oikologein

Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Κώ­στας Ποῦ­λος: Ὁ βρά­χος

 


 





Site logo imageΠλανόδιον - Ιστορίες Μπονζάι

 


ΠΟΡΙΕΣ τὸν βα­σά­νι­ζαν, ἐρω­τή­μα­τα τοῦ ἔκλει­ναν τὸν δρό­μο. Ὀν­το­λο­γι­κά, ὑπαρ­ξια­κά, ἠθι­κά. Οἱ ἴδιες ἀπο­ρί­ες ποὺ ἄφη­ναν τοὺς ἄλ­λους ἀδιά­φο­ρους νὰ περ­νοῦν, νὰ προ­σπερ­νοῦν ἀπὸ τὸ ση­μεῖο ποὺ βρι­σκό­ταν ὁ βρά­χος, ἐκεί­νη ἡ με­γά­λη πέ­τρα ἢ ὅπως ἀλ­λιῶς μπο­ρεῖ νὰ ὀνο­μα­στεῖ τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ ἔστε­κε ἐκεῖ σιω­πη­λό, φρά­ζον­τας τὸν δρό­μο στοὺς πε­ρα­στι­κούς, ποὺ γιὰ νὰ πε­ρά­σουν καὶ νὰ πᾶ­νε στὶς δου­λειές τους δὲν εἶ­χαν ἄλ­λη λύ­ση πέ­ρα ἀπὸ τὴν πα­ρά­καμ­ψη. Ὁ βρά­χος ἐξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ στέ­κει ἐκεῖ, ἀκί­νη­τος, σιω­πη­λός, ἀκα­τα­νόη­τος. Δὲν τοὺς ἔκα­νε κα­μιὰ ἐν­τύ­πω­ση, δὲν τοὺς δη­μιουρ­γοῦ­σε κα­μιὰ ἀπο­ρία.

       

«Φά­νη, κα­λη­μέ­ρα», τοῦ ἔλε­γαν πα­ρα­ξε­νε­μέ­νοι, ὄχι ἀπὸ τὸν βρά­χο, ἀλ­λὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φά­νη ποὺ ἔστε­κε μπρο­στὰ στὸν βρά­χο καὶ τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       Αὐ­τός, ὁ Φά­νης Στα­μα­τί­ου, ἔστε­κε ἀκί­νη­τος μπρο­στὰ στὸν σιω­πη­λὸ ὄγ­κο. Τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Ἐξέ­τα­ζε ὥρα πο­λὺ τὸν βρά­χο βου­βός. Μὴν μπο­ρῶν­τας νὰ δώ­σει μιὰ ἀπάν­τη­ση στὸ αἴ­νιγ­μα ποὺ ἡ ἀνόρ­γα­νη ὕλη, σὲ αὐ­τὴ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή, ὁλο­φά­νε­ρα δια­τύ­πω­νε, ἐπέ­στρε­φε στὸ σπί­τι συλ­λο­γι­σμέ­νος. Ὁ ὄγ­κος ἔμε­νε στα­θε­ρὸς στὴν ἴδια θέ­ση ἐξα­κο­λου­θῶν­τας νὰ κρύ­βε­ται πί­σω ἀπὸ τὸ ὄνο­μά του, δη­λα­δὴ ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ λέ­ξη μὲ ἕξι δια­φο­ρε­τι­κοὺς ἤχους στὴ σει­ρά: β-ρ-ά-χ-ο-ς. Χι­λιά­δες, ἑκα­τομ­μύ­ρια με­γά­λες πέ­τρες μπο­ροῦ­σαν νὰ κρυ­φτοῦν μέ­σα σὲ αὐ­τὴ τὴ λέ­ξη μὲ αὐ­τοὺς τοὺς ἴδιους ἕξι ἤχους. Τὴν ἑπό­με­νη μέ­ρα τὸ ἴδιο. Τὸ ἴδιο καὶ τὶς ἄλ­λες ποὺ ἀκο­λου­θοῦ­σαν ἀπα­ράλ­λα­χτες ἡ μιὰ με­τὰ τὴν ἄλ­λη, ὥσπου ἦρ­θε αὐ­τή, ἡ 21η Ἰου­λί­ου. Ὁ Φά­νης Στα­μα­τί­ου στά­θη­κε ξα­νὰ ἐκεῖ, μπρο­στὰ στὸν βρά­χο. Τὸν με­λε­τοῦ­σε. Τὸν ἐξέ­τα­ζε. Τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε, αὐ­τὴ τὴ φο­ρά —κά­θε φο­ρά— μὲ ἄλ­λον τρό­πο, ἀλ­λὰ καὶ πά­λι ὁ νοῦς του νὰ τὸν χω­ρέ­σει δὲν μπο­ροῦ­σε. Πα­θια­ζό­ταν. Ρω­τοῦ­σε τὴν Ἄν­να. Τῆς ἔλε­γε γιὰ τοὺς κού­φιους ἤχους ποὺ ἔχουν κα­τσι­κω­θεῖ στὸ μυα­λό μας καὶ μᾶς ἐμ­πο­δί­ζουν νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν οὐ­σία, τὰ πράγ­μα­τα κα­θ’ ἑαυ­τά.

       «Σ’ ἀγα­πῶ», τοῦ ἀπαν­τοῦ­σε ἐκεί­νη χα­μο­γε­λῶν­τας.

       Οἱ πε­ρα­στι­κοί, φί­λοι γνω­στοὶ καὶ ἄλ­λοι, περ­νοῦ­σαν δί­πλα του ἀδιά­φο­ροι, μὲ τὸ βλέμ­μα χα­μη­λά, γιὰ νὰ βλέ­πουν κά­θε φο­ρὰ ποῦ ἀκρι­βῶς πρέ­πει νὰ κα­τευ­θύ­νουν τὸ ἀμέ­σως ἑπό­με­νο βῆ­μα τους, γιὰ τὸ γρα­φεῖο ἢ τὸ χω­ρά­φι ἢ ἀλ­λοῦ.

       «Ἔ μω­ρὲ Φά­νη...»

       «Γειά σου καὶ σέ­να, Γιῶρ­γο», ἀπαν­τοῦ­σε.

       «Τί κά­θε­σαι καὶ συλ­λο­γιέ­σαι μω­ρὲ αὐ­του­πέ­ρα;»

       «Ὁ βρά­χος, λέω... Τού­τη δῶ ἡ πέ­τρα ἡ με­γά­λη...»

       «Ἔ, μω­ρὲ καη­μέ­νε. Ἄσ’ τον τὸν βρά­χο ἥσυ­χο καὶ πᾶ­με.»

       Τὸ ἔρι­ξε στὸ διά­βα­σμα. Ἔψα­χνε στὰ πα­λιὰ βι­βλία. Διά­βα­σε Πλά­τω­να, Ἀρι­στο­τέ­λη, δὲν βρῆ­κε ἀπαν­τή­σεις. Κόλ­λη­σε στὸν Γορ­γία, τὸν σο­φι­στή. Αὐ­τὸς τὸ ἔλε­γε πιὸ κα­θα­ρὰ ἀπ’ ὅλους: δὲν ὑπάρ­χει τί­πο­τα. Καὶ νὰ ὑπάρ­χει, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὸ ἐν­νο­ή­σου­με. Ἀλ­λὰ καὶ νὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὸ ἐν­νο­ή­σου­με, δὲν θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ με­τα­φέ­ρου­με αὐ­τὴ τὴ γνώ­ση στοὺς ἄλ­λους μὲ τὰ λό­για. Για­τὶ τὰ λό­για εἶ­ναι λό­για, δη­λα­δὴ ἀέ­ρας, τί­πο­τα.

       «Γε­μί­σα­με τὸ νοῦ μας μὲ κού­φιους ἤχους», ἔλε­γε στοὺς ἄλ­λους, ποὺ τὸν ἄκου­γαν ὁλο­έ­να καὶ λι­γό­τε­ρο.

       «Μά, Φά­νη», εἶ­πε μιὰ μέ­ρα ἕνας γε­ρον­τό­τε­ρος ποὺ νοια­ζό­ταν καὶ εἶ­χε ὑπο­μο­νή —τὸν φώ­να­ζαν Σο­φό—, «οἱ ἦχοι εἶ­ναι τὸ κλει­δί. Χρό­νια καὶ χρό­νια μᾶς πῆ­ρε νὰ τὸ φτιά­ξου­με αὐ­τὸ τὸ κλει­δί, αἰ­ῶ­νες, χι­λιε­τί­ες, καὶ θὲς τώ­ρα νὰ τὸ πε­τά­ξου­με;»

       Ἐκεί­νη ἀκρι­βῶς τὴ μέ­ρα, τὴν 28η Ἰου­λί­ου τοῦ 2020, ἦταν γρα­φτὸ ὁ Φά­νης Στα­μα­τί­ου νὰ ἐν­νο­ή­σει τὸν βρά­χο στὴν ὁλό­τη­τά του μὲ τρό­πο ὁρι­στι­κὸ καὶ ἀπό­λυ­το. Ἔχον­τάς τον ἐπί τέ­λους στὸν νοῦ του —ὄχι πιὰ μό­νο τὴ λέ­ξη, ἀλ­λὰ τὸν ἴδιο τόν βρά­χο— ὁ Φά­νης Στα­μα­τί­ου ἄρ­χι­σε νὰ κά­νει τὶς πρῶ­τες προ­σπά­θειες μὲ σκο­πὸ νὰ ἀπο­κα­τα­στή­σει ἢ μᾶλ­λον νὰ ἐγ­και­νιά­σει μιὰ γνή­σια μορ­φὴ ἐπι­κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς ἄλ­λους. Με­τα­κι­νή­σεις. Στὴν ἀρ­χὴ ἀπὸ φί­λο σὲ φί­λο, ἀρ­γό­τε­ρα λί­γο πιὸ πέ­ρα, σὲ ἀν­θρώ­πους ποὺ ἔβλε­πε πρώ­τη φο­ρά. Στα­δια­κὰ ἐπε­ξέ­τει­νε τὶς δια­δρο­μὲς σὲ ἁπλοὺς γνω­στούς, ὥσπου κα­τάν­τη­σε νὰ συ­ναν­τᾶ ξέ­νους, ἀκό­μα καὶ πε­ρα­στι­κοὺς μοι­ρά­ζον­τας μι­κρὰ κομ­μά­τια τῆς ἀλή­θειας τοῦ βρά­χου ὄχι πιὰ σὲ λέ­ξεις, ἀλ­λὰ κα­τ' εὐ­θεῖ­αν σὲ μι­κρὰ χα­λί­κια. Δύ­σκο­λο. Ἀκό­μα καὶ οἱ μι­κρὲς πέ­τρες, τὰ χα­λί­κια, δὲν ἦταν κα­θό­λου εὔ­κο­λο νὰ ἐν­νο­η­θοῦν οὐ­σια­στι­κά, νὰ κα­τα­νο­η­θοῦν. Κα­νέ­νας δὲν ἦταν δια­τε­θει­μέ­νος νὰ βά­λει ἕνα χα­λί­κι στὸ κε­φά­λι του. Οὔ­τε κἂν ἕναν μι­κρὸ κόκ­κο ἄμ­μου. Γε­λοῦ­σαν μα­ζί του. Τὸν ἀπέ­φευ­γαν. Κά­ποιοι τὸν ἔλε­γαν ξε­ρό­λα. Ἀκό­μα καὶ κε­φά­λα τὸν εἶ­παν, λό­γῳ τοῦ με­γέ­θους τοῦ βρά­χου ποὺ εἶ­χε πλέ­ον ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μέ­σα στὸ κε­φά­λι του.

       «Μὴ θὲς νὰ πα­ρα­στή­σεις τὸν Δη­μο­σθέ­νη» τοῦ ἔλε­γαν. «Καὶ βγά­λε αὐ­τὰ τὰ χα­λί­κια ἀπὸ τὸ στό­μα σου, για­τί δὲν εἶ­ναι γιὰ τὰ δόν­τια σου!»

       Ἀπο­γο­η­τεύ­τη­κε. Ἔκα­νε βόλ­τες μο­να­χι­κές. Ἀπελ­πι­σμέ­νος ἄκου­γε νὰ σκᾶ­νε τὰ κύ­μα­τα στὴν ἀκρο­θα­λασ­σιά. Μι­λοῦ­σε μα­ζί τους. Ἀφό­ρη­τοι πο­νο­κέ­φα­λοι ἔρ­χον­ταν καὶ ἔφευ­γαν. Ἦταν φα­νε­ρὸ ὅτι ὁ Φά­νης Στα­μα­τί­ου δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τέ­ξει γιὰ πο­λὺ ἀκό­μα νὰ κου­βα­λά­ει τὴν ἀλή­θεια τοῦ βρά­χου μό­νος του. Ὑπάρ­χει ἀλή­θεια ἀτο­μι­κή; Ὄχι. Καὶ νὰ ὑπάρ­χει, ποιά ἡ ἀξία της; Κα­μία. Ἔπρε­πε νὰ τὴ μοι­ρα­στεῖ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Τὸ εἶ­πε στὴν Ἄν­να, ἐκεί­νη τὸ χα­βά της.

       «Σ’ ἀγα­πῶ», τοῦ εἶ­πε μό­νο.

       Ἕνα πρωΐ, ὄχι πο­λὺ μα­κριὰ ἀπὸ ἐκεί­νη τὴν 28η Ἰου­λί­ου, ἔβγα­λε ἀπὸ τὸν νοῦ του τὸν βρά­χο καὶ τὸν πέ­τα­ξε στὴν ἀκρο­θα­λασ­σιά. Ἀνα­τα­ρά­χτη­κε ἡ θά­λασ­σα. Μὲ βου­λι­μία τὸν πῆ­ρε στὴν ἀπέ­ραν­τη ἀγ­κα­λιά της, τὸν κα­νά­κε­ψε, τὸν χάϊ­δε­ψε μὲ αὐ­τὰ τὰ κα­τα­στρο­φι­κὰ χά­δια της κι ὕστε­ρα, μὲ τὸν και­ρό, τὸν ἔκα­νε ψι­λὴ ἄμ­μο καὶ τὸν μοί­ρα­σε στὶς ἀκρο­για­λιές.

       Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πι­κρὴ ἀλή­θεια γιὰ τὸν πε­ρή­φα­νο καὶ ἀκα­τα­νόη­το ἐκεῖ­νο βρά­χο ποὺ δια­λύ­θη­κε γιὰ νὰ γί­νει κα­τα­νο­η­τός, ὥσπου κα­τάν­τη­σε σκέ­τη ἄμ­μος. Πά­νω σὲ αὐ­τὴ τὴν ἄμ­μο μπο­ροῦν πλέ­ον νὰ περ­πα­τοῦν ἀνέ­με­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, νὰ ξα­πλώ­νουν ἢ νὰ τρέ­χουν ξυ­πό­λυ­τοι τὰ κα­λο­καί­ρια, ἀνα­ζη­τῶν­τας κα­τάλ­λη­λες λέ­ξεις γιὰ νὰ παί­ξουν, νὰ πε­ρι­παί­ξουν τὰ πράγ­μα­τα, κι ὄχι νὰ τὰ ἐν­νο­ή­σουν στὴν ὁλό­τη­τά τους σὰν κι ἐσέ­να, Φά­νη Στα­μα­τί­ου. Ἔπαι­ξες, ἔτρε­ξες στὴν ἀκρο­για­λιά, βού­τη­ξες στὸ δρο­σε­ρὸ νε­ρὸ τῆς θά­λασ­σας κι ὕστε­ρα ξά­πλω­σες ἀνά­σκε­λα πά­νω στὴν ἄμ­μο. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νος κι ἀνά­λα­φρος μὲ ἕνα χα­μό­γε­λο ὣς τὰ αὐ­τιά, χω­ρὶς τὸ βά­ρος τοῦ βρά­χου στὸ νοῦ σου, κοί­τα­ξες τὰ σύν­νε­φα ποὺ διέ­σχι­ζαν ἀρ­γὰ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἀπο­τόλ­μη­σες τὴν ἀπάν­τη­ση ποὺ πε­ριεῖ­χε μέ­σα της τὴ νί­κη καὶ τὴν ἧτ­τα μα­ζί, δύο μι­κρές, πο­λὺ μι­κρὲς λέ­ξεις:

       «Κι ἐγώ!»



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ δι­η­γη­μά­των Γυναίκα σύννεφο.

Κώ­στας Ποῦ­λος. Γεν­νήθη­κε στὸν Ἐ­λι­κώνα τῆς Βοι­ω­τίας. Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γία, Φι­λο­σο­φί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὴ Γερ­μα­νί­α. Ἔ­χει γρά­ψει, με­τα­φρά­σει καὶ δι­α­σκευ­ά­σει πλῆθος βι­βλί­ων γιὰ με­γά­­λους καὶ κυ­­ρί­ως γιὰ παι­διά. Ἔργα του ἔχουν λά­βει τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις (κρα­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο παι­δι­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ βι­βλί­ου) ἢ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες.

oikoparaxenos στις 5:47 π.μ.
Κοινή χρήση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

‹
›
Αρχική σελίδα
Προβολή έκδοσης ιστού

Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
oikoparaxenos
Ιστολόγιο για την οικολογία και τον πολιτισμό.....
Προβολή πλήρους προφίλ
Από το Blogger.