oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Χάιν­ριχ Μπέλλ (Heinrich Böll): Ὁ γε­λω­το­ποιός

 





By planodion on 11 Μάϊος 2025



Χάιν­ριχ Μπέλλ (Heinrich Böll)


Ὁ γε­λω­το­ποιός 

(Der Lacher)


ΑΘΕ ΠΟΥ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ γιὰ τὸ ἐπάγ­γελ­μά μου, μὲ πιά­νει ἀμη­χα­νία: κοκ­κι­νί­ζω, τραυ­λί­ζω, ἐγὼ ποὺ κα­τὰ τ᾽ ἄλ­λα εἶ­μαι γνω­στὸς ὡς ἄν­θρω­πος θε­τι­κός. Ζη­λεύω ἐκεί­νους ποὺ μπο­ροῦν νὰ λέ­νε: Εἶ­μαι χτί­στης. Στοὺς κομ­μω­τές, τοὺς λο­γι­στὲς καὶ τοὺς συγ­γρα­φεῖς ζη­λεύω τὴν ἁπλό­τη­τα, μὲ τὴν ὁποία δη­λώ­νουν τὴ δου­λειά τους, ἐπει­δὴ ὅλα αὐ­τὰ τὰ ἐπαγ­γέλ­μα­τα δη­λώ­νον­ται μό­να τους καὶ δὲν χρειά­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρες ἐξη­γή­σεις. Ἐγώ, ὅμως, εἶ­μαι ὑπο­χρε­ω­μέ­νος, σὲ σχε­τι­κὲς ἐρω­τή­σεις, νὰ ἀπαν­τῶ: «Εἶ­μαι γε­λω­το­ποιος.» Μιὰ τέ­τοια δή­λω­ση ἀπαι­τεῖ πε­ραι­τέ­ρω δη­λώ­σεις, ἐπει­δὴ στὴ δεύ­τε­ρη ἐρώ­τη­ση «Καὶ ζεῖ­τε ἀπ᾽ αὐ­τό;» πρέ­πει νὰ ἀπαν­τῶ εἰ­λι­κρι­νὰ μὲ ἕνα «Ναί». Ζῶ πράγ­μα­τι ἀπὸ τὸ γέ­λιο μου, καὶ ζῶ κα­λά, ἐπει­δὴ τὸ γέ­λιο μου ἔχει ζή­τη­ση, ὅπως λέ­γε­ται στὴ γλώσ­σα τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου. Εἶ­μαι ἕνας κα­λός, πε­παι­δευ­μέ­νος γε­λω­το­ποιος· κα­νεὶς ἄλ­λος δὲν γε­λᾶ ὅπως ἐγώ, δὲν ἐλέγ­χει τό­σο τὶς λε­πτὲς ἀπο­χρώ­σεις τῆς τέ­χνης μου. Γιὰ ἀρ­κε­τὸ και­ρό, προ­κει­μέ­νου νὰ ἀπο­φεύ­γω φορ­τι­κὲς διευ­κρι­νί­σεις, δή­λω­να ἠθο­ποιός, ἀλ­λὰ οἱ ὑπο­κρι­τι­κὲς καὶ φω­νη­τι­κὲς δε­ξιό­τη­τές μου εἶ­ναι τό­σο πε­ριο­ρι­σμέ­νες ποὺ αὐ­τὸς ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς δὲν μοῦ φαι­νό­ταν εἰ­λι­κρι­νής, καὶ ἡ ἀλή­θεια εἶ­ναι ὅτι Εἶ­μαι γε­λω­το­ποιός. Δὲν εἶ­μαι οὔ­τε κλό­ουν οὔ­τε κω­μι­κὸς ἠθο­ποιός, δὲν δια­σκε­δά­ζω τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λὰ ἐκ­θέ­τω κα­τα­στά­σεις φαι­δρές: γε­λάω σὰν Ρω­μαῖ­ος αὐ­το­κρά­το­ρας ἢ σὰν εὐ­αί­σθη­τος τε­λειό­φοι­τος Λυ­κεί­ου.

Εἶ­μαι τό­σο ἀσκη­μέ­νος στὸ γέ­λιο τοῦ 17ου αἰ­ώ­να ὅσο καὶ στὸ γέ­λιο τοῦ 19ου, καὶ ὅταν χρεια­στεῖ, δια­τρέ­χω μὲ τὸ γέ­λιο ὅλους τοὺς αἰ­ῶ­νες, ὅλες τὶς κοι­νω­νι­κὲς τά­ξεις καὶ ἡλι­κί­ες: ἁπλῶς τὸ ἔχω μά­θει, ὅπως μα­θαί­νει κα­νεὶς νὰ σο­λιά­ζει πα­πού­τσια. Τὸ γέ­λιο τῆς Ἀμε­ρι­κῆς βρί­σκε­ται στὸ στῆ­θος μου, τὸ γέ­λιο τῆς Ἀφρι­κῆς, λευ­κό, κόκ­κι­νο, κί­τρι­νο γέ­λιο – καὶ τὸ κά­νω νὰ ἠχεῖ μὲ τὴν ἀνά­λο­γη ἀμοι­βή, ὅπως τὸ κα­θο­ρί­ζει ἡ σκη­νο­θε­σία.

       Ἔχω γί­νει ἀπα­ραί­τη­τος, γε­λάω σὲ δί­σκους βι­νυ­λί­ου, σὲ μα­γνη­το­ται­νί­ες, καὶ οἱ σκη­νο­θέ­τες ρα­διο­φω­νι­κῶν θε­α­τρι­κῶν σκη­νῶν μοῦ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται μὲ ἁβρό­τη­τα. Γε­λάω βα­ρύ­θυ­μα, με­τρη­μέ­να, ὑστε­ρι­κά – γε­λάω σὰν ἐλεγ­κτὴς τραί­νων, σὰν μα­θη­τευό­με­νος στὸν κλά­δο τῶν τρο­φί­μων· τὸ πρωι­νὸ γέ­λιο, τὸ βρα­δι­νὸ γέ­λιο, τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ καὶ τὸ γέ­λιο τὴν ὥρα ποὺ χα­ρά­ζει· μὲ δυὸ λό­για: ὁπου­δή­πο­τε καὶ ὁπο­τε­δή­πο­τε πρέ­πει νὰ προ­κλη­θεῖ γέ­λιο, τὸ γεν­νῶ πά­ραυ­τα.

       Κα­τα­λα­βαί­νε­τε ὅτι ἕνα τέ­τοιο ἐπάγ­γελ­μα εἶ­ναι κο­πια­στι­κό, πολ­λῷ δὲ μᾶλ­λον ποὺ ἐγὼ —αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ εἰ­δι­κό­τη­τά μου— δια­πρέ­πω στὸ με­τα­δο­τι­κὸ γέ­λιο∙ ἔτσι, ἔχω γί­νει ἀπα­ραί­τη­τος ἀκό­μη καὶ σὲ κω­μι­κοὺς τρί­της καὶ τέ­ταρ­της σει­ρᾶς, οἱ ὁποῖ­οι δι­καί­ως τρέ­μουν γιὰ τὴν κρί­σι­μη στιγ­μὴ τοῦ ἀστεί­ου τους, καὶ σχε­δὸν κά­θε βρά­δυ κά­θο­μαι μὲ τὶς ὧρες στὰ βα­ριε­τὲ ὡς λε­πτῆς ὑφῆς κλα­κέρ, γιὰ νὰ προ­κα­λέ­σω με­τα­δο­τι­κὸ γέ­λιο στὶς ἀδύ­να­μες στιγ­μὲς τοῦ προ­γράμ­μα­τος. Πρέ­πει νὰ γί­νε­ται δου­λειὰ ἀκρι­βεί­ας: τὸ πη­γαῖο, ἄγριο γέ­λιο μου δὲν πρέ­πει νὰ ξε­σπᾶ πρὶν τῆς ὥρας του οὔ­τε κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, ἀλ­λὰ στὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή – τό­τε βά­ζω τὰ γέ­λια, βά­σει προ­γράμ­μα­τος, τὸ ἀκρο­α­τή­ριο ξε­σπᾶ κι αὐ­τὸ σύσ­σω­μο σὲ κραυ­γὲς ἐν­θου­σια­σμοῦ καὶ τὸ ἀστεῖο ἔχει σω­θεῖ.

       Ἐγὼ τό­τε γλι­στρῶ κα­τά­κο­πος στὴν γκαρ­ντα­ρό­μπα, φο­ράω τὸ παλ­τό μου, εὐ­τυ­χὴς ποὺ ἐπι­τέ­λους ἔχω σχο­λά­σει. Στὸ σπί­τι μὲ πε­ρι­μέ­νουν τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς τη­λε­γρα­φή­μα­τα «Χρεια­ζό­με­θα ἐπει­γόν­τως γέ­λω­τά Σας. Ἠχο­γρά­φη­ση ἡμέ­ρα Τρί­τη», κι ἐγὼ λί­γες ὧρες ἀρ­γό­τε­ρα κά­θο­μαι σὲ ἕνα ὑπερ­θερ­μα­σμέ­νο βα­γό­νι τῆς Deutsche Bahn καὶ οἰ­κτί­ρω τὴ μοί­ρα μου.

       Κα­θέ­νας ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅτι με­τὰ τὸ σχό­λα­σμα ἢ στὶς δια­κο­πὲς ἔχω ἐλά­χι­στη διά­θε­ση γιὰ γέ­λιο. Ὁ ἀρ­με­χτὴς εἶ­ναι χα­ρού­με­νος, ὅταν μπο­ρεῖ ν᾽ ἀφή­νει στὴν ἄκρη τὴν ἀγε­λά­δα· ὁ χτί­στης εἶ­ναι εὐ­τυ­χής, ὅταν ἔρ­χε­ται ἡ ὥρα ν᾽ ἀφή­σει τὸ χαρ­μά­νι, καὶ οἱ ξυ­λουρ­γοὶ ἔχουν συ­χνὰ στὸ σπί­τι τους πόρ­τες χα­λα­σμέ­νες, ἢ συρ­τά­ρια ποὺ ἀνοί­γουν μὲ πο­λὺ κό­πο. Ζα­χα­ρο­πλά­στες προ­τι­μοῦν ξυ­δά­τα ἀγ­γου­ρά­κια, χα­σά­πη­δες τὰ ἀμυ­γδα­λω­τά, καὶ ὁ φούρ­να­ρης προ­τι­μᾶ τὰ ἁλ­λαν­τι­κὰ ἀπὸ τὸ ψω­μί· ταυ­ρο­μά­χοι προ­τι­μοῦν τὴ συ­να­να­στρο­φὴ μὲ πε­ρι­στέ­ρια, μπο­ξὲρ γί­νον­ται κά­τω­χροι, ὅταν μα­τώ­σει ἡ μύ­τη τοῦ παι­διοῦ τους. Τὰ κα­τα­νοῶ αὐ­τὰ ὅλα, ἐπει­δὴ δὲν γε­λῶ πο­τὲ με­τὰ τὸ σχό­λα­σμα. Εἶ­μαι ἕνας σο­βα­ρό­τα­τος ἄν­θρω­πος καὶ ὁ κό­σμος μὲ θε­ω­ρεῖ —δι­καί­ως— πεσ­σι­μι­στή.

       Τὰ πρῶ­τα χρό­νια τοῦ γά­μου μας μοῦ ἔλε­γε συ­χνὰ ἡ γυ­ναί­κα μου: «Γέ­λα­σε κα­μιὰ φο­ρά», ἀλ­λὰ στὸ με­τα­ξὺ κα­τά­λα­βε πὼς δὲν μπο­ρῶ νὰ τῆς ἱκα­νο­ποι­ή­σω αὐ­τὴ τὴν ἐπι­θυ­μία. Εἶ­μαι εὐ­τυ­χής, ὅταν μπο­ρῶ μέ­σω τῆς ἀπό­λυ­της σο­βα­ρό­τη­τας νὰ χα­λα­ρώ­νω τοὺς τεν­τω­μέ­νους μῦς τοῦ προ­σώ­που μου, τὴν τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη μου διά­θε­ση. Ναί, μὲ ἐκνευ­ρί­ζει ἀκό­μη καὶ τὸ γέ­λιο τῶν ἄλ­λων, ἐπει­δὴ μοῦ θυ­μί­ζει καὶ μοῦ πα­ρα­θυ­μί­ζει τὴ δου­λειά μου. Ἔτσι, ἔχου­με μιὰ ἥσυ­χη, εἰ­ρη­νι­κὴ συ­ζυ­γι­κὴ ζωή, ἐπει­δὴ καὶ ἡ γυ­ναί­κα μου ἔχει ξε­μά­θει τὸ γέ­λιο. Κά­θε τό­σο τὴν πιά­νω νὰ χα­μο­γε­λᾶ καὶ τό­τε χα­μο­γε­λῶ κι ἐγώ. Μι­λᾶ­με σι­γα­νὰ με­τα­ξύ μας, ἐπει­δὴ μι­σῶ τὸν θό­ρυ­βο τῶν βα­ριε­τέ, μι­σῶ τὸν θό­ρυ­βο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κυ­ριαρ­χεῖ στοὺς χώ­ρους ἠχο­γρά­φη­σης. Ἄν­θρω­ποι ποὺ δὲν μὲ γνω­ρί­ζουν, μὲ θε­ω­ροῦν κλει­στὸ τύ­πο. Ἴσως εἶ­μαι πράγ­μα­τι, ἐπει­δὴ πο­λὺ συ­χνὰ πρέ­πει ν᾽ ἀνοί­γω τὸ στό­μα μου γιὰ νὰ γε­λά­σω.

       Περ­νάω τὴν προ­σω­πι­κή μου ζωὴ μὲ πα­γω­μέ­νο πρό­σω­πο, ἐπι­τρέ­πω κά­θε τό­σο στὸν ἑαυ­τό μου ἕνα ἤπιο χα­μό­γε­λο καὶ συ­χνὰ ἀνα­ρω­τιέ­μαι ἂν ἔχω γε­λά­σει πο­τέ. Νο­μί­ζω πὼς ὄχι. Τὰ ἀδέλ­φια μου ἔχουν νὰ λέ­νε ὅτι ὑπῆρ­ξα πάν­το­τε ἕνα σο­βα­ρὸ παι­δί.

       Ἔτσι, γε­λάω μὲ πολ­λα­πλοὺς τρό­πους, ἀλ­λὰ τὸ δι­κό μου γέ­λιο δὲν τὸ γνω­ρί­ζω.



Πη­γή: Böll, Heinrich Werke [ἐπιμ. J.H. Reid]. Kölner Ausgabe, τό­μος 9ος, 1954-1956 [1955]. Κο­λω­νία, Kiepenheuer &Witsch 2006, 79-81.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Σταμ­που­λοῦ. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954 στὴν Ἀθή­να, ὅπου σπού­δα­σε κλα­σι­κὴ ἀρ­χαιο­λο­γία. Ἀρ­γό­τε­ρα προ­χώ­ρη­σε σὲ σπου­δὲς συγ­κρι­το­λο­γί­ας στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Τύμ­πιν­γκεν. Ἐκ­πό­νη­σε με­λέ­τες γιὰ τὶς πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας καὶ τὰ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα τοῦ Γιάν­νη Σκα­ρίμ­πα, τὴν «ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση» τοῦ Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν μὲ τὸ ἔρ­γο τοῦ Σο­φο­κλῆ. Με­τέ­φρα­σε καὶ ἐξέ­δω­σε ἢ δη­μο­σί­ευ­σε σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἔν­τυ­πα ἔρ­γα τῶν Ρ.Μ. Ρίλ­κε, Νο­βά­λις, Χαίλ­ντερ­λιν, Πά­ουλ Τσέ­λαν, Νέλ­λυ Ζάκς, Γκότ­φρηντ Μπένν, Γκέρ­χαρντ Φάλ­κνερ, Ντοὺρς Γκρυν­μπάιν, Σά­ρα Κίρς, Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ, Γκύν­τερ Κοῦ­νερτ, Μπάρ­μπα­ρα Καῖ­λερ κ.ἄ. Βι­βλία του κυ­κλο­φο­ροῦν ἀπὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Στιγ­μή, Gutenberg, Ἄγ­κυ­ρα, Κουκ­κί­δα καὶ ΣΩΒ.

Χάιν­ριχ Μπέλλ (Heinrich Böll, 1917-1985). Ἕνας ἀπὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους με­τα­πο­λε­μι­κοὺς Εὐ­ρω­παί­ους συγ­γρα­φεῖς, τι­μη­μέ­νος μὲ τὸ βρα­βεῖο Νομ­πὲλ λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 1972. Μὲ τὸ ἔρ­γο του (μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, θε­ω­ρη­τι­κὰ κεί­με­να) στη­λί­τευ­σε τὴ γερ­μα­νι­κὴ κοι­νω­νία τῆς συ­νερ­γα­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἀνο­χῆς, στὶς θη­ριω­δί­ες τῶν να­ζι­στῶν, τὸν ἐξο­λο­θρε­μὸ τῶν Ἑβραί­ων σὲ ὁλό­κλη­ρη τὴν κα­τε­χό­με­νη, μέ­σα στὸν πό­λε­μο, Εὐ­ρώ­πη. Μὲ τρό­πο ἀρι­στο­τε­χνι­κὸ ἀπο­κά­λυ­ψε, μέ­σα ἀπὸ τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες τῶν προ­σώ­πων, τὸν λει­τουρ­γι­κὸ ρό­λο τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ἐκ­κό­λα­ψη τοῦ Να­ζι­σμοῦ καὶ τοῦ πο­λέ­μου, στὴ μό­λυν­ση τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος μὲ τὴν πο­λι­τι­κὴ τῶν ὑπό­γειων συ­νερ­γα­σιῶν καὶ τῆς ἰδιο­τέ­λειας. Οἱ ἥρω­ές του, τρα­γι­κὰ εἰ­ρω­νι­κοὶ ἀπέ­ναν­τι στὴν κοι­νω­νία τῶν συμ­βι­βα­σμῶν, ὁδη­γοῦν­ται στα­δια­κὰ στὴν ἀπο­τυ­χία καὶ τὸ πε­ρι­θώ­ριο (Καὶ δὲν εἶ­πε λέ­ξη, 1953, Οἱ ἀπό­ψεις ἑνὸς κλό­ουν, 1963). Ὁ Μπὲλλ ἔδει­ξε συμ­πά­θεια στὴν ὁμά­δα «Μπά­αν­τερ-Μάιν­χοφ», μὲ τὶς πρα­κτι­κὲς ἑνὸς ἀν­τάρ­τι­κου πό­λε­ων, ποὺ ἔδρα­σε στὴ Δυ­τι­κὴ Γερ­μα­νία τὴ δε­κα­ε­τία κυ­ρί­ως τοῦ ᾽70 (Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τα­ρί­να Μπλούμ, 1974). Ἡ τρο­μο­κρα­τία ὡς ἀπό­το­κος τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας μὲ ἀφο­μοιω­μέ­νους ὀρ­γα­νι­κὰ σὲ αὐ­τὴν τοὺς να­ζι­στὲς ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Βα­σι­κὸς συν­τε­λε­στὴς τῆς λε­γό­με­νης «Λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἐρει­πί­ων» («Trüm­mer­li­te­ra­tur»), ἔγρα­ψε πα­ράλ­λη­λα σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ μι­κροϊ­στο­ρί­ες, ἀλ­λη­γο­ρί­ες τοῦ κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νου κό­σμου καὶ τῆς ψυ­χι­κῆς ἐρει­πί­ω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἐν­δει­κτι­κὴ ἡ ἱστο­ρία τοῦ «Γε­λω­το­ποιοῦ» ποὺ πρέ­πει νὰ δια­βα­στεῖ ὡς συ­νεκ­δο­χὴ τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Οἱ ἀπό­ψεις ἑνὸς κλό­ουν. Στὴν Αὐ­το­βιο­γρα­φία του ὁ Μαρ­σὲλ Ράιχ Ρα­νί­τσκυ τὸν χα­ρα­κτή­ρι­σε «Γερ­μα­νὸ ἱε­ρο­κή­ρυ­κα μὲ κλο­ου­νί­στι­κα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά».


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Manage your email settings or unsubscribe.           

oikoparaxenos στις 6:51 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.