oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

Μαρὼ Τριανταφύλλου: Εὔα

Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι

Μαρὼ Τριανταφύλλου: Εὔα


 planodion on 27 Αὔγουστος 2025


Μαρὼ Τριανταφύλλου


Μ ι ­κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ­ρ ω ­μ α: 3/6


Εὔα


πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ τὰς λύ­πας σου
Γέ­νε­ση, 3.16

ΛΗ­ΣΙΑ­ΣΕ μὲ δι­στα­κτι­κὰ βή­μα­τα. Μέ­χρι τώ­ρα δὲν ἤξε­ρε ὅτι ὁ κῆ­πος κά­που τε­λειώ­νει, δὲν εἶ­χε σκε­φτεῖ νὰ σκε­φτεῖ πὼς ὁ κῆ­πος εἶ­χε ἔκτα­ση καὶ ὅρια, οὔ­τε τί εἶ­ναι ἔκτα­ση καὶ ὅρια εἶ­χε σκε­φτεῖ πο­τὲ νὰ σκε­φτεῖ. Ὁ κῆ­πος ἦταν αὐ­τὸ ποὺ ἦταν, κι αὐ­τὴ ζοῦ­σε ἐκεῖ, μέ­σα στὸν κῆ­πο, μα­ζὶ μὲ τὸν κῆ­πο. Ἀλ­λὰ τώ­ρα ἔφτα­σε ἐδῶ κι ἂν κά­νει ἕνα ἀκό­μα βῆ­μα, ἂν ἁπλώ­σει τὸ χέ­ρι καὶ ψά­ξει λί­γο μέ­σα στὰ κλα­διὰ τῶν ἀναρ­ρι­χη­τι­κῶν μὲ τὴ λι­γω­τι­κὴ μυ­ρω­διά, θὰ βρεῖ τὸ χε­ρού­λι μιᾶς πα­λιᾶς πόρ­τας, μιᾶς μι­κρῆς ἀσή­μαν­της πύ­λης σκε­πα­σμέ­νης ἀπὸ κλα­διὰ μὲ πυ­κνὰ φυλ­λώ­μα­τα κι ἀγ­κα­θω­τὲς ἀπο­λή­ξεις ποὺ μπή­γον­ται βί­αια καὶ ὀδυ­νη­ρὰ στὰ δά­χτυ­λα καὶ τὴν πα­λά­μη. Πρέ­πει νὰ τὴν ἀνοί­ξει καὶ νὰ προ­χω­ρή­σει, νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν πε­ρί­βο­λο τοῦ κή­που. Ἀλ­λὰ μό­λις τὴν πε­ρά­σει, μό­λις δια­σχί­σει τὴ μη­δα­μι­νὴ ἀπό­στα­ση, μό­λις τὸ σῶ­μα της βρε­θεῖ μιὰ ἀνά­σα πέ­ρα ἀπὸ τὸν πε­ρί­βο­λο ποὺ πε­ρι­κλεί­ει τὸν κῆ­πο, τό­τε θὰ εἶ­ναι πιὰ ἀλ­λοῦ, καὶ αὐ­τὸ τὸ ἀλ­λοῦ τὴν τρο­μά­ζει, ἄγνω­στο καὶ ἐπι­κίν­δυ­νο· δὲν εἶ­χε σκε­φτεῖ πο­τὲ πὼς ὑπῆρ­χε ἕνα ἀλ­λοῦ ποὺ κά­πο­τε θά ’πρε­πε νὰ πά­ει νὰ τὸ συ­ναν­τή­σει καὶ νὰ ζή­σει ἐκεῖ.

     

 Προ­σπά­θη­σε νὰ πεί­σει τὸ σῶ­μα της νὰ ὑπα­κού­σει, τὸ χέ­ρι της νὰ ὑπα­κού­σει, τὸ πό­δι της νὰ ὑπα­κού­σει καὶ νὰ προ­χω­ρή­σει, ἀλ­λὰ πα­ρέ­με­νε ἀκί­νη­τη μπρο­στὰ στὴν πόρ­τα, τὸ σῶ­μα της ἀρ­νιό­ταν αὐ­τὸ τὸ ἕνα μι­κρὸ ἀσή­μαν­το βῆ­μα πρὶν ἀπὸ τὸ πρῶ­το. Μιὰ χον­τρὴ στά­λα ἱδρῶ­τα ἔτρε­ξε ἀπὸ τὸ μέ­τω­πο πρὸς τὸ σα­γό­νι, μιὰ λε­ρω­μέ­νη στα­γό­να ἁλ­μυ­ροῦ νε­ροῦ ποὺ κύ­λη­σε ἐνο­χλη­τι­κὰ ἀπὸ τὶς ρί­ζες τῶν μαλ­λιῶν στὸ μέ­τω­πο κι ἔπει­τα κα­τρα­κύ­λη­σε στὸν γκρε­μὸ τοῦ σα­γο­νιοῦ, ἔπε­σε πά­νω στὸ στῆ­θος ποὺ τὸ σκε­πά­ζει μὲ χά­ρη καὶ ἀγω­νία μιὰ ὄμορ­φη μπού­κλα στιλ­πνῶν ἀλ­λὰ κά­πως ἀχτέ­νι­στων μαλ­λιῶν καὶ κρύ­βει τὴ γύ­μνια τῶν κα­λο­κα­μω­μέ­νων μα­στῶν της.

       Τὸ βλέμ­μα της, διά­φα­νο καὶ πο­νε­μέ­νο, τὸ βλέμ­μα της τρο­μαγ­μέ­νο σὰν ἐλά­φι πλη­γω­μέ­νο ποὺ ἀνα­ζη­τᾶ νε­ρὸ νὰ σβή­σει τὴν δί­ψα τοῦ πό­νου, κοι­τοῦ­σε τὴν πόρ­τα καὶ ἔπει­τα γύ­ρι­ζε κι ἔρι­χνε γρή­γο­ρες, λαί­μαρ­γες μα­τιὲς πί­σω της, στὸν κῆ­πο. Τῆς φά­νη­κε πὼς πρώ­τη φο­ρὰ ἔβλε­πε. Ἄρ­χι­σε νὰ ὀνο­μα­τί­ζει τὰ πράγ­μα­τα. Πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ὀνο­μά­τι­ζε τὰ πράγ­μα­τα γύ­ρω της. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔνιω­θε τὴν ἀνάγ­κη νὰ δώ­σει ἕνα ὄνο­μα στὰ πράγ­μα­τα γύ­ρω της, αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ τό­σον και­ρὸ ἦταν ἕνα μα­ζί τους. Κά­θε δέν­τρο, κά­θε φυ­τό, κά­θε ζῶο, κά­θε ἔν­το­μο, κά­θε ἑρ­πε­τὸ ἔχει ἕνα ὄνο­μα, τοῦ δί­νει ἐκεί­νη ἕνα ὄνο­μα, γιὰ νὰ τὸ ξε­χω­ρί­ζει ἀπὸ τὰ ἄλ­λα, τὰ ὅμοια καὶ τὰ δια­φο­ρε­τι­κὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυ­τό της. Κι ἔνιω­σε τὴν ἀνάγ­κη νὰ δώ­σει ἕνα ὄνο­μα στὸν ἑαυ­τό της ἐπί­σης. Δια­λέ­γει ἤχους, τοὺς συν­θέ­τει σὲ μι­κρὲς μου­σι­κὲς συμ­φω­νί­ες καὶ ἀκουμ­πᾶ κά­θε μιὰ πά­νω στὰ πλά­σμα­τα τοῦ κή­που. Καὶ στὶς πέ­τρες καὶ στὰ σύν­νε­φα ἀκό­μη. Σὲ ὅλα δί­νει ἕνα ὄνο­μα. Γιὰ ὅλα δη­μιουρ­γεῖ μιὰ λέ­ξη. Οἱ λέ­ξεις γιὰ τὸν κό­σμο γύ­ρω της εἶ­ναι δι­κές της. Τὸ δι­κό Του ὄνο­μα ὅμως; Κα­θυ­στε­ρεῖ κοι­τῶν­τας τὴν πόρ­τα κι ἔπει­τα μὲ πε­ρί­σκε­ψη καὶ κά­ποιο φό­βο, δια­λέ­γει λί­γους ἤχους, ὅσο πιὸ λί­γους μπο­ρεῖ, καὶ δί­νει ἕνα ὄνο­μα σ’ Ἐκεῖ­νον. Μέ­σα στὸ νοῦ της τό­τε σχη­μα­τί­ζε­ται μὲ μι­κρὲς κόκ­κι­νες φλό­γες τὸ δι­κό της ὄνο­μα.

       Μὲ μιὰ ἀρ­γὴ ἀμή­χα­νη κί­νη­ση σή­κω­σε τὸ χέ­ρι καὶ τὸ ἅπλω­σε πρὸς τὴν πύ­λη, τὰ δά­χτυ­λά της ψα­χού­λε­ψαν μέ­σα στὰ φύλ­λα, μιὰ πα­σχα­λί­τσα ἀκούμ­πη­σε τὸ νύ­χι της, στα­μά­τη­σε πά­νω στὸ νύ­χι στιγ­μιαῖα κι ἔπει­τα πέ­τα­ξε καὶ χά­θη­κε μέ­σα στὸ πυ­κνὸ φύλ­λω­μα. Βρῆ­κε τὸ πό­μο­λο. Με­ταλ­λι­κό, σκλη­ρὸ καὶ πα­γω­μέ­νο κι ὅμως τὸ ἄγ­γιγ­μά του τῆς ἔκα­ψε τὰ δά­χτυ­λα. Πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζωή της ἄγ­γι­ξε ἕνα με­ταλ­λι­κὸ ἀν­τι­κεί­με­νο. Πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζωή της ξέ­ρει τί θὰ πεῖ «πρώ­τη φο­ρά» καὶ ὁ χρό­νος παίρ­νει ὑπό­στα­ση μέ­σα στὸ νοῦ της. Σκέ­φτε­ται μὲ μιὰ κα­θα­ρό­τη­τα ποὺ κά­νει τὸ κε­φά­λι της νὰ πο­νά­ει πὼς δὲν ὑπάρ­χει μό­νο ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἔχει αἰ­ώ­νια διάρ­κεια, ἀλ­λὰ γιὰ κά­θε ἀνά­σα ὑπάρ­χει μιὰ προ­η­γού­με­νη καὶ θὰ ὑπάρ­ξει, ἴσως, μιὰ ἑπό­με­νη, καὶ ὁ χρό­νος εἶ­ναι μιὰ ἀτέ­λειω­τη ἁλυ­σί­δα ἀπὸ πρὶν καὶ με­τά, κι αὐ­τὴ σὰ νὰ χο­ρεύ­ει πά­νω σὲ ἕνα γυα­λι­στε­ρὸ βρά­χο ἕναν ὄμορ­φο μο­να­δι­κὸ χο­ρό.

       Ἔστρι­ψε τὸ πό­μο­λο μὲ δυ­σκο­λία. Ἡ πόρ­τα πα­ρ’ ὅλ’ αὐ­τὰ ἄνοι­ξε ἀθό­ρυ­βα. Τώ­ρα δὲν μέ­νει πα­ρὰ νὰ κά­νει τὸ τε­λευ­ταῖο βῆ­μα πρὶν ἀπ’ τὸ πρῶ­το. Ἐξα­κο­λού­θη­σε νὰ δι­στά­ζει, τὸ πό­δι της ἔμει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο. Μὲ τὸ δε­ξί της χέ­ρι ἄγ­γι­ξε τὴν κοι­λιά της γιὰ νὰ πά­ρει δύ­να­μη. Δὲν τὸ ξέ­ρει, ἀλ­λὰ στὸ βά­θος τῶν σπλά­χνων της ὑπάρ­χει ἕνα μι­κρὸ ἔμ­βρυο. Δὲν τὸ ξέ­ρει ἀκό­μα. Ὁ χρό­νος θὰ πά­ρει τὴ μορ­φή του. Ὁ χρό­νος θὰ ὑπάρ­χει ἐξ αἰ­τί­ας του.

       Γιὰ λί­γο ἔκλει­σε μὲ δύ­να­μη τὰ βλέ­φα­ρα, σφρά­γι­σε τὰ μά­τια ὣς νὰ πο­νέ­σουν. Ἀνα­γνώ­ρι­σε στὸ δεῖγ­μα τοῦ πό­νου τὸν με­γά­λο πό­νο τῆς ἐλευ­θε­ρί­ας.

       Κα­τέ­βα­σε τὸ πό­δι της ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἀκούμ­πη­σε τὸ ἔδα­φος, τὸ πέλ­μα της ἔνιω­σε τὸ χῶ­μα, τὸ και­νού­ριο χῶ­μα, ὁ κῆ­πος ἦταν πί­σω της πιά. Ἔκα­νε ἕνα δεύ­τε­ρο βῆ­μα. Ἀπο­φά­σι­σε καὶ ἔκα­νε ἕνα δεύ­τε­ρο βῆ­μα. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ἀπό­φα­ση. Θὰ ἀκο­λου­θή­σουν κι ἄλ­λες, ἡ μιὰ πιὸ δύ­σκο­λη ἀπὸ τὴν ἄλ­λη, ἀλ­λὰ θὰ εἶ­ναι ὅλες δι­κές της. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πιὸ δύ­σκο­λο, νὰ ἀπο­φα­σί­ζει μό­νη της. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκλει­σε τὴν πόρ­τα, ἄκου­σε πί­σω της τὸ κε­λά­η­δη­μα τῶν που­λιῶν. Ἡ σιω­πὴ δια­λύ­θη­κε. Ξε­χώ­ρι­σε τὸν κο­ρυ­δαλ­λὸ καὶ τὴν ἄχα­ρη ἀστεία φω­νὴ μιᾶς πά­πιας. Προ­χώ­ρη­σε ἕνα βῆ­μα ἀκό­μη. Τὸ φῶς δὲν ἦταν πιὰ τρυ­φε­ρὸ καὶ οἰ­κεῖο. Ἦταν σκλη­ρὸ καὶ ἄκαμ­πτο, ἔπε­φτε πά­νω της σὰν μα­στί­γιο. Στὸν κῆ­πο τὰ που­λιὰ τρα­γου­δοῦ­σαν, ἀλ­λὰ ἐδῶ, ἔξω, ἦταν σιω­πή. Ἡ σιω­πή τοῦ το­πί­ου τὴν τρό­μα­ξε. Ἀφουγ­κρά­στη­κε μὲ προ­σο­χή, με­τὰ ἀπὸ λί­γο ἄρ­χι­σε νὰ ἀκού­ει ἤχους, ἄρ­χι­σε νὰ ἀνα­κα­λύ­πτει τοὺς ἤχους τοῦ χώ­ρου· με­τὰ ἦρ­θαν τὰ χρώ­μα­τα.


Πρέ­πει νὰ ἀπο­φα­σί­σει σὲ ποιόν βρά­χο θὰ κα­τα­λύ­σει ὅταν νυ­χτώ­σει καὶ με­τὰ ποῦ θὰ φτιά­ξει τὸ σπί­τι της.



[Ση­μεί­ω­ση τῆς Συγ­γρα­φέ­ως]

Ἀπὸ τὰ «Ση­μειώ­μα­τα γιὰ τοὺς ἥρω­ές μου»

Ἡ Εὔα, σύμ­φω­να μὲ τὴ βι­βλι­κὴ ἀφή­γη­ση, δη­μιουρ­γή­θη­κε ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἕκτη μέ­ρα τῆς δη­μιουρ­γί­ας. Ὁ Ἀδάμ, ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος, κοι­μή­θη­κε βα­θιὰ καὶ ὁ Θε­ὸς πῆ­ρε ἕνα κομ­μά­τι ἀπὸ τὸ πλευ­ρό του καὶ ἔπλα­σε τὴν Εὔα. Τὸ ὄνο­μά της ση­μαί­νει ζωή. Θε­ω­ρή­θη­κε ἡ αἰ­τία ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος ἔχα­σε τὸν Πα­ρά­δει­σο, ἀλ­λὰ εἶ­ναι καὶ ἡ αἰ­τία ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος ἔχει συ­νεί­δη­ση τῆς ἀν­θρω­πι­νό­τη­τάς του. Ἐξο­ρί­στη­κε ἀπὸ τὸν Πα­ρά­δει­σο μα­ζὶ μὲ τὸν Ἀδάμ, ἔζη­σε πολ­λὰ χρό­νια μὲ τὸν σύν­τρο­φό της, ἀπέ­κτη­σε παι­διὰ κι ἐγ­γό­νια. Ἔμα­θε νὰ ἀν­τέ­χει τὸν πό­νο τῆς γέν­νας, τὸν πό­νο τοῦ κορ­μιοῦ ποὺ ἀρ­ρω­σταί­νει καὶ γερ­νά­ει, νὰ χαί­ρε­ται τὴ ζωὴ καὶ νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ θά­να­το. Σύμ­φω­να μὲ μιὰ πα­ρά­δο­ση τῶν Γνω­στι­κῶν, ὑπῆρ­χαν δύο Εὖ­ες: ἡ ἀλη­θι­νὴ Εὔα, φω­τει­νὴ καὶ σο­φή, κα­τοι­κοῦ­σε μέ­σα στὸ δέν­τρο τῆς Ζω­ῆς, ἦταν ἡ ἴδια τὸ δέν­τρο τῆς Ζω­ῆς.

Πη­γή: Μα­ρὼ Τριαν­τα­φύλλου, Αἰ­νίγ­μα­τα (Εὔ­μα­ρος, 2023).

­Δεῖ­τε ἐ­δῶ Εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἀ­φιέ­ρω­μα ἀ­πὸ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου: «Σκέ­ψεις γιὰ τὰ Αἰ­νίγ­μα­τα τῆς Μα­ρῶς Τριαν­τα­φύλ­λου».

Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε με­τα­πτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρ­­χαι­ολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχο­λεῖ­ται μὲ τὴ θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγημα­το­γρά­φος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διη­γήματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευ­ταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).

Εἰκόνα: ἔργο τοῦ John Martin (1789-1854).

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

 

oikoparaxenos στις 4:22 μ.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.