oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Ἠρὼ Νικοπούλου: Ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο;

 


Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 25 Δεκεμβρίου 2024

 



Ἠρὼ Νι­κο­πού­λου 

 

Ἀλη­θι­νὸ ἢ ψεύ­τι­κο;


Η­ΛΑ­ΦΙ­ΣΕ ΜΕ ΠΡΟ­ΣΕ­ΚΤΙ­ΚΕΣ κι­νή­σεις τὸ λε­πτὸ κλω­να­ρά­κι τοῦ κισ­σοῦ μὲ μι­σό­κλει­στα μά­τια προ­σπα­θῶν­τας νὰ ξε­κα­θα­ρί­σει κά­πως τὸ θο­λὸ πε­ρί­γραμ­μα τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου ποὺ κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της. Ἡ ἐνερ­γο­ποι­η­μέ­νη της ἁφὴ ἔψα­χνε ἐπί­μο­να γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες. Εἶ­χε γεί­ρει τό­σο πο­λὺ πά­νω στὸν πα­λιὸ μπου­φέ, ποὺ κιν­δύ­νευ­σε ν’ ἀκουμ­πή­σει ἡ μύ­τη της στὸ κα­φε­τί του μάρ­μα­ρο. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας στε­κό­ταν πί­σω ἀπὸ τὴν μά­να του καὶ τὴν πα­ρα­τη­ροῦ­σε μέ­σα ἀπὸ τὸν μα­κρό­στε­νο κα­θρέ­φτη, ποὺ δέ­σπο­ζε πά­νω του. Τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια τὸ μι­κρό της ἀνά­στη­μα εἶ­χε συρ­ρι­κνω­θεῖ θλι­βε­ρά. «Μπερ­δεύ­τη­κα, τε­λι­κὰ αὐ­τὸ ἀλη­θι­νὸ εἶ­ναι ἢ ψεύ­τι­κο; Δὲν τὸ θυ­μᾶ­μαι.». «Προ­χθὲς τὸ πή­ρα­με μὲ τὴν Εὐ­γε­νία, ἔτσι γιὰ τὸ κα­λό, μέ­ρες πού ‘ναι! Εἶ­δες τα λαμ­πά­κια;». «Ὄχι», ψέλ­λι­σε, ἐκεί­νη, ἔνο­χα κι ἄρ­χι­σε πά­λι νὰ τὸ πα­σπα­τεύ­ει μὲ ἀγω­νία γιὰ νὰ τὰ ἐν­το­πί­σει.

«Λοι­πόν, θὰ τ’ ἀνά­ψω τώ­ρα ποὺ θὰ τρῶ­με, ἔλα ὅμως για­τί θὰ κρυώ­σει ἡ γα­λο­πού­λα.»

       Στά­θη­κε γιὰ ὥρα ἔτσι σκυμ­μέ­νη πά­νω ἀπὸ τὴν ἀση­μέ­νια ζαρ­ντι­νιέ­ρα μὲ τὸ κα­λο­κα­μω­μέ­νο ψεύ­τι­κο κλω­νά­ρι τοῦ κισ­σοῦ ἀνα­βο­σβή­νον­τας τὰ μι­σο­κρυμ­μέ­να στὰ φύλ­λα φω­τά­κια του, σὰν μι­κρὸ παι­δί. «Πο­λὺ μοῦ ἀρέ­σει», κα­τέ­λη­ξε καὶ κά­θι­σε ἐπί τέ­λους στὸ τρα­πέ­ζι. Φαι­νό­ταν ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νη ἂν καὶ τε­λε­σί­δι­κα γε­ρα­σμέ­νη. Με­τὰ τὸ φα­γη­τὸ μέ­χρι νὰ τὴν πᾶ­νε στὸ σπί­τι της γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ τρι­γύ­ρι­σε ἀρ­κε­τὰ στὸ σα­λό­νι ψα­χου­λεύ­ον­τας στὰ τυ­φλὰ πό­τε το ‘νὰ πό­τε τ’ ἄλ­λο, ἀνα­γνώ­ρι­σε πα­λιὰ παι­χνί­δια τοῦ χρι­στου­γεν­νιά­τι­κου δέν­τρου, μύ­ρι­σε ἀρω­μα­τι­κὰ κε­ριά, χάϊ­δε­ψε προ­σε­κτι­κὰ τὴν και­νούρ­για στό­φα τοῦ κα­να­πέ, πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅμως γο­η­τεύ­τη­κε ἀπὸ τὸ πρω­τό­τυ­πο δια­κο­σμη­τι­κὸ τῆς ἀση­μέ­νιας ζαρ­ντι­νιέ­ρας. Λί­γες μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα ἕνα φω­τει­νὸ πρωὶ τοῦ Γε­νά­ρη τὴν κο­πά­νι­σε, ἔκα­νε τὰ τσι­γα­ρά­κια της καὶ φροὺπ γλί­στρη­σε σὰν ἀέ­ρας μέ­σα ἀπὸ τὶς χα­ρα­μά­δες τῆς μπαλ­κο­νό­πορ­τας τοῦ σπι­τιοῦ της.

       «Τό ‘βλε­πα τὸ τέ­λος, νὰ πεῖς ὅτι δὲν τό ‘βλε­πα ποὺ πλη­σί­α­ζε καὶ ὑπο­τί­θε­ται ὅτι προ­ε­τοι­μα­ζό­μουν... γι’ αὐ­τό σοῦ λέω, Ἀν­τρέα, πο­τέ, κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἕτοι­μος». Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ἔλιω­σε τὸ τσι­γά­ρο του στὸ τα­σά­κι. Μιὰ δια­πί­στω­ση χω­ρὶς σο­φία, κού­φιες λέ­ξεις μη­χα­νι­κές, αὐ­τὸς ἀπου­σί­α­ζε ἀπὸ τὸ σῶ­μα του. «Εἶ­ναι πο­λὺ νω­ρὶς ἀκό­μα, ἄσε τὸ χρό­νο....» ψέλ­λι­σε ἀμή­χα­να ὁ παι­δι­κός του φί­λος μὴ βρί­σκον­τας νὰ πεῖ κά­τι πιὸ πα­ρη­γο­ρη­τι­κό. «Γιὰ πές, τί θὰ κά­νεις με­θαύ­ριο;». «Για­τί, τί εἶ­ναι με­θαύ­ριο;» «Τί­πο­τα, ἁπλῶς σκέ­φτη­κα νὰ φᾶ­με πα­ρέα». Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ση­κώ­θη­κε δί­χως ν’ ἀπαν­τή­σει, ἦταν πιὸ βα­ρύ­θυ­μος ἀπὸ πρίν, πλή­ρω­σε, μουρ­μού­ρι­σε κά­τι ἀό­ρι­στο καὶ χά­θη­κε μὲς στὶς σκιὲς καὶ τὰ καυ­σα­έ­ρια τῆς Πα­τη­σί­ων. Ὅλον αὐ­τὸ τὸν και­ρὸ βού­λια­ζε σ’ ἕνα πα­χύ­ρευ­στο κε­νό, τὸν εἶ­χε ρου­φή­ξει μιὰ χο­ά­νη ἄπα­τη κι ἐκεῖ­νος δὲν ἔκα­νε τί­πο­τα γιὰ νὰ βγεῖ. Τὸ μό­νο ποὺ ἀνε­χό­ταν γύ­ρω του ἦταν τὸ σκο­τά­δι, νὰ χά­νε­ται μέ­σα του σὰν σὲ ἀγ­κα­λιά. Ἐκεῖ, ξα­νά­βρι­σκε κά­πως τον χτύ­πο τῆς καρ­διᾶς του. Εἶ­χαν πε­ρά­σει ἤδη τρεῖς βδο­μά­δες ἀπὸ τὸ φευ­γιὸ τῆς μά­νας του κι ἀκό­μα δὲν εἶ­χε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Δὲν ἤξε­ρε πὼς νὰ ἀν­τι­δρά­σει, δὲν εἶ­χε που­θε­νὰ νὰ πα­τή­σει.

       Αὐ­τὸς δὲν τὰ πί­στευε αὐ­τὰ κι ἡ μά­να του τὸ ἤξε­ρε. Σι­γὰ τὰ ὠά, ἔλε­γε καὶ ξα­νά­λε­γε, ‘νιά­με­ρα, σα­ράν­τα καὶ τρί­μη­να, ἑξά­μη­να καὶ μποῦρ­δες, μπίζ­νες, μά­να, μπίζ­νες νὰ γε­μί­ζουν τὶς τσέ­πες τους, ἕνα ἐπάγ­γελ­μα εἶ­ναι κι αὐ­τὸ καὶ μά­λι­στα μὲ ὡρά­ριο τοι­χο­κολ­λη­μέ­νο. Ποῦ ξα­να­κού­στη­κε ὁ θε­ὸς νὰ εἶ­ναι δια­θέ­σι­μος μό­νο σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο ὡρά­ριο. Ἐκεί­νη λού­φα­ζε κοι­τῶν­τας τον ἀμί­λη­τη μὲ τὰ με­γά­λα τυ­φλά της μά­τια. Πα­ρ’ ὅλα αὐ­τὰ ὅταν ἦρ­θε ἡ ὥρα, τῆς τά ‘κα­νε τά σα­ράν­τα μὲ συγ­γε­νεῖς καὶ φί­λους. Ἐκεί­νη τοὺς κοι­τοῦ­σε ὅλους ὄμορ­φη κι ἀτά­ρα­χη πλάϊ στὶς πια­τέ­λες μὲ τὰ κόλ­λυ­βα. Ὅλοι κά­τι κα­λὸ εἶ­χαν νὰ τῆς θυ­μη­θοῦν καὶ χα­μο­γε­λοῦ­σαν ἀνο­μο­λό­γη­τα ἀνα­κου­φι­σμέ­νοι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ ἀσφα­λεῖς στὸ κυ­λι­κεῖο τῆς ἐκ­κλη­σί­ας καὶ σχο­λί­α­ζαν κα­λό­βου­λα τὶς ἀρε­τὲς καὶ τῆς χά­ρες τῆς κε­κοι­μη­μέ­νης γνω­ρί­ζον­τας πὼς ἔξω τοὺς πε­ρί­με­νε ἕνας ἐκτυ­φλω­τι­κὸς χει­μω­νιά­τι­κος ἥλιος. Εἰ­πώ­θη­καν ὅσα ἔπρε­πε νὰ εἰ­πω­θοῦν κι ἔφυ­γαν ὅλοι γιὰ τὰ σπί­τια τους. Πά­ει κι αὐ­τό, ἀνα­στέ­να­ξε ὁ Ζα­χα­ρί­ας, κι ἔσφι­ξε μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὸ χέ­ρι τῆς Εὐ­γε­νί­ας ξε­κλει­δώ­νον­τας τὴν ἐξώ­πορ­τα. Δὲν εἶ­ναι λί­γο νὰ κρα­τᾶς ἕνα ζε­στὸ χέ­ρι. Ἔβγα­λε ὅπως πάν­τα τὰ πα­πού­τσια του καὶ πῆ­γε νὰ βά­λει ἕνα πο­τό, μπῆ­κε στὸ σα­λό­νι κρα­τῶν­τας τὰ δύο πο­τή­ρια καὶ κον­το­στά­θη­κε μπερ­δε­μέ­νος. Τὰ φω­τά­κια τῆς ἀση­μέ­νιας ζαρ­ντι­νιέ­ρας τοῦ μπου­φὲ ἦταν ἀναμ­μέ­να. Ἔμει­νε γιὰ λί­γο σκε­πτι­κός, ρώ­τη­σε τὴν Εὐ­γε­νία, ποὺ μό­λις ἔβγαι­νε ἀπὸ τὸ μπά­νιο. Ὄχι, δὲν τὰ εἶ­χε πει­ρά­ξει. Ἔ, κα­λά, θὰ μπλο­κά­ρι­σε τὸ κουμ­πά­κι, συλ­λο­γί­στη­κε κι ἔκα­νε νὰ τὸ κλεί­σει. Ὁ δια­κό­πτης ὅμως ἦταν ἤδη κλει­στός. Τὸν ἀνοι­γό­κλει­σε δυὸ τρεῖς φο­ρὲς καὶ βε­βαιώ­θη­κε ὅτι δὲν εἶ­χε σκα­λώ­σει. Κά­ποια στιγ­μὴ τὰ φω­τά­κια ἀνα­βό­σβη­σαν ὑπά­κουα. Κά­θι­σαν κα­τά­κο­ποι ἀπὸ τὴν ὑπε­ρέν­τα­ση τῆς ἡμέ­ρας. Ἡ Εὐ­γε­νία τοῦ χάϊ­δευε τρυ­φε­ρὰ τὸ συλ­λο­γι­σμέ­νο κε­φά­λι καὶ χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λά­βουν ἀπο­κοι­μή­θη­καν. Ὅταν ξύ­πνη­σαν ἀρ­γὰ τὸ ἀπό­γευ­μα τὰ φω­τά­κια ἦταν πά­λι ἀναμ­μέ­να. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας ση­κώ­θη­κε μουρ­μου­ρί­ζον­τας καὶ πί­ε­σε χω­ρὶς ἀπο­τέ­λε­σμα τὸν δια­κό­πτη ποὺ πα­ρέ­με­νε κλει­στός. Στε­κό­ταν ὑπνω­τι­σμέ­νος πά­νω ἀπὸ τὴν φω­τι­σμέ­νη ζαρ­ντι­νιέ­ρα μὲ τὸν ψεύ­τι­κο κισ­σὸ ποὺ ἀνεν­δοί­α­στα ἀν­τι­στε­κό­ταν στὴν λο­γι­κή. «Ἔλα, πὼς κά­νεις ἔτσι» τοῦ εἶ­πε ἡ κο­πέ­λα, «δὲν ἔχεις ξα­να­δεῖ λαμ­πά­κια νὰ μπλο­κά­ρουν;» Ἐκεῖ­νος τῆς θύ­μι­σε συγ­κι­νη­μέ­νος τὰ πε­ρα­σμέ­να Χρι­στού­γεν­να καὶ πό­σο ἄρε­σε στὴ μά­να του τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δια­κο­σμη­τι­κό. «Ναί, τῆς ἄρε­σε» ἀκού­στη­κε ἡ ἐπι­βε­βαί­ω­ση ἀπὸ τὸ βά­θος τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας καὶ τὸ θέ­μα ξε­χά­στη­κε.

       Ὁ και­ρὸς περ­νοῦ­σε καὶ κα­θὼς τὸ πέν­θος του πό­τε ἀραί­ω­νε πό­τε πύ­κνω­νε ἀβά­στα­χτα, ὁ Ζα­χα­ρί­ας προ­σπα­θοῦ­σε νὰ μὴν σκέ­φτε­ται ἐκεί­νη τὴν πα­λιὰ συμ­φω­νία τους –ποὺ τὸν ἀπα­σχο­λοῦ­σε ὅλο καὶ συ­χνό­τε­ρα τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια κα­θὼς ἔβλε­πε τὴν μά­να του νὰ κα­τα­πέ­φτει διαρ­κῶς. Πρέ­πει νὰ ἦταν κον­τὰ στὰ δώ­δε­κα γε­μᾶ­τος ἀγω­νί­ες κι ἐρω­τή­μα­τα, γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν θά­να­το, γιὰ τὸ πρίν, γιὰ τὸ με­τά, ἔμ­πλε­ος φό­βου καὶ φαν­τα­σί­ας. Κι ἐπει­δὴ οἱ συ­ζη­τή­σεις τους δὲν κα­τέ­λη­γαν πο­τέ, που­θε­νά, τε­λι­κὰ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει ὅτι ἐὰν ὑπάρ­χει κά­τι, ὁτι­δή­πο­τε, ἡ ψυ­χὴ ἂς ποῦ­με, με­τὰ τὸν θά­να­το θὰ τοῦ στεί­λει ση­μά­δι. Θὰ τὸ κά­νεις, ὁπωσ­δή­πο­τε! Τὴν εἶ­χε βά­λει νὰ τοῦ ὑπο­σχε­θεῖ. Καὶ τὴν ἀνα­νέ­ω­ναν μὲ κά­θε εὐ­και­ρία ἐκεί­νη τὴν πα­λιὰ ὑπό­σχε­ση ἀμή­χα­να καὶ σιω­πη­ρὰ ἀλ­λὰ χα­μο­γε­λῶν­τας κι οἱ δύο μὲ νόη­μα.

       Οἱ ἑπό­με­νοι δύο μῆ­νες πέ­ρα­σαν δύ­σκο­λα, σκόν­τα­φτε συ­νέ­χεια πά­νω στὰ ροῦ­χα της, στὴ μυ­ρω­διά της, στὰ ἔπι­πλά της, στὸ σπί­τι ποὺ ἔπρε­πε ν’ ἀδειά­σει. Ἦταν συ­νέ­χεια κα­τά­κο­πος καὶ σκο­τει­νός. Ἕνα πρωὶ ὅμως, ποὺ ξύ­πνη­σε μὲ ἐν­τε­λῶς ἀλ­λαγ­μέ­νη διά­θε­ση, ἀπο­φά­σι­σε νὰ κά­νει ὅτι ἔπρε­πε γιὰ τὰ τρί­μη­να. Ἔστω ἕνα ἁπλὸ μνη­μό­συ­νο, μιὰ εὐ­χὴ στὴν ἐκ­κλη­σία, εἶ­πε, καὶ ξε­κα­θά­ρι­σε ὅτι θὰ τὸ ἔκα­νε ἐπει­δὴ τὸ ἤθε­λε. Ἡ Εὐ­γε­νία πα­ρα­ξε­νεύ­τη­κε ἀλ­λὰ δί­χως σχό­λια βο­ή­θη­σε στὰ δια­δι­κα­στι­κά, πα­ράγ­γει­λε τὸ πρό­σφο­ρο, πῆ­ρε τὸ λά­δι. Πῆ­γαν μὲ δυό-τρεῖς φί­λους. Ὅλα ἔγι­ναν γρή­γο­ρα ἀκό­μα κι ὁ κα­φές. Ἐπέ­στρε­ψαν στὸ σπί­τι κά­πως πιὸ ἀνά­λα­φροι αὐ­τὴ τὴν φο­ρά. Ὁ Ζα­χα­ρί­ας χω­ρὶς κἂν νὰ βγά­λει τὰ πα­πού­τσια του κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ σα­λό­νι μὲ ἀνο­μο­λό­γη­τη ἀγω­νία. Τὰ λαμ­πά­κια με­τὰ ἀπὸ τό­σο και­ρὸ ἀπό­λυ­της σι­γῆς καὶ φρο­νι­μά­δας ἦταν πά­λι ἀναμ­μέ­να. Τὸ πρό­σω­πό του φω­τί­στη­κε, γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἦταν σί­γου­ρος, χα­μο­γέ­λα­σε πλα­τειά. Κοί­τα­ξε τὴν Εὐ­γε­νία μὲ νόη­μα κά­νον­τας ἕνα νεῦ­μα μὲ τὸ κε­φά­λι δα­κρυ­σμέ­νος ἀπὸ χα­ρά.

       «Ἔλα τώ­ρα», ἀπο­κρί­θη­κε ἡ κο­πέ­λα, μα­λα­κά, «ποῦ πά­ει τὸ μυα­λό σου! Ἐγὼ πάν­τως δὲν τὰ πι­στεύω αὐ­τὰ τὰ με­τα­φυ­σι­κά.»

       Τὰ λαμ­πά­κια τῆς ἀση­μέ­νιας ζαρ­ντι­νιέ­ρες τοῦ μπου­φὲ ἄρ­χι­σαν νὰ ἀνα­βο­σβή­νουν τρε­λα­μέ­να.




Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀθή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φία στὴν Ἀνω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν τῆς Ἀθή­νας. Ἔχει ἐκ­θέ­σει ἔρ­γα της στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐξω­τε­ρι­κό. Ἔχει ἐκ­δώ­σει ὀκτὼ βι­βλία ποί­η­σης καὶ πέν­τε πε­ζο­γρα­φί­ας. Ποι­ή­μα­τα καὶ δι­η­γή­μα­τα της με­τα­φρά­στη­καν στὰ Ἀγ­γλι­κά, Γαλ­λι­κά, Ἰτα­λι­κά, Ἱσπα­νι­κά, καὶ ἄλ­λες εὐ­ρω­παϊ­κὲς γλῶσ­σες καὶ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ ἀν­τί­στοι­χες ἀν­θο­λο­γί­ες. Ἔχει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ Διε­θνῆ Φε­στι­βὰλ ποί­η­σης, ἐνῷ ἕνας τό­μος ποι­η­μά­των της κυ­κλο­φο­ρεῖ στὰ ἱσπα­νι­κὰ μὲ τί­τλο Aceptiones de la Miranda, (με­τά­φρα­ση: Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Ἀπὸ τὸ 2010 συν­διευ­θύ­νει μὲ τὸν Γιάν­νη Πα­τί­λη τὴν ἱστο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱστο­ρί­ες Μπον­ζάϊ. Ἀπὸ τὸ 2023 δια­τη­ρεῖ τὴν στή­λη μὲ τὸν τί­τλο «Ἕνα πα­ρά­θυ­ρο γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα» στὴν ψη­φια­κὴ πλατ­φόρ­μα culturebook. Τὸ 2019 τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ριο­δι­κὸ Σί­συ­φος ἀφιέ­ρω­σε τὸ 17ο τεῦ­χος του στὸ ποι­η­τι­κὸ καὶ πε­ζο­γρα­φι­κό της ἔρ­γο.

Τε­λευ­ταῖο της βι­βλίο Τὸ Θαῦ­μα στὴν Ἐν­τα­τι­κὴ (2024, ἐκδ. ΑΩ). Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐπι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας, τῆς Ἑται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν.

www.ironikopoulou.gr

oikoparaxenos στις 5:00 μ.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.