oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της: Μά­χη

 


By planodion on 25 Μάρτιος 2025



Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της

Μά­χη

 

ΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ἦ­ταν ὁ πό­λε­μος. Χω­ρι­ζό­μα­σταν σὲ ὁ­μά­δες καὶ χω­νό­μα­σταν σὲ θά­μνους, κουρ­νι­ά­ζα­με σὲ κοι­λό­τη­τες τοῦ ἐ­δά­φους, πί­σω ἀ­πὸ σω­ροὺς ἄμ­μου καὶ ἀ­σβέ­στη καὶ ὅ­που ἀλ­λοῦ κρί­να­με ὅ­τι ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λη κρυ­ψώ­να. Γέ­μι­ζε ἡ γει­το­νιὰ ἀ­πὸ φω­νές: «μπάμ, μπάμ, στά­κα­μαν, πῦρ κα­τὰ βού­λη­σιν» καὶ ἄλ­λα ποὺ συγ­κρα­τού­σα­με ἀ­πὸ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη μας σει­ρὰ —τῆς νε­ό­φερ­της τό­τε στὸν Δο­μο­κὸ τη­λε­ό­ρα­σης— «μά­χη» ἢ ἀλ­λι­ῶς στὰ ἀγ­γλι­κὰ «κόμ­πατ». Ξέ­ρα­με καὶ τὴ μου­σι­κὴ ἔ­ναρ­ξης καὶ τέ­λους τῆς σει­ρᾶς καὶ τὴν σι­γο­τρα­γου­δού­σα­με κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν «ἐ­χθρο­πρα­ξι­ῶν» μας. Ἐ­γὼ ἤ­μουν ὁ λο­χί­ας Σῶν­τερς ἤ, ἂν μὲ πρό­φται­νε ὁ φί­λος μου ὁ Πε­ρι­κλὴς, συμ­βι­βα­ζό­μουν μὲ τὸν Κίρ­μπυ, ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸ μυ­δρά­λιο.

Τὸν λο­χα­γὸ ἔ­κα­ναν τὰ με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά. Γιὰ ὅ­πλα χρη­σι­μο­ποι­ού­σα­με ὅ,τι ἔ­βρι­σκε ὁ κα­θέ­νας. Συ­νή­θως ξύ­λα μι­κρὰ γιὰ τὰ πι­στό­λια καὶ μα­κριὰ γιὰ τὰ του­φέ­κια. Στὶς ἀ­πό­κρι­ες ἢ με­τὰ τὸ πα­νη­γύ­ρι τοῦ Σε­πτέμ­βρη εἴ­χα­με πλα­στι­κά, μέ­χρι νὰ χα­λά­σουν.

       Τὰ παι­διὰ τῶν πιὸ εὐ­κα­τά­στα­των οἰ­κο­γε­νει­ῶν κρα­τοῦ­σαν κά­τι πι­στό­λια με­ταλ­λι­κὰ γιὰ φω­το­βο­λί­δες, ποὺ ἔ­μοια­ζαν μὲ ἀ­λη­θι­νὰ καὶ τὰ ζη­λεύ­α­με ὅ­λοι. Μὰ πιὸ πο­λὺ ζη­λεύ­α­με τὰ πι­στό­λια τοῦ Θα­νά­ση ποὺ τοῦ τὰ ἔ­φτια­χνε ὁ πα­τέ­ρας του, μα­ραγ­κὸς στὸ ἐ­πάγ­γελ­μα, καὶ ἦ­ταν σκέ­τα ἔρ­γα τέ­χνης.

       Ἐ­γὼ γιὰ νὰ ἐν­τυ­πω­σιά­σω με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἐμ­φα­νι­ζό­μουν μὲ ἕ­να τε­ρά­στιο κρά­νος ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο, ποὺ ἡ ὑ­πη­ρε­σί­α εἶ­χε χρε­ώ­σει στὸν πα­τέ­ρα μου, καὶ ἕ­να ξύ­λι­νο χον­τρὸ κλὸμπ κρε­μα­σμέ­νο στὴ ζώ­νη μου. Ἔ­μοια­ζα, μὲ τὸ κον­τό μου παν­τε­λό­νι καὶ τὸ κρά­νος, σὰν Ἄγ­γλος στὸ Ἒλ Ἀ­λα­μέ­ιν, ἔ­λε­γε ὁ πα­τέ­ρας μου, κι ἐ­γὼ κα­μά­ρω­να καὶ ἂς μὴν ἤ­ξε­ρα κὰν τί εἶ­ναι τὸ Ἒλ Ἀ­λα­μέ­ιν. Ὅ­μως ἡ λέ­ξη ἀ­κου­γό­ταν γλυ­κὰ στὸ αὐ­τί μου καὶ τὴν ἐ­πα­να­λάμ­βα­να στὸ παι­χνί­δι. «Μά­χη στὸ Ἒλ Ἀ­λα­μέ­ιν, στὸ Ἒλ Ἀ­λα­μέ­ιν.» Κι ὁ φί­λος μου ὁ Πε­ρι­κλὴς, ποὺ ἀ­γνο­οῦ­σε κι αὐ­τὸς τὸ μέ­ρος, νό­μι­ζε ὅ­τι ἔ­λε­γα γιὰ τὴν Ἀ­λα­μά­να ποὺ σού­βλι­σαν τὸν Ἀ­θα­νά­σιο Διά­κο. Για­τὶ καὶ ἡ δα­σκά­λα μας ἡ Βού­λα ἡ Δι­α­μάν­τη, γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν ἱ­στο­ρί­α, μᾶς ἔ­βγα­ζε στὸ προ­αύ­λιο καὶ μᾶς ἔ­βα­ζε νὰ κά­νου­με ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τῶν μα­χῶν τοῦ ’21, μι­σοὶ Τοῦρ­κοι καὶ μι­σοὶ Ἕλ­λη­νες, ἐ­ναλ­λὰξ κά­θε φο­ρά, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χουν πα­ρε­ξη­γή­σεις.

       Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν «συγ­κρού­σε­ών» μας αὐ­τῶν εἴ­χα­με φυ­σι­κὰ καὶ ἀ­πώ­λει­ες. Ἡ πιὸ συ­νη­θι­σμέ­νη ἦ­ταν ὅ­ταν, ἔρ­πον­τας, ξύ­να­με τὰ γό­να­τα καὶ τοὺς ἀγ­κῶ­νες στὶς πέ­τρες καὶ μά­τω­ναν. Ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὰ ἀ­νοιγ­μέ­να κε­φά­λια, ὅ­ταν ἡ μά­χη ἐ­ξε­λισ­σό­ταν σὲ πε­τρο­πό­λε­μο, για­τί μί­α ὁ­μά­δα ἀρ­νοῦν­ταν νὰ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πώ­λεια ποὺ θυ­μᾶ­μαι ἦ­ταν, ὅ­ταν ὁ Κώ­στας ὁ Λιά­κος, κρυμ­μέ­νος πί­σω ἀ­πὸ μιὰ ἀ­πο­θή­κη, δέ­χθη­κε τὴν αἰφ­νι­δι­α­στι­κὴ ἐ­πί­θε­σή μας, τὴν ὥ­ρα ποὺ εἶ­χε γυ­ρι­σμέ­νη τὴν πλά­τη γιὰ νὰ κά­νει τὴν ἀ­νάγ­κη του. Ἀ­πὸ τὸ ἄγ­χος καὶ τὴν ἔκ­πλη­ξη, τρά­βη­ξε ἀ­πό­το­μα τὸ φερ­μου­ὰρ καὶ ἔπι­α­σε μέ­σα τὴν ἄ­κρη ἀ­πὸ τὴν πό­σθη. Μᾶς εἶ­χε σο­κά­ρει τὸ αἷ­μα ποὺ μού­σκε­ψε τὸ παν­τε­λό­νι του. Οἱ για­τροὶ στὴ Λα­μί­α ἀ­ναγ­κά­στη­καν νὰ τοῦ κά­νουν πε­ρι­το­μὴ γιὰ νὰ τὸν ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σουν.

       Ἀρ­χί­σα­με νὰ βλέ­που­με μὲ ἄλ­λα μά­τια τὸν πό­λε­μο τὸ ’73. Τό­τε οἱ φῆ­μες γιὰ παι­διὰ ποὺ σκο­τώ­θη­καν στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο ἀ­πὸ τὴ Χούν­τα τῶν συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν ἔ­δω­σε στοὺς δι­κούς μας «πο­λέ­μους» ἄλ­λο χα­ρα­κτή­ρα. Ἦ­ταν οἱ μά­χες μας πιὰ ἁ­πλῶς μά­χες, χω­ρὶς Ἀ­με­ρι­κα­νούς, Ἄγ­γλους καὶ Γερ­μα­νούς. Τὸ ’74 μὲ τὴν ἐ­πι­στρά­τευ­ση, ξα­πλω­μέ­νοι στὴν πλα­γιά, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴν ἐ­θνι­κὴ ὁ­δό, κοι­τά­ζα­με νὰ περ­νοῦν τὰ αὐ­το­κί­νη­τα γε­μά­τα κό­σμο ποὺ πή­γαι­νε νὰ κα­τα­τα­γεῖ. Οἱ μό­νοι ἄν­τρες στὸ Δο­μο­κὸ ἤ­μα­σταν ἐ­μεῖς καὶ οἱ γέ­ροι, καὶ ὁ κου­τσὸς πε­ρι­πτε­ράς, ποὺ δὲν τὸν πῆ­ραν λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας. Αἰ­σθα­νό­μα­σταν μιὰ εὐ­θύ­νη νὰ βα­ραί­νει πά­νω μας.

       Ὅ­ταν ἀ­πὸ τὴν αὐ­λὴ τοῦ σχο­λεί­ου, ποὺ ὑ­ψω­νό­ταν δύ­ο μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὸν κεν­τρι­κὸ δρό­μο, κρε­μα­σμέ­νοι στὰ κάγ­κε­λα, πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με τὴν κη­δεί­α τοῦ πα­τέ­ρα τοῦ Θα­νά­ση, ποὺ ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους πε­σόν­τες στὴν Κύ­προ, ξαφ­νι­κὰ με­γα­λώ­σα­με ἀ­πό­το­μα. Ὁ πό­λε­μος πῆ­ρε μέ­σα μας τὶς πραγ­μα­τι­κές του δι­α­στά­σεις καί, ἀ­π’ ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι, δὲν ξα­να­παί­ξα­με πο­τὲ πό­λε­μο.



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­τη­ς (Τρί­κα­λα Θεσσα­λονί­κη, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­τω­ν Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρα­ς (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009), Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τώ­ν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014) καὶ Κα­τὰ μῆ­κος τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ὀ­δοῦ (Εὔ­μα­ρος 2019).


oikoparaxenos στις 6:20 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.