oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας: Τὸ πα­ρά­πο­νο

 





By planodion on 17 Ἰούνιος 2025



Εὐ­θύ­μιος Λέν­τζας 


Τὸ πα­ρά­πο­νο

 

Ο ΜΕΤΣΟΒΟ ἁπλώ­νε­ται ἀνά­με­σα στὸ Πε­ρι­στέ­ρι καὶ στὴν Κα­τά­ρα. Σὲ τού­τη τὴν ρα­χο­κο­κα­λιὰ ἀπὸ ὑψώ­μα­τα βα­δί­ζω ἀρ­γά, ἀθό­ρυ­βος καὶ μό­νος, μὲ μιὰ προ­σπά­θεια μο­νά­χα: τὸ βῆ­μα μου νὰ εἶ­ναι στα­θε­ρό. Σί­γου­ρος ὄχι, μὰ ἀπό­λυ­τα εὐ­τυ­χὴς κου­νῶν­τας τὰ δυό μου πό­δια. Τρι­γύ­ρω μου πεῦ­κα πολ­λὰ καὶ κα­στα­νιὲς κι ἀμέ­τρη­τα ἔλα­τα. Νὰ νιώ­θεις εὔ­θραυ­στος σὰν νε­ο­γέν­νη­το μω­ρό, ὅταν σοῦ δί­νε­ται μιὰ φύ­ση σὰν κι αὐ­τή, μιὰ φύ­ση νόη­μα. Σὲ αὐ­τὰ τὰ ὕψη πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ ἀγα­πῶ, σὰν ἀπὸ κά­ποιο ἔν­στι­κτο, ἢ μή­πως νά ‘ναι ἡ μυ­ρω­διὰ ἀπὸ τὰ χώ­μα­τα τὰ τό­σο πα­λιά, αὐ­τὸ τὸ αἴ­σθη­μα ποὺ ἔρ­χε­ται ἀπὸ τὰ βά­θη τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἡλι­κί­ας;...

       Οἱ στά­νες ἀπὸ τὶς πλα­γιὲς μοῦ ζε­σταί­νουν τὸ πρό­σω­πο· σχε­δὸν μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ σταυ­ρο­κο­πη­θῶ. Ἀπὸ τὰ τέσ­σε­ρα ση­μεῖα τοῦ ὁρί­ζον­τα, κου­δου­νί­σμα­τα φτά­νουν στ’ αὐ­τιά μου, μὲ σφυ­ρο­κο­ποῦν – ζων­τα­νά, ὁρα­τὰ καὶ ἀό­ρα­τα: πρό­βα­τα, γί­δια, τσο­πα­νό­σκυ­λα, στὸν δι­κό τους ὀρ­γα­σμὸ μὲ προ­σκα­λοῦν.

Δυ­να­τὸς ἀέ­ρας ἀνά­με­σα στὰ δέν­τρα, στὰ νε­ρά, στὶς πέ­τρες πά­νω. Δυ­να­τό­τε­ρος χα­μη­λὰ κά­τω ἀπ’ τὰ φρύ­δια μου. Κι εἶ­ναι ἀκό­μα λί­γοι ἄν­θρω­ποι, φορ­τώ­νουν στὰ μου­λά­ρια τους καυ­σό­ξυ­λα γιὰ τὸ χει­μῶ­να. Κρα­τῶ τὴν εἰ­κό­να στὰ μά­τια, τὴν πρό­λα­βα, τὴν ἔζη­σα. Σὲ λί­γα χρό­νια θὰ χα­θεῖ, θὰ γί­νει πα­ρα­μύ­θι γιὰ μι­κρὰ παι­διά· τί ἔκα­νε ὁ κο­σμά­κης, τί δὲν ἔκα­νε, πῶς ἔμει­νε ὄρ­θιος, πῶς ἔμει­νε ἄν­θρω­πος ποὺ πά­ει νὰ πεῖ ἐλεύ­θε­ρος.

       Μπαί­νω στὸ ἀρ­χον­τι­κὰ τοῦ Το­σί­τσα, τῆς γνω­στῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας εὐ­ερ­γε­τῶν. Ἀπ’ τοὺς αἰ­ῶ­νες ἔφτα­σα ὣς ἐδῶ, ἔτσι θὰ πῶ ἂν μὲ ρω­τή­σουν πί­σω στὴ Λά­ρι­σα. Μὲ τὸν Ἀβέ­ρωφ καὶ μὲ ἕνα πλού­σιο πα­ρελ­θὸν νὰ σκορ­πι­στεῖ σὰν σκό­νη ἡ καρ­διά μου, ἀφοῦ κι ἐγὼ πάω γυ­ρεύ­ον­τας μὴν ξέ­ρον­τας ποῦ πάω. Ἄλ­λος ἀγῶ­νας κι αὐ­τὸς σὰν πα­ρά­δο­ση. Ἐδῶ στὸ ἀρ­χον­τι­κὸ μὲ τὰ φαν­τά­σμα­τα σὲ προ­σο­χή. Νὰ οἱ συλ­λο­γὲς μὲ τὰ ὅπλα, οἱ συλ­λο­γὲς μὲ τὰ σπα­θιὰ ἀπὸ τὸν και­ρὸ τοῦ 1821. Τὰ σκεύη μα­γει­ρι­κῆς, τὰ κο­σμή­μα­τα, οἱ το­πι­κὲς ἐν­δυ­μα­σί­ες, πιά­τα κι ἀση­μι­κά, οἱ χρυ­σο­κέν­τη­τες σέ­λες γιὰ τὰ ἄλο­γα (ἄλ­λο πα­ρα­μύ­θι κι αὐ­τὸ γιὰ παι­διά), τὰ ἀγρο­τι­κὰ ἐρ­γα­λεῖα, τὰ σε­ντού­κια καὶ τὰ πε­ρί­τε­χνα ὑφαν­τά.

       Δὲν με­τρῶ τὶς ἀνά­σες μου. Τὴ λύ­πη μου ἀξιώ­νο­μαι καὶ τὴ χα­ρὰ μὲς στὰ στε­νὰ τοῦ Με­τσό­βου. Τὸ νὰ λέω κα­λη­μέ­ρα σὲ ἕναν ἄγνω­στο ποὺ μοι­ρα­ζό­μα­στε τὸ ἴδιο μο­νο­πά­τι, εἶ­ναι σχε­δὸν μιὰ πρά­ξη ἐρω­τι­κή. Νὰ μιὰ πο­λι­τι­κὴ στά­ση, σκέ­φτο­μαι. Κα­λη­μέ­ρα, λέω, καὶ τὸ στό­μα μου πλημ­μυ­ρί­ζει πορ­το­κα­λό­πι­τα μὲ πα­γω­τὸ βα­νί­λια. Καὶ κά­πο­τε ἀνα­ρω­τιέ­μαι: τί­νος τὰ μά­τια κου­βα­λῶ, τί­νος τὰ νιᾶ­τα ξο­δεύω· ἂν ἔχω εὐ­θύ­νη ἢ ἂν δὲν ἔχω. Συ­νε­χί­ζω, αὐ­τὸ μοῦ συμ­βαί­νει καὶ εἶ­ναι ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο, νὰ σκαρ­φα­λώ­νουν σὰν ἕνας κόμ­πος στὸ λαι­μό μου: τὰ πέ­τρι­να γιο­φύ­ρια, οἱ ξυ­λό­φουρ­νοι, τὰ σπί­τια μὲ τὶς κα­μι­νά­δες καὶ τὶς κόκ­κι­νες σκε­πές, μιὰ γριὰ μὲ ἕνα τα­ψὶ χορ­τό­πι­τα στὴν ἀγ­κα­λιά της, τὰ χα­μο­μή­λια, οἱ χυ­λο­πί­τες, τὰ πα­λαιω­μέ­να τυ­ριὰ μὲ τὰ πι­πέ­ρια καὶ τὶς πι­πε­ριές, τὰ χορ­τα­ρια­σμέ­να πε­ζού­λια στὸν πε­ρί­βο­λο τῆς Ἁγί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ δι­κό μου πλη­σί­α­σμα μὲ τὸ Θεό - μιὰ γκι­λο­τί­να ποὺ ὅλο λέω θὰ πέ­σει καὶ δὲν πέ­φτει. Εὐ­δαι­μο­νῶ.

       Βρί­σκω ἕναν μι­κρὸ ξε­νῶ­να καὶ κλεί­νω δω­μά­τιο γιὰ τέσ­σε­ρα βρά­δια. Τὸ στρῶ­μα στὸ κρε­βά­τι εἶ­ναι ἄνε­το καὶ με­γά­λο. Δυὸ πο­λυ­θρό­νες κι ἕνα μι­κρὸ τρα­πέ­ζι βρί­σκον­ται κον­τὰ στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο «κοι­τά­ζει» στὸ βου­νό, στὴ με­ριὰ ποὺ πέ­φτει ὁ ἥλιος. Κά­νω μιὰ κί­νη­ση, ἀδύ­να­μα κά­πως, νὰ ἀνοί­ξω τὸ πα­ρά­θυ­ρο· κά­που μαγ­κώ­νει καὶ τραυ­μα­τί­ζω τὰ δά­χτυ­λα. Προ­σπα­θῶ ξα­νά. Λι­γά­κι πο­νάω καὶ λι­γά­κι γε­λάω. Μὲ σε­βα­σμὸ ἀν­τι­κρί­ζω τὴν ἐξαί­σια θέα: τὰ πρά­σι­να μὲ τὰ κα­φέ, τὰ ἄσπρα μὲ τὰ γα­λα­νά – χρώ­μα­τα ρεύ­μα­τα. Ὅλη ἡ ἔν­τα­ση με­τα­φέ­ρε­ται στὰ χέ­ρια μου.

       Κά­θο­μαι στὸ κρε­βά­τι, βγά­ζω τὰ πα­πού­τσια. Ἀπὸ τὸ δε­ξί μου πό­δι, τὸ χον­τρὸ δά­χτυ­λο, προ­ε­ξέ­χει ἀπὸ τὴν κάλ­τσα. Ὄχι πὼς εἶ­ναι καὶ τί­πο­τα σπου­δαῖο νὰ βρε­θεῖς μὲ τρύ­πιες κάλ­τσες· μά... νά, κα­μιὰ φο­ρὰ μὲ πιά­νει ἕνα πα­ρά­πο­νο. Κι ὅταν μὲ πιά­νει τὸ πα­ρά­πο­νο, θυ­μᾶ­μαι.

       Θυ­μᾶ­μαι τὴ φοι­τή­τρια τῆς Νο­μι­κῆς – Κα­τε­ρί­να τὸ ὄνο­μά της· πέ­σα­νε νὰ τὴ λη­στέ­ψουν δυὸ δρό­μους ἀπό­στα­ση ἀπὸ τὸ σπί­τι της στοὺς Ἁγί­ους Ἀναρ­γύ­ρους· ἡ Κα­τε­ρί­να ἀν­τι­στά­θη­κε καὶ βρέ­θη­κε σφαγ­μέ­νη. Σὰν ἀδερ­φή μου τὴν ἔκλα­ψα. Τώ­ρα στέ­κο­μαι μπρο­στὰ σὲ ἕνα ἀνοι­χτὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸ Μέ­τσο­βο. Στὴν ἀγ­κα­λιά μου κρα­τῶ τὴν Κα­τε­ρί­να, καὶ κά­θε λί­γο νιώ­θω νὰ μοῦ γλι­στρά­ει ἀπὸ τὰ χέ­ρια καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πα­ρη­γο­ρη­θῶ. Καὶ γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλή­θεια, τί­πο­τα δὲν μπο­ρῶ νὰ κά­νω. Νὰ ξε­χά­σω θέ­λω. Αὐ­τό...

       Καὶ κα­τε­βαί­νω ἀπ’ τὸ δω­μά­τιο στὴ σά­λα. Στὴ ρε­σε­ψιόν, ὁ ἰδιο­κτή­της εἶ­ναι σκυμ­μέ­νος στὰ χαρ­τιά του. Ἕνα ζευ­γά­ρι Γερ­μα­νῶν, μό­λις ἀφί­χθη­σαν στὸν ξε­νῶ­να. Στέ­κον­ται μὲ τὶς βα­λί­τσες τους πα­ρὰ πό­δας, στὸ χον­τρὸ κόκ­κι­νο χα­λί. Κοι­τά­ζο­μαι στὰ μά­τια μὲ τοὺς Γερ­μα­νούς. Καὶ γί­νε­ται εὔ­κο­λα. Ἔτσι συμ­βαί­νει ὅταν δὲν ξέ­ρεις τί­πο­τα γιὰ τὸν ἄλ­λον. Τὸν κοι­τά­ζεις στὰ μά­τια, κι αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅλο. Ὕστε­ρα τὸν προ­σπερ­νᾶς καὶ πά­ει ὁ κα­θέ­νας ἐκεῖ ὅπου εἶ­ναι νὰ πά­ει.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλ­λογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐ­το­έκδοση, 2020) Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βρά­χια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Unsubscribe or manage your email subscriptions.           

oikoparaxenos στις 11:12 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.