oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουεϊ (Ernest Hemingway): Γά­τα στή βρο­χή

 


By planodion on 30 Νοέμβριος 2025



Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουεϊ (Ernest Hemingway)


Γά­τα στή βρο­χή

(Cat in the Rain)


ΥΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ὅλοι κι ὅλοι εἶ­χαν κα­τα­λύ­σει στό ξε­νο­δο­χεῖο. Δέν γνώ­ρι­ζαν κα­νέ­ναν ἀπ’ ὅσους συ­ναν­τοῦ­σαν στίς σκά­λες φεύ­γον­τας ἤ γυ­ρί­ζον­τας στό δω­μά­τιό τους.

       Βρι­σκό­ταν στόν δεύ­τε­ρο ὄρο­φο κι ἔβλε­πε θά­λασ­σα. Ἐπί­σης, ἔβλε­πε στόν δη­μό­σιο κῆ­πο καί τό μνη­μεῖο τοῦ πο­λέ­μου. Ὑπῆρ­χαν ψη­λοί φοί­νι­κες καί πρά­σι­να παγ­κά­κια στόν δη­μό­σιο κῆ­πο. Ὅταν ὁ και­ρός ἦταν κα­λός ὑπῆρ­χε πάν­το­τε κά­ποιος καλ­λι­τέ­χνης μέ τό κα­βα­λέ­το του. Οἱ καλ­λι­τέ­χνες ἀγα­ποῦ­σαν τόν τρό­πο πού με­γά­λω­ναν οἱ φοί­νι­κες καί τά φω­τει­νά χρώ­μα­τα τῶν ξε­νο­δο­χεί­ων πού ἔβλε­παν στόν κῆ­πο καί τή θά­λασ­σα. Οἱ Ἰτα­λοί ἔρ­χον­ταν ἀπό μα­κριά γιά νά δοῦν τό μνη­μεῖο τοῦ πο­λέ­μου. Ἦταν μπρού­τζι­νο καί λαμ­πο­κο­ποῦ­σε στή βρο­χή. Ἔβρε­χε. Ἡ βρο­χή ἔστα­ζε ἀπό τίς φοι­νι­κιές. Τό νε­ρό σχη­μά­τι­ζε λι­μνοῦ­λες πά­νω στά χα­λι­κό­στρω­τα μο­νο­πά­τια. Ἡ θά­λασ­σα ἔσπα­γε σέ μιά μα­κριά γραμ­μή μές στή βρο­χή καί ὑπο­χω­ροῦ­σε στήν πα­ρα­λία γιά νά ἐπα­νέλ­θει καί νά σπά­σει ξα­νά σέ μιά μα­κριά γραμ­μή μές στή βρο­χή. Τ’ αὐ­το­κί­νη­τα εἶ­χαν φύ­γει ἀπό τήν πλα­τεία δί­πλα στό μνη­μεῖο. Ἀπέ­ναν­τι, στήν εἴ­σο­δο τοῦ κα­φέ, ἕνας σερ­βι­τό­ρος κα­θό­ταν κοι­τά­ζον­τας ἔξω στήν ἄδεια πλα­τεία.

       

Ἡ Ἀμε­ρι­κα­νί­δα σύ­ζυ­γος στε­κό­ταν στό πα­ρά­θυ­ρο χα­ζεύ­ον­τας ἔξω. Ἀκρι­βῶς κά­τω ἀπό τό πα­ρά­θυ­ρό τους ἦταν μιά γά­τα κου­λου­ρια­σμέ­νη κά­τω ἀπό ἕνα ἀπό τά πρά­σι­να τρα­πέ­ζια πού ἔστα­ζαν. Ἡ γά­τα προ­σπα­θοῦ­σε νά γί­νει ὅσο τό δυ­να­τόν πιό μι­κρή ὥστε νά μή βρέ­χε­ται.

       «Θά κα­τέ­βω νά πά­ρω ἐκεῖ­νο τό γα­τά­κι», εἶ­πε ἡ Ἀμε­ρι­κα­νί­δα σύ­ζυ­γος.

       «Θά τό κά­νω ἐγώ», προ­σφέρ­θη­κε ὁ ἄν­τρας της ἀπό τό κρε­βά­τι.

       «Ὄχι, θά τό πά­ρω ἐγώ. Τό καη­μέ­νο τό γα­τά­κι προ­σπα­θεῖ νά μεί­νει στε­γνό κά­τω ἀπό τό τρα­πέ­ζι.»

       Ὁ ἄν­τρας συ­νέ­χι­ζε νά δια­βά­ζει, ξα­πλω­μέ­νος καί στη­ριγ­μέ­νος σέ δύο μα­ξι­λά­ρια στά πό­δια τοῦ κρε­βα­τιοῦ.

       «Μή βρα­χεῖς», εἶ­πε.

       Ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τίς σκά­λες καί ὁ ἰδιο­κτή­της τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου ση­κώ­θη­κε καί ὑπο­κλί­θη­κε κα­θώς ἐκεί­νη περ­νοῦ­σε ἀπό τή ρε­σε­ψιόν. Τό γρα­φεῖο του ἦταν στό ἀκρια­νό πί­σω μέ­ρος τοῦ χώ­ρου. Ἦταν ἡλι­κιω­μέ­νος καί πο­λύ ψη­λός.

       «Il piove»(1), εἶ­πε ἡ σύ­ζυ­γος. Τῆς ἄρε­σε ὁ ξε­νο­δό­χος.

       «Si, si, Signera, brutto tempo. Εἶ­ναι πο­λύ κα­κός και­ρός.»

       Στε­κό­ταν πί­σω ἀπό τό γρα­φεῖο στό βά­θος τοῦ σκο­τει­νοῦ δω­μα­τί­ου. Ἡ γυ­ναί­κα τόν συμ­πα­θοῦ­σε. Τῆς ἄρε­σε ὁ σο­βα­ρός τρό­πος μέ τόν ὁποῖ­ον δε­χό­ταν ὁποιο­δή­πο­τε πα­ρά­πο­νο. Τῆς ἄρε­σε ἡ ἀξιο­πρέ­πειά του. Τῆς ἄρε­σε ὁ τρό­πος πού ἤθε­λε νά τήν ἐξυ­πη­ρε­τή­σει. Τῆς ἄρε­σε τό πῶς ἔνιω­θε γιά τό ἐπάγ­γελ­μα τοῦ ξε­νο­δό­χου. Τῆς ἄρε­σε τό γε­ρα­σμέ­νο βα­ρύ του πρό­σω­πο καί τά με­γά­λα του χέ­ρια. Μέ τήν συμ­πά­θειά της πρός ἐκεῖ­νον, ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα κοι­τών­τας ἔξω. Ἔβρε­χε πιό δυ­να­τά. Ἕνας ἄν­τρας μέ ἀδιά­βρο­χο διέ­σχι­ζε τήν ἄδεια πλα­τεία πρός τό κα­φέ. Ἡ γά­τα θἄ­πρε­πε νἄ­ναι κά­που γύ­ρω πρός τά δε­ξιά. Ἴσως μπο­ροῦ­σε νά προ­χω­ρή­σει κά­τω ἀπό τά γεῖ­σα. Κα­θώς στε­κό­ταν στήν πόρ­τα, μιά ὀμ­πρέ­λα ἄνοι­ξε πί­σω της. Ἦταν ἡ κα­μα­ριέ­ρα πού φρόν­τι­ζε τό δω­μά­τιό τους.

       «Δέν πρέ­πει νά βρα­χεῖ­τε», χα­μο­γέ­λα­σε, μι­λών­τας ἰτα­λι­κά. Φυ­σι­κά, τήν εἶ­χε στεί­λει ὁ ξε­νο­δό­χος. Μέ τήν κα­μα­ριέ­ρα νά κρα­τά­ει τήν ὀμ­πρέ­λα πά­νω ἀπό τό κε­φά­λι της, περ­πά­τη­σε κα­τά μῆ­κος τοῦ λι­θό­στρω­του δρο­μί­σκου ὥσπου ἔφτα­σε κά­τω ἀπό τό πα­ρά­θυ­ρό τους. Τό τρα­πέ­ζι ἦταν ἐκεῖ, φω­τει­νό πρά­σι­νο, ξε­πλυ­μέ­νο ἀπό τή βρο­χή, ἀλ­λά ἡ γά­τα εἶ­χε φύ­γει. Ξαφ­νι­κά ἀπο­γο­η­τεύ­θη­κε. Ἡ κα­μα­ριέ­ρα τήν κοί­τα­ξε.

       «Χά­σα­τε κά­τι, Κυ­ρία;»

       «Ἦταν μιά γά­τα», εἶ­πε ἡ Ἀμε­ρι­κα­νί­δα.

       «Μιά γά­τα;»

       «Ναί, μιά γά­τα.»

       «Μιά γά­τα;» γέ­λα­σε ἡ κα­μα­ριέ­ρα. «Μιά γά­τα στή βρο­χή;»

       «Ναί», εἶ­πε ἐκεί­νη, «κά­τω ἀπό τό τρα­πέ­ζι». Κι ὕστε­ρα, «Ἄχ, τήν ἤθε­λα τό­σο πο­λύ. Ἤθε­λα ἕνα γα­τά­κι.»

       Ὅταν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά τό πρό­σω­πο τῆς κα­μα­ριέ­ρας σκλή­ραι­νε.

       «Ἐλᾶ­τε, Κυ­ρία», εἶ­πε. «Πρέ­πει νά γυ­ρί­σου­με. Θά βρα­χεῖ­τε.»

       «Μᾶλ­λον ἔχεις δί­κιο», εἶ­πε ἡ Ἀμε­ρι­κα­νί­δα.

       Ἐπέ­στρε­ψαν περ­πα­τών­τας κα­τά μῆ­κος τοῦ μι­κροῦ δρό­μου καί μπῆ­καν μέ­σα. Ἡ κα­μα­ριέ­ρα ἔμει­νε ἔξω νά κλεί­σει τήν ὀμ­πρέ­λα. Κα­θώς ἡ Ἀμε­ρι­κα­νί­δα περ­νοῦ­σε τήν ρε­σε­ψιόν ὁ ἰδιο­κτή­της ὑπο­κλί­θη­κε ἀπό τό γρα­φεῖο του. Ἡ κο­πέ­λα ἔνιω­σε μέ­σα της ἕνα μι­κρό σφί­ξι­μο. Ὁ ἰδιο­κτήτης τήν ἔκα­νε νά αἰ­σθά­νε­ται μι­κρή καί τήν ἴδια στιγ­μή πραγ­μα­τι­κά ση­μαν­τι­κή. Γιά μιά στιγ­μή ἔνιω­σε πώς ἦταν ὑπέρ­τα­τα ση­μαν­τι­κή. Συ­νέ­χι­σε ἀνε­βαί­νον­τας τίς σκά­λες. Ἄνοι­ξε τήν πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου. Ὁ Τζώρτζ διά­βα­ζε στό κρε­βά­τι.

       «Πῆ­ρες τή γά­τα;» ρώ­τη­σε ἀφή­νον­τας κά­τω τό βι­βλίο.

       «Εἶ­χε φύ­γει.»

       «Ἀνα­ρω­τιέ­μαι ποῦ πῆ­γε», εἶ­πε, ξε­κου­ρά­ζον­τας τά μά­τια του ἀπό τό διά­βα­σμα.

       Ἐκεί­νη κά­θι­σε στό κρε­βά­τι.

       «Τήν ἤθε­λα τό­σο πο­λύ», εἶ­πε. «Δέν ξέ­ρω για­τί τήν ἤθε­λα τό­σο πο­λύ. Ἤθε­λα αὐ­τό τό μι­κρό γα­τά­κι.»

       «Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ὡραῖο νἄ­σαι ἕνα μι­κρό γα­τά­κι στή βρο­χή.» Ὁ Τζώρτζ διά­βα­ζε καί πά­λι.

       Ἐκεί­νη πῆ­γε καί κά­θι­σε μπρο­στά στόν κα­θρέ­φτη τῆς τουα­λέτ­τας κοι­τά­ζον­τας τόν ἑαυ­τό της μέ τόν κα­θρέ­φτη χει­ρός. Με­λε­τοῦ­σε τό προ­φίλ της, πρῶ­τα ἀπό τή μία πλευ­ρά κι ὕστε­ρα ἀπό τήν ἄλ­λη. Με­τά πα­ρα­τη­ροῦ­σε τό πί­σω μέ­ρος τοῦ κε­φα­λιοῦ καί τοῦ λαι­μοῦ της.

       «Δέν νο­μί­ζεις ὅτι θἄ­ταν κα­λή ἰδεα ν’ ἀφή­σω τά μαλ­λιά μου νά μα­κρύ­νουν;» ρώ­τη­σε, κοι­τά­ζον­τας ξα­νά τό προ­φίλ της.

       Ὁ Τζώρτζ σή­κω­σε τό βλέμ­μα του κι εἶ­δε τό πί­σω μέ­ρος τοῦ λαι­μοῦ της μέ τά πα­ρό­μοια μέ ἀγο­ρί­στι­κα κον­το­κου­ρε­μέ­να μαλ­λιά.

       «Μοῦ ἀρέ­σουν ὅπως εἶ­ναι.»

       «Ἔχω κου­ρα­στεῖ τό­σο πο­λύ μ’ αὐ­τά», εἶ­πε. «Ἔχω κου­ρα­στεῖ νά μοιά­ζω μέ ἀγό­ρι.»

       Ὁ Τζώρτζ με­τα­κι­νή­θη­κε στό κρε­βά­τι ἀλ­λά­ζον­τας θέ­ση. Δέν εἶ­χε πά­ρει τό βλέμ­μα του ἀπό πά­νω της ἀπ’ ὅταν ἄρ­χι­σε νά μι­λά­ει.

       «Δεί­χνεις πο­λύ ὡραία», εἶ­πε.

       Ἄφη­σε τόν κα­θρέ­φτη πά­νω στήν τουα­λέ­τα καί πῆ­γε στό πα­ρά­θυ­ρο κοι­τά­ζον­τας ἔξω. Εἶ­χε ἀρ­χί­σει νά σκο­τει­νιά­ζει.

       «Θέ­λω νά τρα­βή­ξω τά μαλ­λιά μου πί­σω ἁπα­λά καί σφι­χτά καί νά τά πιά­σω σ’ ἕναν με­γά­λο κό­τσο πού νά τόν αι­σθά­νο­μαι», εἶ­πε. «Θέ­λω νἄ­χω ἕνα γα­τά­κι νά κά­θε­ται στήν ἀγ­κα­λιά μου καί νά γουρ­γου­ρί­ζει ὅταν τό χαϊ­δεύω.»

       «Ναί;» εἶ­πε ὁ Τζώρτζ ἀπό τό κρε­βά­τι.

       «Καί θέ­λω νά τρώω σέ τρα­πέ­ζι μέ τά δι­κά μου ἀση­μι­κά καί θέ­λω κε­ριά. Καί θέ­λω νἄ­ναι Ἄνοι­ξη καί νά βουρ­τσί­ζω τά μαλ­λιά μου μπρο­στά σ’ ἕναν κα­θρέ­φτη καί θέ­λω ἕνα γα­τά­κι καί θέ­λω καί και­νούρ­για ροῦ­χα.»

       «Ὤχ, βού­λω­σ’ το καί βρές κά­τι νά δια­βά­σεις», εἶ­πε ὁ Τζώρτζ. Διά­βα­ζε πά­λι.

       Ἡ γυ­ναί­κα του κοι­τοῦ­σε ἔξω ἀπό τό πα­ρά­θυ­ρο. Εἶ­χε σκο­τει­νιά­σει ἐν­τε­λῶς τώ­ρα κι ἡ βρο­χή ἔπε­φτε ἀκό­μη πά­νω στίς φοι­νι­κιές.

       «Τέ­λος πάν­των, θέ­λω μιά γά­τα», εἶ­πε, «θέ­λω μιά γά­τα τώ­ρα. Ἄν δέν μπο­ρῶ νἄ­χω μα­κριά μαλ­λιά ἤ λί­γη χα­ρά, μπο­ρῶ νἄ­χω μιά γά­τα.»

       Ὁ Τζώρτζ δέν ἄκου­γε. Διά­βα­ζε τό βι­βλίο του. Ἡ σύ­ζυ­γός του κοί­τα­ζε ἔξω ἀπό τό πα­ρά­θυ­ρο στήν πλα­τεία, ἐκεῖ ὅπου εἶ­χε ἀνά­ψει τό φῶς. Κά­ποιος χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα.

       «Πε­ρᾶ­στε», εἶ­πε ὁ Τζώρτζ. «Σή­κω­σε τό βλέμ­μα του ἀπό τό βι­βλίο.

       Στό κα­τώ­φλι στε­κό­ταν ἡ κα­μα­ριέ­ρα. Κρα­τοῦ­σε σφιγ­μέ­νη πά­νω της μιά με­γά­λη γά­τα ταρ­τα­ρού­γα(2) ἡ ὁποία κι­νιό­ταν πέ­ρα-δῶ­θε στό σῶ­μα της.

       «Συγ­γνώ­μη», εἶ­πε, «ὁ ἰδιο­κτή­της μοῦ ζή­τη­σε νά φέ­ρω αὐ­τό γιά τήν Κυ­ρία.»


Σημ.τ.μ.:
(1) Βρέ­χει.
(2) Το­rtο­ise-shell cat. Οἱ γά­τες Ταρ­τα­ροῦ­γες, ποὺ στὰ ἀγ­γλι­κά ἀπο­καλοῦν­ται χαϊ­δευ­τι­κὰ «torties», δὲν ἀπο­τε­λοῦν συγ­κε­κρι­μέ­νη ρά­τσα, ἀλ­λὰ δια­κρί­νον­ται ἀπὸ τὸ μο­να­δι­κὸ μο­τί­βο τοῦ τρί­χω­μα­τός τους. Αὐ­τὸ τὸ μο­τί­βο συν­δυά­ζει ἀπο­χρώ­σεις τοῦ μαύ­ρου, τοῦ κόκ­κι­νου, τοῦ πορ­το­κα­λὶ καὶ τοῦ κρὲμ σὲ ἕνα στὺλ patchwork ἢ ἂλ­λες μί­ξεις ποὺ τὸ κά­νουν νὰ μοιά­ζει μὲ κα­βού­κι χελώ­νας.


Πη­γή: Library of America

https://storyoftheweek.loa.org/2022/07/cat-in-rain.html

Τὸ «Cat in the Rain» δη­μο­σιεύ­τη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Boni & Liveright τὸ 1925 στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των In OurTime.

oikoparaxenos στις 5:38 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.