oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Μαρὼ Τριανταφύλλου: Κάϊν

 



By planodion on 10 Σεπτέμβριος 2025



Μαρὼ Τριανταφύλλου


Μ ι ­κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ­ρ ω ­μ α: 5/6


Κάϊν


καὶ ἐπὶ ταῖς θυ­σί­αις αὐ­τοῦ οὐ προ­σέ­σχε. καὶ ἐλυ­πή­θη Κάϊν λί­αν
Γέ­νε­σις, 4.4

ΦΤΑ ΦΟ­ΡΕΣ ἦρ­θε ἡ ἄνοι­ξη, ἑφτὰ φο­ρὲς ἀν­θί­σα­νε τὰ δέν­τρα, ἑφτὰ φο­ρὲς δέ­σαν οἱ ρο­δα­κι­νιὲς καρ­πὸ καὶ μο­σκο­βό­λη­σε ἡ γῆ καὶ γέ­μι­σε χρώ­μα­τα ἀπὸ τὶς καμ­πα­νοῦ­λες, τὰ κρί­να, τὶς κα­λέν­του­λες, τὶς ἀνε­μῶ­νες καὶ τὰ μα­νου­σά­κια – ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα τὰ εἴ­πα­νε ναρ­κίσ­σους, ἀπὸ τὸ ὄνο­μα ἑνὸς ὡραί­ου νέ­ου ποὺ τὸν θύ­μι­ζε τὸ λου­λού­δι ἀμυ­δρά. Στὴν ἕβδο­μη γέν­να τῆς γῆς, ὅταν ἄρ­χι­σαν νὰ κα­λα­μώ­νουν τὰ στά­χια, ἔπα­ψε νὰ εἶ­ναι ὁ μό­νος. Ἀπὸ μο­να­χο­γιὸς ἔγι­νε ὁ πρω­το­γιός, ὁ πρω­τό­το­κος. Ἀλ­λὰ μό­νος δὲν ἦταν, πο­τὲ πιὰ δὲν θά ’ταν ὁ μό­νος.

     

 Συν­τριμ­μέ­νος ἀπὸ ἕνα θυ­μὸ ποὺ ἔκα­νε τὴν παι­δι­κὴ καρ­διά του μιὰ κα­κια­σμέ­νη πέ­τρα ἕτοι­μη νὰ πέ­σει κο­φτε­ρὴ καὶ ἄδι­κη πά­νω στὸν ἀδελ­φό του, πλη­σί­α­σε μὲ πε­ριέρ­γεια τὴν κού­νια γιὰ νὰ δεῖ τὸ βδε­λυ­ρὸ πλά­σμα ποὺ πρό­σφε­ρε τό­ση ἀγαλ­λί­α­ση στοὺς γο­νιούς του, ἐνῷ γιὰ κεῖ­νον, γιὰ κεῖ­νον ποὺ ἑφτὰ χρό­νια ἦταν ἡ χα­ρὰ τῆς ζω­ῆς τους, δὲν εἶ­χαν πα­ρὰ ἀπό­το­μες ἐν­το­λὲς καὶ μα­λώ­μα­τα, νὰ εἶ­ναι ἥσυ­χος, νὰ μὴν ξυ­πνά­ει τὸ μω­ρό. Πλη­σί­α­σε μὲ προ­σο­χὴ τὴν κού­νια, ἡ ἀπό­φα­ση σὰ φί­δι φαρ­μα­κε­ρὸ ὁδη­γοῦ­σε τὸ χέ­ρι του ἄπλη­στο γιὰ ἐκ­δί­κη­ση. Δὲν ἤξε­ρε πῶς νὰ τὸ κά­νει, ἀφέ­θη­κε στὸ καυ­τὸ κῦ­μα ποὺ ἀνά­βλυ­ζε ἀπὸ τὰ σπλά­χνα του καὶ τὸν ἔκα­νε νὰ σφίγ­γει τὰ δόν­τια καὶ νὰ βα­ρια­να­σαί­νει.

       Τὸ πρῶ­το ποὺ εἶ­δε ἦταν ἡ κλει­στὴ ζα­ρω­μέ­νη χού­φτα, μι­κρό­τε­ρη ἀπὸ βε­ρί­κο­κο. Τὴν συ­νέ­κρι­νε μὲ τὴ δι­κή του, ποὺ ἦταν με­γά­λη σὰν πορ­το­κα­λά­κι ποὺ ξε­γου­ριά­ζει καὶ παίρ­νει τὸ χρῶ­μα καὶ τὴ γλύ­κα του. Ἔπει­τα δι­στα­κτι­κά, ἀρ­γά, πο­λὺ ἀρ­γά, πλη­σί­α­σε τὴ μι­κρὴ γρο­θιὰ κι ἀκούμ­πη­σε τὴν ἄκρη τοῦ δεί­χτη στὴ γού­βα ποὺ σχη­μά­τι­ζε ὁ δι­πλω­μέ­νος δεί­χτης τοῦ μω­ροῦ πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀπὸ τὸ με­γά­λο δά­χτυ­λο – σὰ φω­λιὰ που­λιοῦ, σὰν τὶς πι­τοῦ­λες ποὺ ἔφτια­χνε ἡ μη­τέ­ρα στὶς γιορ­τὲς καὶ τὶς γέ­μι­ζε μέ­λι καὶ κα­νέλ­λα. Σὰν πού­που­λο. Σὰν τὰ φτε­ρά­κια τῶν νε­ο­γνῶν στὶς φω­λιὲς ποὺ ἔβρι­σκε κρυμ­μέ­νες στὶς φυλ­λω­σιὲς τῶν δέν­τρων στὸ με­γά­λο δά­σος. Πλά­για­σε τὸ δά­χτυ­λό του καὶ τὸ ἄφη­σε λί­γο ἐκεῖ, στὸ χέ­ρι τοῦ μω­ροῦ. Ἔπει­τα, πά­λι τὸ ἴδιο ἀρ­γά, τὸ ἔσυ­ρε καὶ ἔφτα­σε μέ­χρι τὸ στῆ­θος ποὺ ἀνε­βο­κα­τέ­βαι­νε ρυθ­μι­κά, ἡ σάρ­κα ἦταν ἁπα­λὴ σὰν ἀχνὸς καὶ ζε­στὴ καὶ λί­γο ἱδρω­μέ­νη. Ἔπει­τα κοί­τα­ξε τὸ κε­φα­λά­κι μὲ τὰ ἀραιὰ μαῦ­ρα μαλ­λά­κια, τὰ χεί­λη μὲ τὸ σκοῦ­ρο ρό­δι­νο χρῶ­μα, τὴ χα­ρα­κιὰ τῶν μα­τιῶν, τὸ πε­τά­ρι­σμα κά­τω ἀπὸ τὰ κλει­στὰ κόκ­κι­να, λί­γο πρη­σμέ­να, βλέ­φα­ρα. Καὶ ξαφ­νι­κὰ νό­μι­σε πὼς βρι­σκό­ταν μπρο­στὰ σὲ ἕναν κα­θρέ­φτη καὶ κοι­τοῦ­σε τὸν ἑαυ­τό του. Αὐ­τὸ τὸ μω­ρό, τό­σο δια­φο­ρε­τι­κὸ ἀπ’ αὐ­τὸν καὶ τό­σο ἴδιο, τό­σο μι­κρὸ καὶ ἀτε­λές, ἦταν αὐ­τὸς πρὶν με­ρι­κὰ χρό­νια καὶ πάν­τα θὰ εἶ­ναι αὐ­τὸς πρὶν με­ρι­κὰ χρό­νια καὶ μα­ζὶ ἕνας ἄλ­λος. Κι ἔνιω­σε μιὰ τε­ρά­στια εὐ­γνω­μο­σύ­νη κι ὅλη ἡ ζή­λεια ὑπο­χώ­ρη­σε βα­θιά, πο­λὺ βα­θιὰ στὴν καρ­διά του, τὴν ἔκα­νε νὰ σιω­πή­σει βί­αια, κι ἔγι­νε μέ­σα του μιὰ ἀγά­πη, μιὰ ἀπέ­ραν­τη, βα­στα­γε­ρὴ καὶ πρό­θυ­μη ἀγά­πη, κι ὁρ­κί­στη­κε πὼς ὁ ἀδελ­φός του θὰ ἦταν τὸ πιὸ πο­λύ­τι­μο πλά­σμα στὴ ζωή του, καὶ κοί­τα­ξε ἔξω ἀπὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ εἶ­δε τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀσυν­νέ­φια­στο καὶ μ’ ἕνα γέ­λιο τῆς ἄνοι­ξης ἀνέ­θε­σε στὸ Θεὸ νὰ εἶ­ναι μάρ­τυ­ρας στὸν ὅρ­κο του.


Τοῦ ’φερ­νε λου­λού­δια ποὺ μά­ζευε ἀπ’ τὶς ἄκρες τῶν χω­ρα­φιῶν, πορ­φυ­ρὲς μο­λό­χες καὶ κί­τρι­νες μαρ­γα­ρίτες, κα­μιὰ φο­ρὰ μιὰ χού­φτα χα­μο­μή­λι, ποὺ ὅταν μα­ραι­νό­ταν τὸ ἔπαιρ­νε πά­λι πί­σω, τὸ ξέ­ραι­νε στὴν ἄσπρη πε­τσέ­τα γιὰ νά ’χει νὰ τὸ βρά­ζει ὅταν ἀρ­ρώ­σται­νε ὁ μι­κρὸς ἀδελ­φὸς καὶ ἔπρε­πε νὰ τὸ πιεῖ γιὰ νὰ γιά­νει. Τοῦ ’φερ­νε μέ­λι ἀπὸ τὶς κυ­ψέ­λες, κι ἀπ’ τὸ μα­λα­κὸ ξύ­λο τῆς τριαν­τα­φυλ­λιᾶς τοῦ ’φτια­χνε παι­χνί­δια – προ­βα­τά­κια στρουμ­που­λὰ καὶ ἀστεῖα ἀν­θρω­πά­κια ποὺ ὅλο πέ­φτα­νε καὶ κά­να­νε τὸν μι­κρὸ νὰ σκά­ζει στὰ γέ­λια. Τὸν ἔμα­θε νὰ προ­σεύ­χε­ται μὲ τὰ λό­για ποὺ τοῦ ’χε μά­θει ὁ πα­τέ­ρας τους καὶ νὰ δί­νει στὸ Θεὸ κά­τι ποὺ ἀγα­πά­ει πο­λύ, για­τί ἔτσι ὁ Θε­ός, λέ­ει, κα­τα­λα­βαί­νει τὴν ἀγά­πη τοῦ πι­στοῦ του, τοῦ δί­νει ὁ ἄν­θρω­πος κά­τι ὄμορ­φο ποὺ τὸ ἀγα­πά­ει πο­λύ, στε­ρεῖ­ται κά­τι ποὺ τὸ ἀγα­πά­ει πο­λὺ γιὰ νὰ τὸ δώ­σει στὸ Θεὸ σὰν ἀπό­δει­ξη τῆς ἀγά­πης, κι αὐ­τὸ τὸ λέ­νε θυ­σία.

       Ὁ μι­κρὸς χά­ρι­σε στὸ Θεὸ ἕνα κου­νέ­λι, ποὺ ἦταν τὸ πιὸ ἀγα­πη­μέ­νο του παι­χνί­δι, ἕνα λευ­κό, χνου­δω­τὸ κου­νέ­λι μὲ με­γά­λα μου­στά­κια καὶ ἀστεῖα μυ­τε­ρὰ δόν­τια. «Τώ­ρα ὁ Θε­ὸς μ’ ἀγα­πά­ει;» ρώ­τη­σε ὁ μι­κρὸς καὶ ὁ με­γά­λος τοῦ χάϊ­δε­ψε τὰ μαλ­λιὰ μὲ συγ­κα­τά­βα­ση. Τὴν ἑπό­με­νη μέ­ρα, κα­θὼς ξύ­πνη­σαν μὲ τὸ πρῶ­το φῶς τοῦ ἥλιου, ἕνα κα­νε­λὶ γα­τὶ κοι­μό­ταν στὰ πό­δια τοῦ μι­κροῦ τό­σο ἥσυ­χα, σὰν νά ’ταν ἀπὸ πάν­τα ἐκεῖ ἡ θέ­ση του, καὶ εἶ­πε ὁ μι­κρὸς «Μ’ ἀγα­πά­ει, λοι­πόν, ὁ Θε­ὸς για­τὶ τοῦ χά­ρι­σα ὅ,τι ἀγα­ποῦ­σα πιὸ πο­λύ». Ὁ πρω­τό­το­κος κοί­τα­ξε ἀπο­ρη­μέ­νος τὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀδελ­φοῦ του, τό­σο γλυ­κὸ καὶ ἤρε­μο, τό­σο σί­γου­ρο καὶ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νο, αὐ­τὸς δὲν εἶ­χε νιώ­σει πο­τὲ ἔτσι, μιὰ τέ­τοια ἀγαλ­λί­α­ση, καὶ πό­νε­σε ἡ ψυ­χή του, καὶ ἕνα ζῶο ἀλ­λό­κο­το φυ­λα­κι­σμέ­νο βα­θιὰ μέ­σα του καὶ ξε­χα­σμέ­νο τοῦ ’δω­σε μιὰ γε­ρὴ δαγ­κω­νιὰ κι ἔκα­νε τὴν καρ­διά του νὰ σπαρ­τα­ρή­σει μα­τω­μέ­νη. «Ἐμέ­να δὲν μ’ ἀγα­πά­ει ὁ Θε­ός;» ἀνα­ρω­τή­θη­κε ἀπὸ μέ­σα του. Καὶ σκέ­φτη­κε νὰ τοῦ χα­ρί­σει τοῦ Θε­οῦ τὸ πιὸ πο­λύ­τι­μο ποὺ εἶ­χε.

       Κοί­τα­ξε γύ­ρω του καὶ εἶ­δε τὰ δέν­τρα ποὺ καλ­λιερ­γοῦ­σε μὲ ὑπο­μο­νὴ κι ἀγά­πη, κι εἶ­δε τὰ στά­ρια πρά­σι­να καὶ γε­μᾶ­τα καρ­πό, κι εἶ­δε τὰ πρό­βα­τα νὰ βό­σκουν ἀμέ­ρι­μνα, κι εἶ­δε ὅλα ὅσα εἶ­χε καὶ τί­πο­τε δὲν ἀγα­ποῦ­σε τό­σο ποὺ νὰ εἶ­ναι πο­λύ­τι­μο, πο­λὺ πο­λύ­τι­μο, μο­να­δι­κό, νὰ τὸ χα­ρί­σει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἀγα­πή­σει. Κι ἄκου­σε τό­τε πί­σω του τὴ φλο­γέ­ρα τοῦ ἀδερ­φοῦ του, ἕνα γλυ­κὸ τρα­γού­δι ὅλο ἀρώ­μα­τα καὶ χο­ροὺς τῆς ἀγά­πης, καὶ θυ­μή­θη­κε πὼς ἄλ­λο πιὸ πο­λύ­τι­μο ἀπὸ τὸν ἀδερ­φό του δὲν εἶ­χε. Ὅπως τό ’χε πεῖ στὸ Θεὸ τό­τε καὶ τὸν εἶ­χε κα­λέ­σει μάρ­τυ­ρά του. Καὶ τὸν χά­ρι­σε στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τὸν ἀγα­πή­σει.


Ἔζη­σε μό­νος του στὸν κό­σμο. Πάν­τα αὐ­τὸς ὁ ἴδιος μό­νος, ἄλ­λος γιὰ κα­νέ­να, ἄλ­λος του κα­νέ­νας. Μέ­σα στὸ βου­η­τὸ τοῦ μυα­λοῦ του, ξέ­χα­σε τ’ ὄνο­μά του. Κα­μιὰ ἀγά­πη δὲν τὸν δυ­σκο­λεύ­ει πιά. Κα­νέ­να ψέ­μα.



[Ση­μεί­ω­ση τῆς Συγ­γρα­φέ­ως]

Ἀπὸ τὰ «Ση­μειώ­μα­τα γιὰ τοὺς ἥρω­ές μου».

Ὁ Κάϊν εἶ­ναι ὁ πρω­τό­το­κος γιὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖ­ας. Γεν­νή­θη­κε στὴν ἐξο­ρία τῶν γο­νιῶν του. Τὸ ὄνο­μά του, λέ­νε, ἔχει σὲ κά­τι νὰ κά­νει μὲ τὸν σί­δη­ρο, κι ἄλ­λοι λέ­νε πὼς ση­μαί­νει λόγ­χη κι ἄλ­λοι σι­δη­ρουρ­γός. Ζοῦ­σε καλ­λιερ­γῶν­τας τὴ γῆ. Ὁ ἀδελ­φός του, ὁ Ἄβελ, ἦταν κτη­νο­τρό­φος. Ὁ πρῶ­τος ποὺ πρό­σφε­ρε θυ­σία αἵ­μα­τος στὸ Θεό. Ὁ Κάϊν εἶ­δε πὼς ὁ Θε­ὸς δέ­χτη­κε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὴν προ­σφο­ρὰ τοῦ ἀδερ­φοῦ του καὶ ἔκα­νε τὸ ἴδιο μὲ τοὺς καρ­ποὺς τῆς γῆς, ἀλ­λὰ ὁ κα­πνὸς τῆς θυ­σί­ας σκορ­πί­στη­κε κι ὁ Κάϊν νό­μι­σε πὼς ὁ Θε­ὸς δὲν τὴν θέ­λει τὴν προ­σφο­ρά του. Ἔβα­λε στὸ νοῦ του τό­τε νὰ σκο­τώ­σει τὸν Ἄβελ καὶ τὸ ἔκα­νε. Ἔγι­νε ὁ πρῶ­τος φο­νιᾶς τῶν ἀν­θρώ­πων. Τὸν φώ­να­ξε ὁ Θε­ὸς νὰ μαρ­τυ­ρή­σει τὴν πρά­ξη του κι αὐ­τός την ἀρ­νή­θη­κε. Ὁ Θε­ὸς τὸν ἔδιω­ξε ἀπὸ τὴ γῆ του καὶ τοῦ ἐπέ­βα­λε τι­μω­ρία νὰ μὴν ἔχει τό­πο που­θε­νά. Ἀλ­λὰ ἐπει­δὴ ἔτσι θὰ κιν­δύ­νευε νὰ φο­νευ­τεῖ ἀπὸ τὸν κα­θέ­να —τί εἶ­ναι ἕνας ἄν­θρω­πος χω­ρὶς γῆ καὶ πα­τρί­δα;— τοῦ ’βα­λε πά­νω του ση­μά­δι, ὥστε κα­νεὶς νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ τὸν πει­ρά­ξει. Πε­ρι­πλα­νιό­ταν χρό­νια μό­νος του ὁ Κάϊν στὸν κό­σμο.

Πη­γή: Μα­ρὼ Τριαν­τα­φύλ­λου, Αἰ­νίγ­μα­τα, (Εὔ­μα­ρος, 2023).

­Δεῖ­τε ἐ­δῶ Εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἀ­φιέ­ρω­μα ἀ­πὸ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου: «Σκέ­ψεις γιὰ τὰ Αἰ­νίγ­μα­τα τῆς Μα­ρῶς Τριαν­τα­φύλ­λου».

Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε με­τα­πτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρ­χαι­ολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχο­λεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγημα­το­γρά­φος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διη­γήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευ­ταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).

Εἰκόνα: Ἡ Θυ­σία τοῦ Κά­ϊν καὶ τοῦ Ἄ­βελ (περ. 1510), ἔρ­γο τοῦ Ἰ­τα­λοῦ ζω­γρά­φου Mariot­to Al­berti­nel­li (Φλω­ρεν­τία 1474 - 1515 Φλω­ρεν­τία).

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 8:20 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.