oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Ντό­ρο­θυ Πάρ­κερ (Dorothy Parker): Μιὰ τη­λε­φω­νι­κὴ κλή­ση

 



By planodion on 21 Σεπτέμβριος 2025



Ντό­ρο­θυ Πάρ­κερ (Dorothy Parker)


Μιὰ τη­λε­φω­νι­κὴ κλή­ση

(A Telephone Call)


Ε ΠΑΡΑΚΑΛΩ, Θεέ μου, κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει τώ­ρα. Ἐσὺ ποὺ εἶ­σαι κα­λός, Θεέ μου, κά­νε νὰ μὲ πά­ρει τώ­ρα τη­λέ­φω­νο. Δὲν θὰ σοῦ ζη­τή­σω τί­πο­τε ἄλ­λο, στὸ ὑπό­σχο­μαι. Δὲν σοῦ ζη­τάω κά­τι τρο­με­ρό. Γιὰ Eσέ­να εἶ­ναι κά­τι εὔ­κο­λο, Θεέ μου, πο­λὺ εὔ­κο­λο. Κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ.

       Ἂν στα­μα­τή­σω νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι, μπο­ρεῖ τὸ τη­λέ­φω­νο νὰ χτυ­πή­σει. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἔτσι συμ­βαί­νει. Νὰ σκε­φτῶ ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Νὰ σκε­φτῶ ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Ἂν με­τρή­σω μέ­χρι τὸ πεν­τα­κό­σια ἀνὰ πεν­τά­δες, μπο­ρεῖ, τε­λειώ­νον­τας τὸ μέ­τρη­μα, νὰ χτυ­πή­σει. Θὰ με­τρή­σω ἀρ­γά. Δὲν θὰ κλέ­ψω. Κι ἂν χτυ­πή­σει ὅταν θὰ ἔχω φτά­σει στὸ τρια­κό­σια, δὲν θὰ στα­μα­τή­σω· δὲν θὰ τὸ ση­κώ­σω προ­τοῦ φτά­σω στὸ πεν­τα­κό­σια. Πέν­τε, δέ­κα, δε­κα­πέν­τε, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε, τριάν­τα, τριάν­τα πέν­τε, σα­ράν­τα, σα­ράν­τα πέν­τε, πε­νῆν­τα... Ἄχ, χτύ­πα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ.

       Τε­λευ­ταία φο­ρὰ ποὺ κοι­τά­ζω τὸ ρο­λόϊ. Δὲν θὰ τὸ ξα­να­κοι­τά­ξω. Ἑφτὰ καὶ πέν­τε. Εἶ­πε ὅτι θὰ μοῦ τη­λε­φω­νοῦ­σε στὶς πέν­τε. «Θὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σω στὶς πέν­τε, γλυ­κιά μου». Νο­μί­ζω ὅτι τό­τε εἶ­πε «γλυ­κιά μου». Εἶ­μαι σχε­δὸν σί­γου­ρη ὅτι τό­τε τὸ εἶ­πε. Ξέ­ρω ὅτι μὲ ἀπο­κά­λε­σε «γλυ­κιά μου» δύο φο­ρὲς καὶ ἡ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ εἶ­ναι ὅταν μὲ ἀπο­χαι­ρέ­τη­σε. «Ἀν­τίο, γλυ­κιά μου.» Εἶ­χε πολ­λὴ δου­λειά, ἄλ­λω­στε στὸ γρα­φεῖο δὲν μπο­ρεῖ νὰ μι­λά­ει γιὰ πο­λύ, ἀλ­λὰ μὲ εἶ­πε «γλυ­κιά μου» δύο φο­ρές. Δὲν νο­μί­ζω ὅτι δυ­σα­ρε­στή­θη­κε ποὺ τοῦ τη­λε­φώ­νη­σα. Ξέ­ρω ὅτι δὲν πρέ­πει νὰ τοὺς τη­λε­φω­νεῖς συ­νέ­χεια – ξέ­ρω ὅτι δὲν τοὺς ἀρέ­σει. Ἅμα τοὺς τη­λε­φω­νεῖς, κα­τα­λα­βαί­νουν ὅτι τοὺς σκέ­φτε­σαι καὶ ὅτι τοὺς θέ­λεις, κι αὐ­τὸ τοὺς κά­νει νὰ σὲ ἀν­τι­πα­θή­σουν. Ἀλ­λὰ εἶ­χα νὰ τοῦ μι­λή­σω τρεῖς μέ­ρες – τρεῖς ὁλό­κλη­ρες μέ­ρες. Καὶ τὸ μό­νο ποὺ τὸν ρώ­τη­σα ἦταν ἂν ἦταν κα­λάˑ ἔτσι ὅπως θὰ ρω­τοῦ­σε ὁ κα­θέ­νας. Ἄρα δὲν θὰ δυ­σα­ρε­στή­θη­κε. Δὲν νο­μί­ζω νὰ σκέ­φτη­κε ὅτι ἤμουν ἐνο­χλη­τι­κή. «Ὄχι, φυ­σι­κὰ καὶ δὲν ἐνο­χλεῖς», εἶ­πε. Ὕστε­ρα εἶ­πε ὅτι θὰ μοῦ τη­λε­φω­νοῦ­σε αὐ­τός. Δὲν χρεια­ζό­ταν νὰ τὸ πεῖ. Δὲν τοῦ τὸ ζή­τη­σα, πραγ­μα­τι­κὰ δὲν τοῦ τὸ ζή­τη­σα. Εἶ­μαι σί­γου­ρη. Πι­στεύω ὅτι πο­τὲ δὲν θὰ ἔλε­γε ὅτι θὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει καὶ με­τὰ δὲν θὰ τη­λε­φω­νοῦ­σε. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου, μὴν τὸν ἀφή­σεις νὰ μὲ ἀγνο­ή­σει. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ.

       «Θὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σω στὶς πέν­τε, γλυ­κιά μου». «Ἀν­τίο, γλυ­κιά μου».

Ἦταν ἀπα­σχο­λη­μέ­νος καὶ βια­ζό­ταν καὶ ὑπῆρ­χαν πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι γύ­ρω του, ἀλ­λὰ μὲ ἀπο­κά­λε­σε «γλυ­κιά» δύο φο­ρές. Αὐ­τὸ εἶ­ναι κά­τι. Ἔχω αὐ­τὸ τοὐ­λά­χι­στον, ἀκό­μα κι ἂν δὲν τὸν ξα­να­δῶ πο­τέ. Μὰ εἶ­ναι τό­σο λί­γο. Δὲν μοῦ ἀρ­κεῖ. Τί­πο­τα δὲν μοῦ ἀρ­κεῖ, ἂν δὲν τὸν ξα­να­δῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου, κά­νε νὰ τὸν ξα­να­δῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, τὸν θέ­λω τό­σο πο­λύ. Τὸν θέ­λω τό­σο πο­λύ. Θὰ εἶ­μαι κα­λή, Θεέ μου, θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ γί­νω κα­λύ­τε­ρος ἄν­θρω­πος, στὸ ὑπό­σχο­μαι, ἀρ­κεῖ νὰ τὸν ξα­να­δῶ. Ἀρ­κεῖ νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Ἄχ, κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει.

       Μὴν πε­ρι­φρο­νεῖς τὴν προ­σευ­χή μου, Θεέ μου. Ἐσὺ κά­θε­σαι ἐκεῖ ψη­λά, ἕνας σε­βά­σμιος γέ­ρος ντυ­μέ­νος στὰ λευ­κά, μὲ ὅλους αὐ­τοὺς τοὺς ἀγ­γέ­λους γύ­ρω σου καὶ τὰ ἀστέ­ρια νὰ πε­ρι­στρέ­φον­ται. Κι ἐγὼ σοῦ ἀπευ­θύ­νω μιὰ προ­σευ­χὴ γιὰ ἕνα τη­λε­φώ­νη­μα. Ἄχ, μὴ γε­λᾶς, Θεέ μου. Δὲν ξέ­ρεις πῶς νιώ­θω. Ἐσὺ κά­θε­σαι ἀσφα­λὴς στὸν θρό­νο σου καὶ ἀπὸ κά­τω ἁπλώ­νε­ται τὸ γα­λά­ζιο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Τί­πο­τα δὲν σὲ ἀγ­γί­ζει, κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ σοῦ ρα­γί­σει τὴν καρ­διά. Ἐγὼ ὑπο­φέ­ρω, Θεέ μου, ὑπο­φέ­ρω πο­λύ. Δὲν θὰ μὲ βο­η­θή­σεις; Γιὰ χά­ρη τοῦ Υἱ­οῦ σου, βο­ή­θη­σέ με. Εἶ­πες ὅτι θὰ εἰ­σα­κού­σεις ὅποιον σοῦ ζη­τή­σει κά­τι στ’ ὄνο­μά Του. Ἀχ. Θεέ μου, στὸ ὄνο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡμῶν Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ Υἱ­οῦ σου τοῦ μο­νο­γε­νοῦς, κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει τώ­ρα.

       Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω. Δὲν πρέ­πει νὰ στε­νο­χω­ριέ­μαι τό­σο πο­λύ. Κοί­τα. Πὲς ὅτι ἕνας νε­α­ρὸς ἄν­τρας λέ­ει ὅτι θὰ τη­λε­φω­νή­σει σ’ ἕνα κο­ρί­τσι καὶ με­τὰ κά­τι συμ­βαί­νει καὶ δὲν τη­λε­φω­νεῖ. Σι­γὰ τὸ πρᾶγ­μα, σω­στά; Τέ­τοια συμ­βαί­νουν παν­τοῦ σὲ ὅλο τὸν κό­σμο αὐ­τὴ ἀκρι­βῶς τὴ στιγ­μή. Ἀλ­λὰ τί μὲ νοιά­ζει τί συμ­βαί­νει στὸν κό­σμο; Για­τί τὸ τη­λέ­φω­νό μου νὰ μὴ χτυ­πά­ει; Για­τί; Για­τί; Για­τί δὲν χτυ­πᾶς; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, χτύ­πα. Κα­τα­ρα­μέ­νο, ἄσχη­μο, γυα­λι­στε­ρὸ μη­χά­νη­μα. Δὲν θὰ πά­θεις τί­πο­τα ἅμα χτυ­πή­σεις. Ἢ μή­πως θὰ πά­θεις; Κα­τα­ρα­μέ­νο τη­λέ­φω­νο, θὰ τρα­βή­ξω τὰ βρω­μο­κα­λώ­διά σου ἀπὸ τὸν τοῖ­χο καὶ θὰ σπά­σω τὴν κο­ροϊ­δευ­τι­κὴ μαύ­ρη μού­ρη σου σὲ μι­κρὰ κομ­μά­τια. Στὸ διά­ο­λο νὰ πᾶς.

       Ὄχι, ὄχι, ὄχι. Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σω. Πρέ­πει νὰ σκε­φτῶ κά­τι ἄλ­λο. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ λύ­ση. Θὰ με­τα­φέ­ρω τὸ ρο­λόϊ στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο. Ἔτσι δὲν θὰ τὸ κοι­τά­ζω. Ἅμα θε­λή­σῳ νὰ τὸ κοι­τά­ξω, θὰ πρέ­πει νὰ πάω στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα, θὰ ἀναγ­κα­στῶ δη­λα­δὴ ν’ ἀσχο­λη­θῶ μὲ κά­τι. Ἴσως, προ­τοῦ τὸ ξα­να­κοι­τά­ξω, μοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Ἔτσι καὶ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει, θὰ τοῦ φερ­θῶ πο­λὺ γλυ­κά. Ἂν μοῦ πεῖ ὅτι δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρε­θοῦ­με τὸ βρά­δυ, θὰ τοῦ πῶ: «Ἐν­τά­ξει, δὲν πει­ρά­ζει, κα­λέ μου. Φυ­σι­κὰ καὶ δὲν ἔχω πρό­βλη­μα.» Θὰ φερ­θῶ ὅπως τό­τε ποὺ πρω­το­γνω­ρι­στή­κα­με. Τό­τε μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὲ ξα­να­γα­πή­σει. Στὴν ἀρ­χή, ἤμουν πάν­τα γλυ­κιά. Εἶ­ναι πο­λὺ εὔ­κο­λο νὰ εἶ­σαι γλυ­κιὰ μὲ κά­ποιον προ­τοῦ τὸν ἀγα­πή­σεις.

       Ἀλ­λὰ νο­μί­ζω ὅτι ἀκό­μη τοῦ ἀρέ­σω. Δὲν θὰ μὲ εἶ­χε ἀπο­κα­λέ­σει «γλυ­κιά» δύο φο­ρές, ἂν δὲν τοῦ ἄρε­σα λι­γά­κι. Δὲν ἔχουν τε­λειώ­σει ὅλα, ἐφ’ ὅσον τοῦ ἀρέ­σω ἀκό­μη, ἔστω λί­γο, ἔστω πο­λὺ λί­γο. Ξέ­ρεις, Θεέ μου, ἂν τὸν κά­νεις νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει, δὲν θὰ σοῦ ξα­να­ζη­τή­σω πο­τὲ τί­πο­τα. Θὰ τοῦ φερ­θῶ γλυ­κά, θὰ εἶ­μαι χα­ρού­με­νη, θὰ εἶ­μαι ἔτσι ὅπως ἤμουν στὸ πα­ρελ­θόν, καὶ τό­τε αὐ­τὸς θὰ μὲ ξα­να­γα­πή­σει. Κι ἔτσι δὲν θὰ σοῦ ξα­να­ζη­τή­σω πο­τὲ τί­πο­τα. Κα­τά­λα­βες, Θεέ μου; Γι’ αὐ­τὸ σοῦ λέω, κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Μπο­ρεῖς νὰ μοῦ κά­νεις αὐ­τὴ τὴ χά­ρη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ πο­λύ, πο­λύ, πο­λύ;

       Μή­πως μὲ τι­μω­ρεῖς ἐπει­δὴ ἔχω κά­νει κα­κὲς πρά­ξεις; Μή­πως ἔχεις θυ­μώ­σει μα­ζί μου γι’ αὐ­τὸ τὸν λό­γο; Μά, Θεέ μου, ὑπάρ­χουν τό­σοι κα­κοὶ ἄν­θρω­ποι – δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­σαι σκλη­ρὸς μό­νο μα­ζί μου. Καὶ ὅ,τι κά­να­με δὲν ἦταν πο­λὺ κα­κὸˑ κα­θό­λου κα­κό. Δὲν πλη­γώ­σα­με κα­νέ­ναν, Θεέ μου. Κα­κὸ ση­μαί­νει νὰ πλη­γώ­νεις τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἐμεῖς δὲν πλη­γώ­σα­με ψυ­χήˑ τὸ ξέ­ρεις κα­λά. Τὸ ξέ­ρεις ὅτι δὲν ἦταν στ’ ἀλή­θεια κα­κό, ἔτσι δὲν εἶ­ναι, Θεέ μου; Λοι­πὸν θὰ τὸν κά­νεις τώ­ρα νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει;

       Ἂν δὲν μοῦ τη­λε­φω­νή­σει, τό­τε ση­μαί­νει ὅτι ἔχεις θυ­μώ­σει μα­ζί μου. Θὰ με­τρή­σω μέ­χρι τὸ πεν­τα­κό­σια ἀνὰ πεν­τά­δες καὶ ἂν μέ­χρι τό­τε δὲν ἔχει τη­λε­φω­νή­σει, ση­μαί­νει ὅτι ὁ Θε­ὸς δὲν πρό­κει­ται νὰ μὲ βο­η­θή­σει πο­τὲ ξα­νά. Θὰ τὸ θε­ω­ρή­σω ση­μά­δι. Δέ­κα, δε­κα­πέν­τε, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε, τριάν­τα, τριάν­τα πέν­τε, σα­ράν­τα, σα­ράν­τα πέν­τε, πε­νῆν­τα, πε­νῆν­τα πέν­τε... Ἦταν κα­κό. Τὸ πα­ρα­δέ­χο­μαι, ἦταν κα­κό. Ἐν­τά­ξει, λοι­πόν, στεῖ­λέ με στὴν κό­λα­ση. Νο­μί­ζεις ὅτι φο­βᾶ­μαι τὴν κό­λα­σή σου; Νο­μί­ζεις ὅτι ἡ δι­κή σου κό­λα­ση εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀπὸ τὴ δι­κή μου;

       Δὲν πρέ­πει. Δὲν πρέ­πει νὰ τὸ κά­νω αὐ­τό. Ἂς ὑπο­θέ­σου­με ὅτι ἄρ­γη­σε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει – δὲν εἶ­ναι λό­γος αὐ­τὸς νὰ μὲ πιά­νει ὑστε­ρία. Ἴσως καὶ νὰ μὴ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει κα­θό­λου – ἴσως ἔρ­χε­ται κα­τ' εὐ­θεῖ­αν ἐδῶ χω­ρὶς νὰ πά­ρει τη­λέ­φω­νο. Θὰ θυ­μώ­σει ἔτσι καὶ μὲ δεῖ κλα­μέ­νη. Δὲν τοὺς ἀρέ­σει νὰ κλαῖς. Αὐ­τὸς δὲν κλαί­ει πο­τέ. Μα­κά­ρι νὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸν κά­νω νὰ κλά­ψει. Μα­κά­ρι νὰ τὸν ἔκα­να νὰ κλά­ψει καὶ νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ ἠρε­μή­σει καὶ νὰ νιώ­θει βα­ριὰ τὴν καρ­διά του καὶ νὰ ὑπο­φέ­ρει. Μα­κά­ρι νὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸν πλη­γώ­σω.

       Ὄχι, δὲν σκέ­φτε­ται ἔτσι γιὰ μέ­να. Δὲν νο­μί­ζω ὅτι κα­τα­λα­βαί­νει πῶς μὲ κά­νει νὰ νιώ­θω. Μα­κά­ρι νὰ κα­τα­λά­βαι­νε χω­ρὶς νὰ χρειά­ζε­ται νὰ τοῦ τὸ λέω. Δὲν τοὺς ἀρέ­σει νὰ τοὺς λὲς ὅτι ἐξ αἰ­τί­ας τους βά­ζεις τὰ κλά­μα­τα. Δὲν τοὺς ἀρέ­σει νὰ τοὺς λὲς ὅτι ἐξ αἰ­τί­ας τους εἶ­σαι δυ­στυ­χι­σμέ­νη. Ἂν τοὺς πεῖς κά­τι τέ­τοιο, θε­ω­ροῦν ὅτι εἶ­σαι κτη­τι­κὴ καὶ ἀπαι­τη­τι­κή. Καὶ ἀρ­χί­ζουν νὰ σὲ μι­σοῦν. Σὲ μι­σοῦν κά­θε φο­ρὰ ποὺ λὲς αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ σκέ­φτε­σαι. Συ­νε­χῶς πρέ­πει νὰ παί­ζεις θέ­α­τρο. Στὴν πε­ρί­πτω­σή του νό­μι­ζα ὅτι τὰ πράγ­μα­τα δὲν θὰ ἦταν ἔτσιˑ νό­μι­ζα ὅτι θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ ἐκ­φρά­ζω τὶς σκέ­ψεις μου. Ἀλ­λὰ φαί­νε­ται πο­τὲ δὲν ἰσχύ­ει κά­τι τέ­τοιο. Φαί­νε­ται ὅτι δὲν ὑπάρ­χει κα­μία τέ­τοια ἰδα­νι­κὴ πε­ρί­πτω­ση. Μα­κά­ρι νὰ μοῦ τη­λε­φω­νοῦ­σε κι ἐγὼ δὲν θὰ τοῦ ἔλε­γα πό­σο δυ­στυ­χι­σμέ­νη νιώ­θω. Ἀν­τι­πα­θοῦν τοὺς δυ­στυ­χι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους. Θὰ ἤμουν τό­σο γλυ­κιὰ καὶ τό­σο χα­ρού­με­νη ὥστε θὰ ἀναγ­κα­ζό­ταν νὰ μὲ ἀγα­πά­ει. Μα­κά­ρι νὰ τη­λε­φω­νοῦ­σε. Μα­κά­ρι μό­νο νὰ τη­λε­φω­νοῦ­σε.

       Ἴσως αὐ­τὸ κά­νει τώ­ρα. Ἴσως ἔρ­χε­ται ἐδῶ χω­ρὶς πρῶ­τα νὰ πά­ρει τη­λέ­φω­νο. Ἴσως εἶ­ναι ἤδη στὸν δρό­μο. Κά­τι θὰ τοῦ ἔχει συμ­βεῖ. Ὄχι, τί­πο­τα δὲν τοῦ συ­νέ­βη. Πο­τὲ τί­πο­τα δὲν τοῦ συμ­βαί­νει. Δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸν φαν­τα­στῶ νὰ πα­θαί­νει ἀτύ­χη­μα. Δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸν φαν­τα­στῶ νὰ εἶ­ναι πε­σμέ­νος ἀνά­σκε­λα, πε­θα­μέ­νος. Μα­κά­ρι νὰ πέ­θαι­νε. Τρο­μα­κτι­κὸ αὐ­τὸ ποὺ μό­λις εὐ­χή­θη­κα. Καὶ ταυ­τό­χρο­να ἀνα­κου­φι­στι­κό. Ἂν ἦταν νε­κρός, θὰ τὸν εἶ­χα ὅλον δι­κό μου· ἂν ἦταν νε­κρός, δὲν θὰ σκε­φτό­μουν τὴ ση­με­ρι­νὴ μέ­ρα καὶ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἑβδο­μά­δες. Θὰ θυ­μό­μουν μό­νο τὶς ὡραῖ­ες στιγ­μὲς ποὺ πε­ρά­σα­με μα­ζί. Θὰ ἦταν ὅλα ὄμορ­φα. Μα­κά­ρι νὰ πέ­θαι­νε. Μα­κά­ρι νὰ πέ­θαι­νε, νὰ πέ­θαι­νε, νὰ πέ­θαι­νε.

       Τί ἀνο­η­σία. Τί ἀνο­η­σία νὰ εὔ­χε­σαι νὰ πε­θά­νει κά­ποιος μό­νο καὶ μό­νο ἐπει­δὴ δὲν σοῦ τη­λε­φώ­νη­σε ἐνῷ εἶ­πε ὅτι θὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Ἴσως τὸ ρο­λόϊ πά­ει μπρο­στὰˑ δὲν ξέ­ρω ἂν ἔχει χα­λά­σει ἢ ὄχι. Ἴσως δὲν ἔχει κα­θυ­στε­ρή­σει κα­θό­λου. Ὁτι­δή­πο­τε θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ ἔχει συμ­βεῖ. Μπο­ρεῖ νὰ ἦταν ἀνάγ­κη νὰ μεί­νει στὸ γρα­φεῖο του. Μπο­ρεῖ νὰ πῆ­γε στὸ σπί­τι του γιὰ νὰ μὲ πά­ρει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ ἦρ­θε κά­ποιος ἐπι­σκέ­πτης. Δὲν τοῦ ἀρέ­σει νὰ μοῦ τη­λε­φω­νεῖ μπρο­στὰ σὲ ἄλ­λους. Ἴσως τώ­ρα νιώ­θει ἄγ­χος, ἔστω καὶ λί­γο, ποὺ δὲν μοῦ ἔχει τη­λε­φω­νή­σει. Ἴσως νὰ ἐλ­πί­ζει ὅτι θὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω ἐγώ. Μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω. Μπο­ρῶ νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω.

       Δὲν πρέ­πει. Δὲν πρέ­πει. Δὲν πρέ­πει. Θεέ μου, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Συγ­κρά­τη­σέ με, σε πα­ρα­κα­λῶ. Τὸ ξέ­ρω, Θεέ μου, ὅπως τὸ ξέ­ρεις κι Ἐσύ, ὅτι ἂν ἀνη­συ­χοῦ­σε γιὰ μέ­να, θὰ μοῦ τη­λε­φω­νοῦ­σε ὅπου κι ἂν βρι­σκό­ταν καὶ ὅσοι ἄν­θρω­ποι κι ἂν ἦταν γύ­ρω του. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου, φα­νέ­ρω­σέ μου τὴν ἀλή­θεια. Δὲν σοῦ ζη­τάω νὰ μὲ κά­νεις νὰ ἠρε­μή­σω – αὐ­τὸ δὲν τὸ μπο­ρεῖς, πα­ρ' ὅλο ποὺ μπο­ρεῖς νὰ δη­μιουρ­γή­σεις ἕναν ὁλό­κλη­ρο κό­σμο. Φα­νέ­ρω­σέ μου μό­νο τὴν ἀλή­θεια. Μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ ἐλ­πί­ζω. Μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ πα­ρη­γο­ρῶ τὸν ἑαυ­τό μου.Σε πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ ἐλ­πί­ζω, Θεέ μου. Σὲ ἱκε­τεύω.

       Δὲν θὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Πο­τὲ ξα­νὰ ὅσο ζῶ δὲν θὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Προ­τι­μῶ νὰ σα­πί­σει στὴν Κό­λα­ση πα­ρὰ νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Δὲν χρειά­ζε­ται νὰ μοῦ δώ­σεις δύ­να­μη, Θεέ μουˑ ἔχω ἀρ­κε­τή. Ἂν μὲ ἤθε­λε, θὰ μὲ ἔβρι­σκε. Ξέ­ρει ποῦ εἶ­μαι. Ξέ­ρει ὅτι τὸν πε­ρι­μέ­νω ἐδῶ. Εἶ­ναι τό­σο σί­γου­ρος γιὰ μέ­να, τό­σο σί­γου­ρος. Ἀνα­ρω­τιέ­μαι για­τί σὲ ἀν­τι­πα­θοῦν μό­λις νιώ­σουν σι­γου­ριά. Ἐγὼ πι­στεύω ὅτι εἶ­ναι ὡραῖα νὰ νιώ­θεις σί­γου­ρος γιὰ τὸν ἄλ­λον.

       Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Τό­τε θὰ κα­τα­λά­βαι­να. Ἴσως δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο ἀνόη­το ἐκ μέ­ρους μου. Ἴσως δὲν ἐνο­χλη­θεῖ. Ἴσως θὰ τοῦ ἀρέ­σει. Ἴσως προ­σπά­θη­σε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς οἱ ἄν­θρω­ποι προ­σπα­θοῦν νὰ σὲ πε­τύ­χουν στὸ τη­λέ­φω­νο καὶ τὸ νού­με­ρό σου δὲν ἀπαν­τᾶ. Δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ πα­ρη­γο­ρή­σω τὸν ἑαυ­τό μουˑ συμ­βαί­νει στ’ ἀλή­θεια με­ρι­κὲς φο­ρές. Τὸ ξέ­ρω, Θεέ μου, ὅτι συμ­βαί­νει. Ὄχι, συγ­κρά­τη­σέ με, Θεέ μου. Μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ πλη­σιά­σω τὸ τη­λέ­φω­νο. Δῶ­σε μου λί­γη πε­ρη­φά­νια. Θὰ τὴ χρεια­στῶ, μοῦ φαί­νε­ται, Θεέ μου. Στὸ τέ­λος δὲν θὰ μοῦ ἔχει ἀπο­μεί­νει τί­πο­τε ἄλ­λο.

       Ἄ, τί νὰ μοῦ κά­νει ἡ πε­ρη­φά­νια ὅταν δὲν ἀν­τέ­χω χω­ρὶς νὰ τοῦ μι­λή­σω; Μιὰ τέ­τοια πε­ρη­φά­νια εἶ­ναι ἀσή­μαν­τη, ἄχρη­στη. Ἡ πραγ­μα­τι­κή, ἡ οὐ­σια­στι­κὴ πε­ρη­φά­νια εἶ­ναι νὰ μὴν ἔχεις κα­θό­λου πε­ρη­φά­νια. Δὲν ἰσχυ­ρί­ζο­μαι κά­τι τέ­τοιο ἐπει­δὴ θέ­λω νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Κά­θε ἄλ­λο. Τὸ λέω ἐπει­δὴ τὸ πι­στεύω. Θέ­λω νὰ εἶ­μαι οὐ­σια­στι­κή. Νὰ εἶ­μαι ὑπε­ρά­νω τῆς ἀσή­μαν­της πε­ρη­φά­νιας. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου, συγ­κρά­τη­σέ με νὰ μὴν τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ.

       Δὲν ξέ­ρω τί σχέ­ση ἔχει ἡ πε­ρη­φά­νια μὲ ὅλο αὐ­τό. Εἶ­ναι κά­τι ἀσή­μαν­το, ποιός ὁ λό­γος νὰ τὴν ἀνα­φέ­ρω καὶ νὰ τὸ κά­νω θέ­μα. Ἴσως δὲν κα­τά­λα­βα τί ἐν­νο­οῦ­σε. Μπο­ρεῖ νὰ μοῦ εἶ­πε νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω ἐγὼ στὶς πέν­τε. «Τη­λε­φώ­νη­σέ μου, γλυ­κιά μου, στὶς πέν­τε.» Θὰ μπο­ροῦ­σε χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λία νὰ τὸ ἔχει πεῖ. Πο­λὺ πι­θα­νὸν νὰ μὴν τὸν ἄκου­σα κα­λά. «Τη­λε­φώ­νη­σέ μου, γλυ­κιά μου, στὶς πέν­τε.» Εἶ­μαι σχε­δὸν σί­γου­ρη ὅτι αὐ­τὸ εἶ­πε. Θεέ μου, μὴ μὲ ἀφή­νεις νὰ ψεύ­δο­μαι στὸν ἑαυ­τό μου. Βο­ή­θη­σέ με ν’ ἀν­τι­κρί­σω τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

       Θὰ σκε­φτῶ κά­τι ἄλ­λο. Θὰ κα­θί­σω ἥσυ­χη γιὰ λί­γο. Μα­κά­ρι νὰ μπο­ροῦ­σα νὰ ἠρε­μή­σω. Μή­πως νὰ δια­βά­σω; Ἀλ­λὰ ὅλα τὰ βι­βλία μι­λοῦν γιὰ ἀν­θρώ­πους ποὺ ἀγα­πιοῦν­ται μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ μὲ πά­θος. Τί θέ­λουν καὶ γρά­φουν τέ­τοιες ἱστο­ρί­ες; Δὲν ξέ­ρουν ὅτι δὲν ἰσχύ­ουν; Δὲν ξέ­ρουν ὅτι εἶ­ναι ψέ­μα­τα; Τί θέ­λουν καὶ μι­λοῦν γι’ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα ἐνῷ τὸ ξέ­ρουν ὅτι πρό­κει­ται γιὰ κα­τα­στά­σεις ποὺ μᾶς πλη­γώ­νουν; Κα­τα­ρα­μέ­νοι νὰ εἶ­ναι, κα­τα­ρα­μέ­νοι, κα­τα­ρα­μέ­νοι.

       Δὲν θὰ κά­νω τί­πο­τε. Θὰ ἠρε­μή­σω. Δὲν ὑπάρ­χει λό­γος νὰ ἐξά­πτο­μαι. Κοί­τα. Ἂς ποῦ­με ὅτι ἦταν κά­ποιος ποὺ δὲν τὸν ξέ­ρω κα­λά. Ἂς ποῦ­με ὅτι ἦταν ἕνα κο­ρί­τσι. Τό­τε θὰ τῆς τη­λε­φω­νοῦ­σα καὶ θὰ τῆς ἔλε­γα: «Γιὰ ὄνο­μα τοῦ Θε­οῦ, τί σοῦ συ­νέ­βη;» Αὐ­τὸ θὰ ἔκα­να χω­ρὶς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Για­τί τώ­ρα δὲν μπο­ρῶ νὰ φερ­θῶ μὲ φυ­σι­κό­τη­τα καὶ ψυ­χραι­μία – μό­νο καὶ μό­νο ἐπει­δὴ τὸν ἀγα­πῶ; Μπο­ρῶ νὰ τὰ κα­τα­φέ­ρω. Εἰ­λι­κρι­νά. Θὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω καὶ θὰ εἶ­μαι ἄνε­τη καὶ εὐ­χά­ρι­στη. Σὲ δια­βε­βαιῶ, Θεέ μου. Ἄ, μὴ μὲ ἀφή­σεις νὰ τοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Μή, μή, μή.

       Θεέ μου, δὲν θὰ τὸν κά­νεις λοι­πὸν νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει; Ἐπι­μέ­νεις, Θεέ μου; Δὲν μπο­ρεῖς, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, ν’ ἀλ­λά­ξεις γνώ­μη; Δὲν μπο­ρεῖς; Δὲν σοῦ ζη­τῶ νὰ τὸν κά­νεις νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει τώ­ρα, αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴˑ ἂς μοῦ τη­λε­φω­νή­σει σὲ λί­γο. Θὰ με­τρή­σω μέ­χρι τὸ πεν­τα­κό­σια ἀνὰ πεν­τά­δες. Θὰ με­τρή­σω ἀρ­γὰ καὶ κα­θα­ρά. Ἂν μέ­χρι νὰ τε­λειώ­σω δὲν ἔχει τη­λε­φω­νή­σει, θὰ τὸν πά­ρω τη­λέ­φω­νο ἐγώ. Θὰ τὸ κά­νω. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, Θεέ μου, κα­λέ μου Θεέ, Πά­τερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς, κά­νε νὰ μοῦ τη­λε­φω­νή­σει πρὶν ἀπὸ ἐκεί­νη τὴ στιγ­μή. Σὲ ἱκε­τεύω, Θεέ μου.

       Πέν­τε, δέ­κα, δε­κα­πέν­τε, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε, τριάν­τα, τριάν­τα πέν­τε.



Πηγή: Classic Short Stories:

https://www.classicshorts.com/stories/teleycal.html

oikoparaxenos στις 7:57 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.