­ρὰ μιᾶς αἰ­ω­ρού­με­νης σού­λας.

       Ὡστό­σο, πιὸ πέ­ρα ἀπὸ τὴ σει­ρὰ βρα­χο­νη­σί­δων ποὺ θύ­μι­ζαν κοι­μώ­με­νους κρο­κό­δει­λους, τοὺς πε­ρί­με­νε μιὰ λευ­κὴ γραμ­μὴ ἀφροῦ. Τὰ κύ­μα­τα ἀν­τρεί­ω­ναν ἐπι­θε­τι­κά, κύ­μα­τα ψη­μέ­νου ἀμυ­λά­λευ­ρου, καὶ ὁ Ἐρω­διὸς προ­χω­ροῦ­σε μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας, λὲς καὶ ὑπα­να­χω­ροῦ­σε ἐν ὄψει αἰ­σθη­τοῦ κιν­δύ­νου. Τέ­λος, ὄρ­γω­σαν τὸ στε­νὸ πέ­ρα­σμα ἀνά­με­σα σὲ δυὸ ση­μεῖα, κα­τα­μα­ση­μέ­να ἀπ’ τοὺς ἀφρούς, ἀπ’ ὅπου ση­κώ­θη­καν, ὅλο κρω­ξί­μα­τα, σμή­νη γλά­ρων. Μία βί­αιη ρι­πὴ ἁλα­τι­σμέ­νου ἀέ­ρα τοὺς προ­ϋ­πάν­τη­σε καὶ τὸ πλε­ού­με­νο σεί­στη­κε σύγ­κορ­μο, ὀρ­θώ­νον­τας τὴν πλώ­ρη σὰν σὲ ἀδέ­ξια ὑπό­κλι­ση. Ὁ σφυγ­μὸς τῆς ἀπέ­ραν­της, ἀνοι­χτῆς θά­λασ­σας δια­χε­ό­ταν στὸν ὁρί­ζον­τα, προ­κα­λῶν­τας πυ­ρε­τώ­δη ρί­γη στὴ δαν­τέ­λα τῶν κυ­μά­των. Ξάφ­νου νη­νε­μία, μὰ οὔ­τε κἂν γιὰ μιὰ στιγ­μή. Κι ὕστε­ρα ὁ ὑγρὸς βο­ρειο­δυ­τι­κὸς ἄνε­μος, ἀκα­νό­νι­στος καὶ δρι­μύς. Ἔγι­νε ἀκό­μη πιὸ δύ­σκο­λο νὰ τι­θα­σεύ­σουν τὴ θά­λασ­σα γιὰ νὰ μποῦν στὸ με­γά­λο κόλ­πο. Ὁ Γκα­σπάρ, κό­βον­τας τὸ πα­νί, πῆ­ρε νὰ βλε­φα­ρί­ζει πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς στε­ριᾶς.

       Ἡ νύ­χτα ἔπε­σε, βρί­σκον­τάς τους κα­τα­με­σῆς αὐ­τῆς τῆς πά­λης. Ἀπὸ μα­κριά, ἕνα φῶς σερ­νό­ταν στὴν ἐπι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ, δια­γρά­φον­τας γε­ω­με­τρι­κὰ σχή­μα­τα στὰ γύ­ρω κύ­μα­τα. Ἦταν ὁ φά­ρος στὸν κόλ­πο τῆς Κάν­τις, καρ­φι­τσω­μέ­νος στὴν ἄλ­λη με­ριὰ τῆς μπλὲ γραμ­μῆς. Πά­νω ἀκρι­βῶς στὴ στιγ­μή, ἕνας γλά­ρος ἔβα­λε τὸ φευ­γα­λέο λε­κὲ τῆς μορ­φῆς του πά­νω στὸ φω­τει­νὸ ση­μεῖο.

       «Ὁ Χρι­στός!», ἀνα­φώ­νη­σε ἡ μαύ­ρη ἐπι­βά­τις κι ἄρ­χι­σε νὰ σταυ­ρο­κο­πιέ­ται, «τί κα­κὸ θὰ μᾶς βρεῖ;».

       Οἱ ὑπό­λοι­ποι ἔμει­ναν σιω­πη­λοί. Ὁ Γκα­σπὰρ κοί­τα­ξε στὰ σύν­νε­φα. Σύν­το­μα, δυ­να­τὲς ρι­πὲς ἄρ­χι­σαν νὰ ἐπι­τί­θεν­ται βί­αια στὸ κα­τάρ­τι. Χρειά­στη­κε νὰ μαϊ­νά­ρουν, μὰ τοῦ κά­κου. Μία ἀπό­το­μη ρι­πὴ σφα­λιά­ρι­σε τὸ πα­νὶ ἀπ’ τὴν ἀρι­στε­ρὴ με­ριὰ τῆς λέμ­βου.

       «Ἀμό­λα τὰ ξάρ­τια!» φώ­να­ξε ὁ Πίο.

       Μὰ τὰ σκοι­νιά, μπλεγ­μέ­να στὸ κο­τσα­νέ­λο, ἔφε­ραν ἀν­τί­στα­ση γιὰ μιὰ στιγ­μή, ἱκα­νή, ὥστε τὸ ἱστίο νὰ στρα­φεῖ, ἀδύ­να­μο καὶ δυ­στυ­χές, πα­ρα­σύ­ρον­τας ἐπι­βά­τες καὶ πρα­μά­τεια. Γιὰ κα­λή τους τύ­χη, τὰ σκοι­νιὰ ἐπί τέ­λους ὑπά­κου­σαν κι ἔτσι τὸ κα­τάρ­τι ὀρ­θώ­θη­κε ξα­νά, στά­ζον­τας νε­ρό. Ὁ Ἐρω­διός, ἀγ­κο­μα­χῶν­τας ἀπὸ τὶς πα­λιὲς πλη­γές του, γο­να­τί­ζον­τας ὑπὸ τὸ βά­ρος τοῦ φορ­τί­ου ποὺ εἶ­χε συρ­θεῖ στὴ μιὰ με­ριά, ὄρ­θω­νε ξα­νὰ τὸ ἀνά­στη­μά του στὴ θά­λασ­σα. Ὅμως, οἱ τριάν­τα σά­κοι μὲ τὸ κάρ­βου­νο εἶ­χαν χα­θεῖ στὸ μαῦ­ρο βυ­θό. Ἡ θά­λασ­σα, λαί­μαρ­γη καὶ δε­σπο­τι­κή, εἶ­χε κα­τα­πιεῖ μο­νο­ρού­φι τὸ μό­χθο τριῶν μη­νῶν ἐξα­θλί­ω­σης.

       Ὁ Πίο ξε­στό­μι­σε μιὰ βρι­σιὰ καὶ ὁ Γκα­σπὰρ δὲν κα­τόρ­θω­σε νὰ συγ­κρα­τή­σει δυὸ με­γά­λα δά­κρυα μπρο­στὰ στὰ κα­τα­τρο­μο­κρα­τη­μέ­να μά­τια τῶν μι­κρῶν ποὺ ἔστα­ζαν, μου­σκε­μέ­να ὣς τὸ κό­κα­λο.

       «Πί­σω ὁλο­τα­χῶς!» πρό­στα­ξε μὲ πυγ­μή, πιά­νον­τας ἐκ νέ­ου τὰ σκοι­νιά.

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ φο­βή­θη­καν πὼς εἶ­χαν χά­σει τὸν προ­σα­να­το­λι­σμό τους μὲς στὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας, μὰ ὁ φά­ρος τοὺς ἔστει­λε ἀπὸ πέ­ρα τὸ προ­στα­τευ­τι­κὸ σι­νιά­λο του. Πῆ­ραν νὰ πλέ­ουν μὲ τὸν ἄνε­μο, ἐν μέ­σῳ τρο­με­ρῶν ρα­πι­σμά­των ποὺ ἔκα­ναν τὴ γυ­ναῖ­κα καὶ τὰ μαυ­ρά­κια της νὰ κραυ­γά­ζουν κά­θε τό­σο.

       «Μὲ τὰ κου­πιά, μὲ τὰ κου­πιά! Πᾶ­με κου­πί!»

       Ἡ γυ­ναῖ­κα, ἀκό­μη πιὸ μαυ­ρι­σμέ­νη ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ ψα­ρέ­μα­τος, ἔτρε­με τώ­ρα σὲ κά­θε τράν­ταγ­μα ποὺ ἐπα­να­λαμ­βα­νό­ταν ὁλο­έ­να πιὸ συ­χνά. Μὰ ὁ Γκα­σπὰρ τὸ χα­βᾶ του, ἐπέ­με­νε νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ συγ­κρα­τή­σει τὸ ἱστίο. Καὶ νὰ ποὺ μὲ μία ρι­πὴ τοῦ ἀνέ­μου ἀκού­στη­κε ἕνας ἄγριος κρό­τος ἀπὸ τὸ κα­τάρ­τι ποὺ δί­πλω­σε στὴ βά­ση του κι ἔπε­σε στὸ νέ­ρο ὑπὸ τὸ βά­ρος τοῦ πα­νιοῦ. Αὐ­τὸ ἦταν. Ἕνα τε­ρά­στιο κῦ­μα πῆ­ρε νὰ ἀνα­πο­δο­γυ­ρί­ζει τὸ πλε­ού­με­νο, τὸ ὁποῖο, ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρά, μὲ χτυ­πή­μα­τα ποὺ ἔσφυ­ζαν σὰν τὶς ἀνα­γοῦ­λες ἀρ­ρώ­στου, ἀνε­τρά­πη, ἀπο­κα­λύ­πτον­τας τὴ γε­μά­τη μπα­λώ­μα­τα κα­ρί­να. Τσα­λα­βου­τῶν­τας ἀπε­γνω­σμέ­να, τὰ πέν­τε κορ­μιὰ ἐπέ­πλε­αν ἕνα γῦ­ρο, ὥσπου τε­λι­κὰ κα­τά­φε­ραν νὰ ἀνε­βοῦν στὴν ἀνα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη κα­ρί­να σὰν ναυα­γοὶ ποὺ πε­ρι­μέ­νουν τὸ θά­να­το στὶς στέ­γες τῶν σπι­τιῶν τους.

       Κι ἐδῶ εἶ­ναι ποὺ ξε­κί­νη­σαν γε­γο­νό­τα, ἄξια δαν­τι­κῶν πε­ρι­γρα­φῶν. Μὲ τὸ θό­ρυ­βο τοῦ νε­ροῦ καὶ τὴ μυ­ρω­διὰ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας, προ­κλή­θη­κε ἐκεῖ κον­τὰ ἕνας ἀνε­παί­σθη­τος νε­ρο­στρό­βι­λος, ὥσπου, κό­βον­τας τὴ μαύ­ρη ἐπι­φά­νεια, φά­νη­κε, δυ­σοί­ω­νο κι ὀλέ­θριο, ἕνα κα­τα­κό­ρυ­φο πτε­ρύ­γιο ἀπὸ χόν­δρο. Κα­νεὶς δὲν ἔβγα­λε τσι­μου­διὰ καὶ ὅμως ὅλους τοὺς ἔλου­σε κρύ­ος ἱδρῶ­τας. Ὁ καρ­χα­ρί­ας, τρο­με­ρό­τε­ρος καὶ ἀπὸ τοὺς τυ­φῶ­νες καὶ τὶς πυρ­κα­γιές, τοὺς πε­ρι­κύ­κλω­νε, πε­ρι­μέ­νον­τας... Τὸ δὲ πρῶ­το νε­ρο­στρό­βι­λο ἀκο­λού­θη­σε καὶ δεύ­τε­ρος, καὶ τρί­τος, καὶ ἄλ­λοι πολ­λοί, μὲ ἀπο­τέ­λε­σμα νὰ σχη­μα­τι­στεῖ μία πε­ρί­με­τρος ἀπὸ καρ­χα­ρί­ες, σκυ­λό­ψα­ρα καὶ ἄλ­λα θα­λάσ­σια τέ­ρα­τα ποὺ ἔμοια­ζαν νὰ τσα­κώ­νον­ται γιὰ τὴν προ­σε­χῆ λεία, ἀκο­λου­θῶν­τας τὶς δια­θέ­σεις τοῦ κα­τε­στραμ­μέ­νου σκα­ριοῦ κα­τα­με­σῆς τῆς θά­λασ­σας, στο­λι­σμέ­νου μὲ τὰ πέν­τε λιμ­πι­στε­ρὰ κορ­μιὰ ἐν εἴ­δει λει­ριοῦ.

       Στὴν ἐπι­φά­νεια τοῦ ἀνα­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νου σκα­ριοῦ ἐπι­κρα­τοῦ­σε τὸ τρέ­μου­λο τοῦ πα­νι­κοῦ. Ὁ φά­ρος, ἀμε­τα­κί­νη­τος κι εἰ­ρω­νι­κός, τοὺς χαι­ρε­τοῦ­σε, ἀδιά­σει­στο ἀπο­δει­κτι­κὸ στοι­χεῖο τῆς δύ­να­μης τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ δα­μά­ζει τὸν κό­σμο. Μὰ ἡ ἀγέ­λη τῶν τε­ρά­των σι­γὰ-σι­γὰ ἔχα­νε τὴν ὑπο­μο­νή της καὶ οἱ ἄγριοι ὄγ­κοι ἔκα­ναν ξαφ­νι­κὰ τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους φρον­τί­ζον­τας νὰ ἁπλω­θεῖ στὴν ἐπι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ μιὰ μυ­ρω­διὰ ὄξι­νη. Πα­ρα­κι­νη­μέ­νος ἴσως ἀπὸ τὴν πεῖ­να, ἕνας ἀπὸ τοὺς καρ­χα­ρί­ες φα­νέ­ρω­σε τὴν ἀσπρου­λιά­ρι­κη μᾶ­ζα του πά­νω ἀπὸ τὸ νε­ρό, ἐπι­τι­θέ­με­νος στὸ πλαϊ­νὸ τοῦ πλε­ού­με­νου. Ἡ ὁμή­γυ­ρη ἀνα­φώ­νη­σε, τό­τε, ἔν­τρο­μη καὶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ παι­διά, ἐξου­θε­νω­μέ­νο, γλί­στρη­σε ἀθό­ρυ­βα ἀπὸ τὸ πλάϊ της μά­νας του.

       «Χο­σέ!... Ποὺ νὰ πά­ρει, ποῦ εἶ­σαι;» ἔμ­πη­ξε τὶς φω­νὲς ἡ μαύ­ρη.

       Ἕνας ἀπό­το­μος ἦχος δια­φυ­γῆς καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἕνα γουρ­γού­ρι­σμα τοῦ νε­ροῦ, τοὺς ἔδω­σαν τὴν ἀπάν­τη­ση. Ὁ Γκα­σπὰρ τεν­τώ­θη­κε νὰ κοι­τά­ξει, τρέ­μον­τας ὁλό­κλη­ρος: ἕνας γα­λά­ζιος καρ­χα­ρί­ας, σβέλ­τος σὰν ἁρ­πα­χτι­κό, ἔπε­φτε πά­νω στὸ ἀγό­ρι, μὲ ἕναν ἦχο βου­βὸ σὰν σῶ­μα ποὺ τὸ γρον­θο­κο­ποῦν... Τὰ σα­γό­νια ἀνοι­γό­κλει­σαν, πλα­τσου­ρί­ζον­τας, τὰ πτε­ρύ­για πά­λε­ψαν μὲ πνι­χτὲς φω­νές...

       Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή, ὁ Γκα­σπὰρ ὁ μαῦ­ρος ἔχα­σε τὰ λο­γι­κά του: ἀγριε­μέ­νος, ἐπι­στρέ­φον­τας στὶς ἀφρι­κα­νι­κές του ρί­ζες, ρί­χτη­κε στὸ νε­ρὸ μὲ τὸ στι­λέ­το ἀνὰ χεῖ­ρας, ἀγ­κα­λιά­ζον­τας φρε­νή­ρης τὴ στιλ­πνὴ ρά­χη ποὺ ἐπι­χει­ροῦ­σε νὰ δια­φύ­γει. Ἕξι, ὀχτὼ, δέ­κα καρ­χα­ρί­ες, αἱ­μο­βό­ροι καὶ λαί­μαρ­γοι, μοι­ρά­στη­καν τὶς σάρ­κες του προ­κα­λῶν­τας ἕνα ρεῦ­μα πορ­φυ­ρὸ στὴν ἀπέ­ραν­τη μᾶ­ζα τοῦ κρύ­ου νε­ροῦ.

       Οἱ τρεῖς ποὺ ἀπέ­με­ναν ἦταν τρεῖς χα­μέ­νοι. Εἶ­χαν πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὴ φρι­κτὴ σκη­νὴ σὰν σὲ ἐφιάλ­τη, ὑπνω­τι­σμέ­νοι, μὲ τὴ συ­νεί­δη­σή τους ἐνερ­γὴ ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ γα­τζω­θοῦν ἀκό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὴν ἀπο­σα­θρω­μέ­νη κα­ρί­να, μπή­γον­τας τὰ νύ­χια στὸ ξύ­λο. Ἡ νύ­χτα κα­λὰ κρα­τοῦ­σε πά­νω ἀπὸ τὰ κε­φά­λια τους καὶ ὁ ἄνε­μος, χορ­τα­σμέ­νος κι αὐ­τὸς θαρ­ρεῖς, πῆ­ρε σι­γά-σι­γά νὰ κο­πά­ζει, καλ­μά­ρον­τας τὴ μα­κά­βρια κί­νη­ση τῶν κυ­μά­των.

       Τὰ λε­πτὰ περ­νοῦ­σαν. Ἴσως καὶ νά ’ταν ὧρες. Οἱ καρ­χα­ρί­ες, ἔχον­τας τρί­ψει ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς τὸ ἄδειο τσό­φλι μὲ τὴν ἐπί­μο­νη σβελ­τά­δα τους, ἄρ­χι­σαν νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τὸ κυ­νή­γι. Ξάφ­νου, ἕνα ἐλα­φρὸ τράν­ταγ­μα τοῦ πλε­ού­με­νου τοὺς ἔβγα­λε ἀπὸ τὸ λή­θαρ­γο. Τὸ κού­τσου­ρο ποὺ ἀπέ­με­νε ἀπ’ τὸ κα­τάρ­τι θά ’πρε­πει νά ’χε πιά­σει βυ­θό. Ἕνα ἀδύ­να­μο φω­τά­κι ἄνα­ψε κά­που κον­τά, ἴσως σὲ λί­γα μό­λις μέ­τρα ἀπό­στα­ση. Σώ­θη­καν! Ἕνας ἐγωι­σμὸς ἀνή­με­ρος, τέ­τοιος, ὅπως μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι μό­νο ὁ ἐγωι­σμὸς ναυα­γῶν ποὺ ἐπέ­ζη­σαν, τοὺς ἔκα­νε νὰ ξε­χά­σουν πρὸς στιγ­μὴν τοὺς νε­κρούς.

       «Βο­ή­θεια!», φώ­να­ξαν στὶς σκιὲς ποὺ τοὺς πε­ριέ­βαλ­λαν.

       Τὸ μαυ­ρά­κι, μὲ τὴν ὡραία ἀφέ­λεια τῶν δώ­δε­κα χρό­νων του, δὲν τοὺς ἄφη­σε και­ρὸ νὰ σκε­φτοῦν καί, δο­κι­μά­ζον­τας μὲ μιὰ κί­νη­ση τοῦ χε­ριοῦ στὸ νε­ρὸ νὰ δεῖ ἂν ὄν­τως εἶ­χαν ἐξα­φα­νι­στεῖ οἱ καρ­χα­ρί­ες, ἀφέ­θη­κε νὰ κυ­λή­σει, ὥσπου πά­τη­σε στὸν ἀμ­μώ­δη βυ­θό. Ἀναμ­φί­βο­λα, μιὰ πα­ρα­λία. Τὸ ἱστίο ἐπέ­πλεε σχε­δὸν καὶ ὁ μι­κρὸς μπο­ροῦ­σε νὰ στα­θεῖ καὶ νὰ προ­χω­ρή­σει πρὸς τὴ στε­ριά. Μά­ταια προ­σπά­θη­σε ἡ μά­να του νὰ τὸν συγ­κρα­τή­σει...

       Τὰ λε­πτὰ περ­νοῦ­σαν καὶ τὸ ἀγό­ρι, χα­μέ­νο μὲς στὶς σκιές, δὲν ἀπαν­τοῦ­σε στὰ κα­λέ­σμα­τά της.

       «Γέ­γιο! Ἔ, Γέ­γιο!...» κραύ­γα­ζε κλαί­γον­τας.

       «Στά­σου», τῆς ψι­θύ­ρι­σε ὁ Πίο, «καὶ θὰ γυ­ρί­σει».

       Τὰ μά­τια τῆς γυ­ναί­κας δὲν ἔβλε­παν τί­πο­τε. Μο­νά­χα ἐκεῖ­νο τὸ φω­τά­κι τὴν σα­γή­νευε ποὺ τρυ­ποῦ­σε τὴ νύ­χτα σὰν γιὰ νὰ ἀνοί­ξει διέ­ξο­δο στὴν ἀπελ­πι­σία της. Ἀδέ­ξια κι ἀρ­γο­κί­νη­τη, ἄφη­σε νὰ ξε­φύ­γουν ἀπ’ τὸ στό­μα της πα­ρά­πο­να στὸ νε­ρὸ σὰν μω­ρὸ ποὺ βυ­θί­ζει σὲ αὐ­τὸ τὸ λι­πα­ρὸ κορ­μά­κι του, ση­κώ­νον­τας μὲ νε­ό­κτη­τη ἰσορ­ρο­πία τὴν πλώ­ρη ὅπου βρι­σκό­ταν κου­λου­ρια­σμέ­νος ὁ Πίο. Τὸ ἀπο­κοι­μι­σμέ­νο νε­ρὸ τῆς ἄνοι­ξε δρό­μο... Καὶ πρέ­πει νὰ τὴν ὑπο­δέ­χτη­κε μὲ ἀγά­πη για­τί με­τὰ ἀπὸ λί­γο οἱ πα­ρα­κλή­σεις της ἔγι­ναν ἀδύ­να­μες. Κι ὕστε­ρα τί­πο­τε. Ὕστε­ρα μό­νο ἡ σιω­πη­λὴ νύ­χτα καὶ τὸ πο­νε­μέ­νο πα­ρά­πο­νο τῆς γη­ραιᾶς βάρ­κας.

       Ὁ Πίο, ὁ καρ­βου­νιά­ρης, εἰ­σέ­πρα­ξε τὴν κα­τά­στα­σή του, κα­τά­στα­ση ἀπό­λυ­της ἐγ­κα­τά­λει­ψης, μὲ ὅλη τὴν ὠμό­τη­τά της. Κά­που κον­τά, ἴσως βρι­σκό­ταν ἕνα μέ­ρος, ὅπου ὅλοι κοι­μόν­του­σαν ἥσυ­χοι, σί­γου­ροι γιὰ τὸ ἔδα­φος κά­τω ἀπὸ τὰ πό­δια τους καὶ τὴ στέ­γη πά­νω ἀπ’ τὰ κε­φά­λια τους. Οὔ­τε πο­λὺ μα­κριὰ ἀπ’ τὸ ση­μεῖο του, διέ­σχι­ζαν τὴ θά­λασ­σα τε­ρά­στια ὑπε­ρα­τλαν­τι­κά, φω­τα­γω­γη­μέ­να, γε­μᾶ­τα εὐ­τυ­χεῖς ἐπι­βά­τες, ναυ­τι­κοὺς ποὺ δια­μόρ­φω­ναν τὸ μέλ­λον καὶ τὴν τύ­χη τους, ἀλ­λὰ καὶ ζάμ­πλου­τους ποὺ ἀπο­λάμ­βα­ναν τὸν ἔρω­τα στὶς ξα­πλῶ­στρες τῆς πρύ­μνης. Στὸ μη­χα­νο­στά­σιο, οἱ μη­χα­νὲς θὰ πε­τοῦ­σαν σπί­θες, δο­νού­με­νες ἀπὸ ἐνέρ­γεια κι ἔν­τα­ση καὶ στὶς κου­κέ­τες τὰ ὄρ­για θὰ συ­νε­χί­ζον­ταν δί­χως τέ­λος. Μο­νά­χα ἐκεῖ­νος, ἐν μέ­σῳ αὐ­τῆς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἁλυ­σί­δας τοῦ πό­θου, τῆς ἀμοι­βαί­ας στή­ρι­ξης καὶ τοῦ μό­χθου, ἦταν ὁ ἀπω­λε­σμέ­νος κρί­κος, τὸν ὁποῖο δὲν εἶ­χε ἀνάγ­κη κα­νείς. Καὶ κα­νέ­να πλοῖο, ἀπὸ κα­νέ­να λι­μά­νι, δὲ θὰ ἐρ­χό­ταν πρὸς σω­τη­ρία του. Ση­κώ­νον­τας τὴ γρο­θιά του, κα­τα­ρά­στη­κε τὰ ἀστέ­ρια, μάρ­τυ­ρες εἰ­ρω­νι­κοὺς τῆς ἀγω­νί­ας του. Καὶ στὸ μυα­λό του πῆ­ρε νὰ εἰ­σχω­ρεῖ καὶ ν’ ἁπλώ­νει κά­τι μαῦ­ρο σὰν με­λά­νι...

       «Ἂς τε­λειώ­νου­με», εἶ­πε στὸν ἑαυ­τό του πη­δῶν­τας στὸ νε­ρό, ἔχον­τας μπρο­στά του ἐκεῖ­νο το φῶς ποὺ ἔμοια­ζε νὰ φω­τί­ζει τὴν πο­ρεία πρὸς τὸ θά­να­το. Ξάφ­νου χά­θη­κε ἡ γῆ κά­τω ἀπ’ τὰ πό­δια του.

       «Ἐδῶ εἶ­ναι», ψι­θύ­ρι­σε. Κι ὕστε­ρα: «Μά­να μου!»...

       Κα­τά­φε­ρε ὡστό­σο νὰ ἀνα­κάμ­ψει καὶ νὰ ἀνα­κτή­σει τὴν πρό­τε­ρη στά­ση του. Ἡ κό­ψη ἑνὸς βρά­χου στὸ βυ­θὸ ση­κω­νό­ταν σὲ ὀρ­θὴ γω­νία στὸ χεῖ­λος τοῦ ἀμ­μώ­δους χα­λιοῦ, ὅπου εἶ­χαν προ­σα­ρά­ξει. Ἀπὸ τὸ βρα­χώ­δη ὕφα­λο περ­νοῦ­σε βί­αιο καὶ τρο­με­ρὸ τὸ ὑπό­γειο ρεῦ­μα τὸ ὁποῖο σί­γου­ρα δὲν εἶ­χαν κα­τα­φέ­ρει νὰ νι­κή­σουν ἡ γυ­ναῖ­κα μὲ τὸ παι­δί της.

       Ὄρ­θιος ἐπά­νω σὲ ἐκεῖ­νο τὸ ἀπό­το­μο χεῖ­λος, δί­χως νὰ προ­χω­ρεῖ οὔ­τε καὶ νὰ ὑπα­να­χω­ρεῖ, οὔ­τε καὶ μὲ ἴχνη τοῦ κα­τε­στραμ­μέ­νου πλε­ού­με­νου τρι­γύ­ρω, ὁ ναυα­γὸς στά­θη­κε ἐκεῖ ὣς τὴν αὐ­γή, χα­μο­γε­λῶν­τας σὰν ἀρ­ρα­βω­νια­στι­κά, τὴν ὁποία προ­σμέ­νουν και­ρὸ πο­λύ. Ἡ πλημ­μυ­ρί­δα, φου­σκώ­νον­τας, τὸν ἔκα­νε πολ­λὲς φο­ρὲς νὰ κλεί­σει τὰ μά­τια καὶ νὰ πεῖ τὸ «Πα­τε­ρη­μῶν», ἕτοι­μος νὰ πε­θά­νει. Καὶ ὑπῆρ­ξαν φο­ρὲς πού, κα­θὼς πνι­γό­ταν, σή­κω­σε τὴ γε­νειά­δα του γιὰ νὰ ἐπι­πλεύ­σει τὸ πρό­σω­πό του σὰν ἄλ­λο κε­φά­λι Μέ­δου­σας...


Τὰ χα­ρά­μα­τα τὸν ἀνα­μά­ζε­ψαν οἱ ἐρ­γά­τες ἑνὸς ἐρ­γο­τα­ξί­ου μπρο­στὰ στὸν κόλ­πο, κάμ­πο­σα μί­λια μα­κριὰ ἀπὸ τὴν πό­λη. Ὕστε­ρα ἔσβη­σαν ἥσυ­χα το φῶς στὴ λάμ­πα σι­νιά­λων, λάμ­πα ποὺ τὴν προ­η­γού­με­νη νύ­χτα εἶ­χε παί­ξει ἐν ἀγνοίᾳ της τὸ ρό­λο δο­λο­φό­νου.

       Ὅταν ὁ Πίο μπό­ρε­σε νὰ μι­λή­σει καὶ νὰ δι­η­γη­θεῖ αὐ­τὴν τὴν ἱστο­ρία, δια­πί­στω­σε ὅτι ἔμ­πλε­κε στὴν ἀφή­γη­ση λέ­ξεις ἀκα­τα­λα­βί­στι­κες. Μέ­σα σὲ λί­γες μέ­ρες, χρειά­στη­κε νὰ τὸν θέ­σουν ὑπὸ πα­ρα­κο­λού­θη­ση.



Πηγή: Πη­γή: Jorge Fornet, Pró­logo, en: Jorge For­net y Ca­rlos Espi­no­sa Domín­guez, Cu­ento cu­ba­no del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp. 40-45.

Χε­σοὺς Κα­στε­γιά­νος (Jesús Castellanos) (Ἀβά­να, Κούβα 1879-Ἀβά­να, 1912): πρω­τουρ­γὸς τοῦ δι­η­γή­μα­τος στὴν Κού­βα, πα­ρ' ὅλο ποὺ δὲν ξε­πέ­ρα­σε τὰ τριάν­τα τρία χρό­νια ζω­ῆς. Ἤδη λί­γο με­τὰ τὰ εἴ­κο­σι ἐξέ­δω­σε τὰ πρῶ­τα του ἄρ­θρα καὶ κα­ρι­κα­τοῦ­ρες. Τὸ 1906 ἐξέ­δω­σε τὸν τό­μο De tierra adentro, καὶ δύο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ πε­ρί­φη­μο δι­ή­γη­μά του «Ἡ ἀγω­νία τοῦ ‘Ἐρω­διοῦ’» («La agonía de ‘La Garza’» ποὺ με­τα­φρά­ζου­με ἐδῶ). Τὴν ἴδια χρο­νιὰ (1908) κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖο του Ἀθή­ναιον τῆς Ἀβά­νας γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του La conjura, ἐνῷ τὸ 1910, ἔτος ποὺ ἵδρυ­σε τὴν Ἑται­ρεία Συ­νε­δρί­ων καὶ τὴν Ἑται­ρεία Στή­ρι­ξης τοῦ Θε­ά­τρου, ἐμ­φα­νί­στη­κε ἡ νου­βέ­λα του La manigua sentimental.

Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνί­ας ἀπὸ τὰ ἱσπα­νι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἀγ­γλι­κὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρ­κυ­ρας, 2006 – Χαϊ­δελ­βέρ­γη Γερ­μα­νί­ας, 2009), λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νί­στρια (δι­δά­κτωρ στὶς με­τα­ποι­κιο­κρα­τι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς τῆς Λα­τι­νι­κης Ἀμε­ρι­κῆς, Μάϊντς Γερ­μα­νί­ας, 2020) καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ ἀρ­θρο­γρά­φος, μὲ πλῆ­θος συ­νερ­γα­σιῶν στὸν ἔν­τυ­πο καὶ δια­δι­κτυα­κὸ Τύ­πο. Ποί­η­σή της ἔχει ἐκ­δο­θεῖ ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις ΣΜΙ­ΛΗ (2023) καὶ με­τα­φρα­στεῖ στὰ ρου­μα­νι­κὰ (2022). Ζεῖ κι ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Βε­ρο­λῖ­νο.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή.


oikoparaxenos στις 8:53 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.