oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Νῖ­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ: Τέ­ρας χω­ρὶς κε­φά­λι

 

Read on blog or Reader




 planodion on 9 Ἰούλιος 2025



Νῖ­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ


Τέ­ρας χω­ρὶς κε­φά­λι


ΚΟΡ­ΠΟΥ­ΣΕ τὸν φό­βο καὶ τὸν τρό­μο καὶ μό­νο μὲ τὸ ἄκου­σμα τοῦ ὀνό­μα­τός του. Ἦταν ἕνα ἱπτά­με­νο τε­τρά­γω­νο το­μά­ρι δυὸ μέ­τρων, μὲ κον­τὴ σκου­ρό­χρω­μη τρί­χα, πάν­τα τεν­τω­μέ­νο καὶ οἱ τέσ­σε­ρις ἄκρες του ποὺ εἶ­χαν ἐπι­μη­κυν­θεῖ καὶ στρογ­γυ­λο­ποι­η­θεῖ, ἀνε­βο­κα­τέ­βαι­ναν γρή­γο­ρα σὰν φτε­ροῦ­γες. Δὲν εἶ­χε κε­φά­λι, ἀλ­λὰ ὅταν περ­νοῦ­σε μὲ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα, φαι­νό­ταν σὰν νὰ τὸ εἶ­χε χτυ­πή­σει ἀκρι­βῶς στὴ μέ­ση μιὰ μπά­λα πο­δο­σφαί­ρου, ποὺ ἔχον­τας με­γα­λύ­τε­ρη τα­χύ­τη­τα, τὸ πα­ρά­σερ­νε μα­ζί της στὴν πο­ρεία της. Συ­νή­θως πα­ρου­σια­ζό­ταν τὸ βρά­δυ, μέ­σα στὸ βα­θὺ σκο­τά­δι καὶ ἡ πα­ρου­σία του γι­νό­ταν ἀν­τι­λη­πτή, ἀπὸ τὸν θό­ρυ­βο ποὺ ἔκα­ναν οἱ ἄκρες του κα­θὼς χτυ­ποῦ­σαν τὸν ἀέ­ρα, ἀλ­λὰ καὶ ἀπὸ μιὰ πε­ρί­ερ­γη κί­τρι­νη φω­τει­νὴ αὔ­ρα ποὺ εἶ­χε γύ­ρω του. Ἔκα­νε ὅμως, τὴν ἐμ­φά­νι­σή του καὶ πιὸ νω­ρίς, μό­λις σου­ρού­πω­νε ἢ πο­λὺ σπά­νια, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν καὶ τὴν ἡμέ­ρα.

       Ἔτσι, τὸ πε­ριέ­γρα­ψαν κα­μιὰ δε­κα­ριὰ ἄν­θρω­ποι ποὺ ἰσχυ­ρί­ζον­ταν ὅτι τὸ εἶ­χαν δεῖ καὶ ὅλοι συμ­φω­νοῦ­σαν γιὰ τὴν πε­ριο­χὴ ποὺ σύ­χνα­ζε τὸ μυ­στη­ριῶ­δες δια­βο­λο­τό­μα­ρο, ποὺ δὲν ἦταν ἄλ­λη ἀπὸ τὸ πα­λιὸ κοι­μη­τή­ριο.

Δυὸ τρεῖς ἄν­θρω­ποι τὸ εἶ­χαν δεῖ μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Ἦταν ἕνα μυ­στή­ριο ἀξε­διά­λυ­το. Ἔλε­γαν ὅτι τὴν ἡμέ­ρα δὲν πεί­ρα­ζε καὶ ὅταν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τὴν πα­ρου­σία ἀν­θρώ­πων ἔσπευ­δε νὰ ἐξα­φα­νι­στεῖ. Μα­ζευό­ταν μέ­σα ἀπὸ μιὰ πε­ρι­στρο­φι­κὴ κί­νη­ση καὶ γι­νό­ταν ἕνα κου­βά­ρι ποὺ συ­νε­χῶς μί­κραι­νε καὶ ἐξα­φα­νι­ζό­ταν χω­ρὶς νὰ ἀφή­νει κα­νέ­να ἄλ­λο ἴχνος. Φαί­νε­ται ὅτι εἶ­χε ἀδυ­να­μία στοὺς λα­γούς, στὶς ἀλε­ποῦ­δες καὶ στὰ φί­δια. Κά­ποιος τὴν εἶ­δε ποὺ ἅρ­πα­ξε δυὸ με­γά­λα μαῦ­ρα φί­δια, ποὺ ἐρω­τεύ­ον­ταν μέ­σα στὸ θε­ρι­σμέ­νο χω­ρά­φι καὶ ἔπαι­ζε μα­ζί τους στὸν ἀέ­ρα. Τὰ πε­τοῦ­σε ψη­λὰ καὶ μό­λις ξα­νά­πε­φταν στὸ τεν­τω­μέ­νο το­μά­ρι τὰ ἐξα­κόν­τι­ζε σὰν τραμ­πο­λί­νο πιὸ ψη­λά. Ὅταν τὰ ἄφη­σε ἐπί τέ­λους νὰ πέ­σουν στὴ γῆ, δὲν ἦταν πα­ρὰ λευ­κοὶ σκε­λε­τοί, ποὺ δια­λύ­θη­καν μό­λις ἄγ­γι­ξαν τὴ σκλη­ρὴ ἐπι­φά­νεια τῆς γῆς. Κά­ποια ἄλ­λη φο­ρά, τὸ εἶ­δαν ποὺ ἁπλώ­θη­κε καὶ κά­λυ­ψε μιὰ ἀλε­ποῦ καὶ ἐν ρι­πῇ ὀφθαλ­μοῦ ἐξα­φα­νί­στη­κε, ἀφή­νον­τας στὸν τό­πο μό­νο τὸν σκε­λε­τό της, ποὺ δια­λύ­θη­κε ἀμέ­σως μὲ τὸ φύ­ση­μα τοῦ ἀέ­ρα.

       Γιὰ ἕναν πε­ρί­ερ­γο λό­γο, κα­νέ­νας ἀπὸ τὸ χω­ριὸ δὲν εἶ­χε πά­θει κα­κὸ ἀπὸ τὸ δια­βο­λο­τό­μα­ρο, οὔ­τε ὑπῆρ­χαν πα­λαιό­τε­ρες ἱστο­ρί­ες ἐξα­φά­νι­σης ντό­πιων. Ὅλα τὰ θύ­μα­τα ἦταν ξέ­νοι ἄν­θρω­ποι, μο­να­χι­κοί, προ­ερ­χό­με­νοι ἀπὸ ἀκα­θό­ρι­στο τό­πο ποὺ ἔτυ­χε νὰ περ­νοῦν ἀπὸ τὸ χω­ριὸ καὶ τοὺς πῆ­ρε τὸ μά­τι του. Καί, ἦταν πολ­λὰ τὰ θύ­μα­τα· καὶ γιὰ πολ­λὲς πε­ρι­πτώ­σεις ὑπῆρ­χαν ἀκρι­βεῖς καὶ τρο­με­ρὲς πε­ρι­γρα­φὲς ἀπὸ αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες.

       Ἕνα ἀπό­γευ­μα, ὁ θεῖ­ος ποὺ φι­λο­ξε­νού­σα­με, μοῦ ζή­τη­σε νὰ πᾶ­με μα­ζὶ στὸ δι­πλα­νὸ χω­ριὸ μὲ τὸ πο­δή­λα­τό μου —ποὺ ὁ ἴδιος μοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει τὸ πε­ρα­σμέ­νο κα­λο­καί­ρι— καὶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νος, για­τὶ αὐ­τὸς θὰ ἔμε­νε ἐκεῖ στοὺς συγ­γε­νεῖς. Αὐ­τὸ ἔγι­νε, μὰ τὸ παι­χνί­δι ἐκεῖ μὲ κά­τι παι­διὰ ποὺ συ­νάν­τη­σα μὲ κα­θυ­στέ­ρη­σαν. Ὅταν ξε­κί­νη­σα μὲ τὸ πο­δή­λα­το γιὰ τὴν ἐπι­στρο­φὴ ἄρ­χι­σε νὰ σου­ρου­πώ­νει. Ἔπρε­πε νὰ δια­νύ­σω μό­νο τρία χι­λιό­με­τρα μὰ ξαφ­νι­κά, κα­θὼς πο­δη­λα­τοῦ­σα, μοῦ φά­νη­καν πά­ρα πολ­λὰ για­τί τὸ σκο­τά­δι ἐρ­χό­ταν μὲ πο­λὺ γρή­γο­ρο ρυθ­μό. Ὅταν εἶ­χα πιὰ δια­νύ­σει τὸν μι­σὸ δρό­μο, θυ­μή­θη­κα τὸ δια­βο­λο­τό­μα­ρο. Δυ­στυ­χῶς, γιὰ νὰ πάω στὸ σπί­τι μου, ἔπρε­πε νὰ πε­ρά­σω ἀπὸ τὸ πα­λιὸ κοι­μη­τή­ριο. Δὲν ὑπῆρ­χε ἄλ­λος δρό­μος. Πο­δη­λα­τοῦ­σα ὅσο πιὸ γρή­γο­ρα μπο­ροῦ­σα γιὰ νὰ κερ­δί­σω χρό­νο. Ἡ ἀνα­βο­λὴ τῆς ἐπι­στρο­φῆς στὸ χω­ριὸ ἦταν χω­ρὶς ἔν­νοια, για­τὶ δὲν θὰ ἤμουν πιὰ οὔ­τε «δυ­να­τὸς» οὔ­τε «ἀτρό­μη­τος», ἐπί­θε­τα ποὺ μὲ εἶ­χε στο­λί­σει τὴν προ­η­γού­με­νη στὰ γε­νέ­θλιά μου ὁ πα­τέ­ρας. Ἤμουν ἕν­τε­κα πιά. Πο­δη­λα­τοῦ­σα, μὰ ὅσο πλη­σί­α­ζα στὸ κοι­μη­τή­ριο ὁ φό­βος μου με­γά­λω­νε. Ἡ καρ­διά μου χτυ­ποῦ­σε δυ­να­τὰ καὶ κόν­τευε νὰ σπά­σει. Ἡ ἀνά­σα μου ἔγι­νε βα­ριὰ καὶ προ­χω­ροῦ­σα ὅλο καὶ πιὸ δύ­σκο­λα. Τὰ πό­δια μου ἄρ­χι­σαν νὰ μὴν ὑπα­κού­ουν στὴν ἐπι­θυ­μία μου καὶ τὸ πο­δή­λα­το ἔχα­νε συ­νε­χῶς τα­χύ­τη­τα, μέ­χρι ποὺ στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ ξω­πόρ­τι τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου.

       Πά­τη­σα τὸ ἀρι­στε­ρό μου πό­δι κά­τω κι ἐκεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἔνιω­σα τὸ φτε­ρο­κό­πη­μά του πά­νω ἀπὸ τὸ κε­φά­λι μου, μὲ ἐκεῖ­νο τὸ πα­ρά­ξε­νο κί­τρι­νο φῶς ν’ ἁπλώ­νε­ται τρι­γύ­ρω. Ἔδω­σε ἕνα κύ­κλο ἀνε­βο­κα­τε­βά­ζον­τας τὶς τέσ­σε­ρις ἄκρες του καὶ ἀκι­νη­το­ποι­ή­θη­κε κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ μέ­τρα μπρο­στά μου, ψη­λά. Ὕστε­ρα ἀπὸ λί­γο, ἄρ­χι­σε νὰ πλη­σιά­ζει ἀλ­λὰ πά­ρα πο­λὺ σι­γὰ καὶ ἐπι­φυ­λα­κτι­κά. Κοι­τοῦ­σα τὸ κί­τρι­νο πε­ρί­γραμ­μά του. Ἦταν ἀκρι­βῶς ὅπως στὶς πε­ρι­γρα­φὲς ποὺ εἶ­χα ἀκού­σει. Ἔβα­λα τὸ χέ­ρι μου προ­σε­κτι­κὰ στὴν τσέ­πη κι ἔσφι­ξα τὸ μα­χαι­ρά­κι μου, ποὺ τὸ ἄνοι­ξα σπρώ­χνον­τας μὲ ἀρ­γὴ κί­νη­ση ἕνα μο­χλὸ στε­ρε­ω­μέ­νο στὴ λε­πί­δα, μέ­χρι ποὺ ἄκου­σα τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ κλίκ. Ἦταν ἀπό­λυ­τη ἡσυ­χία. Δὲν ἄφη­να τὰ μά­τια μου ἀπὸ τὸ κί­τρι­νο πε­ρί­γραμ­μα. Μό­λις πλη­σί­α­σε στὰ δέ­κα μέ­τρα, πρό­τει­να ἀπει­λη­τι­κὰ τὸ μα­χαι­ρά­κι μου μὲ μιὰ ἀπό­το­μη κί­νη­ση, βγά­ζον­τας μιὰ ἀπελ­πι­σμέ­νη κραυ­γή. Ἦταν ἡ τε­λευ­ταία ἀλ­λὰ ἀπο­φα­σι­στι­κή μου κί­νη­σή ποὺ ἀπό­δω­σε: τὸ δια­βο­λο­τό­μα­ρο ἀνα­πή­δη­σε πρὸς τὰ πί­σω, κου­λου­ριά­στη­κε στρι­φο­γυ­ρί­ζον­τας κι ἐξα­φα­νί­στη­κε μέ­σα σὲ κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου. Δὲν ἔχα­σα και­ρό, πή­δη­ξα στὸ πο­δή­λα­τό μου κρα­τῶν­τας τὸ μα­χαι­ρά­κι ἀκό­μα στὸ ἀρι­στε­ρό μου χέ­ρι κι ἔγι­να ἕνα μὲ τὸ σκο­τά­δι, ποὺ ἐν τῷ με­τα­ξὺ ἔγι­νε πιὸ πη­κτό. Μά, ἐγὼ δὲν τὸ φο­βό­μου­να πιὰ τὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: 20 Δι­η­γή­μα­τα, Ἐκ­δό­σεις Κάρ­βας, 2014.

Ὁ Νῖ­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ὴλ γεν­νή­θη­κε στὸ Βα­σί­λι τῆς Κύ­πρου. Με­τὰ τὴν ἀπο­φοί­τη­σή του ἀπὸ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Γυ­μνά­σιο Ἀμ­μο­χώ­στου σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀθη­νών. Ἐρ­γα­σί­ες του —βι­βλιο­γρα­φί­ες, ἐρ­γο­γρα­φί­ες, με­τα­φρά­σεις, δο­κί­μια, χρο­νο­γρα­φή­μα­τα— ἔχουν δη­μο­σιευ­τεῖ σὲ ἑλ­λα­δι­κὰ καὶ κυ­πρια­κὰ πε­ριο­δι­κά, στὸν κυ­πρια­κὸ τύ­πο, κα­θὼς καὶ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ σὲ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα στὴν Κύ­προ, τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἀλ­λοῦ. Ἔχει τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Δι­θα­λάσ­σου, Κάρ­βας 2012, Πι­κρό­λι­θος, Κάρ­βας 2014, Ὕδα­τα Ὑδά­των, Κάρ­βας 2016 καὶ Ὕλεμ, Κάρ­βας 2024. Δύο ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γὲς ἔχουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἰτα­λι­κά. Ἔχει τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των: Ἡ κό­ρη τοῦ δρα­γου­μά­νου, Με­ταίχ­μιο, Ἀθή­να, 2003· 20 Δι­η­γή­μα­τα, Κάρ­βας, Κύ­προς, 2014· Φυ­σορ­ρό­ος, Βακ­χι­κόν, Ἀθή­να 2019. Δι­η­γή­μα­τά του ἔχουν με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, ὁλ­λαν­δι­κὰ καὶ ἀλ­βα­νι­κά. Τὸ τε­λευ­ταῖο βι­βλίο του εἶ­ναι τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὅταν σω­πᾶ­σαν τὰ που­λιά, Κάρ­βας 2024. Ἔχει διορ­γα­νώ­σει ἀτο­μι­κὲς ἐκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κῆς καὶ συμ­με­τεῖ­χε σὲ πολ­λὲς ὁμα­δι­κές. Ὑπῆρ­ξε μὲ­λος τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ὀμά­δας τῶν πε­ριο­δι­κῶν λό­γου, τέ­χνης καὶ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ «Ὁ Κύ­κλος» καὶ «Κυ­πρια­κὴ Βι­βλιο­φι­λία-Φι­λο­τε­χνία». Ζεῖ στὴ Λευ­κω­σία.

Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.

WordPress.com and Jetpack Logos
oikoparaxenos στις 8:46 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.