oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2025

Μαρὼ Τριανταφύλλου : Ἄλ­κηστη

 


 planodion on 20 Αὔγουστος 2025



Μαρὼ Τριανταφύλλου

 

Μ ι ­κ ρ ὸ Ἀ φ ι έ ­ρ ω ­μ α: 2/6

 

Ἄλ­κη­στη

 

λέ­ξαι θέ­λω σοι πρὶν θα­νεῖν ἃ βού­λο­μαι
Εὐ­ρι­πί­δη, Ἄλ­κη­στις, στ. 281.

 

ΤΗΝ ΑΡ­ΧΗ ἡ ἀγά­πη της εἶ­χε φό­βο – ἢ μπο­ρεῖ νὰ ἦταν φό­βος ποὺ εἶ­χε ἀγά­πη. Τὸν πε­ρί­με­νε στὸν κῆ­πο μό­νη της· ἦταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ θὰ τὸν συ­ναν­τοῦ­σε. Διά­βα­ζε πά­νω σὲ μιὰ φαρ­διὰ ἀνα­παυ­τι­κὴ πο­λυ­θρό­να, διά­βα­ζε ἕνα με­γά­λο ποί­η­μα ποὺ μι­λοῦ­σε γιὰ τὴν ἀγά­πη. Αὐ­τὸς ἦρ­θε καὶ στά­θη­κε μπρο­στά της, εἶ­δε τὴ σκιά του ποὺ ἔπε­σε πά­νω στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου της καὶ σκο­τεί­νια­σε τὶς λέ­ξεις. Κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια του ἕνα κί­τρι­νο τριαν­τά­φυλ­λο καὶ τῆς τὸ πρό­σφε­ρε, πρὶν τὴν κα­λη­με­ρί­σει, πρὶν τῆς πεῖ πό­σο ὄμορ­φη ἦταν ἡ μέ­ρα ἐπει­δὴ αὐ­τὴ ὑπῆρ­χε μέ­σα στὴ μέ­ρα καὶ πό­σο χαι­ρό­ταν ποὺ τὴν γνώ­ρι­ζε καὶ ποὺ σὲ λί­γο θὰ γι­νό­ταν γυ­ναίκα του. Ἔτει­νε τὸ χέ­ρι του καὶ ἀπί­θω­σε στὴ χού­φτα της τὸ κί­τρι­νο τριαν­τά­φυλ­λο. Ἡ κί­νη­σή του εἶ­χε σι­γου­ριὰ κι ἡ σι­γου­ριὰ αὐ­τὴ εἶ­χε μέ­σα της κά­τι βί­αιο καὶ σπά­νιο καὶ κα­ται­γι­στι­κό. Ἔπει­τα τὴν ὑπο­χρέ­ω­σε νὰ κλεί­σει τὰ δά­χτυ­λά της γύ­ρω ἀπὸ τὸ κί­τρι­νο τριαν­τά­φυλ­λο καὶ νὰ τὸ κρα­τή­σει στὸ χέ­ρι της. Ἦταν τό­σο δρο­σε­ρό· τὰ πέ­τα­λά του ἦταν ἁπα­λὰ σὰ μά­γου­λα μω­ροῦ καὶ στὴ μέ­ση κά­θε πέ­τα­λου ἁπλω­νό­ταν μὲ χά­ρη ἀλ­λὰ δια­κρι­τι­κὰ μιὰ στα­γό­να ἀπὸ ρό­δι­νο. Τί ἰδέα κι αὐ­τή, τὸ πρῶ­το λου­λού­δι ποὺ τῆς χά­ρι­σε νὰ εἶ­ναι ἕνα κί­τρι­νο τριαν­τά­φυλ­λο... Ἂν ἦταν ἄσπρο, θά ’ταν γι’ αὐ­τήν, ἂν ἦταν κόκ­κι­νο θά ’ταν γι’ αὐ­τὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γί­νουν, ἀλ­λὰ ἕνα κί­τρι­νο τριαν­τά­φυλ­λο... Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι μιὰ κί­νη­ση ἀδέ­ξιας ἀθω­ό­τη­τας ἤ, τὸ ἀν­τί­θε­το, μιὰ πρά­ξη δό­λιου ὑπο­λο­γι­σμοῦ. Τὸ φύ­λα­ξε μέ­σα στὸ βι­βλίο της, τὸ ἔκλει­σε ἀνά­με­σα στὶς σε­λί­δες ποὺ διά­βα­ζε τὴ στιγ­μὴ τῆς συ­νάν­τη­σης καὶ δὲν ξα­νά­νοι­ξε πο­τὲ ἐκεῖ­νο τὸ βι­βλίο.

       

Χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅταν θέ­λη­σε νὰ δια­βά­σει πά­λι ἐκεῖ­νο τὸ ποί­η­μα, ἔστει­λε καὶ τῆς ἀγό­ρα­σαν ἕνα ἄλ­λο ἀν­τί­τυ­πο.

       Ἔζη­σε χρό­νια μα­ζί του ἀγα­πῶν­τας τον χω­ρὶς ἔκ­πλη­ξη, γέν­νη­σε παι­διά, τὰ με­γά­λω­σε μὲ στορ­γὴ καὶ εὐ­θύ­τη­τα, ἀβγά­τε­ψε τὸ βιὸς τοῦ σπι­τιοῦ τους, λάμ­πρυ­νε τὸ ὄνο­μά του, ὑπέ­με­νε τὴ μο­νο­το­νία τῆς προ­σπά­θειας μὲ καρ­τε­ρία καὶ σύ­νε­ση. Τὰ κα­λο­και­ριά­τι­κα βρά­δια τῆς ἄρε­σε νὰ κά­θε­ται κον­τά του στὴ βε­ράν­τα σιω­πη­λὴ καὶ νὰ τὸν ἀκού­ει νὰ τῆς δι­η­γεῖ­ται ἱστο­ρί­ες ἀπὸ τὰ παι­δι­κά του χρό­νια. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν τὸν ἄκου­γε, δὲν εἶ­χε ἀκού­σει πο­τὲ οὔ­τε μιὰ ἀπὸ τὶς ἱστο­ρί­ες του, γι’ αὐ­τὸ μπο­ροῦ­σε ἐκεῖ­νος νὰ τὶς λέ­ει ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ χω­ρὶς νὰ τὸν δια­κό­πτει βα­ριε­στη­μέ­νη, χω­ρὶς νὰ τοῦ λέ­ει πὼς τῆς ἔχει ξα­να­πεῖ τὴν ἱστο­ρία καὶ τὴν ξέ­ρει, κου­βέν­τα φαρ­μα­κε­ρὴ γιὰ κά­θε ἀφη­γη­τή. Αὐ­τὸ ποὺ τῆς ἄρε­σε στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦταν νὰ κά­θε­ται πο­λὺ κον­τά του καὶ νὰ ἀνα­σαί­νει τὸν ἀέ­ρα ποὺ ἔβγαι­νε ἀπὸ τὸ στῆ­θος του κα­θὼς ἐκρή­γνυν­ταν σκλη­ρὰ σύμ­φω­να ἢ χό­ρευαν βρον­τώ­δη φω­νή­εν­τα. Κα­τά­πι­νε τὸν ἀέ­ρα μὲ μι­κρὲς μπου­κιὲς καὶ τὸν ἄφη­νε νὰ τὴν πλημ­μυ­ρί­σει. Μ’ ὅλ’ αὐ­τὰ τὰ μό­ρια ὑγροῦ ἀέ­ρα ποὺ ἔβγαι­ναν ἀπ’ τὰ πνε­μό­νια του, ἔχον­τας πρὶν ἀγ­γί­ξει τοὺς ἱστούς, ἔχον­τας λου­στεῖ ἀπ’ τὰ ὑγρὰ καὶ τὸ αἷ­μα του, τὸν ἐγ­κα­θι­στοῦ­σε μέ­σα της, εἶ­χε μέ­σα της ἕνα κομ­μά­τι ἀπ’ τὸ κορ­μί του ποὺ συ­ναι­ρέ­θη­κε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ καὶ γιὰ πάν­τα μὲ τὸ δι­κό της. Τό­τε ἦταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, τό­τε ἤξε­ρε πὼς τὸν ἀγα­ποῦ­σε χω­ρὶς φό­βο πιὰ κι αὐ­τὴ ἡ ἀγά­πη τῆς ἔδι­νε μιὰ ἡδο­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα, μυ­στι­κὴ ταυ­τό­τη­τα, ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν μοι­ρα­στεῖ μὲ κα­νέ­ναν ἀλ­λὰ καὶ σὲ κα­νέ­ναν δὲν ἐπέ­τρε­πε νὰ τὴν ἀμ­φι­σβη­τή­σει. Ἦταν ἡ γυ­ναίκα του κι αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας ἦταν ὁ ἄν­τρας της.

       Ὅταν ἔμα­θε τὴν ἀρ­ρώ­στια του, φο­βή­θη­κε. Ποιό θά ’ταν με­τὰ τὸ θά­να­τό του τὸ ὄνο­μά της; Τῶν παι­διῶν της ἡ μοῖ­ρα ποιά θὰ ἦταν; Ἄρ­χι­σε νὰ προ­σεύ­χε­ται ἀπὸ μέ­σα της κι ἔφτα­σε μιὰ μέ­ρα ποὺ ζή­τη­σε νὰ πά­ρουν οἱ θε­οὶ τὴν ἀρ­ρώ­στια του καὶ νὰ τὴν δώ­σουν σ’ αὐ­τήν, νὰ πε­θά­νει στὴ θέ­ση του. Κι ὅταν τὸ εἶ­πε, ὅταν ἔκα­νε λό­γο τὴ σκέ­ψη ποὺ ἀχνο­σχη­μα­τι­ζό­τα­νε ἀπὸ και­ρὸ στὸ νοῦ της κι ἔπει­τα τὴν ξε­στό­μι­σε, στὴν ἀρ­χὴ ἀδύ­να­μα καὶ δι­στα­κτι­κὰ κι ἔπει­τα μὲ θαρ­ρα­λέα αὐ­τα­πάρ­νη­ση, ἔνιω­σε μιὰ βα­θιὰ ἀνα­κού­φι­ση, σὰν νά ’χε κλεί­σει ἕνα τραῦ­μα.

       Ἀνέ­βη­κε στὸ δω­μά­τιό τους, ποὺ πιὰ ἦταν μό­νο δι­κό του δω­μά­τιο, γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξει τὰ σεν­τό­νια του – δὲν ἄφη­νε κα­νέ­ναν ἄλ­λον νὰ ἀγ­γί­ξει τὰ στρω­σί­δια του, αὐ­τὴ τὰ ἄλ­λα­ζε δυὸ φο­ρὲς τὴ μέ­ρα, μιὰ τὸ πρωῒ κι ἔπει­τα ἄλ­λη μιά, ἀρ­γὰ τὸ ἀπό­γευ­μα, τὴν ὥρα ποὺ ἔπε­φτε ὁ ἥλιος, καὶ κά­θε φο­ρὰ ἔστρω­νε τὸ κρε­βά­τι μὲ πε­ρισ­σὴ προ­σο­χή, τεν­τώ­νον­τας σχο­λα­στι­κὰ τὶς ἄκρες τῶν σεν­το­νιῶν καὶ φου­σκώ­νον­τας τὰ μα­ξι­λά­ρια γιὰ νά ’ναι μα­λα­κὰ καὶ ἀνα­παυ­τι­κὰ νὰ πλα­γιά­σει πά­νω τους αὐ­τός, μό­νος κι ἀπελ­πι­σμέ­νος. Ἀνέ­βη­κε λοι­πὸν στὸ δω­μά­τιό του, κι ἐνῷ δὲν εἶ­χε πρό­θε­ση, τοῦ ἐξο­μο­λο­γή­θη­κε τὸ αἴ­τη­μά της στοὺς θε­ούς. Καὶ εἶ­δε μὲ ἔκ­πλη­ξη τὴν ἄγρια χα­ρὰ ποὺ φώ­τι­σε τὸ βλέμ­μα του. Δὲν ἤθε­λε νὰ τὸ σκε­φτεῖ, μὰ τῆς πέ­ρα­σε σὰν ἀστρα­πὴ ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ἔμοια­ζε τὸ βλέμ­μα του μὲ τοῦ φο­νιᾶ, ἔπει­τα κα­τά­λα­βε πὼς ἦταν πιὸ πο­λὺ σὰν τοῦ πλή­θους τὴν ὥρα τῆς θυ­σί­ας. Ὅπως καὶ νά ’χε, δὲν εἶ­δε τὸν πα­ρα­μι­κρὸ ἐν­δοια­σμό, τὴ θλί­ψη, τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Ἡ δει­λία του τὴν τύ­λι­γε τώ­ρα σὰν δη­λη­τη­ρια­σμέ­νος μαν­τύ­ας. Ἀσφυ­κτιοῦ­σε ἀπὸ κά­τι ποὺ ἔμοια­ζε μὲ πό­νο, ἕνα πο­τά­μι περ­νοῦ­σε ἀπὸ μέ­σα της, ἅρ­πα­ζαν τὰ νε­ρά του ὅ,τι ἔβρι­σκαν. Τό­τε ἀκρι­βῶς κα­τά­λα­βε πὼς πιὰ δὲν τὸν ἀγα­ποῦ­σε καὶ γέ­μι­σε ἀπὸ ἀη­δια­στι­κὴ πε­ρι­φρό­νη­ση ἡ καρ­διά της. Μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ πε­θά­νει χω­ρὶς τύ­ψεις ποὺ τὸν ἄφη­νε πί­σω μό­νο του, χω­ρὶς τὴν ἀγά­πη της νὰ τὸν σκε­πά­ζει προ­στα­τευ­τι­κὰ στὰ κρύα τοῦ χει­μῶ­να καὶ στὰ λά­θη του. Μπο­ροῦ­σε νὰ πε­θά­νει γι’ αὐ­τὸν χω­ρὶς τὴν ἐλά­χι­στη ἐπι­θυ­μία νὰ τὸν γεν­νή­σει γιὰ νὰ τὸν ἀγα­πή­σει ξα­νὰ ὅπως θὰ ἤθε­λε νὰ τὸν ἀγα­πᾶ.

       Δὲν τὸ με­τά­νιω­σε ποὺ πέ­θα­νε γι’ αὐ­τόν, ἀλ­λὰ ποὺ ἦταν αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας γιὰ τὸν ὁποῖο πέ­θα­νε. Πα­ρ’ ὅλ’ αὐ­τά, ὣς τὸ τε­λευ­ταῖο λε­πτὸ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν ἀκού­σει νὰ τὴν κα­λεῖ πί­σω, νὰ τῆς πεῖ πὼς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀφή­σει νὰ πε­θά­νει στὴ θέ­ση του. Ὄχι μὲ τὸν ἀη­δια­στι­κὸ ἡρωϊ­σμὸ τῆς βε­βαιό­τη­τας, ὄχι μὲ τὴν ὑπο­κρι­σία τοῦ πο­λι­τι­κοῦ μπρο­στὰ στὰ πλή­θη. Τό­τε αὐ­τή, μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη, θὰ ἔπαιρ­νε τὸ χέ­ρι του, θὰ τὸ ἀκουμ­ποῦ­σε στὴν καρ­διά της καὶ πά­λι θὰ διά­λε­γε τὸν θά­να­το.


       Τὸ τε­λευ­ταῖο ποὺ σκέ­φτη­κε κα­θὼς χα­νό­ταν σὲ μιὰ σιω­πη­λὴ δί­νη ἀπὸ φῶς ἦταν τὸ σπί­τι της καὶ τὰ παι­διά της μέ­σα σ’ αὐ­τό.

 [Ση­μεί­ω­ση τῆς Συγ­γρα­φέ­ως]

Ἀπὸ τὰ «Ση­μειώ­μα­τα γιὰ τοὺς ἥρω­ές μου»

Τὴν ἱστο­ρία τῆς Ἄλ­κη­στης τὴν ξέ­ρου­με πιὸ πο­λὺ ἀπὸ τὴν ὁμώ­νυ­μη τρα­γω­δία τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη. Ἦταν κό­ρη τοῦ Πε­λία, λέ­ει ὁ μῦ­θος, τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Ἰωλ­κοῦ, ποὺ ἔστει­λε τὸν Ἰά­σο­να νὰ φέ­ρει τὸ χρυ­σό­μαλ­λο δέ­ρας. Ἦταν ἡ ὀμορ­φό­τε­ρη ἀπὸ τὶς κό­ρες τοῦ Πε­λία καὶ ἡ μό­νη ποὺ δὲν πῆ­ρε μέ­ρος στὶς τε­λε­τὲς ποὺ πρό­τει­νε ἡ Μή­δεια γιὰ νὰ ξα­να­γί­νει νέ­ος ὁ πα­τέ­ρας τους, ὁδη­γῶν­τας τον σὲ μαρ­τυ­ρι­κὸ θά­να­το, πα­ρ' ὅλο ποὺ οἱ κό­ρες εἶ­χαν ἀγα­θὴ πρό­θε­ση. Τὴν ζή­τη­σαν πολ­λοὶ σὲ γά­μο, μὰ τὴν κέρ­δι­σε ὁ Ἄδμη­τος, ὁ βα­σι­λιὰς τῶν Φε­ρῶν, ποὺ ἔφε­ρε σὲ πέ­ρας, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Ἀπόλ­λω­να, τὸν ἄθλο ποὺ τοῦ ζή­τη­σε ὁ πα­τέ­ρας της γιὰ νὰ τὴν δώ­σει: νὰ ἡμε­ρώ­σει καὶ νὰ ζέ­ψει στὸ ἴδιο ἅρ­μα ἕνα λιον­τά­ρι κι ἕνα ἀγριο­γού­ρου­νο. Οἱ κά­τοι­κοι τῶν Φε­ρῶν τὴν λά­τρευαν ὡς ὑπό­δειγ­μα συ­ζύ­γου καὶ βα­σί­λισ­σας. Δέ­χτη­κε νὰ πε­θά­νει στὴ θέ­ση τοῦ ἄν­τρα της, ποὺ οἱ Μοῖ­ρες τοῦ εἶ­χαν γρά­ψει νὰ πε­θά­νει νέ­ος, ἐκτὸς ἂν κά­ποιος βρι­σκό­ταν νὰ πά­ρει τὴ θέ­ση του στὸ θά­να­το. Τὴ μέ­ρα ποὺ ἡ Ἄλ­κη­στη ἔκλει­νε τὰ μά­τια της, στὸ πα­λά­τι τῶν Φε­ρῶν ἔφτα­σε ὁ Ἡρα­κλῆς. Ἔμα­θε γιὰ τὴ θυ­σία τῆς Ἄλ­κη­στης καὶ κί­νη­σε νὰ τὴν φέ­ρει πί­σω ἀπὸ τὸν Κά­τω Κό­σμο. Γύ­ρι­σε φέρ­νον­τας μα­ζὶ του ἕνα πλά­σμα ποὺ ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δὲν μᾶς ξε­κα­θά­ρι­σε πο­τὲ ἂν εἶ­ναι ἡ Ἄλ­κη­στη ποὺ ἐπέ­στρε­ψε ζων­τα­νὴ ἀπὸ τὸν Ἅδη.

Πη­γή: Μα­ρὼ Τριαν­τα­φύλ­λου, Αἰ­νίγ­μα­τα, (Εὔ­μα­ρος, 2023).

­Δεῖ­τε ἐ­δῶ Εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἀ­φιέ­ρω­μα ἀ­πὸ τὴν Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου: «Σκέ­ψεις γιὰ τὰ Αἰ­νίγ­μα­τα τῆς Μα­ρῶς Τριαν­τα­φύλ­λου».

Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα 1963). Σπούδασε φιλοσοφία καὶ ἔκανε με­τα­­πτυχιακὲς σπουδὲς στὸ Παρίσι στὴν σημειολογία καὶ στὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης. Εἶναι διδάκτορας ἀρχαίας ἱστορίας τοῦ τμήματος Ἱστορίας καὶ Ἀρ­­χαι­ολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης. Ἀσχο­λεῖται μὲ τὴ θεατρικὴ κριτική. Ὡς συγγραφέας εἶναι κυρίως διηγημα­το­γρά­φος: Ἡ Δάφνη καὶ τὸ Βουνό, Τί νέα ἀπὸ τὸ στρατόπεδο Κρίσενβελτ. Διη­γή­ματά της ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἰταλικὰ καὶ τὰ ἱσπανικά. Τελευ­ταῖο βιβλίο της ἡ συλλογὴ διηγημάτων Αἰνίγματα (Εὔμαρος, 2023).

Εἰκόνα: Ἄλκηστη. Ἔργο τοῦ Johann Heinrich Tischbein (1722-1789).

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή .


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.


oikoparaxenos στις 10:49 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.