oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Βιρ­τζί­νια Γούλφ (Virginia Woolf): Στοι­χειω­μέ­νο σπί­τι

 



By planodion on 20 Ἀπρίλιος 2025



Βιρ­τζί­νια Γούλφ (Virginia Woolf)


Στοι­χειω­μέ­νο σπί­τι

(A HauntedHouse)


,ΤΙ ΩΡΑ καὶ νὰ ξυ­πνοῦ­σε κα­νείς, ἄκου­γε μιὰ πόρ­τα νὰ κλεί­νει. Πή­γαι­ναν ἀπὸ δω­μά­τιο σὲ δω­μά­τιο, πια­σμέ­νοι χέ­ρι-χέ­ρι, ση­κώ­νον­τας κά­τι ἐδῶ, ἀνοί­γον­τας κά­τι ἐκεῖ, προ­σπα­θῶν­τας νὰ βε­βαιω­θοῦν – ἕνα φα­σμα­τι­κὸ ζεῦ­γος.

       «Ἀκρι­βῶς ἐδῶ τὸ ἀφή­σα­με», ἔλε­γε ἐκεί­νη. Καὶ ἐκεῖ­νος πρό­σθε­τε: «Κι ἐδῶ ἐπί­σης!» «Εἶ­ναι στὸν ἐπά­νω ὄρο­φο», ἔλε­γε ἐκεί­νη σι­γα­νά. «Καὶ στὸν κῆ­πο», ψι­θύ­ρι­ζε ἐκεῖ­νος. «Νὰ κά­νου­με ἡσυ­χία», ἔλε­γαν, «ἀλ­λιῶς θὰ τοὺς ξυ­πνή­σου­με».

       Ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μᾶς ξυ­πνού­σα­τε. Ὄχι. «Κά­τι ψά­χνουνˑ τρά­βη­ξαν μό­λις τὴν κουρ­τί­να», ἔλε­γε ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς κι ἔπει­τα διά­βα­ζε μιὰ-δύο σε­λί­δες ἀκό­μη. «Τώ­ρα τὸ βρῆ­καν», δια­βε­βαί­ω­νε ὁ ἄλ­λος στα­μα­τῶν­τας νὰ γρά­φει. Καὶ κα­μιὰ φο­ρά, ὅταν ὁ ἕνας μας κου­ρα­ζό­ταν ἀπὸ τὸ διά­βα­σμα, ση­κω­νό­ταν νὰ ρί­ξει μιὰ μα­τιά, τὸ σπί­τι ἔρη­μο, οἱ πόρ­τες ὀρ­θά­νοι­χτες, ἀκου­γό­ταν μό­νο τὸ χα­ρού­με­νο γουρ­γου­ρη­τὸ τῶν πε­ρι­στε­ριῶν ἀπ’ ἔξω καὶ ὁ βόμ­βος τῆς ἀλω­νι­στι­κῆς μη­χα­νῆς ἀπὸ τὸ γει­το­νι­κὸ ἀγρό­κτη­μα. «Για­τί ἦρ­θα ἐδῶ; Τί γύ­ρευα;» Τὰ χέ­ρια μου ἦταν ἄδεια. «Ἴσως εἶ­ναι στὸ ἐπά­νω πά­τω­μα.» Τὰ μῆ­λα ἦταν στὴ σο­φί­τα. Κι ἔτσι πά­λι κά­τω, ὁ κῆ­πος ἥσυ­χος ὅπως πάν­τα, μό­νο ποὺ τὸ βι­βλίο εἶ­χε γλι­στρή­σει καὶ εἶ­χε πέ­σει στὸ γρα­σί­δι.

       

Ἀλ­λὰ τε­λι­κὰ ὅ,τι ἔψα­χναν τὸ βρῆ­καν στὸ σα­λό­νι. Ὄχι ὅτι μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τοὺς δεῖ. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα κα­θρέ­φτι­ζαν μῆ­λα, τριαν­τά­φυλ­λα· τὰ φύλ­λα τῶν δέν­τρων φαί­νον­ταν κα­τα­πρά­σι­να στὸ τζά­μι. Ὅταν οἱ δυό τους με­τα­κι­νοῦν­ταν στὸ σα­λό­νι, τὰ μῆ­λα ἦταν γυ­ρι­σμέ­να στὴν κί­τρι­νη πλευ­ρά τους. Ὡστό­σο, τὴν ἑπό­με­νη στιγ­μή, ὅταν ἡ πόρ­τα ἄνοι­γε, ἔβλε­πα ξε­δι­πλω­μέ­νο στὸ πά­τω­μα, στη­ριγ­μέ­νο στοὺς τοί­χους, αἰ­ω­ρού­με­νο ἀπὸ τὸ τα­βά­νι – τί πρᾶγ­μα; Τὰ χέ­ρια μου ἦταν ἄδεια. Ἡ σκιὰ μιᾶς κί­χλης διέ­σχι­ζε τὸ χα­λί· μέ­σα ἀπὸ τὴ βα­θιὰ σιω­πὴ ἔφτα­νε τὸ γουρ­γου­ρη­τὸ τῶν πε­ρι­στε­ριῶν. «Ἀσφα­λής, ἀσφα­λής, ἀσφα­λής», ἡ καρ­διὰ τοῦ σπι­τιοῦ ἀν­τη­χοῦ­σε ἁπα­λά. «Ὁ θη­σαυ­ρὸς εἶ­ναι θαμ­μέ­νος· τὸ δω­μά­τιο...» Ὁ ἁπα­λὸς ἦχος ξαφ­νι­κὰ ἔπαυε. Ἄ, μή­πως αὐ­τὸς ἦταν ὁ θαμ­μέ­νος θη­σαυ­ρός;

       Τὴν ἑπό­με­νη στιγ­μή το φῶς ἔσβη­νε. Ἔξω στὸν κῆ­πο λοι­πόν; Ἀλ­λὰ τὰ δέν­τρα ἔγερ­ναν στὸ σκο­τά­δι ἀνα­ζη­τῶν­τας μιὰ ξε­χα­σμέ­νη ἀχτί­να φω­τός. Ὄμορ­φη, λε­πτή, δρο­σε­ρή, πέ­ρα μα­κριά, ἡ ἀχτί­να ποὺ ἀνα­ζη­τοῦ­σα ἔλαμ­πε πάν­το­τε πί­σω ἀπὸ τὸ τζά­μι. Ὁ θά­να­τος ἦταν τὸ τζά­μιˑ ὁ θά­να­τος ἦταν πα­ρὼν ἐδῶ μα­ζί μας, παίρ­νον­τας τὴ γυ­ναῖ­κα πρῶ­τα, πρὶν ἀπὸ ἑκα­τον­τά­δες χρό­νια, φεύ­γον­τας ἀπὸ τὸ σπί­τι, σφρα­γί­ζον­τας τὰ πα­ρά­θυ­ρα· τὰ δω­μά­τια ἔμει­ναν στὸ σκο­τά­δι. Ἐκεῖ­νος ἔφυ­γε, τὴν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε, πῆ­γε στὸν βορ­ρᾶ, πῆ­γε στὴν ἀνα­το­λή, εἶ­δε τὰ ἀστέ­ρια στὸ νό­τιο ἡμι­σφαί­ριο· ἀνα­ζή­τη­σε τὸ σπί­τι, τὸ βρῆ­κε με­τα­φερ­μέ­νο στὴ Νό­τια Ἀγ­γλία. «Ἀσφα­λεῖς, ἀσφα­λεῖς, ἀσφα­λεῖς», ἡ καρ­διὰ τοῦ σπι­τιοῦ ἀν­τη­χοῦ­σε χα­ρού­με­να. «Ὁ θη­σαυ­ρὸς εἶ­ναι δι­κός σου.» Τώ­ρα ση­κώ­θη­κε ἀέ­ρας στὴ λε­ω­φό­ρο. Τὰ δέν­τρα λυ­γί­ζουν, λι­κνί­ζον­ται. Μὲς στὴ βρο­χὴ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το χύ­νε­ται καὶ σκορ­πί­ζε­ται κά­τω. Ἀλ­λὰ ἡ λάμ­ψη τῆς λάμ­πας φω­τί­ζει τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὸ κε­ρὶ καί­γε­ται καὶ σβή­νει. Στὸ σπί­τι, ἀνοί­γον­τας τὰ πα­ρά­θυ­ρα, ψι­θυ­ρί­ζον­τας γιὰ νὰ μὴ μᾶς ξυ­πνή­σουν, τὸ φα­σμα­τι­κὸ ζεῦ­γος πε­ρι­πλα­νιέ­ται, ἀνα­ζη­τᾶ τὴ χα­ρά του.

       «Ἐδῶ κοι­μό­μα­σταν», λέ­ει ἐκεί­νη. Κι ἐκεῖ­νος συμ­πλη­ρώ­νει: «Ἀνα­ρίθ­μη­τα φι­λιά.» «Ξυ­πνῶν­τας τὸ πρωί –.» «Ἀσή­μι στὰ δέν­τρα–.» «Στὸ ἐπά­νω πά­τω­μα –.» «Στὸν κῆ­πο –.» «Ὅταν ἐρ­χό­ταν τὸ κα­λο­καί­ρι –.» «Τὸ χιό­νι τὸν χει­μῶ­να –.» Οἱ πόρ­τες ἀκού­γον­ται στὴν ἀπό­στα­ση νὰ κλεί­νουν μ’ ἕναν ἦχο σὰν τὸν χτύ­πο τῆς καρ­διᾶς.

       Πλη­σιά­ζουν, στα­μα­τοῦν στὸ κα­τώ­φλι τῆς ἐξώ­πορ­τας. Ὁ ἀέ­ρας πέ­φτει, ἡ βρο­χὴ ρί­χνει τὶς ἀση­μέ­νιες ψι­χά­λες της στὸ γρα­σί­δι. Τὸ βλέμ­μα μας θαμ­πώ­νει, δὲν ἀκοῦ­με τὰ βή­μα­τα πί­σω μας· δὲν βλέ­που­με τὴν κυ­ρία μὲ τὸν φα­σμα­τι­κὸ μαν­δύα. Τὰ χέ­ρια του κρύ­βουν προ­στα­τευ­τι­κὰ τὴ φλό­γα. «Κοί­τα», λέ­ει ἥσυ­χα. «Σὲ ὕπνο βα­θύ. Τὰ χεί­λη τους χορ­τα­σμέ­να ἀγά­πη.»

       Σκύ­βον­τας, κρα­τῶν­τας τὴν ἀση­μέ­νια λάμ­πα ἀπὸ πά­νω μας, μᾶς κοι­τοῦν μὲ προ­σή­λω­ση ὥρα πολ­λή. Σιω­ποῦν. Ση­κώ­νε­ται ἀέ­ρας· ἡ φλό­γα γέρ­νει ἐλα­φρά. Τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το πέ­φτει στὸ πά­τω­μα καὶ στὸν τοῖ­χο καὶ βά­φει μὲ ἀσή­μι τὰ σκυ­φτὰ πρό­σω­πά τους· τὰ συλ­λο­γι­σμέ­να πρό­σω­πά τους· τὰ πρό­σω­πά τους, ποὺ μᾶς πε­ριερ­γά­ζον­ται κα­θὼς κοι­μό­μα­στε, καὶ ποὺ ἀνα­ζη­τοῦν τὴν κρυ­φὴ χα­ρά μας.

       «Ἀσφα­λής, ἀσφα­λής, ἀσφα­λής», ἡ καρ­διὰ τοῦ σπι­τιοῦ ἀν­τη­χεῖ πε­ρή­φα­να. «Πολ­λὰ χρό­νια –» ἀνα­στε­νά­ζει ἐκεῖ­νος. «Ὡστό­σο γύ­ρι­σες πά­λι κον­τά μου.» «Ἐδῶ», ψι­θυ­ρί­ζει ἐκεί­νη «νὰ βυ­θί­ζο­μαι στὸν ὕπνο· νὰ δια­βά­ζω στὸν κῆ­πο· νὰ γε­λῶ, με­τα­φέ­ρον­τας μῆ­λα στὴ σο­φί­τα. Ἐδῶ ἀφή­σα­με τὸν θη­σαυ­ρό μας –» Κα­θὼς σκύ­βουν, τὸ φῶς πέ­φτει πά­νω στὰ βλέ­φα­ρά μου. «Ἀσφα­λής, ἀσφα­λής, ἀσφα­λής!» ἀν­τη­χεῖ ἔν­το­να ἡ καρ­διὰ τοῦ σπι­τιοῦ. Ξυ­πνῶ βγά­ζον­τας μιὰ δυ­να­τὴ φω­νή: «Ὥστε αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ κρυμ­μέ­νος θη­σαυ­ρός σας; Τὸ φῶς στὴν καρ­διά.»



Πηγή: Classic Short Stories:

https://www.classicshorts.com/stories/haunths.html

Ἡ Βιρ­τζί­νια Γοὺλφ (Virginia Woolf, 1882-1941) ἦταν Ἀγ­γλί­δα συγ­γρα­φέ­ας. Θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἀπὸ τὶς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ μο­ντερ­νι­σμοῦ. Πρω­το­στά­τη­σε στὴ χρή­ση τῆς συ­νει­δη­σια­κῆς ρο­ῆς ὡς ἀφη­γη­μα­τι­κοῦ τρό­που. Ἡ Γοὺλφ ἄρ­χι­σε νὰ γρά­φει ἐπαγ­γελ­μα­τι­κὰ τὸ 1900. Κα­τὰ τὴ διάρ­κεια τοῦ με­σο­πο­λέ­μου, εἶ­χε πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ καλ­λι­τε­χνι­κὴ σκη­νὴ τοῦ Λον­δί­νου. Τὸ 1915 δη­μο­σί­ευ­σε τὸ πρῶ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα (The Voyage Out) στὸν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο Gerald Duckworth and Company, ἰδιο­κτη­σία τοῦ ἑτε­ρο­θα­λοῦς ἀδελ­φοῦ της. Τὰ πιὸ γνω­στὰ ἔρ­γα της εἶ­ναι τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Mrs Dalloway (1925), To the Lighthouse (1927) καὶ Orlando (1928). Εἶ­ναι ἐπί­σης γνω­στὴ γιὰ τὰ δο­κί­μιά της, ὅπως τὸ A Room of One's Own (1929). Μὲ τὴ Γοὺλφ ἀσχο­λή­θη­κε ἐπι­στα­μέ­νως ἡ φε­μι­νι­στι­κὴ κρι­τι­κὴ τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970. Τὰ ἔρ­γα της, με­τα­φρα­σμέ­να σὲ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀπὸ 50 γλῶσ­σες, ἀπο­τε­λοῦν πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης γιὰ τὸ φε­μι­νι­στι­κὸ κί­νη­μα. Ἀμέ­τρη­το πλῆ­θος βι­βλί­ων εἶ­ναι ἀφιε­ρω­μέ­νο στὸ ἔρ­γο της ἐνῷ ἡ ζωή της ἔχει γί­νει θέ­μα πολ­λῶν θε­α­τρι­κῶν ἔρ­γων, μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ ται­νιῶν.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Ὁ Τά­σος Ἀνα­στα­σί­ου γεν­νή­θη­κε στὴν Ἀθή­να τὸ 1966. Τε­λευ­ταῖο βι­βλίο του: Ἡ ὑπο­μο­νὴ καὶ τὸ πεῖ­σμα (Μυ­θι­στό­ρη­μα), Κουκ­κί­δα, Ἀθή­να 2022.


Πλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι © 2025.
Manage your email settings or unsubscribe.           

oikoparaxenos στις 3:49 μ.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.