oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2025

Νί­κος Νι­κο­λά­ου‑Χα­τζη­μι­χα­ήλ: Δια­δρο­μὴ εἴ­κο­σι τεσ­σά­ρων δευ­τε­ρο­λέ­πτων

 



By planodion on 6 Νοέμβριος 2025



Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ


Δια­δρο­μὴ εἴ­κο­σι τεσ­σά­ρων δευ­τε­ρο­λέ­πτων


ΠΑΙΝΟΝΤΑΣ στὸν ἀνελ­κυ­στῆ­ρα πρό­σε­ξε στὸν κα­θρέ­φτη τὴ γε­ρον­το­κό­ρη τοῦ ἰσο­γεί­ου νὰ μι­σα­νοί­γει τὴν πόρ­τα της. Εἶ­χε ξε­φύ­γει ἀπὸ τὸν ἔλεγ­χο τοῦ θυ­ρω­ροῦ, για­τὶ ἔλει­πε ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή, μὰ ἀπὸ τού­τη δὲ γλί­τω­σε. Κα­νέ­νας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μπεῖ ἢ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πο­λυ­κα­τοι­κία, κα­νέ­νας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κυ­κλο­φο­ρή­σει χω­ρὶς νὰ τὸν ἐλέγ­ξει. Ὅλη τὴν ἡμέ­ρα κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στὸ χὸλ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας καὶ τὰ λέ­γα­νε μὲ τὸν θυ­ρω­ρό. Ἄλ­λο ποὺ δὲν ἤθε­λε κι αὐ­τός, πό­σες ὧρες μο­να­χός του στὸ θυ­ρω­ρεῖο. Κά­πο­τε τὴν πεί­ρα­ζε ἄγρια καὶ μά­λι­στα μπρο­στὰ στοὺς φοι­τη­τὲς ποὺ ἔμε­ναν στὸ ὑπό­γειο. Μιὰ φο­ρὰ εἶ­χε ξε­τρυ­πώ­σει ἕνα ξύ­λι­νο φαλ­λο­ει­δὲς ἀν­τι­κεί­με­νο. «Νὰ χτυ­πᾶς τὰ μπα­χα­ρι­κά σου στὸ γου­δί», τῆς εἶ­πε. Γιὰ μιὰ βδο­μά­δα δὲν ἄνοι­ξε τὴν πόρ­τα της, με­τὰ ὅμως τὰ πράγ­μα­τα πῆ­ραν τὴν κα­νο­νι­κή τους ροή. Πάν­τως οἱ μό­νοι ποὺ ξέ­φευ­γαν ἀπό τὸν ἔλεγ­χό της ἦταν ὅσοι ἔμε­ναν στὸ ὑπό­γειο, ἀφοῦ μπο­ροῦ­σαν νὰ χρη­σι­μο­ποιοῦν μιὰ μι­κρὴ πόρ­τα δί­πλα ἀπὸ τὴν ἀπο­θή­κη, καὶ οἱ φοι­τη­τὲς ποὺ μπαι­νό­βγαι­ναν ἀπὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ δω­μα­τί­ου τους ποὺ ἔβλε­παν στὸ δρό­μο.

       «Γιῶρ­γο, Γιῶρ­γο», ἀκού­στη­κε, «πε­ρί­με­νε ρὲ χρυ­σό μου παι­δὶ νὰ σοῦ πῶ μιὰ κου­βέν­τα.» «Τὸ πα­λιό­παι­δο», σκέ­φτη­κε.

Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ περ­νοῦ­σε ἀπὸ τὸν πρῶ­το ὄρο­φο. Κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι, ἀκού­γον­τάς τον νὰ κα­τε­βαί­νει τὶς σκά­λες, φω­νά­ζον­τας διά­φο­ρες δι­καιο­λο­γί­ες στὴ μά­να του. «Θὰ τοὺς πε­θά­νει αὐ­τὸ τὸ παι­δί», ξα­να­σκέ­φτη­κε. Τοῦ εἶ­χαν τρο­με­ρὴ ἀδυ­να­μία, μιὰ καὶ τὸν ἔφε­ραν στὸν κό­σμο σὲ με­γά­λη ἡλι­κία. Τί μπο­ροῦ­σαν ὅμως νὰ κά­νουν; Τὸν πε­ρα­σμέ­νο χρό­νο τὸν εἶ­χε βο­η­θή­σει νὰ λύ­νει τὶς ἀσκή­σεις τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν καὶ τὸν ἤξε­ρε πο­λὺ κα­λά. Ἦταν συ­νέ­χεια ἀφη­ρη­μέ­νος, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ, τὸ μυα­λό του ἦταν στὸ πο­δό­σφαι­ρο. Ἔμει­νε δυὸ χρο­νιὲς στὴν ἴδια τά­ξη. Δὲν ὑπῆρ­χε κα­μιὰ σω­τη­ρία. «Θὰ πάω μη­χα­νι­κὸς σὲ γκα­ρὰζ» τοῦ εἶ­χε ἐξο­μο­λο­γη­θεῖ, «δὲν κά­νω ἐγὼ γιὰ τὰ σχο­λεῖα καὶ κα­λὰ κά­νε­τε νὰ μὲ ἀφή­σε­τε ἥσυ­χο.»

       Ἔβλε­πε στὸν κα­θρέ­φτη ἀκό­μα, μὰ γυ­ρί­ζον­τας ἀκούμ­πη­σε τὴν πλά­τη του στὴ γω­νιά. Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἀνα­βό­σβη­σε τὸ φω­τά­κι, ση­μά­δι πὼς περ­νοῦ­σε ἀπὸ τὴν πόρ­τα τοῦ δευ­τέ­ρου ὀρό­φου. Σκέ­φτη­κε τὰ κοι­νό­χρη­στα. Ναί! Τὰ εἶ­χε πλη­ρω­μέ­να. Πο­λὺ κα­λὸς ὁ Δια­χει­ρι­στὴς τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν εἶ­χε κα­νέ­να πα­ρά­πο­νο ἀπὸ αὐ­τόν. Ἄλ­λω­στε ἀγα­ποῦ­σε τοὺς φοι­τη­τές, θὲς για­τί δὲν εἶ­χε παι­διά, θὲς για­τί εἶ­χε πολ­λὰ χρή­μα­τα, πάν­τα τὰ κα­τά­φερ­νε νὰ τοὺς ζη­τᾶ ἀσή­μαν­τα πράγ­μα­τα γιὰ τὰ κοι­νό­χρη­στα. Τὰ Χρι­στού­γεν­να μά­λι­στα τὰ χά­ρι­σε ὅλα. Εἶ­χε προ­σλά­βει στὸ ἐρ­γο­στά­σιό του –μιὰ βιο­τε­χνία ξυ­διοῦ– τὸν Ἀν­δρέα, τὸν φοι­τη­τὴ ποὺ ἔμε­νε στὴν τα­ρά­τσα. Στὴν τα­ρά­τσα ἦταν ἕνα πο­λὺ μι­κρὸ δω­μά­τιο ποὺ ἀνῆ­κε στὸν δια­χει­ρι­στή. Τυ­χε­ρὸς ἦταν ὁ Ἀν­δρέ­ας. Δὲν πλή­ρω­νε νοί­κι, οὔ­τε κοι­νό­χρη­στα, οὔ­τε νε­ρὸ καὶ ἀπὸ πά­νω ἔπαιρ­νε καὶ τὸν μι­σθό του ἀπὸ τὸ ἐρ­γο­στά­σιο. Γέ­λια ποὺ εἶ­χαν κά­νει ἐκεῖ­νο τὸ βρά­δυ. Ἦρ­θε ὁ Ἀν­δρέ­ας μὲ κο­στού­μι καὶ μὲ γρα­βά­τα. Ἔγι­νε χα­μός. Τὸ κο­στού­μι ποὺ τοῦ τὸ εἶ­χε χα­ρί­σει ὁ δια­χει­ρι­στής, τοῦ ἔπε­φτε λί­γο με­γά­λο. Τὰ μα­νί­κια ἦταν τό­σο με­γά­λα ποὺ δὲν φαι­νόν­του­σαν τὰ χέ­ρια του. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ σου­λου­πω­θεῖ. Στὸ τέ­λος κά­θι­σε σ’ ἕνα ντι­βά­νι πο­λὺ σο­βα­ρὸς καὶ κοι­τοῦ­σε μιὰ τὸ κο­στού­μι του μιὰ αὐ­τοὺς καὶ ὅταν ἔπα­ψαν τὰ γέ­λια μί­λη­σε. «Ρὲ παι­διά, ἡ κα­λο­σύ­νη ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ζή­σω πιὰ σ’ αὐ­τὸ τὸ σπί­τι. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κο­στού­μια ἔχω κι ἄλ­λα βά­σα­να.» Ἦταν μιὰ ἄλ­λη πτυ­χὴ στὴ ζωὴ τοῦ Ἀν­δρέα ποὺ κα­νέ­νας τους δὲν εἶ­χε ὑπο­ψια­σθεῖ. «Εἶ­μαι ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος ἀνά­με­σα σὲ δε­κά­δες γυ­ναι­κεῖα ἐσώ­ρου­χα», συ­νέ­χι­ζε. «Γιὰ νὰ μπῶ στὸ δω­μά­τιό μου πρέ­πει νὰ περ­νῶ κά­τω ἀπὸ τὰ ροῦ­χα. Ἀνοί­γω τὸ πα­ρά­θυ­ρό μου καὶ βλέ­πω πο­λυ­χρω­μί­ες. Δὲν μπο­ρῶ πιὰ νὰ δια­βά­σω. Ἔμα­θα ὅλα τὰ ἐσώ­ρου­χα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Βο­η­θεῖ­στε με νὰ φύ­γω, νὰ βρῶ κά­ποιο ἄλ­λο σπί­τι. Δὲν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο.»

       Ἀπὸ τὴν πόρ­τα τοῦ τρί­του εἶ­δε πὼς κά­ποιοι πε­ρί­με­ναν. Σκέ­φτη­κε νὰ στα­μα­τή­σει νὰ τοὺς πά­ρει μὰ ἄλ­λα­ξε γνώ­μη. Μπο­ρεῖ νὰ ἦταν ὁ θεῖ­ος τῆς Κα­τε­ρί­νας ἢ ἡ θεία της καὶ δὲν ἤθε­λε νὰ τοὺς συ­ναν­τή­σει. Ὄχι δη­λα­δὴ πὼς εἶ­χε τί­πο­τα μα­ζί τους, ἴσα-ἴσα ποὺ ὅταν τὸν ἔβλε­παν τὸν χαι­ρε­τοῦ­σαν ἐγ­κάρ­δια. Ἄρα­γε δὲν εἶ­χαν κα­τα­λά­βει τί­πο­τα; Ὅταν τὴν ἔστελ­ναν στὴν ἀπο­θή­κη δὲν ἀπο­ροῦ­σαν ποὺ ἀρ­γο­πο­ροῦ­σε; Ἡ θεία σί­γου­ρα κά­τι εἶ­χε μυ­ρι­στεῖ. Ὅταν τὴν συ­ναν­τοῦ­σε στὴν εἴ­σο­δο τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας, τοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε μὲ ἕνα μυ­στη­ριώ­δη τρό­πο σὰν νὰ τοῦ ἔλε­γε «ναί, τὰ γνω­ρί­ζω ὅλα». Ἂς εἶ­ναι. Ἡ Κα­τε­ρί­να ἦταν στὸ χω­ριό της τώ­ρα καὶ ὅ,τι ἔγι­νε ἔγι­νε τό­σο ἀστρα­πιαῖα, ποὺ θὰ νό­μι­ζε κα­νέ­νας πὼς θὰ ἦταν ψέ­μα. Τὴν εἶ­χε προ­σέ­ξει ποὺ δὲν ξε­κολ­λοῦ­σε ἀπὸ τὸ μπαλ­κό­νι, παί­ζον­τας μὲ τὸ μι­κρὸ ἀνε­ψά­κι της. Ἕνα με­ση­μέ­ρι ἔνιω­σε ἐκεῖ­νο τὸ πα­ρά­ξε­νο συ­ναί­σθη­μα ὅτι τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦν. Βγῆ­κε στὸ μπαλ­κό­νι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε, τοῦ ἀν­τα­πό­δω­σε τὸ χα­μό­γε­λο, τῆς ἔδει­ξε ἔτσι «χτύ­πη­σε μου τὸ κου­δού­νι», βά­ζον­τας τὸ δά­χτυ­λό του στὴν πόρ­τα. Στὶς τρεῖς ἡ ὥρα χτυ­ποῦ­σε τὸ κου­δού­νι του. Μπῆ­κε μέ­σα χα­μο­γε­λα­στή, μὲ τὰ χρυ­σα­φέ­νια μαλ­λιά της, ὁλό­δρο­ση. Τὰ μά­τια της ἔλαμ­παν. «Κοι­μοῦν­ται ὅλοι τέ­τοια ὥρα» εἶ­πε, «Τί κά­νεις ἐδῶ; Σπου­δά­ζεις; Μό­νος σου μέ­νεις; Ἀπὸ ποῦ εἶ­σαι;» Κόν­τε­ψε νὰ τὸν πα­λα­βώ­σει. «Ἄ! Μὰ ἐσὺ θέ­λεις νὰ τὰ μά­θεις ὅλα ἀμέ­σως. Πές μου πρῶ­τα τ΄ ὄνο­μά σου... Αὐ­τὴ δὲν ἀπάν­τη­σε. Τὸν κοί­τα­ξε βα­θιὰ μέ­σα στὰ μά­τια βυ­θί­στη­κε κι αὐ­τὸς στὰ δι­κά της καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔνιω­σε τὰ μέ­λη του νὰ πα­ρα­λύ­ουν. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ὅμως μό­νο, για­τὶ τὴν ἑπό­με­νη στιγ­μὴ ἔπε­σαν ὁ ἕνας στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ ἄλ­λου, τὰ χέ­ρια του τὴν τρά­βη­ξαν δυ­να­τὰ καὶ τὴν κόλ­λη­σαν στὸ στῆ­θος του κι ἔτσι ὅπως στρι­φο­γύ­ρι­σαν, τὰ μα­κριά μαλ­λιά της τὸν τύ­λι­ξαν καὶ τὰ δυὸ σώ­μα­τα ἔγι­ναν ἕνα ὅπως τὸ μα­νια­σμέ­νο κῦ­μα μὲ τὸ βρά­χο ὅταν ξε­σπά­ει ἐπά­νω του καὶ ξε­πε­τά­γε­ται ἀπὸ κά­θε σχι­σμή του καὶ βογ­κά­ει σὲ κά­θε βα­θού­λω­μα του μέ­χρι νὰ ἀπο­συρ­θεῖ, μέ­χρι τὸ ἑπό­με­νο μα­νια­σμέ­νο κῦ­μα. Ἐρ­χό­ταν κά­θε μέ­ρα στὶς τρεῖς ἡ ὥρα ἀκρι­βῶς. Κά­ποια μέ­ρα ὅμως τοῦ φθι­νο­πώ­ρου ἐξα­φα­νί­στη­κε. Ἔφυ­γε ἀπὸ τὴ ζωή του τὸ ἴδιο ξαφ­νι­κὰ ὅπως εἶ­χε ἐμ­φα­νι­σθεῖ.

       Ὁ Θά­λα­μος εἶ­χε στα­μα­τή­σει στὸν τέ­ταρ­το κι αὐ­τὸς σκε­φτό­ταν ἀκό­μα τὴν Κα­τε­ρί­να. Ἄνοι­ξε τὴν πόρ­τα. Μὲ τὸ ἕνα χέ­ρι τὴν κρα­τοῦ­σε καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο ἔσπρω­ξε τὸν φά­κε­λο μὲ τὸ νοί­κι, ὅπως ἔκα­νε κά­θε μῆ­να. Τώ­ρα ὅμως, ἦταν τὸ τε­λευ­ταῖο νοί­κι.

       Ὁ θά­λα­μος κα­τέ­βαι­νε πιὸ γρή­γο­ρα τώ­ρα. Τὰ φω­τά­κια ἀνα­βό­σβη­ναν στοὺς ὀρό­φους λὲς καὶ ἤθε­λαν νὰ τοῦ ὑπεν­θυ­μί­σουν τοὺς τί­τλους κά­ποιων κε­φα­λαί­ων τῆς φοι­τη­τι­κῆς του ζω­ῆς σ’ αὐ­τὴ τὴν όμορ­φη πο­λυ­κα­τοι­κία κον­τὰ στὸν λό­φο τοῦ Φι­νο­πού­λου: Ἡ δε­σποι­νί­δα Αριά­δνη, ὁ Δια­χει­ρι­στής, ἡ Κα­τε­ρί­να, ὁ Γιῶρ­γος, ἡ Γε­ρον­το­κό­ρη, ὁ Θυ­ρω­ρός, ἄνοι­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ ἀσαν­σέρ, κα­τέ­βη­κε ἀκό­μα ἑφτὰ σκα­λιά, τὸ δω­μά­τιό του, ἡ βα­λί­τσα μὲ τὰ ροῦ­χα του, ἔσπρω­ξε πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὸ πό­δι ἕνα κι­βώ­τιο μὲ βι­βλία. Ἔρι­ξε μιὰ τε­λευ­ταία μα­τιὰ στὸ δω­μά­τιο. Τί­πο­τα. Κε­νό. Ἄφη­σε τὸ κλει­δὶ στὴν πόρ­τα, βγαί­νον­τας.


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἡ κό­ρη τοῦ δρα­γου­μά­νου, Με­ταίχ­μιο, Ἀθή­να 2002.

Ὁ Νῖ­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ὴλ γεν­νή­θη­κε στὸ Βα­σί­λι τῆς Κύ­πρου. Με­τὰ τὴν ἀπο­φοί­τη­σή του ἀπὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Γυ­μνά­σιο Ἀμ­μο­χώ­στου σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀθη­νών. Ἐρ­γα­σί­ες του —βι­βλιο­γρα­φί­ες, ἐρ­γο­γρα­φί­ες, με­τα­φρά­σεις, δο­κί­μια, χρο­νο­γρα­φή­μα­τα— ἔχουν δη­μο­σιευ­τεῖ σὲ ἑλ­λα­δι­κὰ καὶ κυ­πρια­κὰ πε­ριο­δι­κά, στὸν κυ­πρια­κὸ τύ­πο, κα­θὼς καὶ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα στὴν Κύ­προ, τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἀλ­λοῦ. Ἔχει τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Δι­θα­λάσ­σου, Κάρ­βας 2012, Πι­κρό­λι­θος, Κάρ­βας 2014, Ὕδα­τα Ὑδά­των, Κάρ­βας 2016 καὶ Ὕλεμ, Κάρ­βας 2024. Δύο ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γὲς ἔχουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἰτα­λι­κά. Ἔχει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των: Ἡ κό­ρη τοῦ δρα­γου­μά­νου, Με­ταίχ­μιο, Ἀθή­να, 2003· 20 Δι­η­γή­μα­τα, Κάρ­βας, Κύ­προς, 2014· Φυ­σορ­ρό­ος, Βακ­χι­κόν, Ἀθή­να 2019. Δι­η­γή­μα­τά του ἔχουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, ὁλ­λαν­δι­κὰ καὶ ἀλ­βα­νι­κά. Τὸ τε­λευ­ταῖο βι­βλίο του εἶ­ναι τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὅταν σω­πᾶ­σαν τὰ που­λιά, Κάρ­βας 2024. Ἔχει διορ­γα­νώ­σει ἀτο­μι­κὲς ἐκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κῆς καὶ συμ­με­τεῖ­χε σὲ πολ­λὲς ὁμα­δι­κές. Ὑπῆρ­ξε μὲ­λος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὀμά­δας τῶν πε­ριο­δι­κῶν λό­γου, τέ­χνης καὶ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ «Ὁ Κύ­κλος» καὶ «Κυ­πρια­κὴ Βι­βλιο­φι­λία-Φι­λο­τε­χνία.» Ζεῖ στὴ Λευ­κω­σία.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .

oikoparaxenos στις 7:42 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.