oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Τάκης Παυλοστάθης: Τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο

 



By planodion on 20 Μάϊος 2025



Τάκης Παυλοστάθης


Τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο


ΠΡΟΚΕΙΤΟ νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι στὸ πα­λιὸ κα­φε­νεῖ­ο τῆς στο­ᾶς. Ὁ Ἀν­τρέ­ας, ἐ­γώ, ὁ ἀ­βυσ­σα­λέ­ος Ἀ­λέ­κος, πι­θα­νὸν κι ἡ Ἀ­θη­νᾶ —ἂν βρι­σκό­ταν, λέ­ει, στὴν Ἀ­θή­να—, μπο­ρεῖ νὰ 'ρ­χό­ταν κι ὁ Μιλ­τιά­δης, πάν­τως εἶ­χε εἰ­δο­ποι­η­θεῖ. Με­τὰ τὸ στρα­τι­ω­τι­κὸ εἴ­χα­με κάμ­πο­σο και­ρὸ νὰ βρε­θοῦ­με ὅ­λοι μα­ζί, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρι­στά, δυ­ὸ-δυ­ό, ἂς ποῦ­με, πο­λὺ ἀ­ραι­ὰ βλε­πό­μα­στε. Ὄ­χι πὼς ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος συγ­κε­κρι­μέ­νος λό­γος, ποὺ νὰ μπο­ροῦ­σες νὰ πεῖς «νά, γι' αὐ­τὸ δὲν συ­ναν­τι­ό­μα­στε πλέ­ον», οὔ­τε πὼς δὲν εἶ­χε ὁ κα­θέ­νας τὴ δι­ά­θε­ση, ἀλ­λὰ νά, δὲν τύ­χαι­νε ὅ­πως πρῶ­τα, ἴ­σως φταῖ­νε κι οἱ πε­ρι­στά­σεις τῆς ζω­ῆς μας ποὺ ἄλ­λα­ξαν πο­λὺ ἀ­πὸ τό­τε. Μπαί­νον­τας στὸ κα­φε­νεῖ­ο εἶ­δα τὸν Ἀν­τρέ­α μό­νο του νὰ πε­ρι­μέ­νει. Ἀ­δύ­να­τος, ὡς συ­νή­θως, «ἦρ­θες;» μὲ ρώ­τη­σε καὶ μοῦ 'πια­σε τὰ χέ­ρια, καὶ σώ­πα­σε μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ποὺ νό­μι­σα πὼς δὲν θὰ ξα­να­μι­λή­σει γιὰ πολ­λὴν ὥ­ρα. Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ πε­ρι­μέ­νω μό­νος μου ἀ­πέ­ναν­τι σ' ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μό­νο στὴ σι­ω­πή του καὶ τὸν ρώ­τη­σα: «τί γί­νε­ται;».

Δί­στα­σε λί­γο σὰν νὰ μὴν κα­τά­λα­βε πλή­ρως τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ἢ τὴν σκο­πι­μό­τη­τα μιᾶς τέ­τοι­ας ἐ­ρώ­τη­σης καὶ μ' ἀ­πάν­τη­σε: «σκα­τά», βέ­βαι­ος, πε­ρί­που, πὼς κι ἐ­γὼ θὰ συμ­φω­νοῦ­σα. Εἴ­χα­με ἤ­δη ἀ­πὸ μιὰ πε­ριτ­τὴ ἐ­ρώ­τη­ση ὁ κα­θέ­νας στὸ πα­θη­τι­κό του. Πα­ρα­τη­ροῦ­σα τὰ μαλ­λιά του ποὺ ἀ­ραί­ω­ναν πί­σω στὴν κο­ρυ­φή, ἐ­νῶ τὰ δι­κά μου μπρὸς καὶ στὰ πλά­για. Μοῦ φά­νη­κε πιὸ ἀ­δύ­να­τος ἀ­πὸ ἄλ­λο­τε, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­τρα­βηγ­μέ­νος, καὶ ὁ κα­πνὸς ἀ­π' τὸ τσι­γά­ρο του θυ­μί­α­μα στὸν ἴ­διο τὸν Ἀν­τρέ­α, τὸν πα­λιὸ φί­λο μου, ποὺ κρά­τη­σε ψη­λά, τό­σα χρό­νια, τὸ γό­η­τρο τῆς μο­να­ξιᾶς. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι του καὶ μ' ἐ­ρώ­τη­σε μὲ αἰφ­νί­δια ὀ­ξυ­δέρ­κεια καὶ ζω­η­ρό­τη­τα: «τώ­ρα θὰ μεί­νεις πιὰ ὁ­ρι­στι­κὰ ἢ θὰ φύ­γεις πά­λι;» – δι­α­βλέ­πον­τας τοὺς σχε­τι­κοὺς λό­γους ποὺ θὰ μ' ἔ­κα­ναν νὰ φύ­γω ἢ νὰ μεί­νω. Τοῦ ἀ­πάν­τη­σα πὼς ὄ­χι, καὶ πὼς δὲν ἤ­μουν ἀ­πο­λύ­τως σί­γου­ρος γι' αὐ­τά. Ἔ­φθα­ναν κι οἱ ἄλ­λοι. Ἀ­κού­σα­με τὰ τραν­τα­χτὰ γέ­λια τοῦ ἀ­βυσ­σα­λέ­ου Ἀ­λέ­κου. Ὁ Μιλ­τιά­δης τὸν κρα­τοῦ­σε ἀγ­κα­ζέ, κά­τι τοῦ '­λε­γε, χει­ρο­νο­μοῦ­σε ζω­η­ρά. Κά­θι­σαν κι αὐ­τοί. Ὁ ἀ­βυσ­σα­λέ­ος Ἀ­λέ­κος ρώ­τη­σε τὸν Ἀν­τρέ­α ἂν εἶ­ναι κα­λά, κι ὁ Ἀν­τρέ­ας ἰ­σχυ­ρί­στη­κε πῶς ναί, εἶ­ναι κα­λά. Ὁ Μιλ­τιά­δης κά­τι ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει, ἀν­τέ­τει­νε πρὸς στιγ­μὴν ὁ Ἀν­τρέ­ας κι ὁ Μιλ­τιά­δης συ­νέ­χι­σε, ὁ ἀ­βυσ­σα­λέ­ος Ἀ­λέ­κος δὲν μί­λα­γε. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε κα­νο­νι­κὰ καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρα, ἡ ὥ­ρα, ὁ κοι­νὸς χρό­νος ὅ­λων μα­ζί. Ἡ Ἀ­θη­νᾶ δὲν πρό­κει­ται νά 'ρ­θει, εἶ­ναι πιὰ πο­λὺ ἀρ­γά. Ἡ ὥ­ρα ἔ­σβη­νε μα­ζὶ μὲ τὶς ὁ­μι­λί­ες μας, ὅ­ταν εἴ­δα­με ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Σταῦ­ρο, πή­γαι­νε βι­α­στι­κός, τοὺς προ­σπερ­νοῦ­σε σχε­δὸν ὅ­λους, προ­σθέ­τον­τας μιὰ ἀ­σή­μαν­τη ζω­η­ρό­τη­τα στὴν κί­νη­ση τῆς στο­ᾶς, ἐρ­χό­ταν κι αὐ­τὸς κα­μιὰ φο­ρὰ στὴν πα­ρέ­α. Μᾶς εἶ­δε, μᾶς χαι­ρέ­τι­σε καὶ μᾶς ρώ­τη­σε πῶς ἔ­γι­νε καὶ μα­ζευ­τή­κα­με ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ τέ­τοι­α. Μεί­να­με λί­γο ἀ­κό­μα. Ση­κώ­θη­καν πρῶ­τοι ὁ Ἀ­λέ­κος κι ὁ Μίλ­τος, ὑ­στέ­ρα ὅ­λοι. Βγή­κα­με ἔ­ξω ἀ­π' τὸ κα­φε­νεῖ­ο, ἀ­φη­ρη­μέ­νοι οἱ πιὸ πολ­λοί, ἕ­τοι­μοι νὰ τρα­βή­ξου­με κα­θέ­νας τὸ δρό­μο του ἀ­πὸ συ­νή­θεια, τὴν ἀρ­χέ­γο­νη συ­νή­θεια τοῦ βα­δί­σμα­τος. Κά­ποι­οι εἶ­χαν κι­ό­λας ξε­μα­κρύ­νει ἀ­δι­ά­φο­ροι, μᾶλ­λον ὅ­λοι, ὄ­χι μό­νον αὐ­τοὶ ποὺ βρί­σκον­ταν μα­κριὰ ἀ­π' τὴν εἴ­σο­δο τοῦ κα­φε­νεί­ου, ἀλ­λὰ κι αὐ­τοὶ ποὺ ἦ­ταν πιὸ πί­σω, ἦ­ταν μα­κριὰ ἀ­π' τοὺς προ­η­γού­με­νους, εἶ­χαν ξε­μα­κρύ­νει, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ποῦ καὶ πῶς εἶ­χαν ξε­μα­κρύ­νει, ἐ­μεῖς μό­λις βγή­κα­με ἀ­π' τὸ κα­φε­νεῖ­ο ἀ­κού­σα­με τὴ φω­νὴ τοῦ Σταύ­ρου: «ρὲ παι­διά, ἐ­γὼ εἶ­χα ἕ­να δέ­μα», ἕ­να δέ­μα ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὴν κα­ρέ­κλα, γυ­ρί­σα­με ὅ­λοι πί­σω, ξαφ­νι­κά, πο­λὺ πί­σω, καὶ κοι­τά­γα­με ἕ­να κου­τὶ τυ­λιγ­μέ­νο μὲ πο­λύ­χρω­μο χαρ­τί, κα­νο­νι­κὸ πα­ραλ­λη­λε­πί­πε­δο, στο­λι­σμέ­νο μὲ μιὰ κί­τρι­νη κορ­δέ­λα, ἡ ὁ­ποί­α γι­νό­ταν ἕ­νας συμ­με­τρι­κός, φουν­τω­τὸς φι­όγ­κος.

       Αὐ­τὸ ἦ­ταν κά­τι, πα­ρόν, συγ­κε­κρι­μέ­νο, ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το. Γυ­ρί­σα­με ὅ­λοι καὶ κοι­τά­ζα­με.



Πη­γή: Τά­κης Παυ­λο­στά­θης, Ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζά. 1964-1999. Προ­με­τω­πί­δα: Γιῶρ­γος Σκυ­λο­γιά­ννης, Κο­σμή­μα­τα: Δη­μή­τρης Γέ­ρος. Ἐ­πι­μέ­λεια: Δη­μή­τρης Ἀρ­μά­ος, ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 2006.

Τάκης Παυ­λο­στά­θης (Ἄμ­φισ­σα, 1946-1999). Ποί­η­ση, πε­ζό, κρι­τι­κή. Ἐ­ξέ­χου­σα μορ­φὴ τῆς ποί­η­σής μας ἀ­πὸ τὴν με­τα­πο­λί­τευ­ση καὶ ἑ­ξῆς, ἔ­δω­σε μό­νον δύ­ο βι­βλί­α ὅ­σο ζοῦ­σε (Ὁ γυ­μνὸς ὀ­φθαλ­μὸς καὶ τὸ φα­σμα­το­σκό­πιο, ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 1974 καὶ Ση­μεῖ­α τοῦ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­με­νου τρί­του [Ποι­ή­μα­τα 1973-1993], ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 1994) καὶ λι­γο­στὰ σκόρ­πια δη­μο­σι­εύ­μα­τα, ποὺ ἦ­ταν ὅ­μως ἀρ­κε­τὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν θερ­μοὺς φί­λους καὶ θαυ­μα­στές. Ἂν καὶ ὀ­λι­γο­γρά­φος ἐκ φύ­σε­ως καὶ ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως, ἄ­φη­σε ὡ­στό­σο ἕ­ναν πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρο ὄγ­κο εὐ­συ­νεί­δη­της, ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, ἀλ­λὰ καὶ ὥ­ρι­μης πα­ρα­γω­γῆς, ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­κε —με­ρί­μνῃ τοῦ Δή­μου Ἀμ­φίσ­σης καὶ μὲ τὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ συν­το­πί­τη του Δη­μή­τρη Ἀρ­μά­ου— στὴν ἔκ­δο­ση τῆς Νε­φέ­λης τοῦ 2006, καὶ ποὺ ἀ­να­ση­μα­το­δο­τεῖ τὸν ρό­λο του στὶς πνευ­μα­τι­κὲς ζυ­μώ­σεις, τὶς ἀ­να­ζη­τἠ­σεις καὶ τοὺς προ­σα­να­το­λι­σμοὺς τῆς χώ­ρας μας στὶς κρί­σι­μες δε­κα­ε­τί­ες ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν με­τα­πο­λί­τευ­ση. Ἕ­ναν χρό­νο ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­διον ἀ­φι­έ­ρω­σε τὸ τεῦ­χος του ἀρ. 31 (Ἰ­ού­νιος 2000) στὴ μνή­μη του.


oikoparaxenos στις 8:32 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.