oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Μαρὼ Τριανταφύλλου : Πέ­τρος

 

Μαρὼ Τριανταφύλλου


Μ ι ­κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ­ρ ω ­μ α: 6/6


Πέ­τρος


…καὶ τὸ ὂν σύ
Μαρ­τύ­ριο Πέ­τρου, 10.11

ΛΙ­ΜΝΗ... Με­γά­λη σὰ θά­λασ­σα... Γι’ αὐ­τὴν ἐπι­στρέ­φει κά­θε φο­ρὰ ἀπὸ τὰ δύ­σκο­λα μα­κρό­χρο­να τα­ξί­δια του. Δὲν τὸ λέ­ει, ἀλ­λὰ γι’ αὐ­τὴν ἐπι­στρέ­φει· νὰ τὴν δεῖ ἀκό­μα μιὰ φο­ρά. Νὰ τὸν φυ­σή­ξει ὁ ἄνε­μός της δυ­να­τός, νὰ φου­σκώ­σει τὰ ροῦ­χα του σὰν πα­νιά, νὰ νιώ­σει στὰ ρυ­τι­δια­σμέ­να πιὰ μά­γου­λα τὴν πα­γω­μέ­νη δρο­σιά, νὰ μυ­ρί­σει τὰ κύ­μα­τα. Κά­θε­ται ξη­με­ρώ­μα­τα στὶς ὄχθες της, τὸ πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ χαϊ­δεύ­ει τὶς πα­τοῦ­σες του, ἔρ­χον­ται κά­τι μι­κρὰ ψα­ρά­κια καὶ τοῦ τσιμ­ποῦν τὰ δά­χτυ­λα. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς χα­μο­γε­λᾶ σὰν κά­τι ὄμορ­φο νὰ θυ­μᾶ­ται, ποὺ τοῦ φέρ­νει τὴν ἀδιό­ρα­τη μνή­μη μιᾶς εὐ­δαι­μο­νί­ας. Συ­νή­θως ὅμως τὸ βλέμ­μα ἔχει μιὰ σκο­τει­νὴ ἀν­τά­ρα σὰν ναυά­γιο.

       Τὴν κοι­τά­ζει τὴ λί­μνη καὶ χά­νε­ται στὴν ὑδά­τι­νη ἔκτα­ση, τὴν κοι­τά­ζει σὰν νὰ πε­ρι­μέ­νει κά­τι, σὰν νὰ πε­ρι­μέ­νει νὰ γί­νει κά­τι, ἕνα θαῦ­μα ἂς ποῦ­με, νὰ ἀνα­δυ­θοῦν ἀπὸ τὰ νε­ρά της πλά­σμα­τα μα­γι­κά, μὲ φτε­ρὰ ἀπὸ κρύ­σταλ­λο καὶ φω­νὲς ἀδια­νόη­τες ποὺ τρα­γου­δοῦν ὕμνους σὲ γλῶσ­σες ἄγνω­στες, ἀλ­λού­τε­ρες, ξέ­νες κι ὀδυ­νη­ρὲς γιὰ τὸ ἄμα­θο ἀφτὶ τοῦ ἀν­θρώ­που. Εἶ­ναι φο­ρὲς ποὺ τὸ νε­ρὸ εἶ­ναι τό­σο ἥσυ­χο κι ἀκί­νη­το ποὺ νο­μί­ζει ὅτι εἶ­ναι συμ­πα­γές, ἕνα στε­ρεὸ ὑλι­κὸ στὸ χρῶ­μα τοῦ μο­λυ­βιοῦ. Λέ­ει μὲ τὸ νοῦ του πὼς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κό­ψει ἕνα κομ­μά­τι, ἕναν ὡραῖο με­γά­λο τέ­λειο κύ­βο, ἂς ποῦ­με, καὶ νὰ τὸν πά­ρει ἀγ­κα­λιὰ τὸ νε­ρέ­νιο κύ­βο σὰ μω­ρό, καὶ νὰ τὸ να­νου­ρί­σει τὸ νε­ρὸ μὲ τὰ τρα­γού­δια ποὺ τοῦ μά­θαι­νε ἡ μά­να του σὰν ἤτα­νε παι­δί, μὲ τὰ τρα­γού­δια τῶν ψα­ρά­δων ποὺ τά ’μα­θε ὅταν με­γά­λω­σε κι ἔμ­παι­νε στὴ βάρ­κα του καὶ ξα­νοι­γό­τα­νε στὴ λί­μνη πα­ρα­κα­λῶν­τας τοὺς οὐ­ρα­νοὺς γιὰ μιὰ κα­λὴ ψα­ριά. Κι οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἦταν φο­ρὲς ποὺ ἄκου­γαν, ἄλ­λες πά­λι μά­ζευε τὰ δί­χτυα μὲ χέ­ρια μα­τω­μέ­να ἀπ’ τὴν προ­σπά­θεια καὶ μέ­σα σπαρ­τα­ροῦ­σαν με­ρι­κὰ ἀσή­μαν­τα ψα­ρά­κια ποὺ ἀδύ­να­τον νὰ χορ­τά­σουν μιὰ ἔστω οἰ­κο­γέ­νεια, ποῦ ὄνει­ρα γιὰ ἀγο­ρα­πω­λη­σί­ες καὶ κέρ­δη. Ἡ ἀλή­θεια ὅμως εἶ­ναι πὼς αὐ­τὸ ποὺ πε­ρι­μέ­νει κυ­ρί­ως εἶ­ναι νὰ τὴν δεῖ θυ­μω­μέ­νη, ἄγρια, νὰ δεῖ τὰ κύ­μα­τα ὅπως ἐκεί­νη τὴ νύ­χτα, ἐκεί­νη τὴ νύ­χτα ποὺ ζα­ρω­μέ­νος ἀπὸ φό­βο προ­σπα­θοῦ­σε νὰ βρεῖ ἀνά­σα τό­σο με­γά­λη ποὺ νὰ φτά­σει βα­θιὰ στὰ πνε­μό­νια του νὰ τὰ χορ­τά­σει ἀέ­ρα, ἀλ­λὰ ἦταν ἀδύ­να­τον καὶ πνι­γό­ταν μέ­σα στὴν ἀγω­νία· ὥσπου ἦρ­θε ἡ ἀπό­φα­ση καὶ τὸν σή­κω­σε καὶ σὰν φτε­ρὸ τα­ξί­δε­ψε στὰ βά­θη μιᾶς πύ­ρι­νης, οὐ­σια­στι­κῆς καὶ τρυ­φε­ρῆς βε­βαιό­τη­τας.

       

Κοι­τά­ζει τὴ λί­μνη. Μὲ προ­σμο­νὴ καὶ φό­βο. Ἡ ψυ­χή του γο­να­τί­ζει ἀπὸ θλί­ψη. Θυ­μᾶ­ται ὅλα τὰ με­γά­λα ποὺ ἔχει πεῖ, τὶς βρον­τε­ρὲς φω­νὲς ποὺ συν­τά­ρα­ζαν τὰ πλή­θη, πῶς ἐξη­γοῦ­σε τὰ μυ­στή­ρια τρέ­μον­τας μὲ δά­κρυα στὰ μά­τια, πῶς γέ­μι­ζε τὶς ψυ­χὲς τοῦ πλή­θους μὲ ἀνυ­πό­μο­νη ἐλ­πί­δα. Τὰ μά­τια τῶν γυ­ναι­κῶν ποὺ τὸν κοι­τοῦ­σαν μὲ θαυ­μα­σμό, τοὺς δα­σκά­λους νὰ δαγ­κώ­νουν τὰ χεί­λη μὲ ζή­λεια μπρο­στά του· τὴ μνη­σι­κα­κία τῶν ἀρ­χόν­των. Τοὺς συν­τρό­φους του θυ­μᾶ­ται νὰ μοι­ρά­ζον­ται τὸ ψω­μὶ καὶ τὴν ἀνά­μνη­ση. Ὅμως ἡ λί­μνη ἦταν πάν­τα ἐκεῖ, ἡ λί­μνη εἶ­ναι πάν­τα ἐκεῖ καὶ τὸν πε­ρι­μέ­νει, ἕνα ἀμεί­λι­κτο ὅριο. Κά­νει ψύ­χρα, σφίγ­γε­ται μέ­σα στὸ πα­νω­φό­ρι του χω­ρὶς ἐλ­πί­δα. Ἡ ἀμ­φι­βο­λία δαγ­κώ­νει τὴν ψυ­χή του. Θὰ μπο­ροῦ­σε, ἄρα­γε, θὰ μπο­ροῦ­σε ξα­νά, ἀνα­ρω­τιέ­ται δει­λὰ κι ἕνα φί­δι δαγ­κώ­νει κο­ροϊ­δευ­τι­κὰ τὸ ἐρώ­τη­μα. Ὅταν ρω­τᾶς μὲ φω­νὴ ποὺ τρέ­μει, κα­τα­πί­νον­τας τὶς λέ­ξεις πρὶν κἂν τὶς ἀρ­θρώ­σεις, ἡ πι­θα­νό­τη­τα τῆς ἀπάν­τη­σης ἔχει χα­θεῖ. Τὶς ἀπαν­τή­σεις τὶς διεκ­δι­κοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι – ἀκό­μα κι ἂν εἶ­ναι νὰ ἔρ­θουν μέ­σα σὲ χα­λά­ζι καὶ τέ­λος.

       Θὰ μπο­ροῦ­σε ἄρα­γε; Μιὰ φο­ρὰ ἀκό­μη θὰ μπο­ροῦ­σε;

       Ἴσως ἂν εἶ­χε ἔρ­θει χτές, σκε­φτό­ταν, χτὲς ἦταν μιὰ κα­λύ­τε­ρη μέ­ρα, ἔκαι­γε μέ­σα του ἡ βε­βαιό­τη­τα σὰν πυ­ρε­τός, λαμ­πά­δια­ζε ἡ ψυ­χή του καὶ πή­γαι­νε ὀλό­χα­ρη στὴ συ­νάν­τη­ση, σκε­φτό­ταν. Χτές. Ἀλ­λὰ κα­θυ­στέ­ρη­σε, ἄφη­σε μιὰ ὁλό­κλη­ρη μέ­ρα νὰ πε­ρά­σει καὶ στὴ διάρ­κεια τῆς μέ­ρας τού­της ἡ φω­τιὰ πῶς κα­τα­λά­για­σε, πῶς ἔγι­νε μιὰ ἄπρε­πη ἀνί­δεη φλό­γα ποὺ ντρέ­πε­ται. Ἂν εἶ­χε ἔρ­θει, ὅμως, χτές; Χτὲς ἦταν τό­σο βέ­βαιος, ἡ πί­στη του ἦταν βα­θιὰ καὶ θε­με­λιω­μέ­νη μέ­σα στὴ σάρ­κα τοῦ κορ­μιοῦ του, μὲς στῆς ψυ­χῆς του τὶς πυ­κνές, πορ­φυ­ρὲς καὶ πύ­ρι­νες ρα­νί­δες, εἶ­χε τό­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἑαυ­τό του καὶ στὴν ἀγά­πη του. Χτὲς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔχει πά­λι συμ­βεῖ, νὰ ἔχει νιώ­σει τὴν ἀπό­λυ­τη ἐγ­κα­τά­λει­ψη στὴ βε­βαιό­τη­τα, νὰ ἔχει δια­σχί­σει ξυ­πό­λη­τος τὴ λί­μνη. Νὰ φτά­σει ὡς τὸ τέ­λος τού­τη τὴ φο­ρά. Ἀλ­λὰ δὲν ἦρ­θε. Καὶ δὲν θὰ μά­θει πο­τὲ τί θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε συμ­βεῖ, μό­νο αὐ­τὸ ποὺ δὲν συ­νέ­βη ξέ­ρει. Ὅπως καὶ τό­τε.

       Κά­θε μέ­ρα ἔρ­χε­ται στὴ λί­μνη καὶ κά­θε μέ­ρα νο­μί­ζει πὼς χτὲς δὲν εἶ­χε ἔρ­θει, χτὲς ποὺ δὲν χρεια­ζό­ταν λέ­ξεις, πα­ρὰ τὴν ἀν­τά­ρα τοῦ νε­ροῦ νὰ τὸν συ­νε­παίρ­νει. Ὅλος ὁ χρό­νος ἔχει γί­νει τὸ τυ­ραν­νι­κὸ χτές. Αὐ­τὸ ποὺ ἔχει ἀρ­χὴ δὲν εἶ­ναι ἀπα­ραί­τη­το νὰ ἔχει τέ­λος. Ἀλ­λὰ τού­τη ἡ σκέ­ψη, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἡ εὐ­λο­γία, γί­νε­ται θη­λιὰ καὶ τὸν πνί­γει, γί­νε­ται ἀγω­νία σὰν κα­τά­ρα.


Ὁ Θε­ὸς δὲν ἔρ­χε­ται. Ὁ ἄν­θρω­πος μό­νος του πρέ­πει νὰ κά­νει τὸ δρό­μο, νὰ χρεια­στεῖ ἡ ψυ­χή του τὸ ἀχρεί­α­στο, τὸ ἔξω ἀπὸ τὶς λέ­ξεις ποὺ ὑπάρ­χει. Δι­κός του ὁ δρό­μος. Καὶ ἡ ἀπό­φα­ση.



[Ση­μεί­ω­ση τῆς Συγ­γρα­φέ­ως]

Ἀπὸ τὰ «Ση­μειώ­μα­τα γιὰ τοὺς ἥρω­ές μου»

Ὁ Πέ­τρος εἶ­ναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους ἀπο­στό­λους. Πα­ρὰ τὴν πί­στη του στὸν Ἰη­σοῦ, ὅταν αὐ­τὸς τὸν κά­λε­σε νὰ περ­πα­τή­σει μα­ζί του πά­νω στὰ κύ­μα­τα τῆς λί­μνης τῆς Γεν­νη­σα­ρέτ, τῆς Θά­λασ­σας τῆς Γα­λι­λαί­ας δη­λα­δή, ὀλι­γο­πί­στη­σε καὶ κόν­τε­ψε νὰ πνι­γεῖ πρὶν τὸν σώ­σει ὁ Ἰη­σοῦς. Ἀρ­γό­τε­ρα, τὴν ὥρα τοῦ δι­κα­στη­ρί­ου τοῦ Ἰη­σοῦ, ἀρ­νή­θη­κε πὼς ἦταν μα­θη­τής του. Με­τα­νιω­μέ­νος, τα­ξί­δε­ψε μα­κριὰ γιὰ νὰ δια­δώ­σει τὴν πί­στη του. Στὴν πο­ρεία του ὣς τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τὸ θά­να­το, προ­ση­λύ­τι­σε πολ­λοὺς στὴ νέα θρη­σκεία. Εἶ­ναι πο­λὺ γνω­στὴ ἡ δη­μό­σια σύγ­κρου­σή του μὲ τὸν πε­ρί­φη­μο Σί­μω­να, ποὺ οἱ πη­γὲς τὸν ὀνο­μά­ζουν Μά­γο. Πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴ δρά­ση του βρί­σκου­με στὶς Πρά­ξεις Ἀπο­στό­λων καὶ στὸ ἀπό­κρυ­φο Πρά­ξεις Πέ­τρου, ποὺ ὁλο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὸ Μαρ­τύ­ριο Πέ­τρου, ὅπου δια­βά­ζου­με τὴν πε­ρι­πέ­τεια μὲ τὸν Σί­μω­να καὶ τὸν μαρ­τυ­ρι­κὸ θά­να­το τοῦ ἀπό­στο­λου.

Πη­γή: Μα­ρὼ Τριαν­τα­φύλ­λου, Αἰ­νίγ­μα­τα, (Εὔ­μα­ρος, 2023). Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πε­ριο­δι­κό Σύ­να­ξη, τ. 161, Απρί­λιος 2022.

­Δεῖ­τε ἐ­δῶ Εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἀ­φιέ­ρω­μα ἀ­πὸ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου: «Σκέ­ψεις γιὰ τὰ Αἰ­νίγ­μα­τα τῆς Μα­ρῶς Τριαν­τα­φύλ­λου».

Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε με­τα­πτυ­χιακὲς σπουδὲς στὸ Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶ­ναι διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρ­χαι­ολογίας τῆς Φι­λοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχο­λεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγημα­το­γρά­φος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, καὶ Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διη­γήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευ­ταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).

Εἰκόνα: Ὁ Πέτρος βυθίζεται στὸ νερό  (Ματθαῖος 14, 22 - 33). Χρωμολιθογραφία βασισμένη σὲ χαρακτικὸ (1860) τοῦ Julius Schnorr von Carolsfeld (Γερμανὸς ζωγράφος, 1794 - 1872), ποὺ δημοσιεύτηκε περ. τὸ 1880.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


 

Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 6:24 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.