oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin): Παι­δὶ ἀκα­τά­στα­το

 





 planodion on 24 Αὔγουστος 2025



Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin)


Ἀπὸ τὶς ΜΕ­ΓΕ­ΘΥΝ­ΣΕΙΣ (5/6)

[Vergrößerungen]


Παι­δὶ ἀκα­τά­στα­το

(Unordentliches Kind)


ΑΘΕ ΠΕΤΡΑ ποὺ βρί­σκει, κά­θε κομ­μέ­νο λου­λού­δι καὶ κά­θε πε­τα­λού­δα ποὺ πιά­νει τοῦ εἶ­ναι ἤδη ἡ ἀρ­χὴ μιᾶς συλ­λο­γῆς, καὶ γε­νι­κὰ ὅλα τὰ πράγ­μα­τα ποὺ τοῦ ἀνή­κουν τοῦ εἶ­ναι μία καὶ μό­νη συλ­λο­γή. Πά­νω του αὐ­τὸ τὸ πά­θος φα­νε­ρώ­νει τὸ ἀλη­θι­νό του πρό­σω­πο, τὸ αὐ­στη­ρὸ ἰν­διά­νι­κο βλέμ­μα, ποὺ στοὺς πα­λαιο­πῶ­λες, τοὺς ἐρευ­νη­τές, τοὺς βι­βλιό­φι­λους ἁπλῶς σι­γο­καί­ει ἀκό­μα θαμ­πὰ καὶ μα­νια­κά. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νει στὴ ζωή, εἶ­ναι κυ­νη­γός. Κυ­νη­γᾶ τὰ στοι­χειὰ ποὺ ὀσφραί­νε­ται τὰ ἴχνη τους μέ­σα στὰ πράγ­μα­τα· μὲ στοι­χειὰ καὶ μὲ πράγ­μα­τα περ­νᾶ­νε χρό­νια στὰ ὁποῖα τὸ ὀπτι­κό του πε­δίο μέ­νει ἐλεύ­θε­ρο ἀπὸ ἄν­θρώ­πους. Ἔτσι ὅπως στὰ ὄνει­ρα: τί­πο­τε μό­νι­μο δὲν ξέ­ρει· ὅλα λὲς καὶ τοῦ συμ­βαί­νουν, τὸ συ­να­παν­τοῦν, τοῦ συν­τυ­χαί­νουν... Τὰ νο­μα­δι­κά του χρό­νια εἶ­ναι οἱ ὧρες μὲς στὸ δά­σος τοῦ ὀνεί­ρου. Ἀπὸ κεῖ κου­βα­λά­ει στὸ σπί­τι του τὴ λεία, νὰ τὴν κα­θα­ρί­σει, νὰ τὴ στε­ρε­ώ­σει, νὰ τὴν ξε­μα­γέ­ψει.

Τὰ συρ­τά­ρια του πρέ­πει νὰ γί­νουν στρα­τιω­τι­κὴ ἀπο­θή­κη καὶ ζω­ο­λο­γι­κός κῆ­πος, ἐγ­κλη­μα­το­λο­γι­κὸ μου­σεῖο καὶ κρύ­πτη. «Συ­γύ­ρι­σμα» θὰ σή­μαι­νε νὰ γκρε­μί­σεις ἕνα κτί­ριο γε­μᾶ­το κά­στα­να ἀγ­κα­θε­ρά, ποὺ εἶ­ναι ἀστέ­ρια τῆς αὐ­γῆς, ἀση­μό­χαρ­τα, ποὺ εἶ­ναι ἕνας θη­σαυ­ρὸς ἀσή­μι, ἀγ­κω­νά­ρια, κι­βού­ρια, ποὺ εἶ­ναι κά­κτοι, νε­κρό­δεν­τρα καὶ μπρούν­τζι­νες δε­κά­ρες, ποὺ εἶ­ναι ἀσπί­δες. Στὴν ντου­λά­πα μὲ τὰ ἀσπρό­ρου­χα τῆς μη­τέ­ρας, στὴ βι­βλιο­θή­κη τοῦ πα­τέ­ρα, τὸ παι­δὶ βο­η­θᾶ ἀπὸ και­ρό, ἐνῷ στὸ χῶ­ρο τὸ δι­κό του εἶ­ναι ἀκό­μα ὁ ἄστα­τος, ἐρι­στι­κὸς ἐπι­σκέ­πτης.



Πη­γή: ἀπὸ τὴν ἔκ­δο­ση Walter Benjamin, Μο­νό­δρο­μος. Εἰ­σα­γω­γή-με­τά­φρα­ση: Νέλ­λη Ἀν­δρι­κο­πού­λου, Ἐπί­με­τρο: Th. W. Adorno, Δ. Κα­ρύ­δας – Σ. Σταυ­ρί­δης, Ἐπι­μέ­λεια: Γιῶρ­γος Σαγ­κριώ­της, Ἐκ­δό­σεις Ἄγρα, 2016 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Βε­ρολῖ­νο 1928].

Γιὰ τὸ ἔρ­γο Μο­νό­δρο­μος (Einbahnstrasse):

https://de.wikipedia.org/wiki/Einbahnstra%C3%9Fe_(Buch)

 

Ὁ Μο­νό­δρο­μος εἶ­ναι ἕνα φι­λο­σο­φι­κὸ-λο­γο­τε­χνι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, ποὺ δη­μο­σιεύ­τη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ 1928 ἀπὸ τὸν Rowohlt Verlag. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν κει­μέ­νων, ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει μό­νο 80 πε­ρί­που ἔν­τυ­πες σε­λί­δες, εἶ­ναι γνω­στὴ κυ­ρί­ως γιὰ τὶς πολ­λὲς ἀφο­ρι­στι­κές της δια­τυ­πώ­σεις. Εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Μπέν­για­μιν ποὺ ἐκ­δό­θη­κε ὅσο ζοῦ­σε. Ἡ πρώ­τη ἔκ­δο­ση τοῦ Μο­νό­δρο­μου κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 1928 ὄχι ὡς βι­βλίο, ἀλ­λὰ ὡς μπρο­σού­ρα μὲ ἐξώ­φυλ­λο ποὺ σχε­δί­α­σε ὁ Ρῶ­σος φω­το­γρά­φος Sasha Stone. Ὁ Μο­νό­δρο­μος εἶ­ναι ἰδιαί­τε­ρα ἀξιο­ση­μεί­ω­το βι­βλίο γιὰ τὴν ἀσυ­νή­θι­στη μορ­φή του: πε­ριέ­χει πά­νω ἀπὸ 100 σύν­το­μες, με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀπο­σπα­σμα­τι­κὲς λο­γο­τε­χνι­κὲς μι­νια­τοῦ­ρες ποὺ δια­δέ­χον­ται ἡ μία τὴν ἄλ­λη μὲ ἕναν φαι­νο­με­νι­κὰ ἀσύν­δε­το τρό­πο. Αὐ­τὲς πε­ρι­λαμ­βά­νουν ἀρ­χεῖα ὀνεί­ρων καὶ ἀνα­μνή­σεις, ρη­τὰ καὶ aperçus (μα­τιές), δια­τρι­βές, τα­ξι­διω­τι­κά, πορ­τρέ­τα, νε­κρὲς φύ­σεις καὶ σκί­τσα. Ὁρι­σμέ­να κεί­με­να μοιά­ζουν ἐπί­σης μὲ κα­τα­χω­ρή­σεις ἡμε­ρο­λο­γί­ου. Οἱ ἐπί μέ­ρους συ­νει­σφο­ρὲς δύ­σκο­λα μπο­ροῦν νὰ συ­νο­ψι­στοῦν σὲ ἕνα μό­νο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος, ἀλ­λὰ λό­γῳ τῶν πολ­λῶν συ­νο­πτι­κῶν δια­τυ­πώ­σε­ών τους («Τὰ δῶ­ρα πρέ­πει νὰ ἐπη­ρε­ά­ζουν τὸν πα­ρα­λή­πτη τό­σο βα­θιὰ ὥστε νὰ φο­βᾶ­ται»), τὸ εἶ­δος τους ἔχει συ­χνὰ τα­ξι­νο­μη­θεῖ ὡς ἀφο­ρι­σμός («Τὰ ἀπο­σπά­σμα­τα στὸ ἔρ­γο μου εἶ­ναι σὰν λη­στὲς στὸ δρό­μο, ποὺ ξε­σποῦν ὁπλι­σμέ­νοι γιὰ ν’ ἀφαι­ρέ­σουν κά­θε κα­θη­συ­χα­στι­κὴ βε­βαιό­τη­τα»). Ὁ ἴδιος ὁ Μπέν­για­μιν ἐπι­νόη­σε ἀρ­γό­τε­ρα τὸν ὅρο «Denkbilder» («εἰ­κό­νες σκέ­ψης») γιὰ τὴ μορ­φὴ τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς-φι­λο­σο­φι­κῆς μι­νια­τού­ρας του. Σὲ ἕνα ἄρ­θρο στὸ Kindler's Li­te­ra­tu­re Le­xicon, ἡ λο­γο­τε­χνι­κὴ μέ­θο­δος τοῦ Μπέν­για­μιν ἑρ­μη­νεύ­τη­κε πε­ραι­τέ­ρω ὡς ἀλ­λη­γο­ρι­κή.

Βάλ­τερ­ Μπέν­για­μιν (Walter Bendix Schoenflies Benjamin) (15 Ἰου­λί­ου 1892, Βε­ρο­λῖ­νο – 26 Σε­πτεμ­βρί­ου 1940, Πορ­τμ­ποῦ, Ἱσπα­νία). Γερ­μα­νὸς φι­λό­σο­φος, κρι­τι­κὸς πο­λι­τι­σμοῦ καὶ με­τα­φρα­στής. Ὡς ἀνε­ξάρ­τη­τος στο­χα­στής, θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι ἀνή­κει στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη σφαῖ­ρα ἐπιρ­ρο­ῆς τῆς Σχο­λῆς τῆς Φραν­κφούρ­της λό­γῳ τῆς στε­νῆς φι­λί­ας του μὲ τὸν The­o­dor W. A­dor­no. Ἡ φι­λία καὶ ἡ συ­νερ­γα­σία του μὲ τὸν Μπέρ­τολτ Μπρὲχτ εἶ­χαν ἐπί­σης δια­μορ­φω­τι­κὴ ἐπί­δρα­ση στὴ σκέ­ψη καὶ τὴ γρα­φή του . Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος στο­χα­στὴς στὸν χῶ­ρο τῶν πο­λι­τι­στι­κῶν σπου­δῶν. Τὰ γρα­πτά του σχε­τι­κὰ μὲ μιὰ κοι­νω­νι­κὰ κα­τα­νο­η­τὴ αἰ­σθη­τι­κὴ γί­νον­ται δε­κτὰ σὲ μιὰ εὐ­ρεῖα ποι­κι­λία ἐπι­στη­μο­νι­κῶν κλά­δων. Ἡ ἐπιρ­ροή τους ἐκτεί­νε­ται πέ­ρα ἀπὸ τοὺς ἀκα­δη­μαϊ­κοὺς το­μεῖς στοὺς το­μεῖς τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, τῆς τέ­χνης, τῶν μέ­σων (θε­ω­ρία) καὶ τῆς δη­μο­σιο­γρα­φί­ας. Με­τά­φρα­σε ἔρ­γα των Ὀνο­ρὲ ντὲ Μπαλ­ζάκ, Σὰρλ Μπων­τλαὶρ καὶ Μαρ­σὲλ Προύστ. Μὲ κα­τα­γω­γὴ ἀπὸ τὸ Βε­ρο­λῖ­νο, ἀφοῦ ὁλο­κλή­ρω­σε τὶς σπου­δές του καὶ ἀπέ­τυ­χε στὴν ὑφη­γε­σία του, πρᾶγ­μα ποὺ τὸν ἐμ­πό­δι­σε νὰ συ­νε­χί­σει τὴν ἐπι­θυ­μη­τὴ πα­νε­πι­στη­μια­κή του κα­ριέ­ρα, ἐπέ­στρε­ψε στὴ γε­νέ­τει­ρά του ὡς ἀνε­ξάρ­τη­τος συγ­γρα­φέ­ας, δια­κό­πτον­τας τὴν πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πα­ρα­μο­νή του στὸ ἐξω­τε­ρι­κό. Τὸ 1933, ὡς ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος Ἑβραῖ­ος, διέ­φυ­γε ἀπὸ τὴ να­ζι­στι­κὴ Γερ­μα­νία καὶ αὐ­το­ε­ξο­ρί­στη­κε στὸ Πα­ρί­σι. Με­τὰ τὴν κα­τά­λη­ψη τῆς Γαλ­λί­ας ἀπὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ στρα­τεύ­μα­τα, αὐ­το­κτό­νη­σε κα­τὰ τὴ διάρ­κεια μιᾶς ἀπο­τυ­χη­μέ­νης ἀπό­δρα­σης στὴν ἱσπα­νι­κὴ συ­νο­ρια­κὴ πό­λη Πορ­τμ­ποῦ.

[βλ. γερ­μα­νι­κὴ WiKi:

https://de.wikipedia.org/wiki/Walter_Benjamin ]

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Νέλ­λη Ἀν­δρι­κο­πού­λου (1921-2014). Ἑλ­λη­νί­δα ζω­γρά­φος, με­τα­φρά­στρια καὶ συγ­γρα­φέ­ας. Γεν­νή­θη­κε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε οἰ­κο­γε­νεια­κῶς στὴν Ἀθή­να τὸ 1936. Τὸ 1939 γρά­φτη­κε στὴν Ἀνω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν, ὅπου δι­δά­χθη­κε σχέ­διο ἀπὸ τὸν Δη­μή­τριο Μπι­σκί­νη καὶ ἀρ­γό­τε­ρα γλυ­πτι­κὴ μὲ κα­θη­γη­τὴ τὸν Μι­χά­λη Τό­μπρο. Τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1945 τα­ξί­δε­ψε μα­ζὶ μὲ πολ­λοὺς ἄλ­λους Ἕλ­λη­νες καλ­λι­τέ­χνες καὶ ἐπι­στή­μο­νες στὴ Γαλ­λία μέ­σῳ τοῦ πλοί­ου Μα­τα­ρόα, στὸ πρό­γραμ­μα με­τά­βα­σης στὴ Γαλ­λία τῶν Ἑλ­λή­νων ὑπο­τρό­φων τοῦ γαλ­λι­κοῦ κρά­τους. Στὴ Γαλ­λία πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα γλυ­πτι­κῆς στὸ ἐρ­γα­στή­ριο τῆς Μαρ­γκα­ρέ­τα Λα­βριλ­λιὲ καὶ στὴν Ἀκα­δη­μία τῆς Γκρὰντ Σω­μιὲρ μὲ κα­θη­γη­τὴ τὸν Ὀσ­σὶπ Ζαν­τκίν. Τὸ 1947 ἐπέ­στρε­ψε στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἔκτο­τε ἀσχο­λή­θη­κε κυ­ρί­ως μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ τὸ σχέ­διο. Ἀπὸ τὸν Μάρ­τιο τοῦ 1950 μέ­χρι τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 1954 ἦταν παν­τρε­μέ­νη μὲ τὸν καλ­λι­τέ­χνη καὶ συγ­γρα­φέα Νῖ­κο Ἐγ­γο­νό­που­λο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέ­κτη­σε ἕνα γιό. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐρ­γά­στη­κε ὡς ξε­να­γὸς καὶ σὲ με­γά­λη ἡλι­κία ἀσχο­λή­θη­κε μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Τὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἀν­δρι­κο­πού­λου ἀπο­τε­λεῖ­ται ἀπὸ με­τα­φρά­σεις ἔρ­γων τῶν Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ἔν­τουαρντ Μόρ­γκαν Φόρ­στερ καὶ ἄλ­λων. Ἄλ­λα βι­βλία της εἶ­ναι τὰ αὐ­το­βιο­γρα­φι­κὰ Τὸ τα­ξί­δι τοῦ Μα­τα­ρόα (1945), Στὸν κα­θρέ­φτη τῆς μνή­μης καὶ Ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ Νί­κου Ἐγ­γο­νό­που­λου.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 6:19 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.