oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Μαρώ Τριανταφύλλου: Φι­λο­μή­λα

 





By planodion on 3 Σεπτέμβριος 2025

 


Μαρώ Τριανταφύλλου


Μ ι ­κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ­ρ ω ­μ α: 2/6


Φι­λο­μή­λα


καὶ μι­μεῖ­ται τὴν γλῶτ­ταν ἡ χεὶρ
Ἀχιλ­λεύς Τά­τιος

ΟΥ­ΤΑ­ΕΙ ΤΑ ΔΑ­ΧΤΥ­ΛΑ ΤΗΣ στὸ κου­πά­κι μὲ τὸ κόκ­κι­νο ὑγρό, τὰ ἀφή­νει λί­γη ὥρα κι ἔπει­τα χι­μά­ει στὸν ἄσπρο τοῖ­χο καὶ κά­νει με­γά­λες κυ­μα­τι­στὲς γραμ­μές, ζω­γρα­φί­ζει τὶς καμ­πύ­λες μὲ λύσ­σα σὰ νὰ μα­λώ­νουν χί­λιοι δαί­μο­νες στὴν κοι­λιά της. Ὄχι, ὄχι· λά­θος. Οἱ δαί­μο­νες θέ­λουν νὰ βγοῦν ἀπ’ τὴν κοι­λιά της καὶ νὰ ζω­γρα­φί­σουν. Οἱ γραμ­μὲς ἀπο­τυ­πώ­νουν τὶς φω­νὲς τῶν δαι­μό­νων· καὶ τὸν πό­νο τοῦ κορ­μιοῦ της. Με­γά­λες καμ­πύ­λες γραμ­μὲς ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ μὴν συ­ναν­τη­θοῦν ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τα­φέρ­νουν, πέ­φτει τε­λι­κὰ ἡ μιὰ πά­νω στὴν ἄλ­λη σὰν τε­τε­λε­σμέ­νο – ἕνα ἄρ­ρυθ­μο καὶ κα­κὸ τε­τε­λε­σμέ­νο. Ὅταν δὲν ἔχει ἀρ­κε­τὸ κόκ­κι­νο, ἀρ­χί­ζει νὰ δαγ­κώ­νει τὰ δά­χτυ­λά της· τρα­βά­ει τὰ πε­τσά­κια γύ­ρω ἀπὸ τὰ νύ­χια μὲ λύσ­σα μέ­χρι ποὺ οἱ ἄκρες τῶν δα­χτύ­λων γί­νον­ται μιὰ πλη­γή, ἀλ­λὰ τὸ αἷ­μα ἀπὸ ’κεῖ δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τό, τὸ αἷ­μα ἀπὸ τὸ σῶ­μα της δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἀρ­κε­τό, πάν­τα χρω­στά­ει αἷ­μα, καὶ οἱ γραμ­μὲς εἶ­ναι ἀχνές, ὅσο προ­χω­ρᾶ τὸ δά­χτυ­λο πά­νω στὴν ἐπι­φά­νεια τοῦ τοί­χου τὸ χρῶ­μα χά­νε­ται, ὥσπου στὸ τέ­λος ὁ τοῖ­χος θριαμ­βεύ­ει λευ­κὸς καὶ σιω­πη­λός. Κα­μιὰ ἱστο­ρία δὲν ἔχει γρα­φτεῖ πά­νω του, κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­στεῖ τὶς ἱστο­ρί­ες ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἔχουν γρα­φτεῖ πά­νω στὴ λευ­κὴ ἐπι­φά­νειά του. Τό­τε ὁ τοῖ­χος δὲν εἶ­ναι πιὰ μάρ­τυ­ρας, εἶ­ναι ἕνα τέ­λος ποὺ κα­τα­πί­νει τὴν ἱστο­ρία καὶ τὴν ἐγ­κλω­βί­ζει στὴν ψεύ­τι­κη ἁγνό­τη­τα τῆς λευ­κό­τη­τάς του.

     

 Στὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας, κά­θε­ται στὴν ἄκρη τοῦ κρε­βα­τιοῦ καὶ με­λε­τᾶ τὰ σχέ­δια πά­νω στὸν τοῖ­χο μὲ βλέμ­μα προ­σε­κτι­κὸ καὶ ἀφο­σιω­μέ­νο, ὅπως τοῦ χει­ρουρ­γοῦ πρὶν ἀπὸ δύ­σκο­λη ἐγ­χεί­ρη­ση, πα­ρα­τη­ρεῖ ὅλες τὶς λε­πτο­μέ­ρειες, τὶς δια­σταυ­ρώ­σεις τῶν γραμ­μῶν, τὶς καμ­πυ­λω­τὲς πλευ­ρὲς τῶν σχη­μά­των ποὺ φράσ­σουν μὲ ἀπελ­πι­σία τμή­μα­τα τῆς ἀφή­γη­σης, φυ­λα­κί­ζουν τὰ πρό­σω­πα στὶς στιγ­μές τους, τό­τε ἀκρι­βῶς ποὺ ἔγι­ναν πρω­τα­γω­νι­στὲς καὶ πρέ­πει πιὰ νὰ ἀφη­γοῦν­ται στὸν αἰ­ῶ­να, ξα­νὰ καὶ ξα­νά, τὸ μέ­ρος τῆς φρί­κης ποὺ τοὺς ἀνα­λο­γεῖ. Αὐ­τὴ ἐνορ­χη­στρώ­νει μέ­σα στὶς συ­ναν­τή­σεις τῶν κυ­μα­τι­στῶν γραμ­μῶν τὴν ἀφή­γη­ση, συν­θέ­τει τὴ βου­βὴ μαρ­τυ­ρία, ἀγω­νιᾶ κά­θε φο­ρὰ νὰ εἶ­ναι ἀκρι­βής, ὅσο πιὸ ἀκρι­βὴς γί­νε­ται, νὰ μὴν πα­ρα­λεί­ψει τί­πο­τε. Πρέ­πει οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ μά­θουν. Ἀλ­λὰ ἡ φρί­κη εἶ­ναι πάν­τα πιὸ με­γά­λη καὶ τὴν ἑπό­με­νη μέ­ρα πρέ­πει πά­λι νὰ ἀρ­χί­σει ἀπὸ τὴν ἀρ­χή. Νὰ βου­τή­ξει τὰ δά­χτυ­λά της μὲ ἀγω­νία στὴν κόκ­κι­νη μπο­γιὰ καὶ νὰ ἀρ­χί­σει νὰ σέρ­νει τὰ νο­τι­σμέ­να δά­χτυ­λα πά­νω στὸν λευ­κό της τοῖ­χο.

       Αὐ­τὸς ἀνα­σαί­νει μὲ κό­πο ξα­πλω­μέ­νος στὸ πά­τω­μα, εἶ­ναι ἐκεῖ πάν­τα, μὲ τὰ μά­τια γουρ­λω­μέ­να ἀπὸ τρό­μο, μὲ ἕναν πό­νο ἀφό­ρη­το νὰ τοῦ ρο­κα­νί­ζει τὰ σπλά­χνα, ἐκεῖ στὸ με­γά­λο βα­θὺ τραῦ­μα κά­τω ἀπὸ τὸν ἀφα­λὸ καὶ πιὸ κά­τω στὴν ἠβι­κὴ χώ­ρα καὶ πιὸ κά­τω, ἐκεῖ ποὺ κά­πο­τε ἦταν ὁ κρα­ταιὸς φαλ­λός του καὶ τώ­ρα κά­τι γε­λοῖα ξέ­φτια πε­τσιῶν. Κά­θε πρωῒ ποὺ αὐ­τὴ ξυ­πνᾶ ἀπὸ τὸν σύν­το­μο γε­μᾶ­το ἐφιάλ­τες ὕπνο, κό­βει μὲ τὰ δόν­τια της ἕνα κομ­μά­τι ἀπὸ τὴν κοι­λιά του. Τὸ αἷ­μα ἀνα­βρύ­ζει προ­σφέ­ρον­τάς της φρέ­σκο κόκ­κι­νο γιὰ τὸν πί­να­κά της. Θὰ ἤθε­λε νὰ τὸ γευ­τεῖ, νὰ νιώ­σει ὅλη τὴ με­ταλ­λι­κὴ ἀψά­δα του, νὰ τὸ κα­θα­ρί­σει ἀπὸ τὰ χεί­λη της περ­νῶν­τας πολ­λὲς φο­ρὲς τὴ γλῶσ­σα της ἀπά­νω τους, ἀλ­λὰ δὲν ἔχει γλῶσ­σα γιὰ νὰ τὸ ὑπο­δε­χτεῖ στὸ στό­μα της, τὸ στό­μα της εἶ­ναι μιὰ ἄδεια τρῦ­πα, μιὰ χαί­νου­σα, τρο­μα­κτι­κὴ ὀπή, ἕνα ἀπέ­θαν­το τραῦ­μα. Αὐ­τὸς τὴν τρά­βη­ξε τό­τε, τὴν ξε­ρί­ζω­σε σὰ νά ’ταν ἄχρη­στο χόρ­το σὲ κῆ­πο. Ἦταν ἀκό­μα μέ­σα της, μέ­σα στὸ σῶ­μα της ποὺ εἶ­χε εἰ­σβά­λει βί­αια —τὴν εἶ­χε χτυ­πή­σει, τὴν εἶ­χε σύ­ρει πά­νω στὶς πέ­τρες, τὰ χέ­ρια του ἔσφι­ξαν τὸ λαι­μό της, εἶ­δε τὸ βλέμ­μα του κο­ροϊ­δευ­τι­κὸ καὶ θρα­σὺ νὰ λια­νί­ζει ἕνα ἕνα τὰ μέ­λη της, νὰ φτά­νει ὣς τὴν ψυ­χή της καὶ νὰ τὴν μο­λύ­νει γιὰ πάν­τα— τὸ σῶ­μα της πο­νοῦ­σε, τὸν ἔδιω­χνε, φώ­να­ζε, ἔβγαι­ναν τρο­μα­χτι­κὰ οὐρ­λια­χτὰ ἀπὸ μέ­σα της, βρι­σιὲς καὶ κα­τά­ρες, ἦταν ἀκό­μα μέ­σα της καὶ μ’ ἕνα γέ­λιο γυά­λι­νο καὶ βρο­με­ρό, μ’ ἕνα γέ­λιο θριαμ­βευ­τι­κὸ ποὺ ἔκα­νε τὰ που­λιὰ νὰ κουρ­νιά­σουν τρο­μαγ­μέ­να στὶς λόχ­μες, ἔβα­λε τὸ χέ­ρι του μέ­σα στὸ στό­μα της, ἔβα­λε τὸ χέ­ρι του βα­θιὰ μέ­σα στὸ στό­μα της καὶ τρά­βη­ξε ἔξω μὲ δύ­να­μη τὴ γλῶσ­σα της, τὴν ξε­ρί­ζω­σε ἀπὸ τὸ λαι­μό της καὶ τὴν πέ­τα­ξε δί­πλα, μέ­σα στὰ ἀγ­κά­θια. Αὐ­τὴ πνι­γό­ταν ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ αἷ­μα. Αὐ­τός, ρι­ζω­μέ­νος μέ­σα της γιὰ πάν­τα, βγῆ­κε ἀπὸ τὸ κορ­μί της κι ἔφυ­γε. Ἡ γλῶσ­σα της σπαρ­τα­ροῦ­σε στὰ ἀγ­κά­θια. Αὐ­τός την κλό­τση­σε.


Μά­ζε­ψε τὴν πε­θα­μέ­νη γλῶσ­σα της καὶ γύ­ρι­σε πί­σω. Χω­ρὶς μι­λιά. Μὲ τὸν τρό­μο στὰ μά­τια. Σπαρ­τα­ροῦ­σε ὁ νοῦς της, ἡ ψυ­χή της ὑπό­φε­ρε κομ­μα­τια­σμέ­νη σὲ ἕνα πρὶν κι ἕνα με­τά. Ὥσπου ἡ ψυ­χή της κα­τοί­κη­σε στὸ με­τὰ γιὰ πάν­τα, κι οἱ δαί­μο­νες τὴν διέ­σχι­ζαν μὲ νύ­χια γαμ­ψὰ καὶ δυ­να­τὰ κι ἕνα γέ­λιο ποὺ βρο­μοῦ­σε ξι­νι­σμέ­νο κρα­σὶ καὶ κρεμ­μύ­δι. Κα­νεὶς δὲν τὴν ἄκου­γε, κα­νεὶς δὲν προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τὴν ἀκού­σει. Ἄθλια λό­για πα­ρη­γο­ριᾶς ἔβγαι­ναν γρή­γο­ρα καὶ ἀσύν­τα­χτα ἀπὸ ἀπρό­σε­χτα στό­μα­τα. Μό­νο ἡ ἀδερ­φή της, ὅσο ζοῦ­σε, τὴν ἀγ­κά­λια­ζε μὲ ἀγά­πη καὶ τὴν να­νού­ρι­ζε τρυ­φε­ρά. Στὰ λό­για τοῦ να­νου­ρί­σμα­τος κα­τα­λά­βαι­νε ὅτι ἡ ἀδερ­φή της ἤξε­ρε, ἐπι­κοι­νω­νοῦ­σαν στὴ μυ­στι­κὴ γλῶσ­σα τῶν γυ­ναι­κῶν. Τώ­ρα πά­ει κι αὐ­τή. Ἡ μο­να­ξιά της σὰν πη­χτὸ ὑγρὸ καὶ μέ­σα του κο­λυμ­πᾶ μὲ δυ­σκο­λία καὶ μα­ρά­ζι.


Τὸν βρῆ­κε μιὰ μέ­ρα ποὺ δὲν τὸ πε­ρί­με­νε, τὸν βρῆ­κε καὶ τὸν ἔφε­ρε μὲ τὴ βία στὸ μι­κρὸ λευ­κὸ δω­μά­τιο μὲ τὸν φεγ­γί­τη ψη­λά, ἀπὸ ὅπου μπαί­νει τὰ πρωϊ­νὰ λί­γο φυ­σι­κὸ φῶς καὶ πέ­φτει εὐ­ερ­γε­τι­κὸ πά­νω στὸ πρό­σω­πό της. Ἀπὸ τό­τε τὸν κρα­τᾶ ἐκεῖ, μα­ζί της. Στὸ κλει­δω­μέ­νο δω­μά­τιο μὲ τὸ μι­κρὸ φεγ­γί­τη. Ξα­πλω­μέ­νο στὸ πά­τω­μα, στὸ πλάϊ τοῦ κρε­βα­τιοῦ της. Κά­θε πρωὶ κό­βει μὲ τὰ δόν­τια ἕνα κομ­μά­τι ἀπὸ τὸ σῶ­μα του, ἀπὸ τὴν κοι­λιά του. Τὸ αἷ­μα τρέ­χει. Φτύ­νει μὲ ἀη­δία τὴ σάρ­κα καὶ βου­τᾶ τὰ δά­χτυ­λα στὴν πλη­γή. Ἀφή­νει γιὰ ὥρα τὸ χέ­ρι της στὸ κου­πά­κι τῆς πλη­γῆς ὡς νὰ μου­λιά­σουν ἀπὸ τὸ αἷ­μα τὰ δά­χτυ­λά της κι ἔπει­τα ἀρ­χί­ζει νὰ ζω­γρα­φί­ζει στὸν τοῖ­χο. Μι­λοῦ­με καὶ μὲ τὰ χέ­ρια μας. Ὁ λό­γος βρί­σκει τὰ μο­νο­πά­τια του. Εἶ­ναι ἀπο­φα­σι­σμέ­νη νὰ τὴν πεῖ τὴν ἱστο­ρία της ὁπωσ­δή­πο­τε. Κά­ποια μέ­ρα θὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ τὴν πεῖ ὅπως πρέ­πει. Μό­νο νὰ φτά­σει τὸ αἷ­μα του, νὰ μὴν στε­ρέ­ψει πρὶν τε­λειώ­σουν οἱ δο­κι­μές. Νὰ μὴν τὴν δια­κό­πτουν ἐπί­σης οἱ για­τροὶ μὲ τὶς χον­τρὲς βε­λό­νες ποὺ ἐξε­ρευ­νοῦν ἄστο­χα τὸ μυα­λό της. Νὰ μὴν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸς ἐδῶ.


[Ση­μεί­ω­ση Συγ­γρα­φέ­ως]

Ἀπὸ τὰ «Ση­μειώ­μα­τα γιὰ τοὺς ἥρω­ές μου»

Ἡ Φι­λο­μή­λα ἦταν κό­ρη τοῦ Παν­δί­ο­να, ποὺ δια­δέ­χθη­κε στὸ θρό­νο τῆς Ἀθή­νας τὸν πα­τέ­ρα τοῦ Ἐρι­χθί­ο­να. Ἀδελ­φὴ της ἦταν ἡ Πρό­κνη. Αὐ­τὴν τὴν παν­τρεύ­τη­κε ὁ Θρα­κιώ­της βα­σι­λιᾶς Τη­ρέ­ας, γιὸς τοῦ θε­οῦ Ἄρη. Μὰ λί­γο με­τὰ τὸν κα­τέ­λα­βε ἔρω­τας με­γά­λος γιὰ τὴν ἀδελ­φή της. Μὲ τε­χνά­σμα­τα τὴν πῆ­ρε μα­ζί του σὲ τα­ξί­δι ὅπου τὴν βί­α­σε καὶ γιὰ νὰ μὴν μι­λή­σει τῆς ἔκο­ψε τὴ γλῶσ­σα καὶ τὴν κλεί­δω­σε σὲ ἕνα κά­στρο. Τό­τε ἡ Φι­λο­μή­λα ὕφα­νε ἕνα πα­νὶ καὶ κέν­τη­σε πά­νω του τὸν πό­νο της καὶ τό ’στει­λε στὴν Πρό­κνη. Ἐκεί­νη, ὀρ­γι­σμέ­νη μὲ τὸν ἄν­τρα της, βρῆ­κε τὴν ἀδερ­φή της, τὴν ἐλευ­θέ­ρω­σε καὶ μα­ζὶ σχε­δί­α­σαν τὴ φο­βε­ρὴ ἐκ­δί­κη­ση. Ἡ Πρό­κνη σκό­τω­σε τὸ παι­δὶ ποὺ εἶ­χε μα­ζί του, τὸν Ἴτυ, τὸν μα­γεί­ρε­ψε καὶ τὸν ἔδω­σε στὸν Τη­ρέα νὰ τὸν φά­ει. Ὅταν ἐκεῖ­νος ἀπό­φα­γε, τοῦ ’δει­ξε τὸ κε­φά­λι τοῦ γιοῦ του. Τὴν Πρό­κνη οἱ θε­οὶ τὴν με­τα­μόρ­φω­σαν σὲ ἀη­δό­νι, γιὰ νὰ τρα­γου­δᾶ γλυ­κὰ τὸν πό­νο της καὶ νὰ γυ­ρεύ­ει αἰ­ώ­νια τὸ παι­δί της, ἐνῷ τὴ Φι­λο­μήλα σὲ χε­λι­δό­να ποὺ μὲ τὴν κομ­μέ­νη γλῶσ­σα της φω­νά­ζει τὸ ὄνο­μα τοῦ βια­στῆ της στοὺς αἰ­ῶ­νες.

Πη­γή: Μα­ρὼ Τριαν­τα­φύλ­λου, Αἰ­νίγ­μα­τα, (Εὔ­μα­ρος, 2023).

­Δεῖ­τε ἐ­δῶ Εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἀ­φιέ­ρω­μα ἀ­πὸ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου: «Σκέ­ψεις γιὰ τὰ Αἰ­νίγ­μα­τα τῆς Μα­ρῶς Τριαν­τα­φύλ­λου».

Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε με­τα­πτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρ­χαι­ολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχο­λεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγημα­το­γρά­φος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διη­γήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευ­ταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).

Εἰκόνα: Φιλομήλα (1896), ξυλο­γρα­φία. Ἔργο τοῦ Ed­ward Bur­ne-Jo­nes (1833-1898). Τὸ ὑ­φαν­τὸ τῆς Φιλο­μή­λας μὲ τὴν ἱ­στο­ρία τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


oikoparaxenos στις 6:03 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.