oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη: Ἐκ­κό­λα­ψη στὴ γλά­στρα

 



By planodion on 8 Μάϊος 2025



Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζῆ-Χου­λιού­μη


Ἐκ­κό­λα­ψη στὴ γλά­στρα


ἀπ᾿ τὸ πρωῒ χαί­ρο­μαι ἕνα φί­δι τυ­λιγ­μέ­νο στὸ λαι­μό μου 
Μίλ­τος Σα­χτού­ρης, «Ἡ δύ­σκο­λη Κυ­ρια­κή»

ΓΗ­ΚΕ ΣΤΟ ΜΠΑΛ­ΚΟ­ΝΙ νὰ πο­τί­σει. Ζοῦ­σε μό­νη. Τὰ λου­λού­δια στὶς γλά­στρες καὶ κά­ποια πε­ρα­στι­κὰ ἀγριο­πε­ρί­στε­ρα ἦταν τὰ μό­να ζων­τα­νὰ ποὺ τὴ συν­τρό­φευαν. Στὴν ἄδεια γλά­στρα εἶ­δε δυὸ αὐ­γὰ πά­νω σὲ μιὰ ὑπο­τυ­πώ­δη φω­λιά. Με­ρι­κὰ κλα­δά­κια ὅλο κι ὅλο στοι­βαγ­μέ­να πρό­χει­ρα. Ἀπὸ και­ρὸ εἶ­χε σβή­σει μιὰ ἀζα­λέα. Ὅλο ἔλε­γε νὰ φυ­τέ­ψει κά­ποιο ἄλ­λο φυ­τό, ἀλ­λὰ γιὰ κά­ποιον λό­γο δὲν τὸ ἀπο­φά­σι­ζε. Ἔλαμ­παν. Τὰ κοί­τα­ζε μὲ δέ­ος. Τὸ αὐ­γό, ἡ ἐκ­κό­λα­ψη, ἡ διαιώ­νι­ση, τὸ ἀπρό­σι­το... αὐ­γὰ στὸ μπαλ­κό­νι της. Ἀπό­ρη­σε. Τῆς φά­νη­καν τε­ρά­στια γιὰ νὰ ἦταν ἀγριο­πε­ρι­στέ­ρας. Ἔμοια­ζαν φραγ­κό­κο­τας. Ἂς εἶ­ναι, σκέ­φτη­κε ἡ Ἀγ­γέ­λα. Ἂς ἔχου­με γεν­νη­τού­ρια στὸ μπαλ­κό­νι τοῦ σπι­τιοῦ τοὐ­λά­χι­στον, ἀφοῦ δὲν ἔχου­με μέ­σα. Καὶ πῶς νὰ ἔχου­με δη­λα­δή, ἀφοῦ δὲν προ­έ­κυ­ψε οὔ­τε κρί­νος γιὰ νὰ μυ­ρί­σω, συ­νέ­χι­σε νὰ αὐ­το­οι­κτί­ρε­ται. Ἔφα­γα τὴ ζωή μου ἔτσι ἀνέ­ρα­στη. Ἡ σκέ­ψη τὴ δια­πέ­ρα­σε φευ­γα­λέα. Ἀμέ­σως ξα­νά­στρε­ψε τὴν προ­σο­χὴ στὰ ἐκ­κο­λα­πτό­με­να αὐ­γά. Μὲ δυὸ κλα­δά­κια σὲ μιὰν ἄδεια γλά­στρα, κι ὅμως τὸ ἀπο­τόλ­μη­σαν...

       

Προ­σπα­θοῦ­σe σι­γά-σι­γά νὰ πλη­σιά­σει την ἀγριο­πε­ρι­στέ­ρα. Γνώ­ρι­σε καὶ τὸ ταί­ρι της. Κλω­σοῦ­σαν ἐναλ­λάξ. Τὸ ἕνα κα­θό­ταν στὰ αὐ­γά, ἐνῷ τὸ ἄλ­λο πε­τοῦ­σε γιὰ τρο­φή. Κά­θε μέ­ρα ἔβγαι­νε στὸ μπαλ­κό­νι καὶ τὰ κοί­τα­ζε. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν ἐξέ­λι­ξη. Τὰ μι­λοῦ­σε. Ἄλ­λο­τε ἄλ­λα­ζε τὸ νε­ρὸ στὸ πια­τά­κι ποὺ εἶ­χε το­πο­θε­τή­σει δί­πλα κι ἄλ­λο­τε τὰ ἔρι­χνε τρο­φή. Ἔμα­θε τὶς δια­τρο­φι­κές τους συ­νή­θειες. Οἱ εὐ­τυ­χεῖς μέλ­λον­τες γο­νεῖς δὲν ἀρέ­σκον­ταν στὸ βρα­σμέ­νο αὐ­γὸ καὶ σὲ ψη­τοὺς ἡλιό­σπο­ρους, ποὺ τῆς πε­ρίσ­σευαν ἀπὸ τὰ πο­λύ­σπο­ρα κου­λου­ρά­κια τοῦ κα­φέ. Ἀν­τί­θε­τα, τοὺς ἄρε­ζαν τὰ ψί­χου­λα. Ἀπὸ τὸ δια­δί­κτυο ἔμα­θε ὅτι ἀγα­ποῦ­σαν τοὺς σπό­ρους φα­κῆς. Γέ­μι­ζε τὴ γλά­στρα μὲ σπό­ρους φα­κῆς. Γέ­μι­ζε καὶ τὸν χρό­νο της μὲ τὴν ἔγνοια τους. Δὲν εἶ­χε καὶ πολ­λὰ νὰ κά­νει. Μό­νη, με­γα­λο­κο­πέ­λα. Κό­ρη ἀπό­στρα­του στρα­τη­γοῦ ζοῦ­σε μὲ τὴ σύν­τα­ξη τοῦ πα­τέ­ρα. Θὰ μπο­ροῦ­σα, τοὐ­λά­χι­στον, νὰ βρῶ κι ἐγὼ ἕναν. Τό­σο ἀνήμ­πο­ρη δη­λα­δή; Ἂς ὄψε­ται ἡ ρι­μά­δα ἡ σύν­τα­ξη. Σκέ­ψη καρ­φὶ τῆς τρύ­πη­σε τὸν κρό­τα­φο. Τὴν ἔδιω­ξε γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα. Μπῆ­κε μέ­σα.

       Ξα­να­βγῆ­κε ὕστε­ρα ἀπὸ λί­γο. Εἶ­δε την ἀγριο­πε­ρι­στέ­ρα νὰ κά­θε­ται πά­νω στὰ αὐ­γά. Πλη­σί­α­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ τὸ ἐπι­τρε­πτὸ ὅριο. Ἡ ἀγριο­πε­ρι­στέ­ρα τὴν κοί­τα­ζε ἐπι­φυ­λα­κτι­κά. Κα­θό­ταν ἀκί­νη­τη καὶ μό­νο ὅταν πλη­σί­α­σε πο­λὺ ἡ Ἀγ­γέ­λα, φού­σκω­σε τὰ φτε­ρά, ἕτοι­μη νὰ ὁρ­μή­σει. Πάν­τα ἐκεῖ, καρ­φω­μέ­νη πά­νω στὰ αὐ­γά της· οὔ­τε λό­γος νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει. Δο­κί­μα­σε κι ἄλ­λες φο­ρές. Πάν­τα ἡ ἴδια ἀν­τί­δρα­ση. Ἡ φι­λό­στορ­γη μά­να ἦταν πάν­τα αὐ­τὴ ποὺ ρύθ­μι­ζε τὸ ὅριο τῆς ἐγ­γύ­τη­τας. Μό­λις πα­ρα­βια­ζό­ταν, φού­σκω­νε τὰ φτε­ρά, ἄστρα­φτε τὸ βλέμ­μα κι ἑτοι­μα­ζό­ταν γιὰ ἐν­δε­χό­με­νη ἐπι­θε­τι­κὴ ἄμυ­να. Πάν­τα, ὅμως, ἔμε­νε ἀκλό­νη­τη στὴ θέ­ση της προ­στα­τεύ­ον­τας τὰ αὐ­γά της. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ σκου­ρό­χρω­μο ταί­ρι, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἡ Ἀγ­γέ­λα πή­γαι­νε πρὸς τὴ φω­λιά, πε­τοῦ­σε στὴν ἀπέ­ναν­τι οἰ­κο­δο­μὴ καὶ τὴν κοί­τα­ζε ἀπὸ μα­κριά. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς πε­τοῦ­σε κι ἔφευ­γε μὲ τὸ ποὺ ἄκου­γε τὸν θό­ρυ­βο ἀπὸ τὸ ἄνοιγ­μα τῆς μπαλ­κο­νό­πορ­τας       .

       Πῆ­ρε τὴν κα­νά­τα καὶ βγῆ­κε νὰ ἀλ­λά­ξει τὸ νε­ρό. Φρρρ, πέ­τα­ξε τὸ που­λὶ τρο­μαγ­μέ­νο. Ξι­πά­στη­κε κι αὐ­τὴ ἀπὸ τὸν ξαφ­νι­κὸ θό­ρυ­βο. Ἡ κα­νά­τα μὲ τὸ νε­ρὸ χύ­θη­κε πά­νω της. Ἔγι­νε μού­σκε­μα. Χέ­στη, πά­λι τὸ βά­ζεις στὰ πό­δια. Σὰν κι ἐκεῖ­νον, μο­νο­λό­γη­σε ψι­θυ­ρι­στά. Ἐκεῖ­νος, ὁ μο­να­δι­κός της ἔρω­τας ποὺ εἶ­χε τρο­μά­ξει ἀπὸ τὸν στρα­τη­γὸ καὶ τὸ εἶ­χε βά­λει στὰ πό­δια φεύ­γον­τας γιὰ πάν­τα. Ἴσως τώ­ρα νὰ μὴν ἤμουν μαγ­κού­φα, ἂν εἶ­χε τὴν ἐλά­χι­στη γεν­ναιό­τη­τα. Νέο καρ­φὶ στὸν κρό­τα­φο. Τι­νά­χτη­κε λὲς γιὰ νὰ διώ­ξει τὴ σκέ­ψη. Ἄρ­χι­σε νὰ μα­λώ­νει μὲ τὸ ἀγριο­πε­ρί­στε­ρο. Τί φο­βᾶ­σαι ρὲ χέ­στη, δὲ βλέ­πεις ὅτι σὲ νοιά­ζο­μαι; Καὶ ποῦ ἀφή­νεις ἔτσι ἀπρο­στά­τευ­τα τ’ αὐ­γά σου; Χέ­στη, χέ­στη, χέ­στη... Ὅλοι σας χέ­στη­δες, εἶ­πε ἡ Ἀγ­γέ­λα κι ἔτρε­ξε μέ­σα νὰ πά­ρει ἕνα λε­ξο­τα­νίλ. Εἶ­χε φουν­τώ­σει πά­λι γιὰ τὰ κα­λά.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ διη­γη­μά­των Ὁ τό­πος μέσα μας (ἐκδ. Ἁρμός, 2020).

oikoparaxenos στις 8:44 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.