oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2025

Ἀρί­στει­δες Φερ­νάν­τες (Arístides Fernández): Πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα!

 



By planodion on 16 Νοέμβριος 2025



Ἀρί­στει­δες Φερ­νάν­τες (Arístides Fernández)


(Ἀφιέρωμα: Κουβανικὸ διήγημα, 3/4)

Ἐπι­λο­γή, με­τά­φρα­ση: Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη


Πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα!

(Las cosas raras)


ΠΑΡΑΞΕΝΑ πράγ­μα­τα! Θυ­μᾶ­μαι πῶς πέ­θα­νε ὁ Σά­μιουελ Γκράντ· αὐ­τὸ καὶ ἂν ἦταν ἀξιο­πε­ρί­ερ­γο κι ἀκα­τα­νόη­το.

       Ὁ Σά­μιουελ ἦταν Ἄγ­γλος κι ἔπι­νε σὰν κα­τα­βό­θρα. Κυ­κλο­φο­ροῦ­σε πάν­το­τε στου­πί.

       Γιὰ κα­κή του τύ­χη, ἐκεί­νη τὴ νύ­χτα συ­ναν­τη­θή­κα­με σὲ ἕνα μπὰρ· ἐκεί­νη ἡ νύ­χτα ἦταν καὶ ἡ τε­λευ­ταία γιὰ τὸν Σά­μιουελ Γκράντ.

       Ὄρ­θιοι, μπρο­στὰ στὸν πάγ­κο, πί­να­με τὸ ἕνα πο­τὸ με­τὰ τὸ ἄλ­λο, δί­χως αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου. Στὶς τρεῖς, ὥρα ποὺ ἔκλει­νε τὸ μπάρ, μᾶς πέ­τα­ξαν στὸ δρό­μο. Καὶ οἱ δυό μας τύ­φλα στὸ με­θύ­σι, εὔ­θυ­μοι καὶ γε­λα­στοί.

       Πια­σμέ­νοι ἀγ­κα­ζέ, προ­σπερ­νού­σα­με τὰ νω­χε­λι­κὰ κα­τώ­φλια. Ἡ νύ­χτα εἶ­χε δρο­σε­ρέ­ψει καὶ στοὺς δρό­μους δὲν κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ψυ­χή, πα­ρ' ἐκτὸς κά­ποια νυ­στα­λέα πε­ρι­πο­λία.

       Τὸ φεγ­γά­ρι, στὸ χρῶ­μα τοῦ τυ­ριοῦ, ἀκο­λου­θοῦ­σε τὶς κι­νή­σεις μας μὲ κά­τι τὸ τρα­γι­κὸ στὶς ἀχτῖ­δες του, σβη­σμέ­νες ἀπὸ τὴν ὁμί­χλη ποὺ κά­λυ­πτε τὴν πό­λη.

       Οἱ ἠλε­κτρι­κὲς λάμ­πες χό­ρευαν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου. Περ­πα­τή­σα­με γιὰ ὥρα, δια­τρέ­χον­τας στε­νὰ ποὺ πε­ρι­πλέ­κον­ταν, ὥσπου χα­θή­κα­με, τό­σο πιω­μέ­νοι, ποὺ δὲν παίρ­να­με χα­μπά­ρι τί­πο­τε.

     

 Ἡ αὐ­γὴ εἶ­χε πά­ρει νὰ βά­φει τὸν οὐ­ρα­νό, ὅταν βρε­θή­κα­με σὲ μιὰ πλα­τεῖα —ἢ ἔτσι, τοὐ­λά­χι­στον, μοῦ φά­νη­κε—, κά­τι σὰν μιὰ τε­ρά­στια αὐ­λή, τὴν ὁποία διέ­σχι­ζαν σι­δη­ρο­δρο­μι­κὲς γραμ­μές.

       Μέ­σα στὴ θο­λού­ρα μου σκέ­φτη­κα ὅτι ἴσως νὰ βρι­σκό­μα­σταν κον­τὰ στὸ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὸ σταθ­μό, ἀλ­λὰ ἐκεί­νη τὴ δια­ο­λε­μέ­νη νύ­χτα δὲν ἤμουν σὲ θέ­ση νὰ σκε­φτῶ καὶ πο­λύ.

       Ἀπὸ μα­κριὰ ἀκού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα μιᾶς ἀτμά­μα­ξας καὶ ὁ τό­πος φω­τί­στη­κε ἀπὸ τὴν ἀν­τα­νά­κλα­ση τῆς ἁμα­ξο­στοι­χί­ας. Τὸ φω­τει­νὸ ση­μεῖο κι­νοῦν­ταν ὁλο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος μας καὶ τὸ ἠλε­κτρι­κὸ μά­τι μᾶς πλη­σί­α­ζε. Ὁ βρυ­χηθ­μὸς καὶ ἡ ἀνά­σα τοῦ τρο­με­ροῦ θε­ριοῦ γέ­μι­ζαν τὸν ἀέ­ρα.

       Μέ­σα στὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ἡμί­φως ποὺ προ­η­γεῖ­ται τοῦ ξη­με­ρώ­μα­τος, εἶ­δα τὸν Σά­μιουελ νὰ προ­πο­ρεύ­ε­ται, γύ­ρω στὰ δε­κα­πέν­τε βή­μα­τα ἀπὸ τὸν δι­στα­κτι­κὸ ἑαυ­τό μου. Ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ κά­θη­σα στὸ ἔδα­φος γιὰ νὰ δέ­σω τὸ κορ­δό­νι τοῦ ἀρι­στε­ροῦ πα­που­τσιοῦ μου, τὸ ὁποῖο —ἔτσι ἄχα­ρα ποὺ προ­χω­ροῦ­σα— πα­τοῦ­σα ἀπὸ ὥρα. Γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλή­θεια, δὲ θυ­μᾶ­μαι μὲ ἀπό­λυ­τη βε­βαιό­τη­τα ἂν ἦταν τὸ ἀρι­στε­ρὸ ἢ τὸ δε­ξὶ πα­πού­τσι, οὕ­τως ἢ ἄλ­λως, ὅμως, οὐ­δε­μία ση­μα­σία ἔχει ἐν προ­κει­μέ­νῳ. Τὸ μό­νο σί­γου­ρο εἶ­ναι ὅτι, δε­δο­μέ­νης τῆς κα­τά­στα­σής μου, ἦταν δου­λειὰ δύ­σκο­λη.

       Ἡ ἀτμά­μα­ξα πλη­σί­α­ζε ἀρ­γὰ καὶ ὁ Σά­μιουελ προ­χω­ροῦ­σε πρὸς τὴν ἴδια κα­τεύ­θυν­ση, ἔχον­τας γυ­ρι­σμέ­νη τὴν πλά­τη του στὸ σι­δε­ρέ­νιο θη­ρίο. Τὸ ἔδα­φος, ἕνα πο­λύ­πλο­κο δί­κτυο ἀπὸ γραμ­μές, ἕνα πλέγ­μα ἀπὸ ται­νί­ες σι­δή­ρου.

       Ὁ Σά­μιουελ Γκρὰντ προ­χω­ροῦ­σε κα­τὰ μῆ­κος τῆς γραμ­μῆς ποὺ ἔτρε­χε πα­ράλ­λη­λα μὲ ἐκεί­νην, ὅπου κυ­λοῦ­σε ἡ ἁμα­ξο­στοι­χία. Γιὰ τοῦ­το εἶ­μαι βέ­βαιος. Πά­νω ἀκρι­βῶς στὴ στιγ­μὴ ποὺ μά­ζευα τὰ κορ­δό­νια τοῦ πα­που­τσιοῦ, εἶ­δα τὸ Σά­μιουελ νὰ γυ­ρί­ζει τὸ κε­φά­λι γιὰ νὰ βε­βαιω­θεῖ ὅτι ἡ ἁμα­ξο­στοι­χία θὰ περ­νοῦ­σε μὲν ἀπὸ πο­λὺ κον­τά, ὡστό­σο δί­χως κίν­δυ­νο γιὰ τὸ ἄτο­μό του. Ὁρ­κί­ζο­μαι σὲ ὅ,τι ἔχω ἱε­ρὸ ὅτι εἶ­δα καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μά­τια μου, πα­ρὰ τὸ με­θύ­σι μου, ὅτι ἡ γραμ­μὴ στὴν ὁποία περ­πα­τοῦ­σε ὁ φί­λος μου ἦταν ἐλεύ­θε­ρη καὶ δὲν ἔκρυ­βε κα­νέ­ναν κίν­δυ­νο. Γιὰ τοῦ­το εἶ­μαι βέ­βαιος!

       Ὅ,τι ἀκο­λού­θη­σε με­τά, δὲν εἶ­ναι, πα­ρὰ ἔρ­γο τοῦ δια­βό­λου.

       Τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ τραῖ­νο θὰ περ­νοῦ­σε στὸ πλάϊ τοῦ Σά­μιουελ, κα­τέ­βα­σα τὸ κε­φά­λι, προ­κει­μέ­νου νὰ δέ­σω τὸν κόμ­πο στὰ κορ­δό­νια. Δὲν εἶ­χα προ­φτά­σει νὰ κα­τε­βά­σω τὸ κε­φά­λι, ὅταν ἀκού­στη­κε ἡ δια­πε­ρα­στι­κὴ κραυ­γὴ τοῦ κυ­ρί­ου Γκράντ. Ἀν­τι­λή­φθη­κα ἕνα σῶ­μα νὰ ρί­χνε­ται στὸ ἔδα­φος καὶ ὕστε­ρα νὰ συν­θλί­βε­ται ἀπὸ τοὺς σι­δε­ρέ­νιους τρο­χούς. Ἀν­τι­λή­φθη­κα τὰ φρέ­να νὰ στριγ­κλί­ζουν πά­νω στὶς ζάν­τες καὶ τὸ μη­χα­νο­δη­γὸ νὰ βρί­ζει. Ἀν­τι­λή­φθη­κα, τέ­λος, τὴν ἀνά­σα τοῦ θη­ρί­ου, στα­μα­τη­μέ­νου πρό­ω­ρα στὶς γραμ­μές. Ὁ ἀέ­ρας δο­νή­θη­κε μὲ κραυ­γὲς καὶ κα­τά­ρες. Ἄν­τρες ἔτρε­ξαν στὸ μέ­ρος κι ἔμοια­ζαν μὲ φαν­τά­σμα­τα, ἔτσι ὅπως τὰ φα­νά­ρια τους κρέ­μον­ταν καὶ τα­λαν­τεύ­ον­ταν στὰ χέ­ρια τους.

       Ὁ Σά­μιουελ Γκρὰντ ἦταν ἕνα κου­ρέ­λι, ὂν δια­με­λι­σμέ­νο, ἄμορ­φη μᾶ­ζα, ἀνά­με­σα σὲ τρο­χοὺς βαμ­μέ­νους μὲ αἷ­μα καὶ λευ­κὰ ὑπο­λείμ­μα­τα.

       Ὁ μη­χα­νο­δη­γὸς ὁρ­κι­ζό­ταν πὼς ὁ ἄν­τρας προ­χω­ροῦ­σε σὲ ἄλ­λη γραμ­μή. Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸ ὁρ­κι­ζό­μουν καὶ μὲ εἶ­παν με­θύ­στα­κα. Καὶ σή­με­ρα, ἀκό­μη, ἐξα­κο­λου­θῶ νὰ τὸ ὁρ­κί­ζο­μαι πὼς ὅλο αὐ­τὸ δὲν ἦταν, πα­ρὰ ἔρ­γο τοῦ δια­βό­λου, ποὺ θέ­λη­σε νὰ συ­ναν­τή­σω ἐκεί­νη τὴ μέ­ρα, γιὰ κα­κή του τύ­χη, τὸ Σά­μιουελ Γκράντ.



Πηγή: Πη­γή: Jorge Fornet, Pró­logo, en: Jorge For­net y Ca­rlos Espi­no­sa Domín­guez, Cu­ento cu­ba­no del siglo XX, Tierra Firme, 2002, pp. 65-66.

Ἀρί­στει­δες Φερ­νάν­τες (Arístides Fernández) (Ἀβά­να, Κούβα 1904-Ἀβά­να, 1934): δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Τὰ λι­γο­στὰ δι­η­γή­μα­τά του, φαν­τα­σια­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ δύ­σκο­λα στὴν κα­τά­τα­ξη, τὰ ὁποῖα δὲν πρό­λα­βε νὰ δεῖ δη­μο­σιευ­μέ­να καί, ἀν­τὶ τί­τλου, τὰ ἀπα­ριθ­μοῦ­σε ἀπὸ τὸ 1 ὣς τὸ 17, τοῦ χά­ρι­σαν μιὰ ἰδιαί­τε­ρη θέ­ση στὰ κου­βα­νι­κὰ γράμ­μα­τα. Ἀρ­γό­τε­ρα, ἡ κρι­τι­κή τα τι­τλο­δό­τη­σε καί, ἐδῶ, τὰ «Πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα» ἀν­τι­στοι­χοῦν στὸ δι­ή­γη­μα νού­με­ρο 14. Τὸ ἄλ­λο με­γά­λο πά­θος του, αὐ­τὸ γιὰ τὴ ζω­γρα­φι­κή, ἦταν καὶ αἰ­τία τοῦ θα­νά­του του, κα­θὼς πέ­θα­νε ἀπὸ τὶς ἀνα­θυ­μιά­σεις ἑτοι­μά­ζον­τας ὁ ἴδιος τὰ χρώ­μα­τα ποὺ θὰ χρη­σι­μο­ποιοῦ­σε.

Ἕλε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): με­τα­φρά­στρια λο­γο­τε­χνί­ας ἀπὸ τὰ ἱσπα­νι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἀγ­γλι­κὰ (ΤΞΓΜΔ Κέρ­κυ­ρας, 2006 – Χαϊ­δελ­βέρ­γη Γερ­μα­νί­ας, 2009), λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νί­στρια (δι­δά­κτωρ στὶς με­τα­ποι­κιο­κρα­τι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δὲς τῆς Λα­τι­νι­κης Ἀμε­ρι­κῆς, Μάϊντς Γερ­μα­νί­ας, 2020) καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ ἀρ­θρο­γρά­φος, μὲ πλῆ­θος συ­νερ­γα­σιῶν στὸν ἔν­τυ­πο καὶ δια­δι­κτυα­κὸ Τύ­πο. Ποί­η­σή της ἔχει ἐκ­δο­θεῖ ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις ΣΜΙ­ΛΗ (2023) καὶ με­τα­φρα­στεῖ στὰ ρου­μα­νι­κὰ (2022). Ζεῖ κι ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Βε­ρο­λῖ­νο.

Εἰκόνα: Ὁ Ἀρί­στει­δες Φερ­νάν­τες. Ἔργο (1933) τοῦ Κουβανοῦ ζωγράφου Jorge Arche (1905-1957).

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή.


oikoparaxenos στις 10:09 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.